«Ταξίδι στην Ιταλία / Viaggio in Italia» του Ρομπέρτο Ροσελίνι (Ιταλία, 1954)

Ταινία-σταθμός στην ιστορία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, αφετηρία του μοντέρνου σινεμά των Φελίνι, Αντονιόνι και Παζολίνι. Ένα ταξίδι αυτογνωσίας και αναγέννησης στο ροσελινικό σύμπαν

Καθώς η Κάθριν (Ίνγκριντ Μπέργκμαν) και ο σύζυγός της Άλεξ (Τζορτζ Σάντερς) μετά από οκτώ χρόνια γάμου, ταξιδεύουν από την Αγγλία στη Νάπολη, προκειμένου να πουλήσουν μια βίλα που έχουν κληρονομήσει από έναν θείο που απεβίωσε, συνειδητοποιούν για πρώτη φορά ότι δεν έχουν τίποτα κοινό να μοιραστούν. Μακριά από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας, ανακαλύπτουν πως είναι δύο ξένοι μεταξύ τους, με εσωτερικούς κόσμους που βρίσκονται σε μεγάλη σύγκρουση. Αυτοί οι κόσμοι αναδύονται μέσα από αποσπασματικά επεισόδια, φαινομενικά μη δραματικά, τα οποία όμως αποκαλύπτουν τα πραγματικά συναισθήματα των ηρώων και τα προβλήματα του καθενός – προβλήματα που δεν εκφράζονται ποτέ ανοιχτά. Σαν να φοβούνται ότι η αποκάλυψη των αληθινών τους συναισθημάτων θα διαλύσει εντελώς τον ήδη εύθραυστο δεσμό που κάποτε τους έφερε κοντά.

Όπως οι αρχαιολόγοι στις ανασκαφές της Πομπηίας, που έριξαν γύψο στις κοιλότητες που είχαν αφήσει τα σώματα μέσα στην ηφαιστειακή στάχτη ώστε να αποτυπωθούν οι μορφές τους -χωρίς τον γύψο θα είχαν μείνει μόνο σκελετικά υπολείμματα και κενά που με τον χρόνο θα κατέρρεαν, χάνοντας έτσι για πάντα τη δυνατότητα να δούμε το σχήμα και τη στάση των θυμάτων – έτσι και η σχέση της Κάθριν και του Άλεξ μοιάζει με ένα κενό που απειλεί να χαθεί οριστικά, αν δεν βρεθεί τρόπος να πάρει μορφή ξανά. Από τα απομεινάρια του δεσμού τους προσπαθούν να δημιουργήσουν μια νέα επαφή, κάτι που θα τους απεγκλωβίσει από το συναισθηματικό αδιέξοδο μιας σχέσης που πλέον έχει πεθάνει.

Συνοδοιπόρος σε αυτό το ταξίδι είναι η ίδια η πόλη της Νάπολης, την οποία ο Ροσελίνι δεν παρουσιάζει ως τουριστικό αξιοθέατο, αλλά ως «αποσπασματικό τοπίο» που λειτουργεί συμβολικά. Τα ερείπια, τα αγάλματα, τα σκελετικά κατάλοιπα, ακόμη και οι εγκυμονούσες γυναίκες, το παρελθόν και το παρόν φιλτράρονται μέσα από τη συνείδηση της ηρωίδας. Η Κάθριν αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω της μέσα από τη μικροαστική, περιχαρακωμένη, ατομικιστική της οπτική, η οποία αντανακλά την υπαρξιακή της αγωνία, τους φόβους και τις ανασφάλειές της. Αυτά όλα είναι απόρροια της συνειδητοποίησης της βαθιάς μοναξιάς στην οποία έχει αφεθεί να χαθεί μέσα σε μια οκταετή σχέση που δεν καλλιεργήθηκε ποτέ.

Το βλέμμα των αγαλμάτων την τρομάζει, γιατί ίσως συμβολίζει το δικό της βλέμμα που για πρώτη φορά αντικρίζει το τεράστιο συναισθηματικό κενό, το χάος και το σκοτάδι που υπάρχουν μέσα της. Όλα γίνονται μεταφορές ενός γάμου που φθείρεται και της ανάγκης για αναγέννηση μέσα από αυτήν την εμπειρία.

Το 1954 ο Ροσελίνι γυρίζει την ταινία, αντλώντας στοιχεία από συμβάσεις που είχε ήδη διαμορφώσει ο νεορεαλισμός – βασικός εκπρόσωπος του κινήματος, άλλωστε και ο ίδιος- όπως για παράδειγμα την ελλειπτικότητα, και δίνοντας έμφαση όχι στην εξωτερική δράση αλλά στην ψυχολογική κατάσταση των ηρώων. Αυτή ξεδιπλώνεται όχι μέσα από έντονα ή ακραία γεγονότα, αλλά μέσα από στιγμιότυπα της καθημερινότητας. Έτσι, η πλοκή συνδυάζει σκηνές μιας κοινότοπης συζήτησης μεταξύ των ηρώων με σκηνές όπου οι χαρακτήρες απλώς αντιδρούν στο περιβάλλον τους, περπατούν ή οδηγούν.

Ο Ροσελίνι, ωστόσο, προχωράει ακόμη περισσότερο: σπάει τη γραμμική αφήγηση μέσω μιας αποδραματοποιημένης σύνδεσης των γεγονότων που εκτυλίσσονται στην ιστορία, ενώ βάζει στο κάδρο ως συμπρωταγωνιστές τον χώρο και τον χρόνο. Με αυτόν τον τρόπο ανοίγει δρόμο σε δημιουργούς όπως ο Φελίνι, ο Αντονιόνι και ο Παζολίνι, ο καθένας από τους οποίους ανέπτυξε και καλλιέργησε ακόμη περισσότερο αυτές τις επιλογές με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο.

Κομμένος και ραμμένος στα μέτρα της Μπέργκμαν, ο ρόλος της Κάθριν μοιάζει να της ταιριάζει απόλυτα, καθώς ίσως υποδύεται κάτι πολύ κοντά σε αυτό που η ίδια ζούσε-στοιχείο που προσθέτει βάθος στην ερμηνεία της. Η ηθοποιός εγκατέλειψε την καριέρα της στην Αμερική- κάτι που οι Αμερικανοί δεν της συγχώρησαν -για να ακολουθήσει τον Ροσελίνι, με τον οποίο αναπτύχθηκε ένα θερμό love story που κράτησε πέντε χρόνια και επισφραγίστηκε με έναν γάμο, δύο παιδιά και έξι ταινίες. Ένας δεσμός που γνώρισε τη δική του κρίση και κατέληξε στη λήξη του.

Κι όμως, η αφετηρία αυτής της ιστορίας βρίσκεται χρόνια πριν: σε μια μικρή αίθουσα της Νέας Υόρκης, όπου η διάσημη τότε ηθοποιός Ίνγκριντ Μπέργκμαν συγκλονίστηκε από τις ταινίες του Ροσελίνι, τόσο ώστε να τηλεφωνήσει στο γραφείο του στη Ρώμη και να του ζητήσει να συνεργαστούν. Ο Ροσελίνι θεώρησε το τηλεφώνημα φάρσα, αλλά η Μπέργκμαν επέμεινε με ένα τηλεγράφημα, γράφοντας ότι η μόνη λέξη που ήξερε στα ιταλικά ήταν το ti amo (σ’ αγαπώ). Ένα «σ’ αγαπώ» που ειπώθηκε αρχικά χωρίς περιεχόμενο, αλλά που τελικά βρήκε το νόημά του τόσο στη ζωή τους όσο και στο συγκλονιστικό φινάλε του “Ταξιδιού στην Ιταλία”. Έτσι που να αναρωτιόμαστε: Η ζωή κινηματογραφείται; Ή βιώνεται κινηματογραφικά; Ή και τα δύο μαζί; Ένα «σ’ αγαπώ» που στην ταινία αποκτά ουσία, συντιθέμενη μέσα από την αποδόμηση του νοήματος και την επανασύνθεσή του σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας, το οποίο οδηγεί στον επαναπροσδιορισμό της πραγματικότητας και των εννοιών που αποδίδουμε σε αυτή. Όχι μέσα από τη συσσώρευση του φαινομενικού, που θολώνει το τοπίο της εσωτερικής μας αλήθειας, αλλά μέσα από την απόρριψη του επουσιώδους, εκεί όπου αναδεικνύεται η αλήθεια της απόλυτης απλότητας. Μιας πραγματικότητας που δεν διαθλάται μόνο μέσα από τη λογική και το πάθος, ούτε μέσα από τα θετικά και τα αρνητικά συναισθήματα ή τις απόλυτες βεβαιότητες του καθενός, αλλά μέσα από τη συνείδηση που αποκτούμε. Μια συνείδηση που μας επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως μέρος μιας ολότητας, δηλαδή ενός σύμπαντος στο οποίο ανήκουμε και με το οποίο αλληλεπιδρούμε, αφήνοντας σε αυτό το αποτύπωμά μας ενώ ταυτόχρονα δεχόμαστε και το δικό του καθοριστικό αποτύπωμα πάνω μας.

Οι φωνές και τα σπρωξίματα στο φινάλε της ταινίας μας αποκαλύπτουν το ροσελινικό σύμπαν, που συγκροτείται από καθαρές κινήσεις χωρίς να εμπεριέχουν απαραίτητα κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Κινήσεις που όμως προετοιμάζουν την αιφνίδια αποκάλυψη της σημασίας τους, δημιουργώντας μια ένταση με τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων. Ένταση που οδηγεί σε μια απροσδόκητη ορμητικότητα, σε μια ανασύσταση της ίδιας τους της ζωής. Σαν να μας λέει ο Ροσελίνι: «Πήραμε λάθος τη ζωή μας. Ο κόσμος δεν είναι το στενό μας περίκλειστο εγώ, αλλά βρίσκεται εκεί έξω. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν ξανά, από την αρχή, μέσα σε αυτόν και μέσα μας, εκεί όπου ο κόσμος και η ύπαρξή μας συναντιούνται».

Η ταινία επαναπροβάλλεται σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: