“Τα Μαθήματα της Μπλάγκα / Blaga’s Lessons” του Στέφαν Κομαντάρεφ (Βουλγαρία, 2023)

Πολλές φορές το θύμα αναγκάζεται να γίνει θύτης μέσα σε ένα σύστημα που θέλει να εξαφανίσει τη συλλογική μνήμη των ανθρώπων, αυτό το σύστημα που φοβάται ακόμη και τα κομμουνιστικά σύμβολα απαγορεύοντάς τα, γιατί και η μνήμη μόνο αλλοτινών εποχών που συνοδεύονταν από οράματα και ελπίδες των ανθρώπων για σοσιαλιστικές κοινωνίες, η μνήμη και μόνο το τρομάζει…

Σε όλη της τη ζωή δίδασκε τη σωστή εκφορά των λέξεων, τη σωστή τοποθέτησή τους στον λόγο, την απόδοση ξεκάθαρων μηνυμάτων από τον πομπό προς τον δέκτη, για τη σωστή δημιουργία του πλαισίου επικοινωνίας που για να λειτουργήσει αποτελεσματικά θα πρέπει οι κώδικες στους οποίους στηρίζεται να χρησιμοποιούνται σωστά από τους χρήστες. Σαν τις νότες της μουσικής. Που όταν μπαίνουν στη σωστή σειρά και αναπαράγονται από κάποια κλασική ορχήστρα χαρίζουν εκείνη την αρμονία και ψυχική ισορροπία που έχει ανάγκη το άτομο. Το άτομο που έχει ανάγκη να βρίσκεται σε ισορροπία με το περιβάλλον του, να νιώθει προστατευμένο σε αυτό και να νιώθει ότι πέρα από τις βιοτικές του ανάγκες μπορεί μέσα σε αυτό να καλύψει και τις άλλες του ανάγκες που έχουν να κάνουν με τη προσωπική του καλλιέργεια, μέσα σε ένα αξιακό σύστημα που θα του επιτρέπει την ανάδυση των δυνατοτήτων του πνεύματος και της ψυχής του.

Η 70χρονη Μπλάγκα είναι συνταξιούχος φιλόλογος. Μία αυστηρή πειθαρχία χαρακτηρίζει τη διδασκαλία της που μας δίνεται η δυνατότητα να την παρακολουθήσουμε , αφού η ίδια αναγκάζεται να εξακολουθεί να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα, με δεδομένο ότι η σύνταξή της δεν επαρκεί για την κάλυψη των βασικών της αναγκών. Μία αυστηρή πειθαρχία που αποτελεί ίσως το τελευταίο της οχυρό απέναντι στην καταστροφική λαίλαπα που σαρώνει και τη δική της χώρα, τη Βουλγαρία, όπως και όλες τις χώρες που ανήκαν στο “Ανατολικό Μπλοκ” μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ανήκει στη γενιά της μετάβασης από ένα καθεστώς όπου οι άνθρωποι γαλουχήθηκαν με τις κομμουνιστικές αρχές και ιδεώδη σε ένα ανθρωποφάγο σύστημα όπου όλα έχουν καταρρεύσει. Τα μαθήματά της πλέον, μάλλον γραφικά φαντάζουν, αφού κανένας δεν ενδιαφέρεται για τη σωστή επικοινωνία με τον άλλον και αφού η λέξη «επικοινωνώ» έχει οριστικά απεμπολήσει την πραγματική της σημασία. 

Θύμα τηλεφωνικής απάτης, η ίδια, χάνει τις οικονομίες της που χρόνια μάζευε προκειμένου να αγοράσει ένα αξιοπρεπές μνήμα για τον άντρα της που έχασε πρόσφατα, και ένα για την ίδια όταν θα φύγει από τη ζωή. Ένα μνήμα που θα της εξασφάλιζε την αιώνια συγκατοίκηση με τον σύντροφο της ζωής της, κάτι που για την ίδια έχει τεράστια σημασία. Βιώνοντας όλες τις καταστροφικές επιπτώσεις της κατάρρευσης ενός συστήματος όπου το χρήμα δεν ήταν ο αυτοσκοπός και όπου οι άνθρωποι δεν ζούσαν για να δουλεύουν, αλλά δούλευαν απολαμβάνοντας τους καρπούς της εργασίας τους μέσω των παροχών σε όλους τους τομείς -της υγείας, της παιδείας της ψυχαγωγίας- που τους εξασφάλιζε το κράτος, η Μπλάγκα αντιλαμβάνεται ότι έχει φτάσει η ώρα της προσωπικής της διεκδίκησης. Μόνο που ο τρόπος διεκδίκησής της απέχει πολύ από τον τρόπο των συλλογικών διεκδικήσεων. 

Συνειδητοποιεί ότι τα πάντα πλέον είναι εχθρικά απέναντί της. Πολύ πιθανό να το είχε αντιληφθεί και πριν, αλλά μέσα από το προσωπικό της βίωμα, αυτό της απάτης, συνειδητοποιεί την εχθρότητα του περιβάλλοντός της, αντικρίζοντας κατάματα το τερατώδες πρόσωπο του καπιταλισμού. Έτσι παρακολουθούμε τη σταδιακή της μεταμόρφωση προκειμένου να αντιπαλέψει μαζί του σε μία μάχη που εκ των προτέρων γνωρίζουμε ότι είναι χαμένη. Όσοι βιαστούν να κρίνουν τη συμπεριφορά της Μπλάγκα που προσπαθεί να πολεμήσει το τέρας μέσα από τους κανόνες που το ίδιο της επιβάλλει -ο κλέψας του κλέψαντος, η προσωπική επιβίωση εις βάρος των άλλων, ο σώζων εαυτόν σωθήτω, η εκδικητική μανία που στρέφεται κατά των πάντων- ας κρίνουν πρώτα τους μηχανισμούς που οδηγούν στην απομόνωση του ατόμου, στην αποξένωση από τον ίδιο του τον εαυτό, στη μετατροπή του σε ένα μικρό τέρας που νομίζει ότι θα αντιπαρατεθεί με το μεγάλο τέρας που δεσπόζει γύρω του. Ανεπαρκέστατη αποδεικνύεται η Μπλάγκα στην εκμάθηση αυτών των μηχανισμών, ίσως γιατί ποτέ της δεν έμαθε να λειτουργεί με αυτούς. Μια ζωή δίδασκε στους άλλους τους σωστούς κανόνες επικοινωνίας. Τώρα τα μαθήματά της αυτά ωχριούν μπροστά σε αυτά που της διδάσκει η σύγχρονη πραγματικότητα της κόλασης του καπιταλισμού. 

Βγαίνουμε από την αίθουσα, όχι προσπαθώντας να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά της Μπλάγκα, αλλά κατανοώντας πλήρως τον ψυχικό θάνατο που είναι ίσως πολύ χειρότερος από τον σωματικό. Τον ψυχικό θάνατο που επιφέρει μία ατομική αντιπαράθεση ή και ένας ατομικός συμβιβασμός, η ταινία μπορεί να διαβαστεί υπό το πρίσμα πολλών οπτικών -αρκεί να έχουμε το σθένος να τις διαβάσουμε- σε ένα σύστημα που μόνο με συλλογικές και σε βάθος διεργασίες μπορεί να ανατραπεί. 

Τον Στέφαν Κομαντάρεφ τον έχουμε γνωρίσει στις «Ιστορίες μιας νύχτας», στο «Πέρασμα», στο «Ο κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία», και σε κάθε του ταινία έχουμε δει την ανθρωποκεντρική του ματιά που μελετά διεισδυτικά τις εσωτερικές διεργασίες που συντελούνται στον ψυχισμό των ηρώων του, τους οποίους δεν κρίνει, αλλά αναλύει διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν μέσα στο εχθρικό περιβάλλον που ζουν. Και μέσα από αυτή την ανάλυση, μας δίνεται η δυνατότητα να αναλογιστούμε τους δικούς μας τρόπους αντίδρασης, να μεταφερθούμε στη θέση των ηρώων του, και πριν μπούμε στην εύκολη διαδικασία της κρίσης, να σκεφτούμε και εμείς τους δικούς μας τρόπους αντίδρασης. Γιατί και εμείς σε παρόμοια εχθρικά περιβάλλοντα ζούμε. 

Στα «Μαθήματα της Μπλάγκα» η κινηματογραφική αφήγηση ρέει σε μία ταινία κοινωνικού ρεαλισμού με στοιχεία αγωνίας και σασπένς που αντανακλούν την προσωπική αγωνία, την προσωπική μάχη με τις αξίες και τα ιδεώδη της πρωταγωνίστριας που σε κάθε της βήμα, όλο και πιο πολύ βυθίζεται και χάνεται μέσα στο σκοτεινό τούνελ του αναπόδραστου. Νιώθοντας εντελώς απομονωμένη και εγκαταλελειμμένη πέφτει στην παγίδα της εκδικητικής της μανίας, της οργής της και των εμμονών της, ερχόμενη σε σύγκρουση με τις αξίες στις οποίες κάποτε πίστευε και που τώρα έπαψαν να αποτελούν στήριγμα για αυτήν. 

«Δεν περιμένω οι ταινίες μου ότι θα πυροδοτήσουν κάποια επανάσταση. Κάποιες ερωτήσεις και συζητήσεις, ναι. Αυτό μου αρκεί…» δήλωσε σε συνέντευξή του ο Κομαντάρεφ. Και θα συμπλήρωνα πως οι συζητήσεις και οι ερωτήσεις όντως δεν πυροδοτούν επαναστάσεις, πυροδοτούν όμως αλλαγές στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, κάτι που αποτελεί τη βάση για την πυροδότηση μελλοντικών επαναστάσεων. Και νομίζω ότι η ταινία του αποτελεί μία πολύ καλή αφορμή για το άνοιγμα τέτοιων συζητήσεων. 

Η πρωταγωνίστρια της ταινίας Έλι Σκόρτσεφα που αποσύρθηκε από τα κινηματογραφικά δρώμενα μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, επανέρχεται αποσπώντας δικαίως το βραβείο ερμηνείας στο Kάρλοβι Βάρι και υπενθυμίζοντάς μας, μέσω της εξαιρετικής ερμηνείας της, ότι πολλές φορές το θύμα αναγκάζεται να γίνει θύτης μέσα σε ένα σύστημα που θέλει να εξαφανίσει τη συλλογική μνήμη των ανθρώπων, αυτό το σύστημα που φοβάται ακόμη και τα κομμουνιστικά σύμβολα απαγορεύοντάς τα, γιατί και η μνήμη μόνο αλλοτινών εποχών που συνοδεύονταν από οράματα και ελπίδες των ανθρώπων για σοσιαλιστικές κοινωνίες, η μνήμη και μόνο το τρομάζει. 

Η ταινία προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: