Περασμένες Ζωές | Past Lives | Σενάριο – σκηνοθεσία: Σελίν Σονγκ

Στον κινηματογράφο, έγραφε ο Ταρκόφσκι στο «Σμιλεύοντας τον χρόνο», μόνο ένας τρόπος σκέψης υπάρχει: Ο ποιητικός – Μία ποιητική προσέγγιση της τέχνης της οποίας οι Κορεάτες σκηνοθέτες μας έχουν αποδείξει ότι γνωρίζουν πολύ καλά.

ΠΕΡΑΣΜΕΝΕΣ ΖΩΕΣ | PAST LIVES, σενάριο –σκηνοθεσία: Σελίν Σονγκ (Ταινία Έναρξης του 29ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας)

Στον κινηματογράφο, έγραφε ο Ταρκόφσκι στο «Σμιλεύοντας τον χρόνο», μόνο ένας τρόπος σκέψης υπάρχει: Ο ποιητικός. Μόνο με την ποιητική προσέγγιση έγραφε ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης λύνεται κάθε τι ασυμφιλίωτο και παράδοξο, μόνο έτσι γίνεται ο κινηματογράφος επαρκής τρόπος έκφρασης των σκέψεων και των αισθημάτων του δημιουργού. Μέσα από αυτή την ποιητική προσέγγιση για την οποία μιλούσε ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης συναντάμε τους κόσμους των ηρώων της ταινίας «Περασμένες ζωές». Μία ποιητική προσέγγιση της τέχνης της οποίας οι Κορεάτες σκηνοθέτες μας έχουν αποδείξει ότι γνωρίζουν πολύ καλά. 

Ένα voice over καλύπτει τις φωνές τριών ανθρώπων σε ένα μπαρ της Νέας Υόρκης στις 4.00 τα ξημερώματα. Δύο άντρες ο ένας Νοτιοκορεάτης και ο άλλος Αμερικάνος και μία γυναίκα Νοτιοκορεάτισσα και εκείνη. Μιλούν χαλαρά και χαμογελούν μεταδίδοντάς μας την αίσθηση μιας ευχάριστης και ήρεμης ατμόσφαιρας που υπάρχει ανάμεσά τους. Δεν τους ακούμε, απλά τους παρατηρούμε προσπαθώντας να καταλάβουμε με ποιον τρόπο συνδέονται μεταξύ τους οι άνθρωποι αυτοί. Μέχρις ότου το βλέμμα της γυναίκας πέφτει ξαφνικά πάνω μας. ‘Ένα ελκυστικό και προκλητικό συνάμα βλέμμα που μας συμπαρασύρει σε ένα ταξίδι στον χρόνο. ‘Ένα ταξίδι σε κάποιες περασμένες ζωές…Και αυτό το βλέμμα μας καλεί να σταματήσουμε τις εικασίες μας για τη σχέση των τριών αυτών ανθρώπων, εικασίες που προσιδιάζουν στα όσα ακούγονται στην αφήγηση που συνοδεύει τη σκηνή, και να σταματήσουμε για λίγο τη γραμμική πορεία του χρόνου, προκειμένου να εξερευνήσουμε μαζί με τους ήρωές μας ό,τι δεν εντάσσεται σε αυτή. Το ανεξήγητο, το σύνθετο, που η λήθη, απόρροια της γραμμικότητας του χρόνου, τείνει να εξαφανίσει.

Ένας παιδικός έρωτας ανάμεσα στη Να Γιανγκ (που μετονομάστηκε σε Νόρα, στην καινούρια της πατρίδα, την Αμερική) και τον Χάε Σανγκ (που παρέμεινε στην χώρα του τη Νότια Κορέα) διακόπτεται απότομα όταν η Να Γιανγκ μεταναστεύει με την οικογένειά της στην Αμερική, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Για την ακρίβεια, αποφασίζοντας, όπως λέει χαρακτηριστικά η μητέρα της σε μια σκηνή της ταινίας, «κάτι να χάσουν αφήνοντάς το πίσω και κάτι να κερδίσουν φεύγοντας». Ο προορισμός τους άλλωστε, η χώρα της ελευθερίας και των ευκαιριών, έχει προ πολλού πάψει να θεωρείται ως τέτοιος και το Άγαλμα της Ελευθερίας είναι εκεί λειτουργώντας μόνο ως τουριστική ατραξιόν. Ίσως αυτό που κάνει κάποιους ανθρώπους, στην προκειμένη την οικογένεια της Να Γιανγκ και την ίδια, να αναζητούν κάτι σε αυτή τη χώρα, είναι μια βαθύτερη ανάγκη μετακίνησης, ένα φευγιό προς κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό που πιθανό να τους βοηθήσει να βρουν αυτό που ψάχνουν, πιθανόν και όχι. Φεύγοντας όμως η μικρή Να Γιανγκ αφήνει πίσω της τον παιδικό της έρωτα που οι τίτλοι τέλους του πέφτουν με ένα απλό «αντίο».

Ένας παιδικός έρωτας όμως, που με το πέρασμα των χρόνων δεν θα ξεχαστεί δεν θα προσπεραστεί έτσι απλά, αλλά θα εξελιχθεί σε μία ασίγαστη ερωτική επιθυμία που διαπνέει την ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος της. Και ενώ οι αισθήσεις κυριαρχούν, και ενώ η παρεπόμενη συνέπεια του κυρίαρχου αισθησιασμού, τα συναισθήματα διαχέονται σε όλη την ταινία, ο λογικός συγκρατημός, η συνείδηση του πρεπούμενου και του άπρεπου, η ηθική γραμμή και ο αισθηματικός έλεγχος, αλλά και ο φόβος για μια παραπάνω εξωτερίκευση αυτών, οδηγούν σε μια στάση αυτοσυγκράτησης των δύο βασικών μας ηρώων.

Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, το ερωτικό πάθος θα εκδηλωθεί μέσω αμήχανων αρχικά, αλλά τρυφερών στη συνέχεια αγκαλιασμάτων, καθώς και μέσω αμήχανων, πάλι, αλλά βαθιά ενδοσκοπικών βλεμμάτων. Βλέμματα που σε πολλές σκηνές ο κινηματογραφικός χρόνος διάρκειάς τους ταυτίζεται με τον πραγματικό. Ίσως γιατί αντανακλούν κάποιες βαθιά ριζωμένες εικόνες, αυτές της ανέμελης παιδικής ηλικίας όπου αυτό που έφερνε κοντά τα δύο παιδιά ήταν απαλλαγμένο από κάθε σκοπιμότητα, από κάθε εκλογικευμένη λήψη αποφάσεων. Και είναι ίσως αυτές οι εικόνες που διατηρούν ζωντανή και ζεστή τη σχέση δύο ανθρώπων που έχουν να συναντηθούν πάνω από είκοσι χρόνια αλλά που όταν συναντιούνται και όποτε τους δίνεται η δυνατότητα να έρθουν σε επαφή, νιώθουν ότι δεν πέρασε ούτε μία μέρα από τότε που είπαν το πρώτο τους «αντίο». Ένα «αντίο» που σταδιακά θα μετατραπεί σε ένα «καλή αντάμωση.»

Στον κινηματογράφο έγραφε ο Ταρκόφσκι στο «Σμιλεύοντας τον χρόνο» μόνο ένας τρόπος σκέψης υπάρχει: Ο ποιητικός. Μόνο με την ποιητική προσέγγιση έγραφε ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης λύνεται κάθε τι ασυμφιλίωτο και παράδοξο, μόνο έτσι γίνεται ο κινηματογράφος επαρκής τρόπος έκφρασης των σκέψεων και των αισθημάτων του δημιουργού.

Και το ασυμφιλίωτο εδώ είναι ο χρόνος, είναι οι νοοτροπίες που διαφοροποιούνται και διακρίνονται ανάλογα με τα κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα, είναι η ανεκπλήρωτη ερωτική επιθυμία, που η μη πλήρωσή της συμπορεύεται με τη διαφορετική προσέγγιση της ζωής. Μία προσέγγιση, όμως, που καθώς τα άτομα έρχονται όλο και πιο κοντά, επανερμηνεύεται κυρίως από τις πρακτικές που την χαρακτηρίζουν. Οι ήρωες της ταινίας είναι πιασμένοι στα γρανάζια της σύγχρονης πραγματικότητας και αγωνίζονται να βρουν τους εαυτούς τους, χωρίς δραματικές εξάρσεις, χωρίς πικρόχολους σαρκασμούς, χωρίς στομφώδεις ρητορίες και οξύτητα. Και καταφέρνουν οι διαφορές τους να μην γίνονται αιτία ψυχρότητας, αλλά αφορμή προσέγγισης και επαναπροσδιορισμού της θέσης τους σε ένα διαφορετικό χωροχρονικό περιβάλλον.

Αυτούς λοιπόν τους κόσμους, που συναντάμε στην πρώτη σκηνή της ταινίας στις 4.00 τα ξημερώματα σε ένα μπαρ της Νέας Υόρκης, εξερευνούμε, αυτούς κατανοούμε, είτε μέσω της ταύτισής μας, είτε μέσω της προβολής μας πάνω στους ήρωές μας, είτε μέσω της αναγνώρισης πολλών δικών μας κόσμων, πολλών δικών μας περασμένων ζωών, πολλών δικών μας ανεξερεύνητων εαυτών. Μέσα από αυτή την ποιητική προσέγγιση για την οποία μιλούσε ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης, την τέχνη της οποίας οι Κορεάτες σκηνοθέτες μας έχουν αποδείξει ότι γνωρίζουν πολύ καλά.

Ο καλύτερος, νομίζω τρόπος για να ανοίξει τις πύλες του το 29ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, προβάλλοντας ως ταινία έναρξης στις 27/9 το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Νοτιοκορεάτισσας Σελίν Σονγκ.

Το φεστιβάλ κατεβάζει αυλαία στις 7/10.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: