“Παλαιστίνη 36 / Palestine 36”, Σκηνοθεσία: Ανμαρί Τζάσιρ (2025), 66ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Οι αθέατες ρίζες της παλαιστινιακής αντίστασης και ο σκοτεινός ρόλος των Βρετανών
Η ταινία «Παλαιστίνη 36» εστιάζει στην εξέγερση των Παλαιστινίων ενάντια στους Βρετανούς αποικιοκράτες -μια εξέγερση που γεννήθηκε μέσα από τη βαθιά κοινωνική και οικονομική αντίθεση που διαμόρφωσε η μετάβαση από την αραβική φεουδαρχική αγροτική οικονομία προς την αναδυόμενη εβραϊκή αστική βιομηχανική οικονομία. Παράλληλα, η αφήγηση φωτίζει τη σταδιακή μετατόπιση της εξουσίας από τη Βρετανική Εντολή προς την αποικιοκρατική πολιτική των σιωνιστών εποίκων, μια διαδικασία που άλλαξε οριστικά την ισορροπία στην περιοχή. Αξίζει να σημειωθεί πως το σχέδιο της Βρετανικής Εντολής για την Παλαιστίνη επιβεβαιώθηκε επίσημα από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών το 1922, τέθηκε σε ισχύ το 1923 και τερματίστηκε το 1948. Λίγο πριν τη λήξη της Εντολής, το 1947, καθορίστηκε-και με τη επικύρωσή της από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών- η απόφαση που αφορούσε το μέλλον της διακυβέρνησης της Παλαιστίνης. Η απόφαση προέβλεπε τη διαίρεση της χώρας και τη δημιουργία δύο κρατών -ενός εβραϊκού και ενός παλαιστινιακού- που θα λειτουργούσαν υπό οικονομική ένωση, με την Ιερουσαλήμ να τελεί υπό ειδικό διεθνές καθεστώς, προστατευμένο από τα Ηνωμένα Έθνη. Σύμφωνα με αυτή την απόφαση, το εβραϊκό κράτος θα καταλάμβανε το 55% της συνολικής έκτασης, ενώ το παλαιστινιακό μόλις το 45%. Ωστόσο, τα παλαιστινιακά εδάφη χαρτογραφήθηκαν αποσπασματικά, σε κομμάτια διάσπαρτα και χωρίς εδαφική συνέχεια, γεγονός που καθιστούσε εξαρχής το προτεινόμενο παλαιστινιακό κράτος πρακτικά μη λειτουργικό- περισσότερο μια γεωγραφική παγίδα παρά μια βιώσιμη κρατική οντότητα.
Αξίζει εδώ να γίνει μια αναφορά που φωτίζει ακόμη περισσότερο τον παραλογισμό της απόφασης του 1947- παραλογισμό όχι θεωρητικό, αλλά βαθιά υπαρκτό για τον ντόπιο πληθυσμό που κατοικούσε στην περιοχή ήδη από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πρώτη επίσημη βρετανική απογραφή του πληθυσμού της Παλαιστίνης, καταγεγραμμένη στις αρχές της δεκαετίας του 1920, δίνει πολύ καθαρά την εικόνα: συνολικός πληθυσμός 752.048 κάτοικοι. Από αυτούς, περίπου το 79% ήταν μουσουλμάνοι, το 10% Εβραίοι, το 9% χριστιανοί, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό αποτελούνταν από κοινότητες όπως οι Δρούζοι. Με άλλα λόγια, η Βρετανική Εντολή προέβλεπε την παραχώρηση περισσότερων από των μισών εδαφών της Παλαιστίνης σε μια κοινότητα που 20 σχεδόν χρόνια πριν, αποτελούσε μόλις το 10% του πληθυσμού- μια κοινότητα που, για την ακρίβεια, είχε αρχίσει να εγκαθίσταται μαζικά στην περιοχή μόλις μερικές δεκαετίες πριν, προερχόμενη κυρίως από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

Αυτό το ιστορικό δεδομένο, το οποίο υπογραμμίζεται εύγλωττα και μέσα στην ταινία, καταδεικνύει το μέγεθος της αδικίας: ένα σχέδιο που παρουσιάστηκε ως «λύση» δεν λάμβανε υπόψη τη δημογραφική πραγματικότητα. Αντίθετα, επιχειρούσε να την ανατρέψει βίαια, νομιμοποιώντας ένα γεωπολιτικό αποτέλεσμα που εξυπηρετούσε αποικιοκρατικά και στρατηγικά συμφέροντα, όχι τις ανάγκες ή τα δικαιώματα του λαού που ζούσε εκεί επί αιώνες.

Στην τελευταία μέρα της Εντολής, το 1948, ανακηρύχθηκε η δημιουργία του ισραηλινού κράτους. Στο μεταξύ, με τη συνεχή χρήση βίας κατά τη διάρκεια των χρόνων της αποικιακής κυριαρχίας-και με τη σημαντική υποστήριξη του βρετανικού στρατού, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό συνέβαλε στη συγκρότηση των δομών του μελλοντικού ισραηλινού στρατού-το εβραϊκό κράτος είχε ήδη καταλάβει πολύ μεγαλύτερη έκταση από αυτήν που του είχε αρχικά παραχωρηθεί. Το παλαιστινιακό κράτος, αντίθετα, δεν δημιουργήθηκε ποτέ.
Χρονικά τώρα, η ταινία μας τοποθετεί στις αρχές του 1936. Πολλά πρόσωπα Παλαιστινίων εμπλέκονται στην αφήγηση-άνθρωποι προερχόμενοι από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και στρώματα: εργάτες στο λιμάνι της Γιάφας, αγρότες στα χωριά της Παλαιστίνης, αλλά και Παλαιστίνιοι διανοούμενοι και μεγαλοδημοσιογράφοι στην Ιερουσαλήμ. Βλέπουμε έτσι έναν ολόκληρο λαό να ζει κάτω από τη βρετανική επίβλεψη, την ώρα που η αποικιοκρατική διοίκηση παραχωρεί σταδιακά την εξουσία στους σιωνιστές εποίκους, οι οποίοι συρρέουν μαζικά στην Παλαιστίνη.
Βασισμένη σε ένα εξαιρετικά πλούσιο και ζωντανό αρχειακό υλικό, η ταινία ρίχνει άπλετο φως στον σκοτεινό ρόλο που διαδραμάτισαν οι Βρετανοί στην Παλαιστίνη- στον τρόπο με τον οποίο άσκησαν βία, καταστολή και συστηματικό έλεγχο επάνω στον παλαιστινιακό λαό. Η γενική επιδείνωση των συνθηκών εργασίας των Αράβων εργατών, η πολιτική διακρίσεων υπέρ των Εβραίων εργατών, ο αυξανόμενος ρυθμός εβραϊκής μετανάστευσης στην περιοχή, όπως και τα ιδιαίτερα προνόμια που παραχωρούσε η βρετανική διοίκηση στους νεοαφιχθέντες εις βάρος του ντόπιου πληθυσμού, δημιουργούν ένα εκρηκτικό υπόβαθρο κοινωνικής αδικίας και ταπείνωσης.

Την ίδια στιγμή,ο βρετανικός στρατός καταστέλλει με ωμή βία κάθε παλαιστινιακή φωνή που τολμά να εξεγερθεί και να διεκδικήσει όσα σταδιακά της αφαιρούνται. Αποφάσεις κρίσιμες για το μέλλον της περιοχής λαμβάνονται ερήμην των Παλαιστινίων, υπό τις ευλογίες της βρετανικής κυβέρνησης και της Ύπατης Αρμοστείας- κορυφαία ανάμεσά τους η εισήγηση της Επιτροπής Peel, που το 1937 προτείνει για πρώτη φορά τη διαίρεση της Παλαιστίνης. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, το εβραϊκό κράτος θα καταλάμβανε το 33% της συνολικής έκτασης, συμπεριλαμβανομένης της Χάιφα και της ακτογραμμής μέχρι το Ασντότ, ενώ η κεντρική ορεινή χώρα και η έρημος Νεγκέβ θα σχημάτιζαν το παλαιστινιακό κράτος. Η Ιερουσαλήμ θα έμενε υπό βρετανική εντολή. Ταυτόχρονα, η Επιτροπή προέβλεπε ρητά την απέλαση των Παλαιστινίων από τις περιοχές που ορίζονταν ως εβραϊκές-ακόμη και με τη χρήση βίας. Μιας βίας που ο βρετανικός στρατός εφάρμοσε απροκάλυπτα.
Όλα αυτά καθιστούν απόλυτα κατανοητούς τους λόγους που πυροδότησαν την εξέγερση του 1936: μια εξέγερση που ξεκίνησε με την εξάμηνη γενική απεργία των αραβικών εργατικών σωματείων και εξελίχθηκε σε ένοπλη αντίσταση, σε συγκρούσεις και σε στοχευμένες ανατινάξεις πετρελαϊκών αγωγών -γνωρίζοντας οι Παλαιστίνιοι πως το πετρέλαιο ήταν ζωτικής σημασίας για τους Βρετανούς κατακτητές.

Δεν είναι εύκολο να αποδίδεις κινηματογραφικά την ιστορία ενός λαού – ακόμη κι όταν περιορίζεσαι, όπως εδώ, σε μια σχετικά μικρή ιστορική περίοδο, από το 1936 έως το 1939, όσο διήρκεσε η παλαιστινιακή εξέγερση. Η δυσκολία δεν προκύπτει μόνο από την έκταση των γεγονότων, αλλά και από τις αθέατες διαδρομές της πολιτικής: τις μυστικές συμφωνίες, τις διπλωματικές πιέσεις, τα παζάρια «κάτω από το τραπέζι», στα οποία πρωταγωνιστούσε η Μεγάλη Βρετανία μαζί με ευρωπαϊκές και αραβικές κυβερνήσεις που εξυπηρετούσαν-συχνά σιωπηρά- τα δικά τους συμφέροντα.
Κι όμως, η ταινία βρίσκει χώρο να αναφερθεί σε όσα προηγήθηκαν. Φωτίζει καθοριστικές στιγμές που προετοίμασαν την έκρηξη της εξέγερσης: τη Διακήρυξη Μπάλφουρ του 1917, που άνοιξε τον δρόμο για την εδραίωση του σιωνιστικού σχεδίου, τον ρόλο των Αράβων φεουδαρχών, που επέλεξαν μια στάση ουδετερότητας μπροστά σε αυτό που ήδη διαφαινόταν, τη σταδιακή εξόντωση και περιθωριοποίηση του παλαιστινιακού λαού, και κυρίως την πολύχρονη συμμαχία μεταξύ του σιωνιστικού κινήματος και της Μεγάλης Βρετανίας, συμμαχία που επέτρεψε στους εποίκους να ενισχύσουν την παρουσία τους, να κερδίσουν προνόμια, να αποκτήσουν στρατιωτική οργάνωση και να επεκτείνουν την επιρροή τους.
Η αφήγηση αναδεικνύει ότι τίποτα από αυτά δεν συνέβη σε κενό. Όλες αυτές οι ιστορικές διαδρομές, οι συμφωνίες και οι συμβιβασμοί, αποτελούν το υπόγειο υπόστρωμα πάνω στο οποίο γεννήθηκε η εξέγερση του ’36. Μια εξέγερση όχι μόνο απέναντι στον Βρετανό κατακτητή, αλλά απέναντι σε ένα ολόκληρο σύστημα εξουσίας που ήδη σχεδίαζε την εκτόπιση, την περιθωριοποίηση και τελικά την εξαφάνιση του παλαιστινιακού λαού από τον ίδιο του τον τόπο.
Εδώ και πάνω από έναν αιώνα ο λαός της Παλαιστίνης υποφέρει. Τα βάσανά του μεταφέρονται στη μεγάλη οθόνη με δραματουργική δύναμη: ο κινηματογράφος, μέσα από έργα όπως το «Παλαιστίνη 36», γίνεται το μέσο που όχι μόνο αφηγείται την ιστορία, αλλά στέκεται απέναντι στη διαστρέβλωσή της από τα συστημικά μέσα, απέναντι στις αποσιωπήσεις και στους αναθεωρητισμούς. Αποκαθιστά την ιστορική αλήθεια, δίνοντας μορφή, πρόσωπα και φωνές σε γεγονότα που έχουν συχνά παρουσιαστεί μέσα από το βλέμμα των ισχυρών.
Στην ταινία, τρεις γενιές Παλαιστινίων σκιαγραφούνται μέσα στον κυκεώνα μιας ιστορίας που γράφεται ερήμην τους και συχνά ενάντια στα αυτονόητα δικαιώματά τους. Τρεις γενιές που συνδέονται όχι απλώς με συγγενικούς δεσμούς, αλλά με δεσμούς ταυτότητας, μνήμης και ανάγκης ύπαρξης. Δεσμούς με τη γη- όχι εθνικιστικούς, αλλά βαθιά ανθρώπινους, οργανικούς. Δεσμούς που μεταδίδονται από πατέρα σε γιο, από μάνα σε κόρη, από γενιά σε γενιά, σαν κρυμμένη φλόγα που αρνείται να σβήσει.

Αυτοί οι δεσμοί είναι που καθορίζουν και τον τρόπο της πάλης τους. Όταν όλα τα άλλα μέσα καταπίεσης, διαπραγμάτευσης ή ειρηνικής διεκδίκησης αποτυγχάνουν, όταν η αδικία γίνεται μόνιμη κατάσταση και η κατοχή καθημερινή πραγματικότητα, όταν η γη που αγαπούν και καλλιεργούν απειλείται να χαθεί, οδηγούνται σε έναν και μοναδικό δρόμο αντίστασης: την ένοπλη πάλη. Όχι ως πρώτη επιλογή , αλλά ως έσχατη μορφή υπεράσπισης ύπαρξης, αξιοπρέπειας και συνέχειας.
Την ταινία την είδαμε στο 66ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και αποτελεί ευχή όλων όσων την παρακολουθήσαμε να πάρει διανομή και να βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Αγωνιζόμαστε πάντα καλύτερα όταν είμαστε εφοδιασμένοι με τα βασικά και απαραίτητα ιστορικά εργαλεία, ώστε να μπορούμε να υπερασπιζόμαστε τον δίκαιο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του παλαιστινιακού λαού- όχι μόνο συμπάσχοντας συναισθηματικά εξαιτίας των απερίγραπτων εγκλημάτων που συντελούνται εις βάρος του παλαιστινιακού λαού, αλλά και οπλισμένοι με τη γνώση των όσων ιστορικά έχουν συμβεί.
Η ταινία «Παλαιστίνη 36» συμβάλλει ουσιαστικά στην απόκτηση αυτής της γνώσης ανοίγοντας τον δρόμο για περαιτέρω αναζήτηση και εμβάθυνση.
