«Μαύρος Κότσυφας, Μαύρο Βατόμουρο / Blackbird Blackbird Blackberry» της Ελένε Ναβεριάνι

…Γιατί σημασία δεν έχει το «πού», το «πώς», το «πότε». Σημασία έχει το «τι». Τι νιώθεις και πόσο θέλεις αυτό που νιώθεις να το ζωντανέψεις, να το μετατρέψεις σε βίωμα. Και η Ναβεριάνι το βίωμα αυτό καταφέρνει να μας το μεταδώσει αριστουργηματικά!

Όταν η Ετέρο ρωτιέται από τον εραστή της, αν έχει ερωτευτεί ποτέ πριν στη ζωή της, εκείνη του απαντά, πως ναι, είχε στο Γυμνάσιο ερωτευτεί τη Λέλα την κοπέλα με την οποία ήταν ερωτευμένα όλα τα αγόρια του σχολείου, που κάθε ένα είχε στην τσέπη του τη φωτογραφία της και που και η ίδια κατάφερε να αποκτήσει κλέβοντάς την από τον αδελφό της. Και από μία τέτοια απάντηση μας δημιουργείται η εντύπωση πως η Ετέρο είναι μία «απελευθερωμένη» γυναίκα με πολλές ενδεχομένως ερωτικές εμπειρίες στη ζωή της που της επιτρέπουν με μία φυσικότητα να αποκαλύπτει στον εραστή της ότι ο μεγάλος έρωτας της ήταν μία κοπέλα. 

Πώς όμως ορίζουμε την απελευθέρωση και την αυτονομία μίας γυναίκας; Πώς τη «μετράμε»; Με τον αριθμό των σεξουαλικών της εμπειριών; Με τις τρέλες της νιότης της; Με την εφηβική επανάσταση κατά της οικογένειας και της συντηρητικής νοοτροπίας αυτής; Η Ετέρο τίποτα από τα παραπάνω δεν διαθέτει. Πλησιάζει τα 50, είναι παρθένα και ο εραστής που της απευθύνει την ερώτηση είναι ο πρώτος άντρας της ζωής της, τον οποίο και ερωτεύεται και του παραδίδει τη 48χρονη παρθενιά της χωρίς κανέναν θύλακα ενοχής. Επιπλέον η Ετέρο ζει σε ένα απομονωμένο πανέμορφο χωριό της Γεωργίας, όπου σε ολόκληρη τη μέχρι τότε ζωή της υπηρετούσε τον πατέρα και τον αδελφό της, αφού η μητέρα που θα «έπρεπε» να επιτελεί τον ρόλο αυτό, είχε πεθάνει όταν η Ετέρο ήταν μωρό. Και η Ετέρο αναλαμβάνει αδιαμαρτύρητα τον ρόλο που οι επιταγές της κλειστής πατριαρχικής στερεοτυπικής και συντηρητικής κοινωνίας στην οποία ζει της αποδίδουν. 

Στα μάτια των γυναικών του χωριού, η Ετέρο είναι η άτυχη, η καημένη, η κακομοίρα, η γεροντοκόρη. Κάτι να έχουν να λένε, δηλαδή. Κάτι να αποθέτουν πάνω του τη δική τους μιζέρια…Πόσο λίγο όμως τη γνωρίζουν και πόσο ακόμη λιγότερο έχουν τη διάθεση να τη «δουν» και να την πλησιάσουν πραγματικά… Γιατί, μπορεί η τεχνολογία να αναπτύσσεται διαρκώς, παρέχοντας την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας και του ανοίγματος, το περιχαράκωμα όμως είναι μία προσωπική υπόθεση που δεν έχει να κάνει ούτε με την ηλικιακή φάση, ούτε με τον αστικό ή επαρχιακό τρόπο ζωής ούτε με το ρηξικέλευθο των πράξεων που γίνονται για να προκαλέσουν. Γιατί η πρόκληση δεν συνιστά απελευθέρωση. Ο μοντερνισμός και ο δικαιωματισμός δεν συνιστούν αυτονομία. Και η Ετέρο που παρατηρεί τους πάντες και τα πάντα γύρω της, που αποδέχεται την κατάσταση και τις συνθήκες στις οποίες ζει, γιατί απλά ζει σε αυτές, εκεί βρίσκεται η ζωή της, εκεί βρίσκεται το μαγαζάκι της – η πηγή των οικονομικών της εσόδων, εκεί μέσα σε αυτές τις συνθήκες έχει βρει τον δικό της τρόπο να ξεφεύγει από όλα αυτά, να κάνει όνειρα, να ζει τη μοναξιά της και να αναζητά την προσωπική της γαλήνη, την προσωπική της ευτυχία στις φυσικές ομορφιές που δεν παύει να ανακαλύπτει και να παραμένει ανοιχτή σε κάθε κάλεσμά τους. «Τα βατόμουρα ήταν τα πάντα για εμένα: η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, οι εραστές μου…» λέει στον εραστή της. Πόσο απελευθερωτικό, πόσο ανθρώπινο, πόσο μοναχικό, αλλά και πόση γαλήνη και αποδέσμευση μέσα σε αυτή τη μοναξιά…

Σπάνια στον κινηματογράφο έχουμε παρακολουθήσει ερωτικές σκηνές όπου το σώμα της γυναίκας δεν εξιδανικεύεται. Και οι ερωτικές σκηνές της σχεδόν 50χρονης Ετέρο με το ατημέλητο σώμα – που δεν ενδιαφέρεται για τον εξωτερικό καλλωπισμό του, όχι γιατί δεν το αγαπά, αλλά γιατί εκδηλώνει με άλλον τρόπο την αγάπη της προς αυτό, μέσω της ελευθερίας που του παρέχει αφήνοντάς το να απολαμβάνει χωρίς ίχνος ενοχής ό,τι το ευχαριστεί και να ανακαλύπτει διαρκώς νέες απολαύσεις πρωτόγνωρες για αυτό – είναι ίσως από τις σκηνές που μας «βάζουν τα γυαλιά» σχετικά με το πώς εννοείται όχι μόνο κινηματογραφικά αλλά και στην πραγματική μας ζωή η ουσιαστική απελευθέρωση των ανθρώπων. Οι ερωτικές σκηνές είναι από τις ωραιότερες κατά τη γνώμη μου που έχουμε δει στον κινηματογράφο, για την ειλικρίνειά τους, την απλότητά τους και το συναίσθημα του οικείου που σου δημιουργούν βλέποντάς τες, σπάζοντας με τον τρόπο αυτό κάθε παγιωμένη προκατάληψη. Κατά τη διάρκεια των ερωτικών αυτών σκηνών όπου η Ετέρο γνωρίζει το σώμα της, γεύεται τον έρωτα όπως γεύεται τη γλύκα του μαύρου βατόμουρου λειτουργούν συμπληρωματικά στην ενδοσκοπική διαδικασία που την οδηγεί στην πραγματική ελευθερία. Μία ελευθερία που βιώνεται τόσο λιτά, τόσο αφαιρετικά, τόσο ανεπιτήδευτα, με ένα θάρρος που προκύπτει από την παιδικότητα μέσα από την οποία αντικρίζει τον κόσμο και το φυσικό περιβάλλον με το οποίο διατηρεί μια άρρητη επαφή. Δεν έχει σημασία το «πού», δεν έχει σημασία το «πώς», το «πότε». Έχει σημασία το «τι». Τι νιώθεις και πόσο θέλεις αυτό που νιώθεις να το ζωντανέψεις να το μετατρέψεις σε βίωμα. Μέσα στην αποθήκη των απορρυπαντικών, μέσα στο αυτοκίνητο, μέσα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου η Ετέρο βιώνει την επίγευση του έρωτα όμοια με την επίγευση του μαύρου βατόμουρου, όμοια με την ομορφιά του μαύρου κότσυφα που την κεραυνοβολεί και που αναστατώνει όλο της το είναι.

Ένα πραγματικό αριστούργημα η ταινία της Γεωργιανής σκηνοθέτιδος Ελένε Ναβεριάνι, με την Έκα Τσαβλεϊσβίλι να παραδίδει μαθήματα υποκριτικής. Και οι δύο γυναίκες δείχνουν ολοφάνερα ότι δεν αγαπούν απλά την ηρωίδα τους την Ετέρο, αλλά αγαπούν τον άνθρωπο που πασχίζει να απεμπλακεί από οτιδήποτε στέκει εμπόδιο στην ουσιαστική προσπάθεια ανεξαρτητοποίησής του. 

Η ταινία προβάλλεται στον κινηματογράφο “Άστυ”.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: