«Καζαμπλάνκα / Casablanca» (1942), του Μάικλ Κέρτιζ
«Πάντα θα έχουμε το Παρίσι μαζί μας. Μπορεί να το χάσαμε, αλλά εδώ, στην Καζαμπλάνκα, το ξαναβρήκαμε…»
Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά φιλμ της δεκαετίας του ’40, η ταινία “Καζαμπλάνκα” αναδεικνύει με εξαιρετικό τρόπο μια μελοδραματική ιστορία που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα από αλληλένδετα, φαινομενικά ασύνδετα θραύσματα έξυπνων και ενίοτε κυνικών διαλόγων, θεμελιώνεται η δράση σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο: το κλαμπ του Ρικ (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ), στην Καζαμπλάνκα (παραθαλάσσια πόλη του Μαρόκου).
Ο πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη, προκαλώντας σημαντικές αναταραχές και αναγκάζοντας πολλούς ανθρώπους να καταφύγουν στην Αμερική, ενώ άλλοι περιμένουν, με αγωνία, τα πολυπόθητα ταξιδιωτικά έγγραφα στην Καζαμπλάνκα για να συνεχίσουν το ταξίδι τους στην Αμερική. Η δράση των πρωταγωνιστών, ωστόσο, εκτυλίσσεται κυρίως γύρω από το κλαμπ του Ρικ, όπου συναντάμε μια ποικιλία χαρακτήρων που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές πλευρές της ανθρώπινης φύσης.
Ορισμένοι είναι έτοιμοι να πουλήσουν τα πάντα για να αποκτήσουν τα πολύτιμα ταξιδιωτικά έγγραφα, ενώ άλλοι εκμεταλλεύονται την ανάγκη των άλλων στο έπακρο. Το κλαμπ του Ρικ γίνεται έτσι ένας μικρόκοσμος, γεμάτος ανθρώπους και καταστάσεις που ζουν κάτω από τον φόβο και τον πανικό που προκαλεί ο πόλεμος. Οι θαμώνες του κλαμπ κινούνται μεταξύ των ορίων των προσωπικών συμφερόντων και των ηθικών τους αξιών, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα γεμάτη εντάσεις και συγκρούσεις.
Το κλαμπ, με τους αυθαίρετους κανόνες που θέτουν οι ίδιοι οι θαμώνες του, λειτουργεί ως ένας καθρέφτης του πραγματικού κόσμου της εποχής. Αντιπροσωπεύει τη θολή γραμμή μεταξύ του εσωτερικού κόσμου των χαρακτήρων και του εξωτερικού, βίαιου κόσμου που επιβάλλει ο πόλεμος, δείχνοντας τον τρόπο που οι άνθρωποι επιλέγουν να αντεπεξέλθουν στη νέα, αβέβαιη πραγματικότητα.
Ρικ (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ), Ίλσα (Ίνγκριντ Μπέργκμαν) και Βικτώρ Λάζλο (Πολ Χένριντ), ένα ερωτικό τρίγωνο που όμως αν και βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας, δεν αποτελεί το κύριο θέμα αυτής, αλλά λειτουργεί ως μέσο για να αναδειχθούν οι αντιφάσεις των χαρακτήρων. Σε ένα σκηνικό όπου η βία και η ανατροπή της καθημερινότητας είναι πανταχού παρούσες, οι άνθρωποι καλούνται να πάρουν αποφάσεις που δεν σχετίζονται μόνο με την αγάπη, αλλά και με την επιβίωση και την ηθική τους στάση. Έτσι, ο μεγάλος και έντονος έρωτας μοιάζει μικρός και ασήμαντος όταν επανέρχεται στην επιφάνεια ως ανάμνηση σε μια στιγμή που όλα γύρω τους καταρρέουν.
Η ταινία, γεμάτη με στοιχεία φιλμ νουάρ, δείχνει πώς η μοίρα και το πεπρωμένο καθορίζουν τις πράξεις των ανθρώπων- «από όλα τα καταγώγια σε όλες τις πόλεις του κόσμου, αυτή μπήκε στο δικό μου» λέει ο Ρικ σε εκείνη την ανεπανάληπτη σκηνή όπου λατρέψαμε τον Μπόγκαρτ. Ο Ρικ, μεθυσμένος και συγκινημένος από τις αναμνήσεις του έρωτα που είχε με την Ίλσα στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, προσπαθεί να καταπνίξει τα συναισθήματά του. Παρόλο που προσπαθεί να κρύψει την ευαισθησία του πίσω από μια σκληρή και κυνική μάσκα, ωστόσο δεν τα καταφέρνει, και σταδιακά μας αποκαλύπτει την ανθρωπιά του που δεν άφησε, παρά τις αντίξοες συνθήκες στις οποίες βρέθηκε, να χαθεί. Ο πόλεμος δεν επιτρέπει την πολυτέλεια της ευαισθησίας. Απαιτεί σιδερένιες άμυνες, και ο Ρικ φαίνεται να το έχει κατανοήσει απόλυτα. Στην ταινία, οι χαρακτήρες δεν χωρίζονται απλώς σε καλούς και κακούς, αλλά η κινηματογραφική γλώσσα του Κέρτιζ, με τις προσεκτικά επιλεγμένες κινήσεις της κάμερας και το στιλιζαρισμένο σκηνοθετικό του ύφος, αποτυπώνει τις εσωτερικές τους συγκρούσεις. Ειδικότερα, η φωτογραφία έχει μια έντονη καλλιτεχνική διάσταση, με ιδιαίτερη έμφαση στο εικαστικό κομμάτι, αναδεικνύοντας τη συναισθηματική ένταση και τις αντιφάσεις που αντιμετωπίζουν οι ήρωες σε έναν κόσμο όπου η ηθική και το προσωπικό συμφέρον συχνά συγκρούονται.
Η ταινία του Κέρτιζ ακολουθεί το κλασικό χολιγουντιανό αφήγημα, όπου η αλυσίδα των γεγονότων απορρέει κυρίως από ψυχολογικά αίτια, και έτσι πολλά από τα αφηγηματικά γεγονότα αιτιολογούνται μέσα από τις εσωτερικές συγκρούσεις των χαρακτήρων. Η πλοκή παραλείπει σημαντικά χρονικά διαστήματα για να αναδείξει γεγονότα που είναι καίρια για την αιτιολογία της ιστορίας, επιτρέποντας αναδρομές που φωτίζουν τα κίνητρα των χαρακτήρων και εξηγούν τη συμπεριφορά τους.
Η «Καζαμπλάνκα» είναι μια ταινία που δύσκολα ξεχνάμε. Δεν είναι τόσο για το αχτύπητο δίδυμο Μπόγκαρτ- Μπέργκμαν, ούτε για τις έντονες σκηνές στο αεροδρόμιο, όταν το ζευγάρι Ίλσα –Βικτώρ χάνεται στην ομίχλη και ο Ρικ συνειδητοποιεί ότι δεν θα ξανασυναντήσει ποτέ την αγαπημένη του. Ούτε για το πρόσωπο της Ίλσα που η ομορφιά του αιχμαλωτίζει τον Ρικ μεταφέροντάς τον σε άλλους κόσμους, μακριά από τη φρίκη του πολέμου και την παράνοια που τον περιβάλλει. Ούτε για τη θλίψη που μας προκαλεί το τραγούδι “As Time Goes By”, με τη διττή του σημασία: καθώς περνά ο καιρός, ξεχνάμε έναν μεγάλο έρωτα ή παραμένει ανοιχτό το ανεκπλήρωτο, μια διαρκής απώλεια που κανένα υποκατάστατο δεν μπορεί να καλύψει;
Αυτό που πιο πολύ απ’ όλα θα θυμόμαστε από την «Καζαμπλάνκα» είναι εκείνα τα αποχαιρετιστήρια λόγια του Ρικ καθώς απευθύνεται στην Ίλσα. : «Πάντα θα έχουμε το Παρίσι μαζί μας. Μπορεί να το χάσαμε, αλλά εδώ, στην Καζαμπλάνκα, το ξαναβρήκαμε…»
Γιατί έτσι είναι. Τα ωραία που ζήσαμε, θα τα κουβαλάμε μαζί μας, ακόμα και στα πιο δύσκολά μας. Δεν χάνονται ποτέ, ακόμη κι αν στο διάβα του χρόνου νομίζουμε πως έχουν χαθεί. Έρχονται εκείνες οι στιγμές- ίσως οι πιο δύσκολες της ζωής μας -που τα ξαναβρίσκουμε…
«Καζαμπλάνκα». Ιδανική για θερινό κινηματογράφο.
Επαναπροβάλλεται σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια.