«Η Ντροπή / Shame» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (1968)

Ανάμεσα στα ερείπια του πολέμου, η κάμερα του Μπέργκμαν καταγράφει τη σιωπηλή συντριβή της τέχνης και της ηθικής.

Ο Γιαν και η Εύα (Μαξ Φον Σίντοφ και Λιβ Ούλμαν-οι συστάσεις για αυτούς τους ηθοποιούς είναι κάτι περισσότερο από το «περιττές») είναι ένα ζευγάρι μουσικών που έχουν αποσυρθεί σε ένα απομονωμένο νησί, προσπαθώντας να αποστασιοποιηθούν από τον εμφύλιο πόλεμο που σπαράζει τη χώρα τους. Στην αρχή, η απόφασή τους να μείνουν ουδέτεροι και να αποφύγουν κάθε πολιτική εμπλοκή φαίνεται να τους προσφέρει μια σχετική ασφάλεια. Όμως, με τον χρόνο, η βία του πολέμου εισβάλλει στον κόσμο τους- όχι μόνο καταστρέφοντας το εξωτερικό περιβάλλον γύρω τους, αλλά και διαβρώνοντας σταδιακά τον εσωτερικό τους κόσμο. Οι άμυνες καταρρέουν, φτάνοντας στον πυρήνα του εαυτού τους, όπου αναδύεται η πιο άγρια και ακατέργαστη φύση τους.

Πίσω από την καλλιτεχνική τους ευαισθησία, που σε καιρούς ειρήνης διαμόρφωνε τη συμπεριφορά και τη στάση τους, τώρα αποκαλύπτονται ο εγωισμός, η αδιαφορία και μια παθητική, απολιτική στάση, επιμελώς κρυμμένα πίσω από το προσωπείο της τέχνης τους.

Ο Μπέργκμαν τοποθετεί τους γνώριμους χαρακτήρες του σε ένα αφύσικο γι’ αυτούς περιβάλλον. Μέσα στη φρίκη του πολέμου, οι ήρωες απογυμνώνονται ψυχικά, υποφέρουν, μεταμορφώνονται και τελικά προσαρμόζονται — εγκαταλείποντας ό,τι ανθρώπινο τους συνέδεε κάποτε με την ομορφιά του κόσμου και της μουσικής τους. Ενός αποκομμένου και αποστειρωμένου κόσμου που είχαν ιδεατά υιοθετήσει ως έναν τρόπο ζωής απρόσβλητο από τη βαρβαρότητα.

Το 1968, ενώ ο πόλεμος στο Βιετνάμ μαίνεται, ο Μπέργκμαν παρουσιάζει αυτήν την ταινία ως μια απάντηση σε όσους τον έχουν κατά καιρούς κατηγορήσει για την απουσία πολιτικής στράτευσης στην τέχνη του. Και ίσως αυτή η απάντηση να συμπυκνώνεται σε ορισμένες φράσεις που ακούγονται μέσα στην ίδια την ταινία – όπως οι χαρακτηριστικές: «Η ιερή ελευθερία της τέχνης» και «η νωθρότητα της τέχνης». Φράσεις που συνοψίζουν τον εσωτερικό διχασμό ανάμεσα σε μία τέχνη που διατηρεί την ελευθερία της να παρεμβαίνει και να παίρνει θέση στα πολιτικά δρώμενα, μια τέχνη που είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον άνθρωπο, και σε μια ελιτίστικη τέχνη που λειτουργεί ως υπεκφυγή και που σωπαίνει σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες.

Η «ντροπή» στην ταινία δεν αφορά μόνο τα γεγονότα του πολέμου, αλλά κυρίως την αποκάλυψη που συντελείται μπροστά στα μάτια των ηρώων. Ο καθένας γίνεται καθρέφτης του άλλου, γεγονός που καθιστά τη μεταξύ τους συνύπαρξη ανυπόφορη. Η ένταση επιτείνεται από την αδυναμία τους να απαγκιστρωθούν ο ένας από τον άλλον , ίσως επειδή ο κόσμος που είχαν χτίσει -γεμάτος ψευδαισθήσεις, αυτάρκεια και αυταρέσκεια- έχει πλέον καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος. Δεν υπάρχουν πια στηρίγματα για να σταθούν. Έτσι, παραδίδονται στο έλεος της σαρωτικής καταστροφής, οδηγώντας τη βάρκα της «επιβίωσης» ανάμεσα στα πτώματα του πολέμου – για να φανεί τελικά ότι είναι και οι ίδιοι, στην ουσία, ήδη νεκροί.

Η απολιτική στάση των ηρώων, η σιωπηλή τους απόσυρση από τον κόσμο, επιστρέφει τελικά ως ντροπή – ντροπή για την αδιαφορία, για την ηθική παραίτηση, για την απόρριψη της κοινής μοίρας. Η τέχνη, που άλλοτε έμοιαζε με χώρο πνευματικής ανάτασης ή καταφυγίου, απογυμνώνεται. Χάνει το νόημά της και μετατρέπεται σε ένα άδειο κέλυφος. Η μνήμη, η αλληλεγγύη, η δοτικότητα— δεν συνθλίβονται από τον πόλεμο. Αποκαλύπτεται πως δεν υπήρξαν ποτέ. Ήταν απουσίες που καλύφθηκαν από την ψευδαίσθηση της καλλιτεχνικής ευαισθησίας.

Ο Γιαν και η Εύα δεν είναι ήρωες. Είναι μάρτυρες της δικής τους εσωτερικής κατάρρευσης. Η τέχνη τους- παρελθόν κοινό, επάγγελμα, υποτιθέμενη ταυτότητα- αποδεικνύεται ανίκανη να προσφέρει νόημα, γιατί ποτέ δεν στάθηκε αληθινά παρούσα απέναντι στον κόσμο.

Η τέχνη, σε αυτή τη συνθήκη, φαίνεται σχεδόν ενοχική. Ίσως γιατί, αντί να είναι στάση ζωής, υπήρξε καταφύγιο απομόνωσης. Αντί να είναι πράξη αντίστασης, υπήρξε ατομικό ένδυμα ευαισθησίας. Έτσι που τελικά σε δύσκολες συνθήκες, να μην μπορεί να σταθεί ούτε ως λύτρωση, ούτε ως αντίσταση, ούτε ως μνήμη.

Ο Μπέργκμαν κινηματογραφεί τη μεταμόρφωση των χαρακτήρων του, όχι μέσα από θεαματικές κινηματογραφικές “χειρονομίες”, αλλά με τη δική του απόλυτα προσωπική και ιδιοφυή κινηματογραφική γλώσσα. Ο χώρος, ακόμη και ο εξωτερικός, είναι αυστηρά οριοθετημένος ώστε να ενισχύει τη δραματική ένταση που επικεντρώνεται στα πρόσωπα. Η κάμερα πλησιάζει αθόρυβα, τα κοντινά του είναι μοναδικά: αναδεικνύουν και την παραμικρή λεπτομέρεια στην έκφραση, στο βλέμμα, στο ρίγος ενός προσώπου που πάλλεται εσωτερικά.

Κι όμως, παρά την εγγύτητα, η παρουσία της κάμερας παραμένει διακριτική και δεν επιβάλλεται. Αντιθέτως, αφήνει χώρο στους ηθοποιούς να αναπνεύσουν, να εκφραστούν, να αυτοσχεδιάσουν με εσωτερική ελευθερία. Το κάδρο είναι λιτό, απέριττο – καμία περιττή κίνηση, κανένα τεχνητό εφέ. Μέσα σε αυτή τη φαινομενικά απλή φόρμα, κρύβεται μια σχεδόν χειρουργική υπαρξιακή ακρίβεια.

Στο όνειρό της, η Εύα προσπαθεί μάταια να θυμηθεί κάτι σημαντικό που κάποιος της είχε πει, κάτι θεμελιώδες, σχεδόν οντολογικό- έναν ψίθυρο που θα μπορούσε ίσως να λειτουργήσει ως πυξίδα μέσα στο χάος. Όμως η μνήμη δεν υπακούει. Στην εφιαλτική φυγή του ζευγαριού προς ένα υποκατάστατο ζωής, όλες οι ψευδαισθήσεις και οι προσδοκίες καταρρέουν. Το όνειρο, αντί να προσφέρει παρηγοριά, απογυμνώνει την αλήθεια: η λήθη έχει ήδη συμβεί. Και το ουσιώδες έχει χαθεί για πάντα.

Η τέχνη στέκει αδύναμη μπροστά στις νέες συνθήκες — ίσως γιατί, στις προηγούμενες, δεν λειτούργησε η ίδια ως αυθεντική εμπειρία ζωής, αλλά ως υποκατάστατό της. 

Και έτσι, στο τέλος, δεν απομένει τίποτα να θυμηθεί κανείς.

Μόνο ίσως να αναγνωρίσει -με οδυνηρή διαύγεια- τι είχε ξεχαστεί…

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: