Δημήτρης Μυταράς – Καθρεφτίζοντας το χρώμα

Η πορεία του απέδειξε πως, χωρίς να πιστεύει στη στρατευμένη τέχνη, δε δίστασε καθόλου όταν θεωρούσε πως οι περιστάσεις το απαιτούσαν να εκφράσει έμμεσα πολιτική άποψη μέσα από τους πίνακές του.

«Η τέχνη δεν προτείνει τίποτα, ούτε δικαιοσύνη αποδίδει ούτε ηθικά συμπεράσματα μας υποβάλλει. Μια καλή ζωγραφική είναι ηθική. Μια κακή, που παριστάνει ίσως μια ηθική εικόνα, είναι ό,τι πιο προσβλητικό στην αίσθηση. Η τέχνη είναι ένα ξεχείλισμα, μια ανάταση για τον αποδέκτη»  Αυτά τα λόγια του Δημήτρη Μυταρά θα μας έκαναν να πιστέψουμε σχεδόν πως ήταν υπέρμαχος του δόγματος «τέχνη για την τέχνη». Αντίθετα, η πορεία του απέδειξε πως, χωρίς να πιστεύει στη στρατευμένη τέχνη, δε δίστασε καθόλου όταν θεωρούσε πως οι περιστάσεις το απαιτούσαν να εκφράσει έμμεσα πολιτική άποψη μέσα από τους πίνακές του.

Ο διασημότερος ίσως ζωγράφος της γενιάς του ήρθε στον κόσμο στη Χαλκίδα στις 18 Ιουνίου 1934. Ήταν γιος ενός φτωχού κουρέα και οι πρώτες του ζωγραφικές δημιουργίες έγιναν στον τοίχο του σπιτιού του. Βγάζοντας το γυμνάσιο, μετά τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, έδωσε εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ως καθηγητές είχε ιερά τέρατα της εικαστικής τέχνης, όπως ο Γιάννης Μόραλης και ο Σπύρος Παπαλουκάς.  Στη σχολή γνώρισε και τη μετέπειτα σύζυγό του Χαρίκλεια, που του συμπαραστάθηκε εφ’ όρου ζωής και με την οποία εργάστηκε σε σειρά κοινών σχεδίων, όπως την αναδιοργάνωση του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου και τη δημιουργία του Εργαστηρίου Τέχνης στη γενέτειρά του, στα τέλη της δεκαετίας του ’70.

Συνέχισε ως υπότροφος τις σπουδές του στο Παρίσι ως σκηνογράφος και διακοσμητής εσωτερικών χώρων. Τα πρώτα του έργα διακρίνονται από πειραματισμούς και αναζητήσεις μεταξύ παραστατικού και αφαιρετικού ύφους. Από τη δεκαετία του ’60 στους πίνακές του εμφανίζεται ο καθρέφτης, που θα αποτελεί γνώριμο μοτίβο στα έργα που θα ακολουθούσαν. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον καθρέφτη αντικείμενο «με ακαθόριστες προεκτάσεις», που επέτρεπε στο ζωγράφο ένα παιχνίδι μορφών και αντανακλάσεων.

Επί χούντας ο Μυταράς αφήνει τον κυρίαρχο ως τότε λυρισμό των πινάκων του, ζωγραφίζοντας έργα στα οποία λανθάνει οργή και βιαιότητα. Ζωγραφίζει τεμαχισμένα αγάλματα, έρημες πόλεις και σπίτια, ενώ γνωστή είναι η σειρά «Επιτύμβια», όπου αρχαιοελληνικά επιτύμβια αντιπαρατίθενται με γυναίκες του 20ου αιώνα σε έντονα χρώματα. Η καταγγελία του ζωγράφου δεν είναι ποτέ ανοιχτή, κάτι το οποίο ο ίδιος απέδιδε στην πεποίθησή του πως η ανοιχτή διαμαρτυρία υπονόμευε την αξία ενός έργου, αλλά και την αποτελεσματικότητά του:

«Τα χειρότερα έργα που έγιναν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ήταν αυτά που διαμαρτύρονταν. Υπάρχουν έργα με δέντρα τα οποία είναι πιο δυνατά ως διαμαρτυρίες από έργα που έχουν γίνει με αυτόν τον στόχο».

Μοτοσικλετιστής

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 εισάγει στο έργο του τους μοτοσικλετιστές, εξετάζοντας όψεις της ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και συνθέσεις με ζώα, ιδιαίτερα με σκύλους, που αγαπούσε ιδιαίτερα. Δεν εγκαταλείπει όμως και τα πορτραίτα, τα οποία ζωγραφίζει τόσο αυθόρμητα, όσο και κατά παραγγελία. Ιδιαίτερο ρόλο στο έργο του κατέχουν οι γυναίκες, κάτι το οποίο απέδιδε ο ίδιος στην έλλειψη μητέρας στα παιδικά του χρόνια.

Προσωπογραφεία της συζύγου του Χαρίκλειας

Σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή του ήταν και το θέατρο, όπου ξεκίνησε να εργάζεται ήδη από όταν ήταν φοιτητής στο Παρίσι, συνεργαζόμενος με το Ζαν Λουί Μπαρώ. Τα πρώτα του βήματα ως σκηνογράφος στο ελληνικό θέατρο τα κάνει στο θίασο του Δημήτρη Μυράτ το 1961. Συνεργάστηκε πολλές φορές με το θέατρο τέχνης του Καρόλου Κουν, αλλά και με το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ, το θίασο Καρέζη – Καζάκου και πολλούς ακόμα. Το ιδιαίτερο στιλ του τον καθιέρωσε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό κι έτσι συμμετείχε σε σειρά εκθέσεων σε πολλές πόλεις ανά τον κόσμο. Τοιχογραφίες του κοσμούν δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, ενώ στο σταθμό του μετρό “Δάφνη” βρίσκεται το έργο του “Δεξίλεως”.

Επί δεκαετίες ήταν καθηγητής στην ΑΣΚΤ και από το 1982 ως το 1985 διετέλεσε και πρύτανης της σχολής. Το 2008 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, απ’ όπου όμως διαγράφηκε δυο χρόνια μετά, καθώς δεν μπορούσε για λόγους υγείας να παρακολουθεί τις συνεδριάσεις. Το γεγονός αυτό τον πίκρανε ιδιαίτερα, όπως είχε εξομολογηθεί. Η μοίρα του έπαιξε άσχημο παιχνίδια, καθώς τα τελευταία χρόνια της ζωής του άρχισε να χάνει την όρασή του, σε σημείο να μείνει σχεδόν ολικά τυφλός. Έφυγε από τη ζωή στις 16 Φλεβάρη 2017.

Δύσκολες Νύχτες

 

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: