Για την όξυνση ανάμεσα στις δυνάμεις του ευρωατλαντισμού και στη Ρωσία

Το εργατικό – λαϊκό κίνημα πρέπει να απορρίψει το δίλημμα να επιλέξει κάποια από τις δύο μεριές της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης. Ακόμη κι αν αυτή καμουφλάρεται πότε με το θρησκευτικό δόγμα της Ορθοδοξίας, πότε με τον «αντιφασισμό», ο οποίος είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα προπέτασμα καπνού.

Τις τελευταίες βδομάδες δυναμώνει η αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και στη Ρωσία, με επίκεντρο τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Η φραστική και διπλωματική αντιπαράθεση συνοδεύεται τόσο από κινήσεις στρατευμάτων και μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια και των δύο πλευρών, όσο και από τη μυστική διπλωματία.

Μια φορά όχι για το «χρυσόμαλλο δέρας»

Σήμερα θα ήταν δύσκολο να μπουν οι λαοί σε έναν πόλεμο και να χύσουν το αίμα τους για το «χρυσόμαλλο δέρας» ή την «Ωραία Ελένη», ωστόσο κάθε άλλο παρά έχουν πάψει τα προσχήματα που χρησιμοποιούνται για να θρέψουν το τέρας του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Έτσι, η κάθε πλευρά προσπαθεί να παρουσιάσει και να «ντύσει» με τα δικά της επιχειρήματα την αντιπαράθεση, «στολίζοντας» κατάλληλα την απέναντι.

Οι ΗΠΑ και οι υπόλοιπες δυνάμεις του ευρωατλαντισμού υποστηρίζουν πως λόγος γίνεται για το δικαίωμα μιας «κυρίαρχης χώρας» (της Ουκρανίας) να επιλέξει τις συμμαχίες της και να διαφυλάξει την εδαφική της ακεραιότητα, που αμφισβητούνται από τη ρωσική επιθετικότητα. Ως τέτοια παρουσιάζονται η ενσωμάτωση της Κριμαίας στη σύνθεση της Ρωσίας και η στήριξη που παρέχει το ρωσικό κράτος στις αποσχισμένες περιοχές της Ουκρανίας (περιοχή Ντονμπάς) και της Γεωργίας (Αμπχαζία και Νότια Οσετία), καθώς και η ύπαρξη ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στα αποσχισμένα εδάφη της Μολδαβίας (Υπερδνειστερία).

Η ευρωατλαντική πλευρά μεταξύ άλλων «ντύνει» την αντιρωσική προπαγάνδα της με το πρόσχημα της «δημοκρατίας» απέναντι σε έναν «αυταρχικό ηγέτη», τον Πρόεδρο της Ρωσίας, Βλ. Πούτιν. Μάλιστα, ο Ζ. Μπορέλ, ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας, χαρακτήρισε «συμμαχία αυταρχικών καθεστώτων» την κοινή προσέγγιση Ρωσίας και Κίνας.

Στη χώρα μας κάποιοι υποστηρικτές αυτών των «αφηγημάτων» σπέρνουν παραπέρα συγχύσεις, χαρακτηρίζοντας ψευδώς «κομμουνιστική» την Κίνα και «ημι-κομμουνιστική» τη Ρωσία, ενώ κάποιοι άλλοι εστιάζουν στη συνεργασία της Ρωσίας με την Τουρκία, επιδιώκοντας να συνδέσουν την αντιρωσική προπαγάνδα με την ισχυρότερη αντιτουρκική.

Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία υποστηρίζει πως λόγος δεν γίνεται απλώς για την Ουκρανία αλλά για τις εγγυήσεις ασφάλειάς της. Εκτιμά πως η ενσωμάτωση της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, η μεταφορά αντιβαλλιστικών συστημάτων σε Ρουμανία και Βουλγαρία ανατρέπουν την «ισορροπία του τρόμου», δηλαδή τη δυνατότητα απάντησης σε πιθανό πρώτο πυρηνικό πλήγμα, που μπορεί να εξαπολύσει εναντίον της το ΝΑΤΟ. Σημειώνει πως η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, όταν αυτή δεν έχει αποδεχτεί την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία και τη θεωρεί ουκρανικό έδαφος που πρέπει να απελευθερωθεί, μπορεί να οδηγήσει σε πολεμική σύρραξη τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία, με απρόβλεπτες συνέπειες. Η ρωσική πλευρά εμφανίζεται έτοιμη να αναλάβει «δράση», μεταξύ άλλων και στρατιωτική, την οποία δεν διευκρινίζει, για αποτροπή αυτών των πολεμικών σχεδιασμών σε βάρος της.

Επιπλέον, «ντύνει» την αντιδυτική επιχειρηματολογία της με το πρόσχημα της «ειρήνης», της προστασίας των Ρώσων πολιτών και των ρωσόφωνων από τη ΝΑΤΟική επιθετικότητα.

Στη χώρα μας ορισμένοι υποστηρικτές του ρωσικού «αφηγήματος» επιπλέον μας καλούν σε αντιφασιστικό αγώνα ενάντια στο «φασιστικό Κίεβο», παραγνωρίζοντας πως δεν έχει περάσει και πολύς καιρός από τότε που ο Πρόεδρος της Ρωσίας εκθείαζε τον Ρώσο ιδεολόγο του φασισμού, φιλόσοφο Ιβάν Ιλίν, μεταξύ των έργων του οποίου θα βρει κανείς τα εξής: «Εθνικοσοσιαλισμός. Νέο πνεύμα», «Σχετικά με τον ρωσικό φασισμό», «Περί φασισμού» κ.ο.κ.

Πολλοί εργαζόμενοι στη χώρα μας, αλλά και σε άλλες χώρες, αναρωτιούνται: Ποιος έχει δίκιο και ποιος έχει άδικο; Ποια πλευρά στηρίζεται στο Διεθνές Δίκαιο και ποια το παραβιάζει; Σε τελική ανάλυση, οι εργαζόμενοι τι πρέπει να κάνουν σε αυτές τις συνθήκες;

Διεθνές Δίκαιο: Οι σύγχρονοι «χρησμοί»

Όσοι περιμένουν να βρουν την αλήθεια μέσα από το ισχύον πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου θα απογοητευθούν, μιας και αυτό όλο και περισσότερο θυμίζει τους αρχαίους χρησμούς, που κάθε μάντης μπορούσε να ερμηνεύσει διαφορετικά. Σήμερα το Διεθνές Δίκαιο το επικαλούνται όλες οι πλευρές, μιας και το ερμηνεύουν όπως τους βολεύει.

Το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, που αναφέρεται στο δικαίωμα κάθε χώρας σε ατομική και συλλογική αυτοάμυνα, είναι αυτό που επικαλούνται οι δυνάμεις του ευρωατλαντισμού για να επέμβουν στην περιοχή, δήθεν για την «προάσπιση» της Ουκρανίας. Αυτό επικαλέστηκαν οι ΗΠΑ για την επέμβαση στο Αφγανιστάν ή για τις αεροπορικές επιδρομές τους στη Συρία. Με βάση αυτό το άρθρο η Τουρκία έχει εισβάλει και κατέχει συριακά εδάφη, αλλά και η Ρωσία προχώρησε στη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία.

Από την άλλη, η Ρωσία επικαλείται τον λεγόμενο «Χάρτη του Παρισιού για μια Νέα Ευρώπη», που υπογράφηκε στους κόλπους του Οργανισμού για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) στα 1990 και ο οποίος αναφέρει ότι «η ασφάλεια είναι αδιαίρετη και η ασφάλεια κάθε συμμετέχοντος κράτους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή όλων των άλλων». Επίσης, στη Χάρτα Ευρωπαϊκής Ασφάλειας του ΟΑΣΕ, που εγκρίθηκε στην Κωνσταντινούπολη (1999), σημειώνεται πως τα κράτη «δεν θα ενισχύουν τη δική τους ασφάλεια σε βάρος της ασφάλειας των άλλων κρατών». Με βάση τα παραπάνω, η Ρωσία ζητά να έχει λόγο στα ζητήματα επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα σύνορά της και στο ποια όπλα και δυνάμεις θα εγκαθιστά το ΝΑΤΟ στις χώρες – μέλη του, π.χ. σε Ρουμανία, Πολωνία, Βουλγαρία κ.ο.κ.

Πρέπει εδώ να ξεκαθαρίσουμε πως το Διεθνές Δίκαιο είναι κομμάτι του αστικού δικαίου. Όσο υπήρχε η ΕΣΣΔ, οι άλλες σοσιαλιστικές χώρες, διαμορφωνόταν ως αποτέλεσμα του συσχετισμού ανάμεσα στις δυνάμεις του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, που ωστόσο εξακολουθούσε να είναι αρνητικός, ενώ και τότε πραγματοποιούνταν ιμπεριαλιστικά εγκλήματα. Μετά από την ανατροπή του σοσιαλισμού, το Διεθνές Δίκαιο καθορίζεται αποκλειστικά ως αποτέλεσμα του συσχετισμού ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη, αντιδραστικοποιείται παραπέρα και χρησιμοποιείται στους ανταγωνισμούς από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατά το δοκούν, και σε βάρος των λαών.

Στην εποχή μας, του μονοπωλιακού καπιταλισμού ή αλλιώς ιμπεριαλισμού, όταν ξεσπά μια σύγκρουση είναι αποπροσανατολιστική η συζήτηση για το ποιος ξεκίνησε πρώτος ή ποιος τηρεί το Διεθνές Δίκαιο, το οποίο έχει γίνει και πιο αντιδραστικό, αλλά και «λάστιχο», ώστε να το επικαλούνται όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Η ουσία, την οποία πρέπει να ξεκαθαρίζουν οι κομμουνιστές στον λαό, είναι το «έδαφος» πάνω στο οποίο διεξάγεται αυτός ο πόλεμος, που δεν είναι άλλο από τα συμφέροντα των μονοπωλίων. Η ουσία βρίσκεται στο ποιες δυνάμεις συγκρούονται, στο συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο και τα συμφέροντά τους. Συμφέροντα που είναι ξένα προς τα συμφέροντα των λαών.

Τι επιδιώκει η κάθε πλευρά

Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν πως η ρωσική ηγεσία επιδιώκει να γυρίσουμε στο 1990, όταν οι ΗΠΑ υποσχέθηκαν στον Γκορμπατσόφ πως δεν θα επεκτείνουν το ΝΑΤΟ, αλλά δεν τήρησαν αυτή την υπόσχεση. Σήμερα η Ρωσία -λένε- ζητά την επιστροφή στο 1990 και νομικές δεσμεύσεις για την ασφάλειά της. Η συζήτηση αυτή στην πραγματικότητα είναι άνευ περιεχομένου αν δούμε ιστορικά πόσες διεθνείς συμφωνίες έχουν υπογραφεί, αποτυπώνοντας τον συσχετισμό δυνάμεων της στιγμής, για να αλλάξουν λίγα χρόνια ή μερικές φορές ακόμη και μήνες αργότερα.

Η ουσία βρίσκεται, λοιπόν, αλλού. Μετά την ολοκλήρωση της ανατροπής του σοσιαλισμού και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης η νεοσυγκροτημένη αστική τάξη της Ρωσίας επιδίωκε την κοινωνικο-πολιτική σταθεροποίηση της εξουσίας της. Εκείνη την περίοδο, με επικεφαλής τον Μπ. Γιέλτσιν, επιδίωξε να μην έχει «ανοιχτά μέτωπα» με τη Δύση. Έτσι «κατάπιε» πολλές κινήσεις του ευρωατλαντισμού, που προώθησε τα συμφέροντα των μονοπωλίων του στην περιοχή της Ευρώπης και της Ευρασίας. Το στάδιο αυτό στην ανάπτυξη του ρωσικού καπιταλισμού έχει εδώ και καιρό ολοκληρωθεί. Η αστική τάξη της Ρωσίας εδώ και χρόνια επιδιώκει να ανακτήσει «χαμένο έδαφος» στους ανταγωνισμούς με τα δυτικά μονοπώλια και τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες τους, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Η διεθνής συγκυρία είναι ευνοϊκή, μιας και «ζυμώνεται» η επόμενη μάχη για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα ανάμεσα στις ΗΠΑ, που παραμένουν η ισχυρότερη δύναμη του ιμπεριαλισμού, και την Κίνα, που είναι η 2η ισχυρότερη δύναμη του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου.

Η ρωσική αστική τάξη τα τελευταία χρόνια είχε εκπονήσει μια σειρά σχεδίων καπιταλιστικής ενοποίησης στα εδάφη της πρώην ΕΣΣΔ, όπου είναι ακόμα ισχυρά πολλά κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, υπάρχουν σημαντικοί αριθμητικά ρωσικοί και ρωσόφωνοι πληθυσμοί. Άλλωστε, πολλές φορές από επίσημα ρωσικά χείλη έχει τονιστεί πως στις μέρες μας το μεγαλύτερο έθνος, που έχει «διαμελιστεί» από εθνικά σύνορα, είναι το ρωσικό. Βεβαίως, τη ρωσική αστική τάξη την ενδιαφέρει η εδραίωση της θέσης των μονοπωλίων της στα εδάφη της πρώην ΕΣΣΔ, στη διαπάλη για τον ενεργειακό πλούτο, τους δρόμους μεταφοράς των εμπορευμάτων, τα μερίδια των αγορών. Η διεύρυνση των μεριδίων της στην αγορά έχει να κάνει με την καπιταλιστική ενοποίηση που προωθεί, όπως είναι η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, ο Οργανισμός του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας κ.ο.κ. Βασικό ρόλο σε αυτά τα σχέδια δεν παίζουν μόνον η Λευκορωσία και το Καζακστάν, αλλά και η Ουκρανία, όπου ο μισός τουλάχιστον πληθυσμός είναι ρωσόφωνος.

Ωστόσο, τα σχέδια αυτά ήρθαν σε αντίθεση με τους σχεδιασμούς των δυτικών μονοπωλίων και ιμπεριαλιστικών ενώσεων, που επιδιώκουν να περιορίσουν τη Ρωσία, την οποία βλέπουν ως ανταγωνιστική δύναμη στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς. Χαρακτηριστικό επεισόδιο αυτής της διαπάλης ήταν η Ουκρανία, που έχει σχετικά αναπτυγμένες παραγωγικές βιομηχανικές δυνατότητες, πρώτες ύλες, σημαντικές αγροτικές εκτάσεις, ένα μεγάλο δίκτυο αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου.

Εκεί, στην Ουκρανία, στα 2014 – 2015 η αστική τάξη της χώρας διασπάστηκε. Ένα κομμάτι της, με την ενεργή ανάμειξη των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ, αξιοποιώντας ακόμη και φασιστικά μορφώματα, προχώρησε σε πραξικοπηματική αντισυνταγματική εκτροπή, ακυρώνοντας την ενσωμάτωση της Ουκρανίας στα σχέδια καπιταλιστικής ενοποίησης με τη Ρωσία. Η αντίδραση που ακολούθησε οδήγησε σε απόσχιση της Κριμαίας από την Ουκρανία, που άμεσα εντάχθηκε στη Ρωσική Ομοσπονδία, όπως και στην απόσχιση ορισμένων ανατολικών περιοχών της Ουκρανίας, που έχουν κηρύξει την «ανεξαρτησία» τους και έχουν τη στήριξη της Ρωσίας.

Το τμήμα της αστικής τάξης που κυβερνά σήμερα στην Ουκρανία επιβάλλει την εξουσία του με την ενίσχυση του εθνικισμού, του αντικομμουνισμού και αντιρωσισμού. Σ’ αυτή την κατεύθυνση όχι μόνον αρνείται να προωθήσει τις έτσι κι αλλιώς διφορούμενες «Συνθήκες του Μινσκ», αλλά έχει προχωρήσει σε διώξεις όχι μόνο κατά των κομμουνιστών, κάτι που το ΚΚΕ έχει καταδικάσει πολύμορφα χρησιμοποιώντας ακόμα και το βήμα του Ευρωκοινοβουλίου, αλλά και κατά των αστικών πολιτικών δυνάμεων που αμφισβητούν τον πολιτικο-στρατιωτικό προσανατολισμό προς ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ.

Θα ήταν πιο λογικό, λοιπόν, να πούμε πως εκείνο που επιδιώκει αυτή τη στιγμή η ρωσική αστική τάξη είναι η επιστροφή όχι στο 1990, αλλά στο 2014 – 2015, πριν δηλαδή την αντισυνταγματική εκτροπή στην Ουκρανία, κατοχυρώνοντας, ωστόσο, την ένταξη της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία. Ζητά από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ να «παίξουν» στην Ουκρανία χωρίς «σημαδεμένα χαρτιά», απειλώντας σε διαφορετική περίπτωση με αντίμετρα. Ποια είναι αυτά; Πρόσφατα σε συνέντευξή του σε ελληνική εφημερίδα, ο Κουρτ Βόλκερ, εκπρόσωπος των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία (2017 – ’19), δήλωσε πως είναι «πιθανόν η Ρωσία να πάρει το ένα τρίτο της Ουκρανίας», εκτιμώντας πως η Ουκρανία μπορεί να χάσει κάθε πρόσβαση στην Αζοφική Θάλασσα και να διαμορφωθεί μια χερσαία δίοδος που θα ενώσει τη Ρωσική Ομοσπονδία με την Κριμαία, πέρα από τη νεόχτιστη γέφυρα των περίπου 20 χιλιομέτρων στο Κερτς.

Να σημειώσουμε πως με την ενσωμάτωση της Κριμαίας, όχι απλώς αυξήθηκαν τα ρωσικά εδάφη και ο πληθυσμός (δηλαδή η ρωσική εσωτερική αγορά κατά 2 εκατομμύρια κατοίκους), αλλά και κερδήθηκαν για το ρωσικό κεφάλαιο σημαντικές θέσεις στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Η ουκρανική ΑΟΖ σε Μαύρη Θάλασσα και Αζοφική μειώθηκε κατά 3/4 δίνοντας προβάδισμα στα ρωσικά μονοπώλια στην εκμετάλλευση των φυσικών και ενεργειακών πόρων της περιοχής.

Δεν γνωρίζουμε εάν με τις παραπάνω δηλώσεις ο Αμερικανός παράγοντας υπέδειξε ποια θα είναι τα νέα σύνορα της Ουκρανίας ή πρόκειται για συμβιβαστική πρόταση των ΗΠΑ προς τη Ρωσία σχετικά με τον διαμελισμό της Ουκρανίας και άγνωστο με τι ανταλλάγματα ή ήταν απλώς μια άσκηση πίεσης προς τη σημερινή ηγεσία της Ουκρανίας, ωστόσο, εκείνο που γνωρίζουμε είναι πως γενικά τα σύνορα δεν αλλάζουν με αναίμακτο τρόπο και πρωτίστως για τον λαό μας προέχει ο ρόλος της χώρας μας σε αυτές τις εξελίξεις.

Η Ελλάδα στη σύγκρουση – Οι αδιέξοδες προτάσεις περί «νέας αρχιτεκτονικής» και ενδιάμεσου

Η κυβέρνηση της ΝΔ, με τη συνδρομή των ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, έχει καταστήσει τη χώρα «κόμβο» μεταφοράς αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων και ταυτόχρονα μια μεγάλη ΝΑΤΟική βάση, «εφαλτήριο» για τους νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, όπως αυτός που μπορεί να προκύψει στην Ουκρανία. Επιπλέον, ενεργά συμμετέχει στους ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς περικύκλωσης της Ρωσίας σε Βαλκάνια και Μαύρη Θάλασσα.

Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα από τη μια γίνεται «θύτης» άλλων λαών, κι από την άλλη μπορεί και η ίδια να αποτελέσει «θύμα» αυτών των ιμπεριαλιστικών πολέμων, μιας και είναι στο στόχαστρο πιθανών απαντητικών μέτρων.

ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, φορώντας τις ΝΑΤΟικές «παρωπίδες» τους, ανακυκλώνουν ατελέσφορες, δήθεν «φιλειρηνικές» πρωτοβουλίες.

Ο υπουργός Εξωτερικών της ΝΔ, Ν. Δένδιας, εμφανίζεται ως «ενδιάμεσος» και «κομιστής» μηνύματος αποκλιμάκωσης. Ορισμένοι πολιτικοί παράγοντες καλούν την κυβέρνηση να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο και να καταθέσει διαμεσολαβητικές «προτάσεις αποκλιμάκωσης» ή «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης», ενώ ο πρώην ΥΠΕΞ του ΣΥΡΙΖΑ, Γ. Κατρούγκαλος, αναμασά τη συζήτηση για μια «νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας», όπου η Ρωσία θα έχει θέση.

Ολα αυτά είναι το «φύλλο συκής» που επιδιώκει μάταια να κρύψει την κοινή στρατηγική των δύο κομμάτων, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, στους επικίνδυνους σχεδιασμούς της ελληνικής αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της.

Αυτές οι αδιέξοδες προσεγγίσεις προσπαθούν να κρύψουν το κύριο, πως ο πόλεμος είναι «νύχι – κρέας» με τον καπιταλισμό, πως «είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα, βίαια, μέσα» και πως δεν μπορεί να υπάρξει φιλειρηνικός ιμπεριαλισμός.

Τι να κάνουμε

Σε αυτές τις συνθήκες, υπαρκτού κινδύνου γενίκευσης του ιμπεριαλιστικού πολέμου, έχει μεγάλη σημασία ο προσανατολισμός της εργατικής – λαϊκής πάλης στη χώρα μας. Δεν πρέπει να υπάρξει καμία εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και στα άλλα αστικά κόμματα. Πρέπει να δυναμώσει η πίστη στη δύναμη της ταξικής πάλης, της σύγκρουσης με την πολιτική της εμπλοκής και με τα σχέδια της αστικής τάξης να σπρώξει τους εργαζόμενους στην παγίδα της στήριξης της συμμετοχής της Ελλάδας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στο όνομα των «συμμαχικών υποχρεώσεων» στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ ή δήθεν της ανάγκης υπεράσπισης της «κυριαρχίας» της Ουκρανίας, ή του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, ή της «δημοκρατίας» από τον «αυταρχικό Πούτιν».

Επιπλέον, το εργατικό – λαϊκό κίνημα πρέπει να απορρίψει το δίλημμα να επιλέξει κάποια από τις δύο μεριές της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης. Ακόμη κι αν αυτή καμουφλάρεται πότε με το θρησκευτικό δόγμα της Ορθοδοξίας, πότε με τον «αντιφασισμό», ο οποίος είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα προπέτασμα καπνού.

Ούτε είναι λογικό να στηρίξουμε τον πιο «αδύνατο» ενάντια στον «ισχυρότερο». Ο Λένιν έγραφε γι’ αυτό: «Η πρώτη από τις κυρίαρχες χώρες κατέχει, ας υποθέσουμε, τα 3/4 της Αφρικής ενώ η δεύτερη το 1/4. Το αντικειμενικό περιεχόμενο του πολέμου τους είναι το ξαναμοίρασμα της Αφρικής. Ποιας πλευράς την επιτυχία πρέπει να ευχόμαστε; Το πρόβλημα, όπως έμπαινε προηγούμενα, αποτελεί παραλογισμό, γιατί δεν ισχύουν σήμερα τα παλιά κριτήρια εκτίμησης: Δεν έχουμε ούτε μια πολύχρονη ανάπτυξη ενός αστικού απελευθερωτικού κινήματος ούτε το πολύχρονο προτσές της κατάρρευσης της φεουδαρχίας. Δεν είναι δουλειά της σύγχρονης δημοκρατίας ούτε να βοηθήσει την πρώτη χώρα να κατοχυρώσει το “δικαίωμά” της στα 3/4 της Αφρικής ούτε να βοηθήσει τη δεύτερη (έστω κι αν αυτή έχει αναπτυχθεί οικονομικά πιο γρήγορα από την πρώτη) να αποσπάσει αυτά τα 3/4. Η σύγχρονη δημοκρατία θα παραμείνει πιστή στον εαυτό της μόνο στην περίπτωση που δε θα προσχωρήσει σε καμία ιμπεριαλιστική αστική τάξη, στην περίπτωση που θα πει ότι “και οι δύο τους είναι η μια χειρότερη από την άλλη”, στην περίπτωση που σε κάθε χώρα θα εύχεται την αποτυχία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Κάθε άλλη λύση θα είναι στην πράξη εθνικοφιλελεύθερη και δεν θα έχει τίποτε το κοινό με τον αληθινό διεθνισμό… Στην πραγματικότητα, όμως, σήμερα είναι αναμφισβήτητο ότι η σύγχρονη δημοκρατία δεν μπορεί να σέρνεται στην ουρά της αντιδραστικής, ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης – αδιάφορο τι “χρώμα” θα έχει αυτή η αστική τάξη (…)»*.

Το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, που είναι το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, πρέπει παντού να χαράξει αυτοτελή γραμμή, μακριά από αστικά – ιμπεριαλιστικά σχέδια και με κριτήριο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα συμφέροντα των αστικών τάξεων.

Αυτό κάνει το ΚΚΕ, υπερασπίζεται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων και δυναμώνει την πάλη για την αποδέσμευση της Ελλάδας από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, πολέμους και συμμαχίες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, τη στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.

Είναι η γραμμή της σύγκρουσης με όσους οδηγούν τον λαό στο πολεμικό «σφαγείο» στο όνομα της αναβάθμισης των συμφερόντων της αστικής τάξης.

Είναι ο δρόμος της ρήξης με τον καπιταλισμό, για την εργατική εξουσία, που θα οικοδομήσει τη νέα σοσιαλιστική – κομμουνιστική κοινωνία.

Παραπομπή:

* Β. Ι. Λένιν: «Κάτω από ξένη σημαία». Άπαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 140 – 141 και 146.

Ελισαίος Βαγενάς
 Μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ

Το άρθρο αναδημοσιεύεται από τον «Ριζοσπάστη»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: