Κώστας Βάρναλης – Και τα κλεισμένα τσίνορα, να μην ξαμώνουν σύνορα και χώριους ουρανούς

Ο ποιητής υψώνει το ανάστημα του, υψώνει τον ίδιο τον εαυτό του, δείχνοντας ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους του, τους εργάτες, τους φτωχούς, τους κατατρεγμένους, και στηλιτεύοντας την δομή της κοινωνίας της εποχής του…Τα κοσμοϊστορικά γεγονότα μετά την Επανάσταση του 1917, τον έστρεψαν στην μαρξιστική ιδεολογία, με άμεση αντανάκλαση στο έργο του

Κώστας Βάρναλης 

14 Φλεβάρη 1884 – 16 Δεκέμβρη 1974

Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας. Έχοντας καταγωγή από την Βάρνα, όπου ζούσαν πολλοί Έλληνες, άλλαξε το επίθετό του σε Βάρναλης.

Μετά από δέκα χρόνια άριστης θητείας σαν καθηγητής της Μέσης Εκπαίδευσης, στέλνεται με υποτροφία το 1919 στο Παρίσι, για να επεκτείνει τις σπουδές του στη φιλολογία, στη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία.

Η επαφή του, όμως εκεί, με τα ποικίλα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του αλλά και οι έντονες ιδεολογικές ζυμώσεις που ακολούθησαν, με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, είχαν σαν αποτέλεσμα την αλλαγή της κοσμοαντίληψής του. Πλέον, αυτή διαμορφώνεται στη βάση της μαρξιστικής, κομμουνιστικής ιδεολογίας. Καρπός της ιδεολογικής στροφής του Βάρναλη ήταν το ποίημα “Προσκυνητής” και κυρίως “Το φως που καίει”, καθώς και όλο το μετέπειτα έργο του.

Το έργο του Βάρναλη μπορούμε εύκολα να το χωρίσουμε σε δύο, κυρίως, περιόδους. Η πρώτη αφορά τα νεανικά του ποιήματα, που ως το 1919 δεν είχαν υποστεί καμία ιδεολογική διαμορφοποίηση. Τα ποιήματά του ήταν έμμετρα με προσεγμένη τη μορφή, όμως στην ουσία τους δεν είχαν αναφορές στις κοινωνικοπολιτικές αναταράξεις της εποχής. Αντίθετα, στη δεύτερη περίοδο του έργου του, ο ποιητής υψώνει το ανάστημα του, υψώνει τον ίδιο τον εαυτό του, δείχνοντας ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους του, τους εργάτες, τους φτωχούς, τους κατατρεγμένους, και στηλιτεύοντας την δομή της κοινωνίας της εποχής του. Οι πόλεμοι, τα κοσμοϊστορικά γεγονότα μετά την Επανάσταση του 1917, τον έστρεψαν στην μαρξιστική ιδεολογία, με άμεση αντανάκλαση στο έργο του χωρίς να μειώνει, στο ελάχιστο, την ποιότητά του. Το αντίθετο μάλιστα έγινε. Ο Βάρναλης, εκτός των άλλων, μας άφησε τρία αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το φως που καίει, τους Σκλάβους Πολιορκημένους και βέβαια, την Αληθινή απολογία του Σωκράτη.

Για την αναγνώριση του έργου του, το 1956 του απονέμεται το Βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, και το 1959 το βραβείο Λένιν για τη συμβολή του στον παγκόσμιο αγώνα για την ειρήνη.

Το έργο του Κώστα Βάρναλη, χωρίς χρονολογική σειρά:

Άνθρωποι

α. Οι “Ζωντανοί άνθρωποι” είναι πορτραίτα συγγραφέων και λογίων των αρχών του 20ου αιώνα – όσους και όπως τους εγνώρισα από κοντά, όταν ζούσαν. Δεν είναι μήτε βιογραφίες μήτε κριτικές. Είναι κυρίως ζωντάνεμα των ανθρώπων χωρίς να λείπουνε και βιογραφικά στοιχεία και κριτική τους αξιολόγηση.  (Κ. Β.)

Από τα περιεχόμενα:  Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ιωάννης Κονδυλάκης, Λάμπρος Πορφύρας, Λορέντζος Μαβίλης, Κωνσταντίνος Καβάφης, Γιάννης Ψυχάρης, Νικόλ. Πολίτης  κ.ά.

β. Οι “Αληθινοί άνθρωποι” είναι κι αυτοί πορτραίτα ζωντανών ανθρώπων, άλλ’ από τον κόσμο των ψυχοπαθών. Τους ονομάζω “αληθινούς”, γιατί σχεδόν όλοι τους είναι ειλικρινείς και κανένας τους δεν υποκρίνεται το ρόλο του. (Κ. Β.)

 

Οι Διχτάτορες

Τα Πορτραίτα των “Μεγάλων Ανδρών” της Κοσμοκρατόρισσας Ρώμης, απάνου στο μαύρο φόντο της έσχατης εξαχρείωσης των αρχόντων και της έσχατης εξαθλίωσης των αρχομένων, δεν γραφτήκανε τόσο για το ιστορικό τους ενδιαφέρον, όσο, κυρίως, για το διδαχτικό. Γραφτήκανε τον καιρό που ο ιταλικός φασισμός είχεν επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας… Ο αναγνώστης από το ξεσκέπασμα των περασμένων, θα μπορεί να ιδεί τα σκεπασμένα τωρινά. Κι από τις ιστορικές αναλογίες της τότε κοσμοκρατορίας με τις τώρα, στο στάδιο της παρακμής τους, θα μπορέσει να νιώσει ποια είναι η πορεία της ανθρωπότητας και ποιο είναι το χρέος των προοδευτικών ανθρώπων. (Από τον πρόλογο Κ. Β.).

 

Αισθητικά – Κριτικά

α. Αισθητικά

(Από τον πρόλογο):

Η σειρά των αισθητικών αυτών άρθρων, (τα περισσότερα), δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Πρωία” επί Διχτατορίας. Φυσικό είταν,  ό,τι απαγορευότανε να λεχτεί, να λέγεται με τρόπο.

Τα ξανακοίταξα – όσο είτανε μπορετό.

Στον καιρό τους κινήσανε το ενδιαφέρον των ανθρώπων της Τέχνης και του Λόγου. Ελπίζω πως τα θέματα που θίγω, εξακολουθούνε να κινούνε το ενδιαφέρον των σκεπτομένων και τη σκέψη των ενδιαφερομένων. Πάντως σ’ όλα τα θέματα τούτα, ζητιέται εξήγηση επιστημονική (κοινωνιολογική) με μέθοδο επιστημονική (διαλεχτικός υλισμός).    (Κ. Β.)

β. Κριτικά

– Αρχαίοι – Μικρές αναφορές στους Αριστοφάνη, Αισχύλο, Ευριπίδη, Σοφοκλή  κ. ά.

– Νεοελληνικά – Αναφορές σε μεσαιωνικά κείμενα, στους Γιάννη Ψυχάρη, Κωστή Παλαμά, Μιλτιάδη Μαλακάση, Ρώμο Φιλύρα, Κώστα Καρυωτάκη, Κλ. Καρθαίο, Άγγελο Σικελιανό, Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στον δάσκαλο και αγωνιστή Δημήτρη Γληνό, στον παιδαγωγό Αλέκο Δελμούζο  κ. ά.

 

Σολωμικά

– Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική

– Οι στοχασμοί του ποιητή κ.ά.

– Διάφορα άρθρα

….

Ο Σολωμός κι αν είτανε λυμένο το γλωσσικό μας ζήτημα στον καιρό του, πάλι δεν θα έπερνε τα όπλα να πολεμήσει. Πολεμούσε αλλού, όχι με όπλα, με τον Λόγο. Είτανε πλάι στο αγωνιζόμενο έθνος, όχι εναντίον του έθνους. Σ’ αυτό το χρέος στάθηκε ο πρώτος “ήρωας”. Ανήκε με όλη του την υπέρτατη αξία στην Πρωτοπορία κι όχι στην Αντίδραση του έθνους που την κτυπάει κι αυτός (“Γυναίκα της Ζάκυνθος”) κι ο Κάλβος (“Ο Προδότης”) κι ο Κοραής. Συγκρίνατε τη στάση που πήρε ο Σολωμός στον απελευθερωτικό αγώνα του Εικοσιένα με τη στάση που πήρανε πολλοί “ανεξάρτητοι” λόγιοι του καιρού μας στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Κι όμως αυτοί οι τελευταίοι διεκδικούνε τον τίτλο του “υπερτάτου ήρωα”.

Συνοψίζουμε: δεν υπάρχει ζήτημα για το ποιος ηρωισμός είναι ανώτερος ή “υπέρτατος”: των όπλων ή του Λόγου. Ένα είναι το ζήτημα: πού και πώς είναι τοποθετημένος ο “πολεμιστής”, σε ποιαν παράταξή μάχεται, υπέρ τίνος και κατά τίνος. (Κ. Β.)

 

Μεταφράσεις

– Αριστοφάνης:  Βάτραχοι, Εκκλησιάζουσες, Πλούτος, Ιππείς, Λυσιστράτη

– Ευριπίδης: Ιππόλυτος, Τρωαδίτισσες

– Κινέζικα τραγούδια

– Μολιέρος: Μισάνθρωποι

– Ευγένιος Ποτιέ: Η Διεθνής

 

Θέατρο

Άτταλος ο Τρίτος

 

Πεζός Λόγος

– Η αληθινή απολογία του Σωκράτη

– Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

– Διηγήματα

 

Ποιητικά

– Το Φως που καίει

– Σκλάβοι πολιορκημένοι

– Ποιήματα

 

Ελεύθερος Κόσμος (ποιήματα)

Οργή Λαού (ποιήματα), που εκδόθηκαν, όπως και κάποια άλλα έργα του, μετά θάνατον.

* * *

Αποσπάσματα από ένα άρθρο του Δημήτρη Γληνού, που δημοσιεύτηκε στους Νέους Πρωτοπόρους, το 1935, για τον Κώστα Βάρναλη.

…..

Το πρώτο βιβλίο του Κ.Β. ήταν μια μικρή συλλογή με τον τίτλο Κηρήθρες (1905). Είναι καμμιά τριανταριά τραγούδια από τρεις ή τέσσερις στροφές. Χωρίζονται σε τρία μέρη με τους τίτλους: Σ’ ένα αδειανό βάθρο θεού, Ίρις και Τραγούδια του σκότους. Τα θέματά του είναι καθαρά προσωπικά, ένας χαμένος έρωτας, μελαγχολίες, ο ίσκιος του θανάτου, μπραβούρες νεανικών ονείρων.

…..

Είναι αξιοπερίεργο, πως στην ποιητική δημιουργία του Βάρναλη ως τα 1920, δεν φανερώνεται ο σαρκασμός και η σάτιρα, το πικρό εκείνο γέλιο, που κρύβει τόση πείρα ζωής και τόση επανάσταση μέσα του. Μόνο κάπου κάπου παρουσιάζεται ένας τόνος παιχνιδιάρικος, ένα τράβηγμα του διονυσιακού μεθυσιού ως την άκρη του, ένας νατουραλισμός, που έχει σταματήσει στον προθάλαμο της σάτιρας.

…..

Η αστική Ελλάδα, που έσερνε πίσω της και τη μεγάλη μάζα του λαού, κάνοντας τη μεγάλη εξόρμησή της, την πολεμική, είχε νικήσει σε δύο μεγάλους πολέμους μέσα σε λίγα χρόνια, στα 1912 – 13 και στα 1918. Τεράστια αυτοπεποίθηση είχε φουσκώσει περήφανα τα στήθια των Ελλήνων. Οι ραψωδοί της φυλής, άρχισαν μεγαλόστομα να τραγουδούν τις νέες δόξες πλάι στις παλιές…

Ο Βάρναλης απάνω σ’ αυτή τη στιγμή έρχεται στο Παρίσι. Είναι πια ώριμος ποιητής, κατέχει την τεχνική του στίχου, παίζει την αρμονία στα δάκτυλά του κ’ η γλώσσα του είναι πλούσια και πολύχρωμη, μεστή από ολοζώντανα σύμβολα. Ο ορίζοντάς του, μόλις βγήκε από την Ελλάδα, πλαταίνει τεράστια. …

Και γράφει τον Προσκυνητή. Και όμως αυτό το Άσμα, πρώτο του ιδεαλισμού του, ήτανε το τελευταίο. Σε λίγον καιρό γίνεται μέσα του ένας τεράστιος κριτικός διαφωτισμός, όπου το σύμπαντο κυριολεχτικά αναποδογυρίζεται. Σχεδόν ταυτόχρονα ή αμέσως μετά τον Προσκυνητή, αρχίζει να γράφει Το φως που καίει.

Η κρίσιμη στιγμή, φυσικά από καιρό ετοιμαζότανε μέσα του. Από τον καιρό που έζησε τον βαλκανικό πόλεμο και τον εθνικό θρίαμβο. Μιαν ανταρσία, μιαν αντίθεση με τα καθιερωμένα είχε πάντα μέσα του. Τώρα, στο Παρίσι, ήρθε σε αμεσότατη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις…

Και τότε γίνεται μέσα του η οριστική μεταστροφή. Ο νατουραλισμός του, η επικούρεια διάθεσή του που δεν εύρισκαν τρόπο να συνδυαστούν αρμονικά με μια ποίηση εθνική, θρησκευτική και ιδεαλιστή, βρέθηκαν συνταιριασμένοι εξαίρετα με την φλογερή σαρκαστική ορμή, που ξυπνάει τώρα μέσα του και με τον διαλεχτικό ματεριαλισμό, που καταχτάει το νου του, σαν ένα ψυχόρμητο. Ο Βάρναλης βρήκε τον αληθινό εαυτό του.

…..

Από τα 1922 ως τα 1926, έβγαλε ο Βάρναλης τ’ ακόλουθα βιβλία:

Το φως που καίει (1922), Ο λαός των μουνούχων (1923), Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925), Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931), Το φως που καίει, δεύτερη έκδοση ξαναπλασμένη (1933). Εξόν απ’ αυτά, δημοσίεψε λίγα μετρημένα ποιήματα, τους Μοιραίους στη Νεολαία του 1922, τη Λεφτεριά στη Μούσα (περιοδικό του Λ. Κουκούλα), τον Καλό πολίτη, το ποίημα Στο πέρασμά σου και αρκετά κριτικά σημειώματα,  στο περιοδικό Αναγέννηση (1926 – 28) και στους Πρωτοπόρους και Νέους πρωτοπόρους.

 

Στη δεύτερη αυτή περίοδο της δημιουργίας του, ο Βάρναλης είναι ο μεγάλος χαλαστής. Η πνευματική του προσωπικότητα υψώνεται μέσα στους ανθρωπάκηδες, τους τσανακογλύφτες, τους λακέδες και τους προδότες, που μελανώνουν γύρω τους το νερό.

…..

Υπεύθυνα, παληκαρίσια, άντρας αυτός μέσα στα γυμνοσαλιάγκια, πήρε σπάνω του το χρέος το πνευματικό, να μιλήσει με τη μορφή της τέχνης, τη γλώσσα της ατρόμητης και αναπλαστικής αλήθειας πέρα για πέρα. Βαθιά γνώση της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης κοινωνίας, τον οπλίζει με τη δύναμη, του λυτρωτή σαρκασμού.

Καθαρός, αγνός, απόλυτα ειλικρινής, αληθινά έχει λούσει το στόμα και τα χέρια του και την ψυχή του, από τη στιγμή που επιτελεί το ιερό του χρέος.

…..

Ας δοθούνε πλατιά στους προλετάριους, οι στίχοι του και οι στοχασμοί του, που πρέπει να γίνουν χτήμα τους. Ν’ αστράφτουνε μέσα σε κάθε νου, να τους ξέρει κάθε στόμα.

Φλεβάρης 1935 – Δημήτρης Γληνός

* * *

Από τον “Ελεύθερο Κόσμο”

Κώστας Βάρναλης

Π ρ ό λ ο γ ο ς

Γράφε, Ιστορία, τα ψέματά σου αράδα
και βλόγα το Φονιά, βρίζε το Θύμα!
Κι Αρετή, των δρομάκων σουσουράδα,
τον κάθε σωματέμπορά σου τίμα.

Και συ, Νόμε, των άνομων ασπίδα,
σαν τη μαϊμού από κλώνο σ’ άλλον πήδα
κι απ’ την κορφή με την ουρά κρεμάσου,
να μη γλέπει ο Λαός τα πισινά σου.

Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου,
σφιχτόδενε τ’ αξύπνητο χαΐβάνι.
Και συ, ρηγάτο του Κενού, τ’ αψήλου
κάμνε το σκλάβο ρήγα, άμα πεθάνει!

Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη,
της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,
και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι,
του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα!

Και συ, Πατριώτη Αγνέ, τη μάσκα φόρα
κι απ’ τ’ αδέρφια σου, αραδαριά μπροστά σου,
διάλεγε, Γιούδα πάντοτες και τώρα,
για τον ξένο Μολώχ τα θύματά σου.

Αθάνατη και θεία και πεμπτουσία
του βούρκου, χαίρε ω! χαίρε
Προδοσία!…
Φως το χέρι, το πόδι προχωρεί
στον κάμπο κι ό,τι θέλει το μπορεί!…

Κατάγυμνη χορέβει (όλα της φόρα!)
στον τάφο σου, Πατρίδα! Φαλλοφόρα
τουρλώνεται κι ουρλιάζ’: “Είναι
δικός μου
αφτός ο βούρκος του “Ελευθέρου Κόσμου”.

Επιμέλεια: Στρατής Γαλιάτσος

Οι μοιραίοι

Κώστας Βάρναλης – Ποιήματα
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Αφηγητής: Μάνος Κατράκης
Ερμηνεία: Γρήγορης Μπιθικώτσης
β’ φωνή Αντώνης Κλειδωνιάρης

***

Το φως που καίει (Τρίτη έκδοση – 1945)

***

Ο Κώστας Βάρναλης απαγγέλλει ποιήματά του, από “Το φως που καίει”

Πρόλογος  (Η θάλασσα)
Το αηδόνι
Ο χορός των Ωκεανίδων
Η μάνα του Χριστού
Ο Οδηγητής

“Το Φως που καίει” πρωτοδημοσιεύτηκε στην Αλεξάνδρεια, στα 1922. Ύστερ’ από δέκα περίπου χρόνια, δημοσιέφτηκε για δέφτερη φορά στην Αθήνα, ξαναδουλεμένο και στη μορφή και στο περιεχόμενο. Τρίτη του έκδοση έγινε στα 1945. Και τούτη, τέταρτη. “Το Φως που καίει” είναι απ’ τα πρώτα έργα της αγωνιστικής Λογοτεχνίας, από τα πρώτα, που λέγονται αριστερά. Ο Ξενόπουλος έγραψε, τότε, πως αποτελεί σταθμό στα νεοελληνικά γράμματα.

Μάλλον αρχή.

(Από την τέταρτη έκδοση – 1956).

Αποσπάσματα από το Τραγούδι του Λαού.

Ο Λαός

…..

Ω πολιτείες, που καθεμιά κι ολάκερ’ οικουμένη,
παλάτια και παράδεισοι, παντόγυρα κλεισμένοι,
η πλούσια Γης ολάκερη, τα κόπια μας κλεμένα ως χτες,
όλα μας ξαναδίνονται με τις αγκάλες ανοιχτές.

…..

Στης Λεφτεριάς ανεβασμένη τα φτερά η Πλεμπάγια
σας φτάνει, ω θάματα του Λόγου, αστράματα και μάγια,
που τα παλιά τ’ αμίλητα και τ’ άγνωστα μελλούμενα,
τα κάνετε όλα γνώριμα, παντοτινά λαλούμενα.

…..

Όλα σου, Τέχνη, τα καλά και τα μεγάλα δώρα,
σαν να ναι μια, τα χαίρεται ψυχή παγκόσμια τώρα.
Τα χαίρεται και τα πληθαίνει όλα σου τ’ άξια θάματα,
παλιά και νέα, κάθε λογής αιώνιες μορφές κι οράματα.

Και σένα χρυσοπάλατον ανύπαρχτης Ουσίας,
σένα εκκλησιά, ομορφοκκλησιά, λημέρ’ Υποκρισίας,
τα πλάνα σου φαντάσματα σου βγάναμε από την κοιλιά:
ουράνιοι Χωροφύλακες δεν μας χρειάζονται τώρα πλια.

                   .  .  .  .  .  .  .  .  .  .

Σαν ψάρι, που το κάρφωσεν άξαφνα το καμάκι,
χάμου σπαράζεις. Άνομε, ξερνοβολάς φαρμάκι.
Για να μην ψάχνεις άδικα να μας δαγκώσεις ξαφνικά,
γραμμή τα ξεριζώσαμε τα δόντια σου τα παστρικά.

***

Στους Μπελογιάννηδες   

Ο Νίκος Ξυλούρης τραγουδά Λουκά Θάνο
(Ανέκδοτα και πρόβες)
Ποίηση: Κώστας Βάρναλης, από το έργο του “Ελεύθερος Κόσμος”

 

Στους Μπελογιάννηδες

Χαραβγή κατεπάνω του θανάτου
βάδιζεν η καρδιά σου, Παληκάρι,
λες κ’ είταν άλλος: άγουρος που ορθρίζει
ν’ ανταμώσει κρυφά την πρώτη αγάπη.

Σε κάθε βήμα ψήλωνε η κορφή σου,
το ηλιοστεφάνι τ’ ουρανού να φτάσει.
Κι αν χάραζε για σένα αιώνια Νύχτα,
η προδοσιά χορέβοντας σε φτυούσε.

Με χέρ’ αλυσωμένα, που αγαπούσαν
να κρατάνε για τον οχτρό ντουφέκι
και γαρούφαλο για το μάβρο Νόμο,
σε βάλανε σημάδ’ οι πλερωμένοι,

οι αρματολόγοι το χεροδεμένο,
τον Έναν οι πολλοί, τον άντρα οι φούστες,
οι τρίδουλοι το λέφτερο κ’ η λάσπη
τον πρωτανθό της Αρετής, Εσένα !

Δεν έχεις τάφο, άλλ’ όπου ηλιοβολιέται
γαρούφαλο στητό κι όπου βροντάει
καριοφίλι της λεφτεριάς, ολόρθον
η Μούσα σε φιλεί κι ο Μακρυγιάννης.

Δεν έχεις κι όνομα. Οι μάβροι το μαβρίσαν.
Μα το λένε στη ρεματιά τ’ αηδόνια,
οι ανέμοι στα πλατάνια και στα ελάτια
και τα νερά σε θάλασσα και βρύσες.

Μην κλαίτε, μάνες μαβρομαντηλούσες
και συ, Μεγάλη Μάνα των μανάδων!
Όπου να ναι, θα τον νεκραναστήσει
μέγας λαός κι αφτός αναστημένος.

***

Σκλάβοι Πολιορκημένοι

Οι “Σκλάβοι πολιορκημένοι” όπως κι “Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική” και το πρώτο σχεδίασμα της “Αληθινής απολογίας του Σωκράτη”, γραφτήκανε στην Γαλλία, ύστερ’ απ’ τον πρώτο παγκόσμιο μακελειό. Ο θάνατος κ’ η καταστροφή είχαν ξυπνήσει τις συνειδήσεις των λαών και σκορπίσει στους τέσσερις ανέμους τα ψεύτικα συνθήματα των ιμπεριαλιστών.

Οι “Σκλάβοι πολιορκημένοι” είναι στην ουσία τους, έργο αντιπολεμικό και αντιιδεαλιστικό

Σκλάβοι Πολιορκημένοι

α. Το θεϊκό ήτοι Το ανθρώπινο πάθος
β. Ο πόλεμος
γ. Το Όραμα ήτοι Η Δέφτερη Παρουσία
δ. Η Καμπάνα ήτοι Η Ελεφθερία

***

“Σκλάβοι Πολιορκημένοι”
Οι πόνοι της Παναγιάς (απόσπασμα)

Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα

η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας.

Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κ’ εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δύο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά

κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες

της Ανατολής.

Σπιτάκι μου – στενάχωρο και κάμαρά μου – χαμηλή!
Πόνοι μου σφάζουν το κορμί, μα τη ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθήσω.
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή,
ο πόνος, που με κυνηγά, θενά με φέρει πίσω.

Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πέφκος ο βαθής,
όσο που μπάρσαμο πικρό στα φύλλα του να σουρωθείς,
μέσα μου χώνομαι κ’ εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου.
Αχ, χάηδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής,
πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!

…..

Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περνάτε μια και χάνεστε, σχήμα χωρίς το θώρι,
ελάτε κι άλλη μια φορά, πήτε μου να μην το ξεχνώ,
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ν’ αγόρι.

…..

Μα γιατί μου δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος να το δει!
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αβγή – βραδύ,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.

.  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μην σε φτάσουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
πού μες τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα χεις μάτια γαλανά, θα χεις, κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταβρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κ’ ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σχολειό με πλάκα και κοντύλι.

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κ’ η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταβρώσουν.

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
– Ω ! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο… –
Βοηθάτε, ουράνιες δυνάμεις, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

***

Από τους Σκλάβους Πολιορκημένους
(Απόσπασμα)

….

Και σαν σύννεφα ορθά, αστροπελέκι γεμάτα
ανεβαίνει των άκληρων τ’ άμετρο πλήθος.
Ω ! τ’ αδύναμα γέρα, τα σκότεινα νιάτα,
της ντροπής και του πόνου σκοτάδια πηγμένα,
σώμα, νους και ψυχή και καρδιά σκοτωμένα.

Το μαχαίρι κρατάτε στα δόντια, φονιάδες,
τα ξυλένια σας πόδια στον ώμο, στρατιώτες,
τα πνιγμένα μωρά στην αγκάλη, μανάδες,
το σκοινί σας θελιά στον λαιμό, κρεμασμένοι,
κι ένα τρύπιο πουγγί, της κλεψιάς μαθημένοι.

Κι αδερφούλες γυμνές, της ντροπής αδερφούλες
τ’ αποκοίλι φουχτώνοντας κλαίνε, ποδίζουν,
μπουκωμένες τη λάσπη, μικρές και γλυκούλες.
Και με χάχανα πίσω, τρελοί και μπεκρήδες,
τραγουδούν, βλαστημούν και πηδούν σαν ακρίδες.

***

Το τραγούδι της ψυχής
Μουσική Νίκος Μαμαγκάκης
Ερμηνεία Μαρία Δημητριάδη

Κώστας Βάρναλης
Η ψυχή
από τους “Σκλάβους Πολιορκημένους”

***

Απόσπασμα από την Καμπάνα
(Σκλάβοι Πολιορκημένοι)

     ……

Στα στήθη νά μπαινα
σαν την ανέσα,
σφυγμός βαθύριζος
στις φλέβες μέσα,
στο νου σαν άστραμα
και στην ψυχή,
ν’ αχούσ’ αδιάκοπα
τη διδαχή:

“Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε,
ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε,
στις νέες ανάγκες σου
– κόπος βαρής ! –
σκοπούς αλάθεφτους
κοίτα να βρεις”.

“Αν είν’ η σκέψη σου
πριν από σένα,
δεν είν’ απόκομμα
θεού και γέννα:
τη σκλάβα σκέψη σου,
σκλάβα δετή,
σου τήνε πλάσανε
οι Δυνατοί”.

“Φτωχέ, σου μάραναν
κόποι και πόνοι
τη θέληση άβουλη,
πιωμένη αφιόνι !
Αν είν’ ο λάκκος σου
πολύ βαθής,
χρέος με τα χέρια σου
να σηκωθείς”.

“Τ’ άσκημα χέρια σου,
των όλω αιτία,
βαστάνε μάργελη
την Πολιτεία.
Βγαίνει απ’ τα χέρια σου
κάθ’ αγαθό
του ωραίου περίθετο
το χρυσανθό”.
“Σφίξε τα χέρια σου,
για σένα κράτει
τ’ άμοιαστον έργο σου,
Πλάση ακράτη
κι όλο ανεβαίνοντας
προς τη Χαρά,
μέσα σου θα νιώθεις
αστρών σπορά !”

Κι όπου σε σφάζουνε
δεμένον πίσου,
να βρόνταα άξαφνα
σεισμός αβύσσου,
χίλια αστροπελέκια :
“Δεν είναι μπρος,
είν’ από πίσω σου
κρυφός ο οχτρός !”

***

Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
(Τρίτη έκδοση του 1946)

Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
(Τρίτη έκδοση του 1946) – Πρόλογοι: Κ. Παλαμάς – Δ. Γληνός

***

Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (Τέταρτη έκδοση του 1955)

***

Πρόλογος του Κώστα Βάρναλη από την “Αληθινή απολογία του Σωκράτη”
της πέμπτης έκδοσης.

Για πέμπτη φορά εκδίδεται η “Αληθινή απολογία του Σωκράτη” και το γεγονός αφτό δεν είναι απ’ τα πολύ συνηθισμένα της Νεοελληνικής Γραμματείας.

Μερικοί παρεξηγήσανε το σκοπό και το πνέβμα του έργου. Νομίζανε πως μ’ αφτό χλεβάζεται η “αρχαία Ελλάδα” κι ο μεγάλος φιλόσοφος Σωκράτης. Λάθος. Η Ελλάδα της παρακμής κι ο θεωρητικός της αντίδρασης, χρησιμέψανε για πρόσχημα να χτυπηθεί η παρακμή κ’ η αντίδραση της εποχής μας.

Τον Σωκράτη, το τέκνο του λαού, που στάθηκε εχθρός του λαού και καταφρονετής της δημοκρατίας, τον κατηγορήσανε τρεις, αλλά τον καταδίκασε ο λαός. Το δικαστήριο της Ηλιαίας με τα πεντακόσια μέλη του, είτανε δικαστήριο λαϊκό. Αλλά γιατί τον καταδίκασε ο λαός;  Όταν ο Θρασύβουλος με τους φυγάδες δημοκρατικούς λεφτέρωσε την πατρίδα και παλινόρθωσε την κυριαρχία του λαού, οι παθοί δεν μπορούσανε να ξεχάσουνε τα εγκλήματα των Τριάντα Τυρράνων, που είταν εγκάθετοι του Λύσανδρου και στηρίγματα της ολιγαρχίας. Κ’ οι παθοί τούτοι μισούσανε και φοβόντουσαν τους εχθρούς της δημοκρατίας και φίλους των “σπαρτιατικών ηθών”. Κ’ ένας απ’ αυτούς κι απ’ τους σημαντικότερους είτανε κι ο Σωκράτης, ο δάσκαλος των προδοτών Αλκιβιάδη και Κριτία.

Αλλά αφτά τα “ιστορικά” δεν είναι το θέμα του βιβλίου. Η πρωτοτυπία του είναι τούτη:

Ο Σωκράτης ο ίδιος, αναγνωρίζει τα λάθη και τις ζημιές της διδασκαλίας του.  Κι αφού κοροϊδέψει τους δημοκρατικούς της δουλοχτησίας πάει πιο μπροστά απ’ αφτούς και γίνεται κήρυκας της πανανθρώπινης λεφτεριάς.

Δεκέμβρης 1956  –  Κώστας Βάρναλης

***

Η Μπαλάντα του Αντρίκου
Κώστας Βάρναλης – Ποιήματα   
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
β’ φωνές: Μαρία Φαραντούρη – Αντώνης Κλειδωνιάρης

Είχε την τέντα ξομπλιατή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.

Η Κατερίνα κ’ η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκ’, η Ζηνοβία
(ω !  τί χαρούμενη ζωή !
χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία !)

τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει αργά, ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.

Άξαφνα πέφταν στο νερό
η καθεμιά γδυτή γοργόνα
κι όλο γινόταν πιο μικρό
τ’ Αντρέα το μάτι, ίσα βελόνα.

Είναι μεγάλος ο Θεός !
τ’ αχείλι το πικρό του λέει.
Πόσο μεγάλος κι αγαθός
και πλούσια τα χρυσά του ελέη !

Μα ρθε χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα…
Κ’ εσένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμου, μπάρμπ’ Αντρέα.

Κι αν φτύνεις αίμα στο γιαλό,
περνάει μπροστά σου η Ζηνοβία
(ένα τραγούδι σιγαλό
στον καφενέ παίζ’ η ρομβία):

– Πώς τα περνάς, σ’ αναρωτά,
τα τόσα βάσανα της ζήσης;
Πάρε τα λίγ’ αφτά λεφτά
να γιάνεις και να ξαναζήσεις…

Κ’ η βάρκα, μάνα γελαστή,
από την μια στην άλλη μπάντα
σ’ αργοκουνάει στην κουμπαστή
– Καλό ταξίδι σου για πάντα !

Πόσο μεγάλος ο Θεός
Πατήρ και Πνεύμα και Υιός !

Ποιήματα – Κώστας Βάρναλης

Στα 1954 είχα εκδόσει μια “Εκλογή” απ’ τα ποιήματά μου – όσα νόμιζα, πως μπορούσανε να ιδούνε το φως. Σε κείνη την “Εκλογή” περιέλαβα και μερικά ποιήματα από το “Φως που καίει” και τους “Σκλάβους Πολιορκημένους”. Αυτά, φυσικά, λείπουν απ’ την τωρινή εκλογή. Έχω όμως προσθέσει μερικά νεανικά (ξαναδουλεμένα, όσο σηκώνανε) που χαραχτηρίζουνε την πνευματική πορεία, όχι μόνο τη δικιά μου, παρά και της εποχής εκείνης.

                                                  Κ. Β.

***

Κώστας Βάρναλης – Σκίτσο του Γιάννη Ρίτσου

***

Το πέρασμά σου
 Ένας – όλοι

Απαγγέλλει ο Βάρναλης
(από τα Ποιήματα)

“Το πέρασμά σου” έχει γίνει τραγούδι από τον Γιάννη Σπανό, με ερμηνεία του Κώστα Καράλη. Αργότερα, έγινε τραγούδι και από τους “Χειμερινούς Κολυμβητές” και από άλλους.

***

Βάστα, καρδιά…
Κώστας Βάρναλης –  Ποιήματα
Μουσική: Σπύρος Σαμοΐλης
Β’ Ερμηνεία: Πέτρος Πανδής

Να με ξεριζώσεις, Χάρε,
σου αντιστέκομαι σα δρυ.
Όση φόρα θέλεις πάρε,
να με πάρεις δεν μπορεί.

Να με ξεριζώσεις, όχι !
δεν το θέλω και βαστώ,
όσον η καρδιά μου το χει
το κουράγιο της σωστό.

Στ’ αγιασμένο ετούτο χώμα,
που ήπιεν αίμα ποταμό,
μας κρατάει το χρέος ακόμα
για το μέγα Λυτρωμό.

Δεν το θέλω άλλοι να φτάσουν
δίχως μου στην κορυφή,
στ’ άκρον ύψος να γιορτάσουν
οι γενναίοι μου σύντροφοι.

Θα γιορτάσουμε σαν ένας
τη μεγάλη Ανατολή
κάθε τόπου, κάθε γέννας
κάθε γλώσσας οι καλοί.

Να μας ξεριζώσεις τώρα
μη σε τρώει η αποθυμιά !
όλ’ η Γης είναι μια Χώρα
ένα Δρυ και Ρίζα μια !

***

Η μπαλάντα του κυρ –  Μέντιου
Κώστας Βάρναλης – Ποιήματα
Μουσική: Λουκάς Θάνος
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης

Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο !
Αν ξυπνήσεις,  μονομιάς
θα ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.

***

Το τραγούδι της φυγής
από τον Άτταλο τον Τρίτο
ενταγμένο στη συλλογή Ποιήματα

Εξόν από τη συναισθηματική ευαισθησία, εξόν από την ικανότητά του, να καταλαβαίνει κανείς την πραγματικότητα, χρειάζεται και χαρακτήρας. Δυστυχώς, τα ταξικά καθεστώτα φροντίζουνε, όχι μόνο να χαλάνε το μυαλό, μα και τους χαρακτήρες των θυμάτων τους.

                             Κώστας Βάρναλης

***

Επιμέλεια: Στρατής Γαλιάτσος

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: