Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973): 12 Σονέτα του Έρωτα

Ω, ένα ταξίδι ο έρωτας από νερό κι αστέρια,
από αέρα πνιγερόν κι από αλευριού φουρτούνες·
μια μάχη είναι ο έρωτας από αστροπελέκια
και δυο κορμιά που λειώνουνε σε μια σταγόνα μέλι.

Πάμπλο  Νερούδα

Πάβλο Νερούδα – Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο
(Pablo Neruda – Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto)
Χιλή. 12 Ιουλίου 1904, Παράλ 23 Σεπτεμβρίου 1973, Σαντιάγο

(Φωτό: Ο Πάμπλο Νερούδα και η Ματίλντε Ουρούτια στο Κάπρι, © Archivo Fundación Pablo Neruda)

 

 

12 Σονέτα του Έρωτα

(Από τη συλλογή Cien Sonetos de Amor, 1959)

Μετάφραση – Σημείωση
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

 

 

Πρωί

(5 σονέτα)

 

VI

ΧΑΜΕΝΟΣ ΣΤΑ ΔΑΣΗ κόβω ένα μαύρο κλαράκι,
στα φρυγμένα μου χείλια ο ψίθυρός του λες βγήκε:
της βροχής μπορεί να ’ταν η φωνή η κλαμένη,
μια σπασμένη καμπάνα, μια καρδιά ραγισμένη.

Κάτι τόσο απόμακρο που σχεδόν μού φαινόταν
κρυμμένο βαθιά, απ’ τη γη σκεπασμένο,
μια πνιγμένη κραυγή φθινοπώρων πελώριων,
απ’ το νοτερό και μισάνοιχτο σκοτάδι των φύλλων.

Αλλά εκεί, μέσα απ’ το όνειρο ξυπνώντας του δάσους,
τραγουδούσε στα χείλια μου της φουντουκιάς το κλαράκι
κι ένα διάχυτο άρωμα τις αισθήσεις μου αγγίζει

σαν να μ’ έψαχναν άξαφνα οι κομμένες μου ρίζες,
της παιδικής μου ηλικίας η γη η χαμένη,
κι απ’ το διάχυτο άρωμα απόμεινα εκεί πληγωμένος.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

 

XII

ΜΕΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΜΗΛΟ σάρκινο, καυτό φεγγάρι,
άρωμα δυνατό από φως, πηλό και φύκια συναγμένο
ανάμεσα στις δυο κολόνες σου τι μαύρο φέγγος σμίγει;
Ποια νύχτα αρχαία ο άνθρωπος με το είναι του αγγίζει;

Ω, ένα ταξίδι ο έρωτας από νερό κι αστέρια,
από αέρα πνιγερόν κι από αλευριού φουρτούνες·
μια μάχη είναι ο έρωτας από αστροπελέκια
και δυο κορμιά που λειώνουνε σε μια σταγόνα μέλι.

Φιλί φιλί φτεροκοπάω μες στο μικρό σου σύμπαν
στους ποταμούς, στις όχθες σου, στα τοσοδά χωριά σου,
κι η πυρκαγιά η ερωτική που ηδονή έχει γίνει,

κατρακυλάει μες σε στενά αιμάτινα δρομάκια
μέχρι σαν το γαρύφαλλο να ξεχυθεί της νύχτας,
μέχρι σαν ίσκιου αστραπή να είναι και να μην είναι.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

 

XIΙI

ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ από τα πόδια σου χύνεται στα μαλλιά σου
η έξαψη που απλώνεται στην εύθραυστη θωριά σου
δεν είναι ασήμι παγερό ούτε μαργαριτάρι:
από ψωμί είσαι, της φωτιάς ψωμάκι λατρεμένο.

Με σένανε μεστώσανε στ’ αμπάρια τους τα στάρια
και το αλεύρι φούσκωσε μ’ ευτυχισμένη νιότη
κι όταν τα στήθια σου έπλασε από ζυμάρι αφράτο
το κάρβουνο ήτανε στη γη για σένα ο έρωτάς μου.

Ω, από ψωμί τα πόδια σου, το μέτωπο, το στόμα,
ψωμί από φως κάθε πρωί που το κατασπαράζω
ω, λατρεμένη μου εσύ και λάβαρο των φούρνων,

από το αίμα έμαθες και τη φωτιά του επήρες,
απ’ το ζυμάρι απόχτησες την ιερότητά σου
μιλάς τη γλώσσα του ψωμιού κι επήρες το άρωμά του.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

 

XVΙI

ΔΕ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ ΣΑΝ τ’ αλατιού τριαντάφυλλο ή τοπάζι
ή σαν σαΐτα από γαρύφαλλα που σπέρνουν τη φωτιά τους:
σε αγαπάω σαν κάτι σκοτεινό κρυφά που αγαπιέται,
που ζει βαθιά ανάμεσα στις σκιές και στην ψυχή μας.

Σε αγαπάω σαν τα φυτά που δεν ανθίζουν κι όμως
κρυμμένο μέσα τους το φως των λουλουδιών κρατάνε,
και σκοτεινό στο σώμα μου, χάρη στον έρωτά σου,
ζει άρωμα μεθυστικό που απ’ τη γη ανεβαίνει.

Σε αγαπάω χωρίς να ξέρω το από πού, το πώς, το πότε,
σε αγαπάω χωρίς γιατί κι εγωισμούς, στα ίσια:
σε αγαπάω έτσι αφού αλλιώς δεν ξέρω να αγαπάω,

έξω απ’ αυτόν τον τρόπο που δεν είμαι εγώ, ούτε κι εσύ είσαι,
τόσο που είναι το χέρι σου πάνω στο στήθος μου δικό μου,
τόσο που κλείνουνε τα μάτια σου όταν με παίρνει ο ύπνος.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

 

XX

AΣΚΗΜΗ ΜΟΥ ΕΣΥ, σαν κάστανο αναμαλλιασμένο
ομορφή μου εσύ, σαν τον άνεμο είσαι ωραία
ασκημή μου εσύ, το στόμα σου αξίζει όσο για δύο
ομορφή μου εσύ, είν’ τα φιλιά σου ολόδροσα καρπούζια.

Ασκημή μου εσύ, τα στηθάκια σου πού βρίσκονται κρυμμένα;
Είναι μικρά, τόσο μικρά, σαν δυο κουπίτσες στάρι.
Πώς θα ’θελα στο στέρνο σου να βλέπω δυο φεγγάρια
θεόρατους πύργους πάνω σου να με κυριαρχούνε.

Ασκημή μου εσύ, η θάλασσα πια δεν πουλά νύχια σαν τα δικά σου
ομορφή μου εσύ, αστέρι το αστέρι, λουλούδι το λουλούδι,
κύμα το κύμα, αγάπη μου, μέτρησα το κορμί σου:

Άσκημή μου εσύ, για τη χρυσή σου μέση σ’ αγαπάω,
ομορφή μου εσύ, για μια ρυτίδα σ’ αγαπάω που ζει στο κούτελό σου
σε αγαπάω, έρωτά μου, για όλο σου το φως και το σκοτάδι.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

 

Μεσημέρι

(2 σονέτα)

Matilde Urrutia y Pablo Neruda. © Archivo Fundación Pablo Neruda. (Πηγή: https://www.nytimes.com).

 

XXXV

ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ φτερούγισε απ’ τα μάτια μου στη μέρα.
Σαν τριαντάφυλλο άνοιξε κι όλο το φως του εμπήκε.
Η άμμος και ο ουρανός πάλλονταν σαν κυψέλη
μες στο απέραντο τουρκουάζ εξαίσια σκαλισμένη.

Οι συλλαβές κουδούνιζαν στ’ άγγιγμα του χεριού σου,
κύπελλα ή ολόγιομα μπουκάλια χρυσό λάδι,
πηγές και ανθοπέταλα, και πιο πολύ, έρωτά μου,
τ’ αβρό σου χέρι, αγάπη μου, που έσιαζε τα κουτάλια.

T’ απόγευμα έφυγε. Η νύχτα γλίστρησε σαν κλέφτης,
στ’ ανθρώπου τ’ όνειρο, το ουράνιο της κουκούλι.
Θλιμμένη, άγρια ευωδιά τ’ αγιόκλημα σκορπούσε.

Και γύρισε το χέρι σου ξανά απ’ το πέταγμά του
να κλείσει τις φτερούγες του, που πίστευα φευγάτες,
απάνω από τα μάτια μου που τα έτρωγαν οι ίσκιοι.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

 

XL

ΗΤΑΝΕ ΠΡΑΣΙΝΗ Η σιωπή κι ήταν το φως βρεγμένο
τρεμούλιαζε ο Ιούνιος σαν νυχτοπεταλούδα
και πέρα από τη θάλασσα του νότου κι απ’ τις πέτρες,
Ματίλντε, διαπέρασες γοργά το μεσημέρι.

Και φορτωμένη ερχόσουνα με άνθη σιδερένια,
φύκια που ο αγέρας της νοτιάς ξεβράζει και ξεχνάει,
ακόμα άσπρα τα χέρια σου, σκασμένα από τ’ αλάτι
που τα ’γλειφε, σηκώνανε της άμμου όλα τα στάχυα.

Λατρεύω τ’ αγνά δώρα σου, τη σάρκα σου παρθένα
πέτρα, τα νύχια σου σπονδή στον ήλιο των δαχτύλων,
το στόμα που ξεχύνεται κι είναι χαρές γεμάτο,

μα για το σπίτι μου που ζει στο χείλος της αβύσσου,
δώσε μου εκείνον της σιωπής τον πληγωμένο τρόπο,
το λάβαρο της θάλασσας στην άμμο ξεχασμένο.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

 

Απόγευμα

(2 σονέτα)

 

LXX

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ’ΧΩ πληγές κι ας μη ματώνω
καθώς με βρήκε μια αστραπή απ’ τη ζωή σου
και μ’ εμποδίζει το νερό μέσα στη σέλβα:
είν’ η βροχή κι ο ουρανός που καταρρέει.

Μες στην καρδιά μου είχε βρέξει⸱ την αγγίζω:
ξέρω εκεί ότι τα μάτια σου εισβάλλουν
μέσα στο απέραντο της θλίψης μου τοπίο
και το μουρμούρισμα ενός ίσκιου αναβλύζει:

Ποιος να ’ναι, λέω, ποιος; Μα όνομα δεν είχε
το φύλλο ή το νερό που πάλλεται του ζόφου,
άλαλο, καταμεσής στη σέλβα και στη στράτα·

κι ήξερα, αγάπη μου, πως ήμουν λαβωμένος
και δεν εμίλαγε κανείς πάρεξ οι ίσκιοι,
κι η νύχτα η αλήτισσα, η βροχή που με φιλούσε.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

 

Διέγο Ριβέρα, La Chascona (1953).

 

LXXVI

ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΓΑΪΔΟΥΡΙΝΗ ο Διέγο ο Ριβέρα
στα χρώματά του έψαχνε το σμαραγδί του δάσους,
το βερμιγιόν, το απρόσμενο, το αιμάτινο λουλούδι,
σύναζε στο πορτρέτο σου το φως όλου του κόσμου.

Ζωγράφιζε της μύτης σου το αγέρωχο το σχήμα,
τη σπίθα μες στις ξέφρενες τις κόρες των ματιών σου,
τα νύχια σου που τρέφουνε του φεγγαριού τον φθόνο,
στόμα καρπούζι άλικο σε ηλιοκαμένη σάρκα.

Με δυο κεφάλια σ’ έφτιαξε, ηφαίστεια που κοχλάζουν,
γεμάτα λάβα, έρωτα και ρίζα Αραουκάνα,
και τις δυο όψεις σου χρυσές, από πηλό πλασμένες,

τις σκέπασε με μια άγρια πύρινη καταιγίδα
κι εκεί στην άκρη βρίσκονται κρυμμένα, μπερδεμένα
τα μάτια μου: στο θεόρατο το κάστρο των μαλλιών σου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

Η Ματίλντε με τα δύο πρόσωπα (προφίλ και ανφάς) και με την προφίλ σιλουέτα του Νερούδα που είναι «κρυμμένος» μέσα στα πορτοκαλοκόκκινα μαλλιά της μούσας του, φιλοτεχνημένο από τον μεγάλο Μεξικανό ζωγράφο και μουραλίστα Διέγο Ριβέρα (8 Δεκ. 1886 – 24 Νοε. 1957).

Βερμιγιόν (Ισπ. bermellón· Αγγλ. vermilion· Γαλ. vermillon, Ιταλ. vermiglio). Λέξη προερχόμενη από τα Αγγλογαλλικά και τα παλαιά Γαλλικά: vermail, vermeil «φωτεινό-κόκκινο, κόκκινο, βυσσινί»· το λατινικό vermiculus, «ένα μικρό σκουλήκι», συγκεκριμένα, το κοχίνιο (vermis, worm) από το οποίο έπαιρναν βυσσινί βαφές. Αλλιώς κινναβαρίτης (το «αίμα του δράκου»· δάνειο περσικής πιθανόν προέλευσης), ο θειούχος υδράργυρος, καστανού έως κόκκινου χρώματος· το έντονο κόκκινο, το άλικο, το πορφυρό χρώμα· μίξη κόκκινου, πράσινου και μπλε.

 Ως βερμιγιόν είναι γνωστό στη ζωγραφική και έτσι το αποδίδω, αφού το σονέτο είναι περιγραφή ζωγραφικού έργου και το χρώμα δεν μπορεί να αποδοθεί με το όνομα μιας συγκεκριμένης απόχρωσης.

Πρόκειται για το βυσσινί των κλασικών ζωγράφων. Αγαπημένο χρώμα στους πίνακες του Τισιανού (Τιτσιάνο Βετσέλλιο, περ. 1485/1490 – 27 Αυγ. 1576), γνωστότερο στις Ανακλινόμενες Αφροδίτες του.

«Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου / και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα / με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα, / για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.», όπως λέει ο Καββαδίας στο ποίημά του Πικρία (Τραβέρσο, 1975).

 Περμαγγανάτο (διάλυμα υπερμαγγανικού καλίου), πορφυρού επίσης χρώματος που αποδίδεται με το βερμιγιόν, ήταν σε χρήση παλιότερα ως αντισηπτικό στα πορνεία.

 

 

Νύχτα

(3 σονέτα)

 

LXXXI

ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΠΙΑ. Με τ’ όνειρό σου γείρε στ’ όνειρό μου.
Η αγάπη, η πίκρα, τα έργα μας πρέπει να κοιμηθούνε.
Γυρίζει η νύχτα απάνω στους αόρατους τροχούς της,
κι εσύ πλάι μου αμόλυντη, αιώνιο κεχριμπάρι.

Άλλη καμιά, αγάπη μου, δεν θα ’μπει στα όνειρά μου.
Θα μπεις εσύ, θα μπούμε οι δυο στου χρόνου τα ποτάμια.
Καμιά άλλη δε θα πλανηθεί μες στις σκιές μαζί μου,
μονάχα εσύ, αμάραντη, φεγγάρι πάντα και ήλιος.

Τώρα τα χέρια σου άνοιξες κι απ’ τις αβρές παλάμες
να πέσουν άφησες αργά τα τρυφερά σημάδια,
τα μάτια σου με σκέπασαν σαν δυο σταχτιές φτερούγες,

καθώς κυλάω με το νερό που πίνεις και με πίνει:
η νύχτα, ο κόσμος, ο άνεμος τη μοίρα τους τυλίγουν·
χωρίς εσένα είμ’ εγώ μονάχα τ’ όνειρό σου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

 

LXXXII

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΤΗΝ πόρτα ετούτη κλείνοντας της νύχτας
σε σκιερά μέρη πάρε με να πάμε έρωτά μου:
μπες με τον ουρανό σου μες στα μάτια μου, ονειρέψου,
σάλπαρε μες στο αίμα μου σαν σε πλατύ ποτάμι.

Αντίο, αντίο, φως διάφανο σκληρό που έχεις κυλήσει
στων περασμένων το σακί που πέφτουνε κι οι μέρες·
πορτοκαλιών και ρολογιών γλυκιά αστραπή αντίο,
γεια σου κι εσύ, συντρόφισσα σκιά που αναβοσβήνεις!

Στο πλοίο αυτό —ή θάνατο ή νερό ή νέα ζωή το πούμε—,
πάλι ενωμένοι είμαστε, στ’ όνειρο αναστημένοι,
ζευγάρι όπως η νύχτα που παντρεύεται με το αίμα.

Ποιος ζει δεν ξέρω ή ποιος πεθαίνει ούτε ποιος ησυχάζει
ή ποιος ξυπνάει, μα είν’ η καρδιά σου εκείνη που μοιράζει
πλούσια μέσα στο είναι μου της χαραυγής τα δώρα.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

 

XC

ΝΟΜΙΖΑ ΠΩΣ ΘΑ πέθαινα, ένιωσα να παγώνω,
κι απ’ τη ζωή μου ολάκερη θ’ άφηνα μόνο εσένα:
το στόμα σου ήτανε της γης οι μέρες μου κι οι νύχτες,
και πολιτεία η σάρκα σου που ίδρυσαν τα φιλιά μου.

Και διαμιάς τελειώσανε φιλίες και βιβλία,
οι θησαυροί που ακούραστα είχαμε συναγμένους,
το σπίτι αυτό το διάφανο που χτίσαμε οι δυο μας:
εκτός από τα μάτια σου, ανύπαρκτα ήταν όλα.

Γιατί όταν μας χτυπάει η ζωή μονάχα η αγάπη
είναι κύμα θεόρατο πάνω απ’ τα κύματα όλα·
μα, αχ, όταν ο θάνατος την πόρτα μας χτυπήσει

μόνο το βλέμμα σου μπορεί τόσο κενό ν’ αντέξει,
μόνο το φέγγος σου μπορεί την παγωνιά να σπάσει,
μόνο η αγάπη σου μπορεί να διώξει τα σκοτάδια.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

 

Η ιστορία για τα 100 Σονέτα του Έρωτα:

Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973): 21 Σονέτα του Έρωτα

*

Βλέπε και

Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973): 11 Σονέτα του Έρωτα

*

Η κριτική του Τσε για το Canto General και ο Πάμπλο Νερούδα για τη συνάντησή του με τον Τσε

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: