Γιάννης Ρίτσος – Οι Γειτονιές Του Κόσμου
“Δεν έχουμε καιρό να πεθάνουμε.
Όχι. Όχι. Και δεν θα φύγουμε
απ’ τον κόσμο, να το ξέρεις,
πριν αγαπήσουμε όσο ζητά
η καρδιά μας
πριν τραγουδήσουμε όσο ζητά
η αγάπη…”
Οι Γειτονιές Του Κόσμου (αποσπάσματα)
…
Ήταν πικρές οι μέρες μας.
Πολύ πικρές.
Ο ίσκιος ενός κυπαρισσιού μετρούσε
μέτρο – μέτρο όλο τον κόσμο.
Καθένας κουβαλούσε στον ώμο του
κι απόναν πεθαμένο,
κάθε στιγμή κουβαλούσαμε
τον θάνατό μας στον ώμο μας.
…
Βασανισμένη πολιτεία.
Δοξασμένη πολιτεία.
Ερειπωμένη, ερειπωμένη.
Η πολιτεία έχει κλείσει
τα παράθυρά της
έχει κλείσει τα μάτια της
και δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Ένδοξη πολιτεία,
διωγμένη, λαχτισμένη.
Η πολιτεία κρύβεται μες στον ίσκιο των σπιτιών της
όπως κρύβεται το πληγωμένο σκυλί
κάτου στο υπόγειο
και ανάμεσα στις σπασμένες καρέκλες
γλείφει τις πληγές του.
Δεν έχω καιρό να κουραστώ.
Δεν έχω καιρό να σταυρώσω
τα χέρια μου.
Δεν έχω καιρό να μην αγαπώ,
να μην μισώ, να μην θέλω,
να μην σκοτώνουμαι
Δος μου το χέρι σου – κι απ’την αρχή –
μιαν άλλη αρχή.
Στις 5, ναι, στη διασταύρωση.
Δικός μας είναι ο κόσμος.
Γεια σου σύντροφε, γεια σου.
Γεια σου σύντροφε – απ’ την αρχή.
Όμορφη μέρα. Ο ήλιος κοίτα.
Γεια σου, σύντροφε.
Τούτη η γαλάζια πολιτεία
δεν χαμπαριάζει τον θάνατο,
όταν της κόβουν τονα χέρι
πολεμάει με τ’ άλλο,
όταν της κόβουν και τα δύο
πολεμάει με τα δόντια,
όταν της κόβουν και τα πόδια
ισοζυγιάζεται στον αέρα
τρέχει σφυρίζοντας στον αέρα
όπως σφυρίζει η σφαίρα τρέχοντας
ίσα για την καρδιά της αδικίας.
Δεν έχουμε καιρό να πεθάνουμε.
Όχι. Όχι. Και δεν θα φύγουμε
απ’ τον κόσμο, να το ξέρεις,
πριν αγαπήσουμε όσο ζητά
η καρδιά μας
πριν τραγουδήσουμε όσο ζητά
η αγάπη.
Έτσι μικρό ήταν τ’ όνειρό μας.
Μα τούτο τ’ όνειρο ήταν τ’ όνειρο
όλων των πεινασμένων
και των αδικημένων.
Κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί
κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί.
Και τ’ όνειρο μεγάλωνε
– σιγά σιγά μεγάλωνε –
πάντοτε το ίδιο στρογγυλό σαν το ψωμί
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τον ήλιο
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τη γη
και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ορίζοντα,
ετούτο τ’ όνειρο των πεινασμένων
τ’ όνειρο των αδικημένων
όλου του κόσμου.
* *
“Σκέψου η ζωή
να τραβάει το δρόμο της
και συ να λείπεις,
νάρχονται οι Άνοιξες με τα πολλά
διάπλατα παράθυρα και συ να λείπεις,
νάρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια
του κήπου με χρωματιστά φορέματα
και συ να λείπεις,
ενα ανθισμένο δένδρο να σκύβει
στο νερό,
πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν
στα μπαλκόνια
να λένε δυνατά τη λέξη σύντροφος
και συ να λείπεις,
σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται
και σένα να σου λείπουν τα χέρια,
δυο κορμιά να παίρνονται
και συ να κοιμάσαι κάτω απ’ το χώμα
και τα κουμπιά του σακακιού σου
ν’ αντέχουν πιότερο από σένα
κάτου απ’το χώμα
κι η σφαίρα η σφηνωμένη
στην καρδιά σου να μην λιώνει
όταν η καρδιά σου,
πού τόσο αγάπησε τον κόσμο,
θάχει λιώσει”.
* *
Τρέχαν στους δρόμους
– φώναζαν ζήτω –
αχ κι οι ροδιές ν’ ανάβουν
κόκκινα βεγγαλικά στου περβολιού
το Πάσχα
και τα χουνιά από γειτονιά σε γειτονιά
ναν το λαλάν ναν το λαλάν
γεια και χαρά Λε, μωρέ Λε,
γεια και χαρά σου Λευτεριά.
* * *
“Να λείπεις
δεν είναι τίποτα να λείπεις,
αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει
θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα
πού γι’ αυτά έχεις λείψει,
θάσαι για πάντα
μέσα σ’ όλο τον κόσμο”.
Κεντρική εικόνα: Χαρακτικό του Α. Τάσσου από τον δίσκο του Μίκη Θεοδωράκη “Οι Γειτονιές Του Κόσμου”
Στρατής Γαλιάτσος