Το διήγημα της Πέμπτης: «Το αϊράνι» του Σαμπαχατίν Αλί

Να πουλούσε τέσσερα μπαρντάκια (κύπελλα), τουλάχιστον τέσσερα μπαρντάκια. Με τα δέκα γρόσια που θα έπαιρνε θα μπορούσε να πάει στο σπίτι ένα μαύρο ψωμί. Σαν αστραπή περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια του τα δυό μικρά αδελφάκια του που μισοναρκωμένα καρτερούσανε τον ερχομό του και ολοένα διαλαλούσε: – Αγνό αϊράνι…Αγνό…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Το αϊράνι» του Σαμπαχατίν Αλί

Ο Τούρκος συγγραφέας Σαμπαχατίν Αλί γεννήθηκε στις 25 του Φλεβάρη 1907. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Πόλη εργάστηκε ως δάσκαλος. Κερδίζοντας υποτροφία από το υπουργείο παιδείας της Τουρκίας, βρέθηκε για σπουδές στη Γερμανία όπου και παρέμεινε από το 1928 έως το 1930. Επιστρέφοντας στην Τουρκία δίδαξε Γερμανικά σε λύκεια στο Αϊδίνιο και στο Ικόνιο.

Στο Ικόνιο ο Αλί έγραψε ένα ποίημα στο οποίο ασκούσε κριτική στην πολιτική του Ατατούρκ. Οι αρχές τον συλλαμβάνουν, του αφαιρούν την άδεια να διδάσκει και τον κλείνουν στη φυλακή, από όπου ένα χρόνο μετά  αφήνεται ελεύθερος στα πλαίσια της αμνηστίας που χορηγήθηκε για τον εορτασμό τον 10 χρόνων από την ίδρυση της Τούρκικης Δημοκρατίας.

Μαζί με τον Αζίζ Νεσίν και τον Ριφάτ Ιλγκάζ εκδίδουν την εφημερίδα “Μάρκο Πασά”, από το Νοέμβρη του 1946 έως τον Μάη 1947, που θα κλείσει αφού δεχτεί πολλές μηνύσεις για το περιεχόμενό της.

Ο Σαμπαχατίν Αλί δολοφονήθηκε στις 2 του Απρίλη 1948, όπως πιθανολογείται από πράκτορα της μυστικής αστυνομίας, εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων.

«Στα έργα του ο Τούρκος, ο Έλληνας και ο Αρμένιος ζουν αρμονικά και χαράζουν το δρόμο της εργατικής επανάστασης, και ότι αντίπαλοι είναι οι τσιφλικάδες που ελέγχουν το κράτος και το πλούτο. Οι μόνες διαφορές που υπάρχουν είναι οι ταξικές και όχι οι θρησκευτικές, φυλετικές κ.α. Επηρεάστηκε αρκετά από τον Μαγιακόφσκι.» (Βιογραφικά στοιχεία από turkeyhistory.blogspot.com, εδώ).

Σαμπαχατίν Αλί (1907-1948)

Το διήγημα «Το αϊράνι» γράφτηκε το 1938. Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του Σαμπαχαττίν Αλή «Ο Ασφαλτόδρομος», (Μετάφραση: Στέλιος Μαγιόπουλος, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1983, 2η έκδοση).

Το αϊράνι
του Σαμπαχατίν Αλί

Η στράτα που οδηγούσε απ’ το χωριό στο σταθμό ήτανε απ’ τα χιόνια που λιώνανε γιομάτη λάσπη ίσαμε το γόνατο. Ο ήλιος που είχε ψηλώσει δυό ακοντιές έκαιγε λαμποκοπώντας πάνω στους αγρούς που τους εσκέπαζε ακόμα το χιόνι και μούδιαζε τα μάτια, ωστόσο όμως σαν βαρούσε πάνω στις λακκούβες που σχημάτιζαν πάνω στο δρόμο τα λερωμένα νερά, έπαιρνε ένα μαργωμένο κίτρινο χρώμα κι εξαφανιζότανε.

Ο μικρός ο Χασάν που είχε φορέσει τις τεράστιες κουντούρες με καρφιά από κάτω στα γυμνά πόδια του, πάσκιζε πού και πού ξαποστώντας να κουβαλήσει το γκιουγιούμι που ’χε περασμένο στο δεξί του μπράτσο. Καμιά φορά παρατώντας χάμω το τσίγκινο μαστραπά που κρατούσε στο ζερβί του χέρι, ήθελε ν’ αγκαλιάσει το βαρύ φορτίο έτσι που να του δίνει λιγότερο πόνο. Καθώς προχωρούσε η κάτω μεριά του γκιουγιουμιού που ήτανε γιομάτο ίσαμε τα χείλη, βαρούσε στα πόδια του στο κάθε βήμα, και το χερούλι του περασμένο ίσαμε το αγκόνι ήτανε σα να ήθελε να λευτερωθεί και κυλήσει μπροστά του. Το πίσω μέρος απ’ τις κουντούρες είχε στραβώσει τόσο πολύ προς τα όξω, που οι αστράγαλοι του παιδιού δεν πατούσανε στη φτέρνα του παπουτσιού, μα κατευθείαν μέσα στις λάσπες.

Τούτη τη φορά η στράτα αυτή των δύο ωρών που ήτανε αναγκασμένος να την κάνει καθημερινά χειμώνα καλοκαίρι, τούτη τη φορά φαινότανε  να είχε μακρύνει. Το μικρό αυτό γυμνό δέντρο της σογιουτιάς (ιτιάς) που βρισκότανε ακριβώς στη μέση της στράτας μόλις φαινότανε στο θολό ορίζοντα.

Ο Χασάν δε φαινόταν να δείχνει ενδιαφέρον για τα πράγματα που έβλεπε χρόνια τώρα. Το γιοφύρι που ήτανε φτιαγμένο από πουτρέλια (δοκάρια) βαλμένα δίπλα δίπλα πάνω απ’ το μικρό ντερέ που είχε φάρδος τεσσάρων βημάτων και που διαβαίνει χωνεύοντας την αμμουδερή στέππα ανάμεσα απ’ τους ξεραμένους σχοίνους, και που δε γινόταν αντιληφτό ανίσως δε σίμωνε κανείς πολύ κοντά, είχε αρχινήσει να κουνιέται τόσο πολύ που θα σωριαζόταν. Πιο ψηλά, ακουγότανε το βουητό του μύλου, που ακουμπούσε σε μια μικρήν αναραχιά και θωρούσε τη στέππα. Σ’ αυτές τις χειμωνιάτικες μέρες ανίσως δούλευε τρεις μέρες δεν δούλευε πέντε. Με τις τρεις σογιουτιές ξεγυμνωμένες απ’ τις φυλλωσιές τους μπροστά στην πόρτα του, θύμιζε ένα πλέρια εγκαταλειμμένο βεράνι (καταστραμμένο τόπο)

Ο μικρός Χασάν προχωρούσε δίχως να μιλάει. Τη στιγμή αυτή δεν ήτανε στο μυαλό του μήτε τα δυό μικρά αδελφάκια του που τον καρτερούσανε στο σπίτι, μήτε στη μητέρα του, που μοχτούσε δούλα στην έδρα του επάρχου που βρισκόταν τέσσερις ώρες απόσταση. Δε σκεφτότανε μήτε ανίσως θα πουλούσε ή δε θα πουλούσε το αϊράνι του. Μες στο κεφάλι του είχε μονάχα ένα πράγμα: που ήτανε αναγκασμένος το δρόμο να τον ξανακάνει, να γυρίσει πίσω.

Αναστέναξε ωσάν να είχε κλάψει πολύ και βρισκόταν στο τέλος πια. Σκούπισε τη μύτη του με τη γιομάτη σκασίματα παλάμη του ζερβί χεριού όπου κρατούσε το μαστραπά. Σαν έστριψε τα μάτια του αλάργα είδε πως ζύγωσε στο σταθμό. Αυτό το ψυχρό χτίριο που φάνταζε ακόμα πιο έρμο, στεκάμενο ολομόναχο στη μέση αυτής της ολομάκρουλης στέππας, που κι απ’ τις δυό πλευρές ζωνότανε από δυό γυμνά ψηλώματα, με τις ξεγυμνωμένες ακακίες ολόγυρά του, φάνταζε σαν ένα σωρό από λιθάρι ριγμένο εκεί, όπως έλαχε. Ακόμα και το ταχυδρομικό τραίνο που περνούσε δυό φορές τη μέρα ήταν σα ν’ απορούσε για το λόγο που σταματούσε σ’ αυτό το δίχως σημασία μέρος και αφού στεκόταν μερικά λεφτά έφευγε αφήνοντας ένα εύθυμο σφύριγμα.

Ο μικρός Χασάν σαν έφτασε στο ξύλινο μπαρμακλίκι που όριζε τον σταθμό, ξαπόστασε λιγάκι, και έπειτα μισανοίγοντας την πόρτα με τα κάγκελα γλίστρησε μέσα.

Στο χώρο που εκτείνονταν στο πλάτος τεσσάρων πέντε βημάτων ανάμεσα στο οίκημα του σταθμού και των γραμμών εξόν από δυό χωρικούς που καθόντουσαν πάνω στα δισάκια τους, και ένα τζανταρμά μαζεμένο μες στη χλαίνη του και ακουμπισμένο στον τοίχο, δεν ήτανε κανείς άλλος. Εδώ δεν ήτανε απ’ εκείνους τους μεγάλους σταθμούς όπου την ώρα του τραίνου μαζωχνόντουσαν λογιώ λογιώ πουλητάδες που πουλούσανε κεμπάπια, γκαζόζες, φρούτα. Το καλοκαίρι μοναχά πέντε δέκα χωρικοί που φέρνανε μαύρα σταφύλια, καβούνια, καρπούζια ζωντανεύανε το μέρος. Όσο για τον χειμώνα, εξόν απ’ το μικρό Χασάν και από έναν γερο – κούτσαυλο χωρικό που κάθε τρεις τέσσερες μέρες κατέβαζε κανένα μικρό κοφινάκι με χειμωνιάτικα αχλάδια, δε φαινότανε στο μέρος κανείς άλλος. Ο σταθμάρχης που καθώς ερχόταν το τραίνο πρόβαινε στη μέση με μια βιασύνη που φανέρωνε την ανησυχία του, ευθύς σαν τέλειωνε τη δουλειά του, τραβιόταν μες στην κάμαρά του και περνούσε όλη τη μέρα, δίχως ν’ απελπιστεί ποτέ, κοπιάζοντας να πιάσει κάνα σταθμό στο δεκάχρονο με μπαταρία ραδιόφωνό του.

Σήμερα δεν ήτανε στη μέση μήτε ο χωρικός που πουλούσε χειμωνιάτικα αχλάδια. Ο μικρός Χασάν έβαλε το γκιουγιούμι του πάνω στην ογρήν αμμουδερή γης και βυθίστηκε να σεργιανάει τις γραμμές. Ανάμεσα σ’ αυτές τις ολόμακρες και δίχως τέλος σιδερένιες ράγες που κάθε μέρα έπαιρναν εκατοντάδες ανθρώπους απ’ άγνωστες μεριές, και τους πήγαιναν στο άγνωστο, φαινόντουσαν οι μαύρες λαδολερωματιές που αφήναν οι λοκομοτίβες. Τον ξύπνησε μια αψιά φωνή από ντουντούκα. Το τραίνο που ερχότανε στο σταθμό μαντάτευε τον εαυτό του. Η μηχανή ήρθε και σταμάτησε ακριβώς πάνω στους λεκέδες του λαδιού.

Ο μικρός Χασάν ίδια με κουρντισμένη μηχανή άρπαξε το γκιουγιούμι και το μαστραπά, αρχίνησε να πιλαλάει κατά το μάκρος του συρμού και σηκώνοντας τα μάτια του στα παράθυρα άρχισε να φωνάζει:

– Αϊράνι! Αϊράνι! Αγνό αϊράνι!

Το καλοκάιρι το διαλαλούσε: «παγωμένο». Τώρα μ’ αυτό τον χειμωνιάτικο καιρό, θαρρείς στην αρχή της καθεμιάς λέξης που αναφέρει το αϊράνι, υπήρχε ακόμα η όψη εκείνου του «παγωμένου»!

Κανείς δε γύριζε το κεφάλι του μήτε για να δει. Σχεδόν όλα τα κρύσταλλα του τραίνου ήτανε κλειστά, και στα ένα δυό που ήτανε ανοιχτά στεκόντουσαν κυρίες με βαμμένα μαλλιά και μάλλινες μπλούζες.

Τα μάτια του μικρού Χασάν θωρούσανε τα κλειστά παράθυρα ωσάν να ήθελαν να τρυπήσουν τα τζάμια και πίσωθέ απ’ αυτά αναζητούσαν ανθρώπους που θα μπορούσανε να πιούνε απ’ τον παφιλένιο μαστραπά του αϊράνι, ευκατάστατους χωρικούς, εσνάφηδες δίχως κασκόλ στο λαιμό, φαντάρους με άδεια, τέλος γύρευε ανθρώπους διψασμένους. Πιλάλησε τρεις φορές απ’ τη μια ίσαμε την άλλη άκρη. Η κοφτερή άκρια του πάτου του γκιουγιουμιού τσάρπιζε (χτυπούσε) στ’ αχαμνά μπατζάκια του και τον πονούσε. Όμως αυτός ζάρωνε λιγάκι το πρόσωπό του κι εξακολουθούσε να φωνάζει:

– Αϊράνι, αγνό αϊράνι!…

Να πουλούσε τέσσερα μπαρντάκια (κύπελλα), τουλάχιστον τέσσερα μπαρντάκια. Με τα δέκα γρόσια που θα έπαιρνε θα μπορούσε να πάει στο σπίτι ένα μαύρο ψωμί. Σαν αστραπή περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια του τα δυό μικρά αδελφάκια του που μισοναρκωμένα καρτερούσανε τον ερχομό του και ολοένα διαλαλούσε:

– Αγνό αϊράνι…Αγνό…

Η μάνα του ερχότανε για λίγες ώρες μια φορά τη βδομάδα απ’ το μέρος που δούλευε, φέρνοντας μαζί της λίγο γιουφκά, μερικά κρομμύδια και καμιά φορά καμιά μισή λαγίνα μπετμέζι. Όμως αυτά δε βαστούσανε μήτε δυό μέρες για τα τρία αδειανά στομάχια…Ύστερα η υποχρέωση να ταΐσει τα δυό αδέρφια του, έπεφτε στο μικρό Χασάν. Όλη η δουλειά αυτών των παιδιών που το ένα τους ήταν δύο χρονώ, το άλλο πέντε, μέσα σ’ αυτό το χαμηλοτάβανο σπίτι που αποτελούνταν από ένα Τάμι (πλινθόκτιστη στέγη) ήτανε λες να τρώνε ό,τι έπεφτε στα χέρια τους. Κάθε μέρα ο μικρός Χασάν ήτανε υποχρεωμένος να κρύβει τη μαγιά που του χρειαζότανε για να πιάσει το γιαούρτι σε κανένα μέρος που να μην το φτάνουνε, να μην τη βρούνε – στη γωνιά όπου σμίγουνε τα δοκάρια της στέγης με τον τοίχο – και κάθε μέρα την ώρα που βρισκότανε στο σταθμό φοβότανε μην αυτά τα δυό νηστικά στομάχια καταβροχθίσουνε ακόμα και τη γέρικη γίδα που κάτω απ’ την ίδια στέγη υποφέρει την ίδια πείνα.

Πολλές φορές βάζοντας στη μέση το ψωμί που το έφερε κάτω απ’ την αμασχάλη του τύχαινε να παγαίνει ίσαμε τη γωνιά κοντά στο τζάκι για να φέρει καμιά χωμάτινη τσανάκα και ν’ αδειάσει εκεί μέσα το αϊράνι, μα όταν ματαγυρνούσε στο σοφρά, με τρόμο θωρούσε πως τίποτα δεν είχε απομείνει από κείνο τα λαμπερό ψωμί. Τότε ο ίδιος του έπινε μια τσανάκα αϊράνι, και δίχως να δώσει σημασία στα λαφριά ζουλήματα του στομαχιού του που ήτανε συνηθισμένο στην πείνα, χωνότανε κάτω απ’ ένα κουρελιασμένο και λαδωμένο πάπλωμα κοντά στ’ αδέρφια του που κοιμόντουσαν πάνω σε μια παλιά προβιά.

Εκείνο που τον τρόμαζε το πιο πολύ δεν ήτανε τα στομάχια των αδελφών του που μοιάζανε με πηγάδα που ολοένα καταπίνει δίχως να χορταίνει ποτέ. Σα θυμότανε με ποια γυαλουριστά και μεγαλωμένα μάτια και με ποιο ατέλειωτο μίσος τον κοιτάζανε αυτά τα δύο αδύναμα πλάσματα κάθε φορά που γυρνούσε στο σπίτι με χέρια αδειανά, σηκωνόντουσαν οι τρίχες του. Και με το φόβο αυτό τώρα χούγιαζε όσο έβγαινε η φωνή του:

– Αϊράνι…Αϊράνι!…

Ένα παράθυρο άνοιξε απ’ τα βαγόνια της τρίτης θέσης. Πρόβαλε ένα κεφάλι με μακρύ λαιμό, με κασκέτο και ψαριά μουστάκια.

– Δώσε μας ένα! του μίλησε.

Ο μικρός Χασάν τρέμοντας άπλωσε το μαστραπά. Ο άνθρωπος έστησε τα μικρά μικρά ματάκια του μέσα στο μαστραπά και το έπιε γουλιές γουλιές καθώς απ’ την άκρη των μουστακιών του το νερωμένο αϊράνι στάλαζε πάνω στο δίχως γιακά πουκάμισό του.

Ξανάδωσε το μαστραπά:

– Γιόμισε ακόμα μια φορά!…του ψιθύρισε.

Αφού έπιε και αυτό πήρε απ’ την τσέπη του γιλέκου του ένα δεκάρικο νόμισμα και το πέταξε χάμω:

– Δώσε πέντε γρόσια!…

Ο μικρός Χασάν είπε «δεν έχω» και κοίταξε ανάγυρά του. Εξόν απ’ τον σταθμάρχη δεν είχε απομείνει κανείς στη μέση. Κι αυτός, επειδή είχε αρχινήσει αλαφρά να πέφτει χιόνι, είχε ζαρώσει το λαιμό του και καρτερούσε το ξεκίνημα του τραίνου. Το παιδί αφήνοντας το γκιουγιούμι του εκεί που βρισκόταν έτρεξε κοντά, του άπλωσε τον παρά:

– Κάμε’ τούτο δύο τάληρα! του είπε.

Ο σταθμάρχης δίχως να του αποκριθεί γύρισε την πλάτη του και βάρεσε την καμπάνα της αναχώρησης.

Ο άνθρωπος με το μακρύ λαιμό στο παράθυρο του τραίνου τού έκαμε νόημα με το χέρι.

– Έλα, μικρέ! του φώναξε.

Ο μικρός Χασάν έτρεξε κοντά του. Αυτός που ήτανε στο παράθυρο του είπε: «Δώσε το δεκάρικο!»

Το παιδί τού άπλωσε αμέσως το νόμισμα. Το τραίνο είχε αρχινήσει σιγανά να κουνιέται. Ο άνθρωπος αφού έβαλε πάλι το νόμισμα στην τσέπη του γιλέκου του, του είπε μ’ ένα ύφος δίχως γιατρεμό:

– Δεν έχω τάληρο, τι να κάνουμε!

Το βαγόνι είχε πέντε έξι βήματα απομακρυνθεί απ’ το Χασάν. Ο άνθρωπος με το μακρύ λαιμό κρεμάστηκε απ’ το παράθυρο και φώναξε:

– Ε, μικρέ, χαλάλισε το δίκιο σου!

Ο μικρός Χασάν είχε απομείνει κοιτάζοντας ωσάν να μην καταλάβαινε τίποτα. Το τραίνο δυνάμωνε κι απομακρυνότανε. Ανάμεσα στα σαματά των τροχών ματακούστηκε η φωνή του ανθρώπου:

– Χαλάλισε, να δούμε, χαλάλισε! Άντε!

Ο μικρός Χασάν κάτι μουρμουρολόγησε. Έπειτα πήρε το γκιουγιούμι του κι ανακουρκούδισε στην άκρη του τοίχου του σταθμού που δεν τον έπιανε το χιόνι.

Το χιόνι είχε αρχινήσει να σκορπάει στα καλά. Ο μικρός Χασάν αντί να γυρίσει στο σπίτι με αδειανά, αποφάσισε να κάτσει και να καρτερέσει το βραδινό τραίνο. Έτριβε τα χέρια του που μάργωναν απ’ το κρύο κι έξυνε τα σκαλωτά μαλλιά του που η μάνα του τα είχε κομμένα με το ψαλίδι που κουρεύανε τη γίδα τους. Ο αγέρας όγραινε τα μάτια του και τσίμπλιαζε τα ματοτσίνορά του που ζώνανε τα μαβιά του μάτια.

Ίσαμε το βράδυ καρτέρησε εκεί. Πότε πότε σηκωνότανε κι έτριβε τα πόδια του, έπειτα πάλι ανακουρκούδιζε κι έστριβε τα βλέμματα του στη ντουμανιασμένη αδειοσύνη που βρισκόταν μες στο κεφάλι του. Επειδή δεν υπήρχε τίποτα που η στόχαση και η φαντασία του να του προκαλέσει κάποιαν  ευχαρίστηση, αυτή η αδειοσύνη τού ερχότανε ίδια μια ξεκούραση. Μια δυό φορές ήρθε στο νου του η μάνα του. Σα να θώρησε την κλαψιάρικη όψη της. Γι’ αυτή τη γυναίκα που εγκατέλειψε τα τρία παιδιά της σ’ ένα χωματένιο δώμα και πήγαινε στ’ άλλα χωριά και μοχτούσε για μια μπουκιά κοντά σε άλλους, ένιωθε έναν παράξενο οίκτο. Σ’ αυτό, υπήρχε λιγάκι και η επίδραση της θέσης του απέναντι στ’ αδέλφια του. Βρισκόταν στην ίδια μοίρα με τη μητέρα του. Τα δυό πεινασμένα πλάσματα στο σπίτι πάντα με τις ίδιες εκείνες ματιές μίσους, απαντούσανε κείνη την καημένη γυναίκα που ερχότανε μια φορά τη βδομάδα. Η γυναικούλα, καθώς μαγείρευε την αλίπωτη σούπα με το πλιγούρι που έφερνε μαζί της, ανακουφιζότανε με τα ξέρα αναφιλητά της πάσκιζε να σιάξει λιγάκι το σπίτι και αφού απόμενε ίσαμε το δειλινό, έφευγε καμιά φορά δίχως να πει μήτε ένα λόγο. Ο μικρός Χασάν δεν είχε γρικήσει απ’ το στόμα της ούτε μια λέξη σχετικά με τον πατέρα τους, ή για κανένα οποιοδήποτε συγγενή τους. Άλλωστε από τότε που κατάλαβε τον εαυτό του δεν είχε δώσει σημασία σε τούτα τα πράγματα. Θαρρούσε πως η ζωή του αποτελούνταν απ’ τη δουλειά του να πουλάει αϊράνι στο σταθμό και να διατρέφει τα μικρά αδερφάκια του.

Και σ’ αυτό είχε ένα φόβο μονάχα και στοχαζότανε: «ανίσως μια μέρα των ημερών ερχότανε η μάνα του στο σπίτι και πλάγιαζε μερικές και μέσα σε βογκητά από μονάχη της γεννούσε ακόμα ένα μικρό κι ύστερα από πέντε δέκα μέρες άφηνε κι αυτό στο κεφάλι του κι έφευγε;…». Θα ‘τανε δικιά του δουλειά να χορτάσει κι αυτόν τον καινούργιο μουσαφίρη. Κι οι χωρικοί, δεν ήξερε γιατί, προτιμούσανε να μείνουμε αλάργα απ’ το σπίτι τους. Η ζωή θα εξακολουθούσε να είναι πιο δύσκολη απ’ την προηγούμενη και ο Χασάν  με τη βοήθεια της γέρικης κατσίκας που μέρα τη μέρα λιγόστευε το γάλα της, θα πάσκιζε να φέρει σε πέρας αυτό το φοβερό αγώνα. Τις μπόσικες ώρες της μέρας του θα τις περνούσε βοσκίζοντας τη γίδα, και στους χιονισμένους καιρούς θα έβρισκε στους ντερέδες ξερό χορτάρι πιο κοντό και από μια σπιθαμή και θα το κουβαλούσε για το ζο.

Το καλοκαίρι οι δουλειές τους δεν ήτανε και τόσο άσκημες. Σαν έβγαινε στο δρόμο με την πρωινή δροσιά έφτανε ξεκούραστος  στο σταθμό και πουλούσε σχεδόν ολάκερο το γκιουγιούμι του. Ίσως, εκείνο που θα τον αναγάλλιαζε όσο και τα μικρά νομίσματα που θα γιόμιζαν την τσέπη του, ήτανε και η σκέψη που θα ματαγυρνούσε στο χωριό αφόρτωτος. Αν ίσως δε μπόραγε να ξεκάμει όλο το αϊράνι του, απόμενε για το βραδινό τραίνο, όμως πολύ συχνά καθώς τρώγανε το μεσημεριανό τους οι χωρικοί που κατεβάζανε στο σταθμό γεννήματα, αδειάζανε ολάκερο το γκιουγιούμι του.

Το βραδινό τραίνο επειδή ερχότανε τις τέσσερις και μισή το καλοκαίρι μπόραγε και ματαγυρνούσε στο χωριό προτού να πέσει το σκοτάδι. Όμως σήμερα παρ’ όλο που ήθελε ακόμη μισή ώρα για το τραίνο, ο σταθμός είχε βυθιστεί σ’ ένα φοβιστικό παρδαλό σκοτάδι. Σκέφτηκε που θα σηκωνόταν να ματαγυρίσει μες στ’ αγιάζι και στη νύχτα και ευθύς θέλησε να σηκωθεί και να φύγει. Όμως ο σταθμάρχης που κείνη τη στιγμή βγήκε από το οίκημά του είπε πως το τραίνο είναι κοντά. Ευθύς μόλις ήρθε το τραίνο έφυγε κιόλας. Ο μικρός Χασάν θωρώντας τ’ ανθρώπινα σχήματα που ξεχωρίζανε απροσδιόριστα πίσωθε απ’ τα κλεισμένα και νοτισμένα παράθυρα, πιλάλησε απ’ την μιάν άκρη ίσαμε την άλλη και διαλάλησε: «αϊράνι, αγνό αϊράνι!». Καθώς τα τεράστια παπούτσια του τριζοβολούσανε πάνω στην ογρήν άμμο και το χιόνι μπούκερνε μες στο στόμα του που το άνοιγε για να φωνάξει.

Τη στιγμή που τα θαμπά, μακρουλά φώτα που πέφτανε απ’ τα παράθυρα του βαγονιού πάνω στα λιμνασμένα νερά που ήτανε χάμω στη γης απομακρυνόντουσαν πηδηχτά, ο μικρός Χασάν άρπαξε το γκιουγιούμι του και σκουντώντας το ξύλινο παρμακλίκι πήρε το δρόμο του σπιτιού. Οι νιφάδες του σπιτιού βαρούσανε τα μάτια του που δεν είχανε ακόμα συνηθίσει στο σκοτάδι. Το αϊράνι που βρισκότανε μέσα στο γκιουγιούμι χτυπιόταν ολοένα στο κάθε βήμα κι έβγαζε παράξενο θόρυβο. Σιγά σιγά η υγρασία που έμπαινε απ’ την πλάτη του αρχίνησε να τον τρεμουλιάζει. Δεν στοχαζόταν τίποτα, δεν αισθανότανε τίποτα. Προχωρούσε μονάχα σαν το ζουλάπι που έβρισκε τη στράτα του από συνήθεια. Όσο  χωνότανε μέσα στη στέππα, στο θόρυβο που έκαμναν τα παπούτσια του και το αϊράνι που βρισκότανε μέσα στο γκιουγιούμι σμίγανε και άλλες φωνές. Κάποια ζλάπια σκούζανε απ’ αλάργα.

Αρχίνησε να τρέμει δυνατά από τρομερό φόβο. Πάσκιζε να δυναμώσει τα βήματά του όμως μπερδευόντουσαν τα πόδια του. Κάθε τσάρπισμα του γκιουγιουμιού στα μουδιασμένα μπατζάκια τού προκαλούσε ένα πόνο που βαστούσε ολάκερες στιγμές.

Έτρεμε απ’ το σκοτάδι, απ’ το χιόνι που καμουτσίκιζε το πρόσωπό του απ’ τον αγέρα, απ’ τη λάσπη που πιτσιλιζότανε ίσαμε τα γόνατά του κι απ΄τις φωνές που γρικούσε. Είχε ξεχάσει την πείνα του, τα φοβερά μάτια των ανήμπορων αδελφιών του, την κούρασή του. Ήθελε να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στο χωριό, να μπει μες στο χαμόσπιτό του που έφεγγε καμιά θράκα από κούτσουρο γιομάτη στάχτες και να κρυφτεί σε καμιά γωνιά. Δεν ήθελε μήτε να πλαγιάσει, μήτε να ξαποστάσει, παρά μονάχα να βρεθεί ανάμεσα στα τέσσερα ντουβάρια. Να φύγει απ’ αυτά τα απέραντα ερέβη, απ’ αυτές τις κραυγές… Τα παπούτσια του είχαν βουλιάξει και είχανε απομείνει μες στις λάσπες. Πιλάλαγε ξιπόλητος. Απ’ το γκιουγιούμι που πεταγότανε σκόρπιζε το αϊράνι πάνω του και ανάγυρά του. Ανάμεσα απ’ τα δόντια του που τρεμοχτυπούσανε, ξεφεύγανε, ακατανόητα μιλήματα φόβου.

Ήταν ωσάν να ζυγώνανε ολοένα και πιο πολύ οι απόμακρες  φωνές των αγριμιών. Ωστόσο μόλις ακόμα είχε προσπεράσει τα γυμνά δέντρα της σογιουτιάς που βρισκόταν στη μέση της στράτας. Ανοίγοντας τα τσιμπλιασμένα μάτια του θώρησε μπροστά ωσάν να ήθελε να τρυπήσει τα ερέβη. Δε μπόρεσε να δει τίποτα. Το χωριό που ακόμα και τις νύχτες όταν ο καιρός ήτανε καλός δε φαινόντουσαν τα φώτα του παρά μονάχα όταν ερχόταν κανείς ίσαμε την άκρη του τού φάνηκε σαν ένας τόπος όπου ήταν αδύνατο να φτάσει κανείς. Σαν ένα αγρίμι που κατάλαβε πως το στριμώξανε κάπου, απ’ όπου δεν είχε πού να λακήσει, ένιωσε έναν ανήμερο κι απέραντο φόβο. Πέταξε απ’ τα χέρια του το μαστραπά και το γκιουγιούμι κι άρχισε να πιλαλάει και να φευγατίζει απ’ το λαρύγγι του ακατάληπτες φωνές. Οι φωνές αυτές πού και πού γινότανε σα να λέγανε: « Μάνα…Μάνα!…» και πότε πότε σαν ένα: «Α…Α…ΑΧΧ…Α…Α…Α…ΑΧ!…» σκορπίζανε μες στη νύχτα.

Οι κραυγές των αγριμιών που σιμώνανε πιο κοντά, πάρα πάνω στη στράτα, ανάμεσα στα χιόνια, αρχίνησαν να προβάλλουνε και να χάνονται πάλι σαν κάτι σκοτεινοί ίσκιοι. Ο μικρός Χασάν ένιωσε πως δε θα μπορούσε πια να κρατηθεί στα πόδια του. Ο φόβος τον είχε ζώσει ολούθε. Ο αχός που έβγαινε κάθε φορά που βαστούσε κι έβγαζε τα γυμνά πόδια του μες στη νερουλή λάσπη, κατέβαινε σα μια καμουτσικιά στην πλάτη του και αβγάτιζε πιο πολύ τον τρόμο του. Κατιτί είχε βουλώσει το λαρύγγι του. Καθώς σφουγγίζοντας με τα σκασμένα χέρια του τα μάτια του θέλησε να κοιτάξει μπροστά, κουτρουβάλησε.  Σηκώθηκε. Όμως έπειτα από πέντε’ έξι βήματα ξανάπεσε και πάλι. Οι φωνές που ξεφεύγανε απ’ το λαρύγγι του είχανε πάρει ένα άγριο ύφος.

Καθώς φώναζε: «Μάνα…Μάνα!» η φωνή του χανότανε μες στις φωνές των αγριμιών που ολοένα σιμώνανε και σαν να γλιστρούσανε πάνω στο χιόνι με γοργά βήματα κάμνανε ανάγυρά του κύκλους.

Καθώς πάσχιζε το χιόνι να σκεπάσει το ξαπλωμένο κορμί που κείτονταν λερωμένο μες στη λάσπη του δρόμου, εκείνος ακόμα κόπιαζε ανάμεσ’ από τα δόντια του που βαρούσανε να μουρμουράει: «Μάνα…Μανούλα μου!»

Την ίδια στιγμή καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα, τα δύο μικρά αδερφάκια που πίσωθε απ’ τη σανιδένια πόρτα του σπιτιού τους ακούγοντας τη βουή του ανέμου, καρτερούσανε το μικρό Χασάν τρέμοντας από ένα φόβο παρόμοιο με τον δικό του και καθώς γρικούσανε τα ουρλιαχτά των λύκων που περιφερόντουσαν ανάγυρα απ΄ το χωριό, χωνόντουσαν το ένα δίπλα στο άλλο κλαίγοντας.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: