Το διήγημα της Πέμπτης: «Σπιναλόγκα» του Θέμου Κορνάρου

“Τούτο το βιβλίο δεν το χαρίζω. Το πετάω μ’ οργή κατάμουτρα στον άθρωπο που στέκεται στο… γκρεμό της Ακρόπολης και ορίζει τη Ζωή, με τα λόγια: «Βαρέθηκα τη ζωή!…»”

Το διήγημα της Πέμπτης: «Σπιναλόγκα» του Θέμου Κορνάρου

Ο κομμουνιστής λογοτέχνης Θέμος Κορνάρος γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Σίβα της επαρχίας Μεσσαρά της Κρήτης. Γεννημένος από πολύ φτωχή οικογένεια έζησε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. Από παιδί ρίχτηκε στη βιοπάλη δουλεύοντας σκληρά. Μετά την Κατοχή πέρασε συνολικά 21 χρόνια στις φυλακές και τις εξορίες δίχως να απαρνηθεί τις ιδέες του. Έφυγε από τη ζωή στις 23 του Απρίλη 1970.

Έργα του Θέμου Κορνάρου: «Άγιον Ορος, οι άγιοι χωρίς μάσκα», «Σπιναλόγκα», «Ο Αλήτης», «Ο Δαίμονας», «Ο εσταυρωμένος λαός μου» «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία», «Στρατόπεδο Χαϊδαρίου», «Στάχτες και φοίνικες», «Το ξεκίνημα μιας νέας γενιάς», «Η αιχμαλωσία της νύχτας», «Με τα παιδιά της θύελλας», «Δε θα πεθάνουμε», «Αιχμαλωσία της νύχτας», «Θεσσαλονίκη 9-11 Μάη 1936» «Γη της Ανάστασης» και «Οδός Προμηθέως», δυο τόμους με ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τη ΛΔ Κίνας, την ΕΣΣΔ, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ελβετία και τη Ρώμη.

«Ο Κορνάρος δεν ανήκει στο μουσείο της λογοτεχνίας. Το φλογερό, πρωτοπόρο, πλούσιο σε διδάγματα και βαθιάς γνώσης της ανθρώπινης ψυχής έργο του είναι οδηγός μάχης για τα δύσκολα της ταξικής πάλης, ένα απόλυτα απαραίτητο πολεμοφόδιο για τις αποσκευές των κομμουνιστών και γενικότερα κοινωνικών αγωνιστών, ειδικά για τις νεότερες γενιές που δυστυχώς δεν τον γνωρίζουν ούτε καν ως όνομα», υπογραμμίζει η Ελένη Μηλιαρονικολάκη στην ομιλία της στην εκδήλωση για τη ζωή και το έργο του λογοτέχνη Θέμου Κορνάρου,  με τίτλο «Για να μην κατακλύσει η ζούγκλα τους ανθρώπινους συνοικισμούς», στο 41ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή.

Το έργο του Κορνάρου  «Σπιναλόγκα» γράφτηκε το 1933 «έχοντας κάποια στιγμή επισκεφτεί και συμβιώσει αρκετό διάστημα με τους άπορους – όπως τονίζει – λεπρούς σαν συντάκτης τοπικής εφημερίδας, το πετάει κατάμουτρα στον τάχα πολιτισμένο αστικό κόσμο, που καταδικάζει την εργατική τάξη, όταν πια της “έχουν πιπιλίσει όλη τη δύναμη και την έχουν κάνει πανικά, τσιμέντα και λογής λογής εμπορεύματα”, όταν δηλαδή δεν μπορεί να παράγει άλλο υπεραξία, να πεθάνει από την πείνα, τη δίψα και την ψείρα πριν η λέπρα προφτάσει να διαλύσει το κορμί της. ΕΡΓΑΤΕΣ! φωνάζει: Αυτό που θα δείτε είναι το κατάντημα που περιμένει όλους μας, ύστερα απ’ το ξάφρισμα της δύναμής μας, αν δεν προλάβουμε να σηκώσουμε σιδερένια κι ανελέητη γροθιά…».

Ακολουθεί απόσπασμα από την έκδοση του 1956,το εξώφυλλο της οποίας κοσμεί εικαστικό έργο του Γιώργου Φαρσακίδη (στην αντιγραφή κρατήθηκε η ορθογραφία της έκδοσης):

Σπιναλόγκα (απόσπασμα)
του Θέμου Κορνάρου

ΔΕΝ ξαίρω ποια θα ’ναι η ψυχολογία του καταδικασμένου σε θάνατο, την ώρα που τον πάνε στον τόπο της έχτέλεσης. Τι να σκέφτεται; Δεν πιστεύω να συλλογίζεται το θάνατο. Κάτι άλλο, άσχετο όλως διόλου, θα στριφογυρίζει στο μυαλό του. Η φαντασία και η μνήμη του θα δουλεύουνε με πυρετό.

Και στο δικό μου το κεφάλι, δεν έχουν αφίσει, τόπο μήτε για να περάσει το μέρος που πάω.

Έχω ακούσει τρομερά πράματα για τη Σπιναλόγκα. Τίποτα δε σκέφτομαι απ’ αυτά, καθώς αντικρύζουμε τη γη της κατάρας…

Είναι αδύνατο, η δεύτερη παρουσία του θεού, πάνω στη γης, να μη γίνει μια Φλεβαριανή μέρα, σαν και τούτη.

Ίσως να γίνει κι’ ακριβώς σε τούτο το μέρος, ένα απόγεμα Φλεβαριανό.

Η φύση σαν παραζαλισμένη, θα τα ’χει σαστίσει. Τη μια στιγμή τ’ απόβροχου, η χωματένια μυρωδιά θα πλημμυράει τη γη, την άλλη του Φ…. φθινόπωρου τα λιοβασιλέματα θα τη… λερώνουνε.

Ένας ήλιος ψεύτικος, σαν κίτρινο στρογγυλό γλυκοκολόκυθο, θα κατρακυλά βιαστικός προς τη θάλασσα, θα μπερδεύει μέσα σε σύννεφα σαν ψωριασμένα, μ’ αόριστα χρώματα και θα πασαλίβει τα μούτρα του σε μιαν άχαρη βουνοκορφή, ασπροκίτρινη σαν μπυασμένο, μισοκακαδιασμένο σπυρί.

Κι’ ο ύψιστος θα κατέβει μέσ’ από κείνα τα σκουριασμένα σύννεφα, θα πατήσει σ’ αυτή τη ξεβαμένη πλάση και θα στραφεί προς το νεκροταφείο της Γης… «Εγερθήτε» θα φωνάζει.

Τότες μέσ’ απ’ τα μνήματα θα ξεπροβάλλει ένα πλήθος, που θα συχαίνεται η γης να το σηκώνει.

Θα βλέπεις αθρώπους γδυμνούς, μαυρισμένους, ταγαριασμένους σα μούμιες, με κουφαλιασμένα μάτια, θα ’ναι οι άλυωτοι. Αυτοί που δε μπορέσανε να τους χωνέψουνε της Γης τα σπλάχνα.

Άλλους θα δεις, που δεν προλάβανε να λυώσουνε. Θα σέρνεται μια λουρίδα σάρκας βρωμισμένης εδώ, εκεί θα κρέμεται άλλη λουρίδα πρασινισμένη απ’ τη σαπίλλα, που θα την πιπιλάνε αμέτρητα άσπρα, και κίτρινα και πράσινα σκουληκάκια.

Η γλώσσα θα κρέμεται όξω απ’ το στόμα ψαλιδισμένη στα δυο, θα κρατιέται από μια κλωστίτσα λεπτότατη μισοσαπισμένης μαυροκίτρινης σάρκας.

Άλλους, θα βλέπεις με γουρλωμένα μάτια, πεταμένα όξω απ’ τις κόχες τους. Τα φρύδια και τα ματόκλαδα θα ’χουνε πέσει, γύρω στα μάτια θα ’χει σχηματιστεί στεφάνι από πράσινα, κίτρινα, άρρωστα κόκκινα εξανθήματα, έτοιμα να τρέξουνε ακαθαρσία και βρώμα.

Γυναίκες, θα ’ναι με μισό βυζί. Όχι μισό, ένα κομμάτι σαν πλεμόνι σάπιο, που θα στάζει, θα κρέμεται στο στήθος.

Το άλλο βυζί θα ’χει πέσει και στη θέση του θα ’ναι μια κρεάτινη σκοτεινή λακκούβα πλημμυρισμένη από σκουλήκια, κάμπιες μαλλιαρές, πολυποδαρούσες. Μια βρώμα, που θα την αιστάνεσαι όχι μονάχα με τα ρουθούνια, μα και με του κεφαλιού τις τρίχες ακόμα, θα στουμπώσει τον πλανήτη, θα υψωθεί ως τ’ άστρα, θ’ απειλήσει μ’ ασφυξία κι’ αυτό τον «εν νεφέλαις κατελθόντα» θεό.

Τότες αυτός ο Κριτής ο Δίκαιος θα τα χάσει! θα ρωτήσει μέσα του, θα ρωτήσει αγγέλους και δαιμόνους: «Ποιοι να ’ναι οι… δίκαιοι και ποιοι οι άδικοι;»

Κι’ οι «αναστάντες εκ νεκρών» θα τονέ ρωτήσουνε: «Και τι φελά αυτό το ξεκαθάρισμα… πάτερ; Τι μας κάλεσες; Τι μας θες; Για τις αίσθησες να μας δώσεις πίσω, για πες μας πίσω για να γυρίσουμε». «Ζωή τούτη δε μοιάζει!…»

— Αλήθεια, τι τους κάλεσα; θ’ αναρωτηθεί ο μεγαλοδύναμος. Και θα προστάζει: «Γυρίστε πίσω στα μνήματα! Κάντε συντροφιά στα σκουλήκια και στις κάμπιες που κρύβει ο τάφος!». Και τότε θα συμβεί το πιο τρομαχτικό πράμα. Με μιας θα σκοτεινιάσει η Γης.

Όλοι θα τρέξουνε προς τα πίσω, θα πέφτουνε, θα τσαλαπατιούνται, θα σωριάζουνται, στα σκοτάδια θα ψάχνουνε να βρούνε το δρόμο… Ένας βόγγος, ένας θρήνος, έν’ ανατριχιαστικό ουρλιαχτό, θα πλημμυρίσουνε το Σύμπαν.

Δε θα μπορεί ο λόγος του θεού να τους γυρίσει πίσω!!…

Κι’ ο θεός θα τσαλαπατηθεί μαζί με τα πλάσματά του. Ανίκανος θα ’ναι για δεύτερη «Ανάληψη».

Αυτά μου σωριάζει η φαντασία μου στο κεφάλι ως που η βάρκα μας χτύπησε αλαφρά στα βράχια της Σπιναλογκίτικης αποβάθρας.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: