Το διήγημα της Πέμπτης: «Οι Επαναστάτες» του Φρίντριχ Ένγκελς

Το διήγημα «Οι επαναστάτες» είναι εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821 και ο Ένγκελς το έγραψε όταν ήταν μαθητής, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Οι Επαναστάτες» του Φρίντριχ Ένγκελς

Κορυφαία μορφή του παγκόσμιου εργατικού, επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος, καθοδηγητής του παγκόσμιου προλεταριάτου και συνδιαμορφωτής και θεμελιωτής από κοινού με τον Καρλ Μαρξ της επιστημονικής κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης, του επιστημονικού κομμουνισμού, ο Φρίντριχ Ένγκελς γεννήθηκε στις 28 του Νοέμβρη 1820 και έφγε από τη ζωή στις 5 του Αυγούστου 1895.

Ο επαναστάτης Ένγκελς συνδύασε τη συγγραφική του δραστηριότητα με την επαναστατική πάλη και πήρε μέρος σε πολλές επαναστατικές εξεγέρσεις, όπως στη Γερμανία και τη Γαλλία. Ανάμεσα στο πλούσιο συγγραφικό του έργο συγκαταλέγεται το διήγημα «Οι επαναστάτες» που είναι εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821 και το έγραψε όταν ήταν μαθητής, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου.

«Είναι η εποχή που όλη η ευρωπαϊκή διανόηση έχει στραμμένη την προσοχή της στην εξέλιξη της Ελληνικής επανάστασης. Είναι γνωστές οι προχωρημένες γνώσεις που είχε ο Ένγκελς με την αρχαία ελληνική γλώσσα, όπως και ο θαυμασμός που έτρεφε γενικότερα για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους» σημειώνει ο μεταφραστής Αλέκος Μπραβής, στον πρόλογο της ομότιτλης έκδοσης που κυκλοφόρησε το 1977 από τον οίκο «Κοροντζή» και παραθέτει απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου του Ένγκελς «Διαλεχτική της φύσης»:

«Στα χειρόγραφα που διασώθηκαν μετά την πτώση του Βυζαντίου, στα αρχαία ελληνικά αγάλματα που ξεθάφτηκαν από τα ερείπια της Ρώμης, ένας καινούργιος κόσμος πρόβαλε έξαφνα στα μάτια ης έκπληκτης Δύσης: η Ελληνική αρχαιότητα. Οι ολόφωτες μορφές της διαλύσανε τα φαντάσματα του μεσαίωνα· η Ιταλία ξαναγεννήθηκε μέσα σε ονειρεμένη και πρωτόφαντη άνοιξη τέχνης, που ‘μοιαζε σαν αντανάκλαση της κλασσικής αρχαιότητας».

Όπως σημειώνει ο μεταφραστής της έκδοσης, διαβάζοντας τους «Επαναστάτες» «αντιλαμβανόμαστε πόσο πολύ ο Ένγκελς ήταν συγκινημένος από τον ελληνικό αγώνα της ανεξαρτησίας και πόσο καλά ήταν κατατοπισμένος για τον τρόπο που διεξάγονταν οι μάχες. Από τις περιγραφές που κάνει διαφαίνονται οι στρατιωτικές γνώσεις του νεαρού Ένγκελς κι ακόμα περισσότερο οι γεωγραφικές του γνώσεις. Έτσι, το βιβλίο αυτό, πέρα από τη λογοτεχνική του άξια, αποτελεί ένα καθρέφτη του προχωρημένου γνωσιολογικού επιπέδου του νεαρού Ένγκελς».

Το διήγημα της Πέμπτης: «Οι Επαναστάτες» του Φρίντριχ Ένγκελς

Ο Φρίντριχ Ένγκελς

Μεταφέρουμε αποσπάσματα από το διήγημα «Οι επαναστάτες» από την έκδοση του «Κοροντζή» σε μετάφραση του Αλέκου Μπραβή.

Ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 1820. Ένα καράβι ετοιμαζότανε να σαλπάρει απ’ το λιμάνι της Κούλουρης, της γνωστής Σαλαμίνας της αρχαίας και δοξασμένης Αθήνας. Επρόκειτο για ένα ελληνικό εμπορικό καΐκι μ’ ένα πολυάριθμο πλήρωμα. Είχε μόλις φτάσει στην πόλη της Αθήνας, για να ξεφορτώσει αραβική μαστίχα, λιβανέζικη ξυλεία, φανταχτερά ασιατικά υφάσματα και, το σπουδαιότερο, Δαμασκηνά μαχαίρια.

Η προκυμαία έσφυζε από ζωή και κίνηση κι’ όλος ο κόσμος εργαζόταν. Ο καπετάνιος του πλοίου πηγαινοερχόταν ανάμεσα στους ναυτικούς, επιβλέποντας τη δουλειά του πληρώματος που εργαζόταν εντατικά. Ενώ όλοι δούλευαν, ένας ναυτικός πλησίασε ένα συνάδελφό του και του ψιθύρισε στα ιταλικά:

—Φίλιππα, βλέπεις εκείνο το νεαρό που στέκεται εκεί πέρα; Αυτός ο νεαρός είναι ο καινούργιος επιβάτης που έφερε ο καπετάνιος χθες το βράδυ. Θέλει να τον κάνει μέλος του πληρώματος, αν όμως δεν δεχτεί να γίνει, τότε θα βρεθεί στον πάτο της θάλασσας και ποτέ δεν πρόκειται να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη όπου θέλει να πάει.

—Μπα, σε καλό σου! είπε ο Φίλιππος. Καλά, και τι σόι άνθρωπος είναι τούτος;

—Δεν ξέρω, αλλά ο καπετάνιος κάτι θα ξέρει σίγουρα.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια πιστόλια κι’ όλοι πήραν το δρόμο για τις βάρκες. Ο καπετάνιος μπήκε και κάθισε στην πρώτη φωνάζοντας δυνατά:

—Ε! νεαρέ, τι ονειροπολείς; Έλα κοντά μας, είναι ώρα να σαλπάρουμε.

Ο νέος άνδρας που τόση ώρα καθόταν αμίλητος ακουμπώντας σέ μια κολώνα, ακούγοντας τη φωνή του καπετάνιου, πετάχτηκε τρομαγμένος.

—Ω! ναι, απάντησε ανασηκώνοντας τα μάτια του. Έρχομαι…

Κι έτρεξε προς τη βάρκα. Ανέβηκε γρήγορα-γρήγορα επάνω και σε λίγο, τραβώντας με δύναμη τα κουπιά, ξεκίνησαν για το πλοίο αφήνοντας πίσω τους τη στεριά.

Φτάσανε σε λίγο στο καράβι, όπου στο άκουσμα μιας κανονιάς, όλο το πλήρωμα συγκεντρώθηκε στο κατάστρωμα, μαγέψανε χωρίς να χάνουν καιρό την άγκυρα, άνοιξαν τα πανιά και σέ λίγο, σαν ένας γιγαντιαίος κύκνος, το καΐκι γλίστρησε μαλακά πάνω στην καθάρια γαλάζια θάλασσα.

Ο καπετάνιος, που μέχρι εκείνη τη στιγμή έδινε εντολές στο πλήρωμα, πλησίασε τώρα τον ωραίο νέο, που σκυμμένος στην κουπαστή αγνάντευε με θλιμμένη ματιά τις κορφές του Υμηττού, καθώς αυτές χανόντουσαν σιγά-σιγά στα βάθη του ορίζοντα.

— Νεαρέ, του φώναξε, έλα λιγάκι κάτω στο σαλόνι, θέλω να σου πω δυο κουβέντες.

—Μετά χαράς, αποκρίθηκε ο νέος, και ακολούθησε τον καπετάνιο.

Όταν φτάσανε κάτω, ο καπετάνιος πρόσφερε στο νέο ένα κάθισμα, και αφού γέμισε δυο ποτήρια με χιώτικο κρασί, είπε:

—Άκουσε, έχω να σου δώσω μια ορμήνια. Αλλά για πες μου πρώτα, για νάχουμε καλό ρώτημα, πώς σε λένε κι από πού κρατά η σκούφια σου;

—Τ’ όνομά μου είναι Λέων Πάππος και είμαι από την Αθήνα, απάντησε ο νέος. Κι εσύ;

—Είμαι ο καπετάν Λεωνίδας Σπετσιώτης (από τις Σπέτσες). Και τώρα άκουσέ με: Σίγουρα εσύ θα νομίζεις ότι όλοι εμείς είμαστε τίμιοι έμποροι, δεν είν’ έτσι; Στην πραγματικότητα όμως δεν είμαστε αυτοί που νομίζεις. Δεν έχεις παρά να ρίξεις μια ματιά στα κανόνια, τόσο στα κρυμμένα όσο και στα φανερά, στα πυρομαχικά, στα πολεμοφόδια, για να καταλάβεις ότι τα εμπορεύματα που κουβαλάμε χρησιμεύουν για παραλλαγή. Θα διαπιστώσεις τότε ότι είμαστε άλλοι άνθρωποι, καλύτεροι, αληθινοί Έλληνες, άνδρες που ακόμα αγαπούν την ελευθερία· είμαστε με λίγα λόγια πειρατές, που χτυπάμε αλύπητα τους άπιστους όπου κι’ αν τους πετύχουμε. Και τώρα που στα είπα όλα αυτά —και τα είπα σε σένα γιατί μου αρέσεις και μοιάζεις πολύ με το γιό μου, που οι άπιστοι σκοτώσανε μπροστά στα μάτια μου πέρσι — θέλω να σου κάνω μια πρόταση: Έλα να ενωθείς μαζί μας, να μάς βοηθήσεις στον αγώνα που κάνουμε για την ελευθερία της Ελλάδας και να χαλάσουμε τους άπιστους, στους οποίους ταιριάζουν οι στίχοι του Ομήρου:

Έσεται ήμαρ, οτ’ αν ποτ’ ολώλη Ίλιος ιρή,
Και Πρίαμος, και λαός εύμέλιω Πριάμοι(1)

Αν όμως αρνηθείς να αγωνιστείς μαζί μας, δεν μπορώ από τώρα να σου προεξοφλήσω τι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό. Είναι κάτι που δεν το ξέρω, γιατί αν οι άνδρες μου καταλάβουν ότι σου έχω αποκαλύψει όλη την αλήθεια για μας, είναι σίγουρο ότι θα ζητήσουν το θάνατό σου, κι’ ούτε εγώ τότε πιά δεν θα είμαι ικανός να σε προστατεύσω.

—Μα, τι είναι αυτά που μου τσαμπουνάς, καπετάν κουρσάρε; Θέλει και ρώτημα αν θα ενωθώ μαζί σας στον αγώνα; Αμέσως κιόλας! Έτσι θα μπορέσω να πάρω εκδίκηση και για το φόνο του πατέρα μου! Ω! με μεγάλη μου χαρά, με μεγάλη μου ευχαρίστηση θα υπηρετήσω τον αγώνα και με μανία θα πολεμήσω τους Μωαμεθανούς…

—Ώστε, συμφωνείς Λέων; Α, μπράβο! Τώρα σε συμπαθώ ακόμα περισσότερο! Ας πιούμε λοιπόν ένα μπουκάλι χιώτικο κρασί στην υγεία του κοινού μας αγώνα.

Κι ο παλιός αγωνιστής γέμισε χαρούμενος τα ποτήρια, παροτρύνοντας με ενθουσιασμό το συντηρητικό σύντροφό του.

— Πιες το Λέων, πιες το…

Μέχρι που άδειασε όλο το μπουκάλι.

Έπειτα ο καπετάνιος πήρε το νέο σύντροφό του και τον πήγε να δει τα αμπάρια. Πρώτα τούδειξε το οπλοστάσιο. Ολόγυρα κρεμόντουσαν πανέμορφες φορεσιές όλων των ειδών, καλλίγραμμες ναυτικές ζακέτες, φαρδιά καφτάνια, ημίψηλα καπέλα, μικρά ελληνικά φέσια, φαρδιά τουρμπάνια, εφαρμοστά δυτικά παντελόνια, τούρκικες σακουλωτές Θράκες, περσικές ζακέτες κεντημένες με τα πιο γλυκά χρώματα, ουσσάρικες ουγγαρέζικες ζακέτες, ρωσικές γούνες και όλα αυτά ταχτοποιημένα με πολύ γούστο σε μεγάλες κρεμάστρες.

Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με όπλα όλων των χωρών, όπλα κάθε λογής, από μικρά της τσέπης μέχρι τρίκανα, σπαθιά όλων των ειδών, δαμασκηνά ξίφη, ισπανικά ζιφάκια, γερμανικές σπάθες, μικρά ιταλικά στιλέτα και γυριστά χαντζάρια, όλα βαλμένα με προσοχή στή θέση τους. Οι γωνιές καλύπτονταν από ασπίδες, έτσι που να χρησιμοποιείται όλος ο χώρος του δωματίου.

Έπειτα επισκέφθηκαν τη μπαρουτοθήκη. Εκεί υπήρχαν οχτώ μεγάλα βαρέλια, καθένα από τα οποία είχε εκατό κιλά μπαρούτι, τέσσερα μικρά των 10 κιλών το καθένα, τρία βαρέλια γεμάτα μπάλες και δυο μεγάλα βαρέλια με οβίδες. Στην άκρη ήταν μια σειρά από κιβώτια γεμάτα με στάμνες και δοχεία που μέσα είχαν μπαρούτι ανακατεμένο με κομμάτια μολύβι, πέτρες και σίδερα. Σε λίγο πέρασαν σ’ ένα άλλο δωμάτιο και ο καπετάν Λεωνίδας έδειξε στο νεαρό διάφορα σακιά με μπάλες για κανόνια. Έπειτα ανέβηκαν πάλι επάνω, στα κανόνια. Σε κάθε πλευρά του πλοίου ήταν στημένα δώδεκα κανόνια μεγάλης διαμέτρου και στην πρύμνη άλλα δύο που γέμιζαν με μπάλες των σαρανταοχτώ κιλών. Δίπλα στα κανόνια έβλεπε κανείς κουμπούρες τοποθετημένες στη σειρά, έτοιμες να γεμισθούν. Θάταν δεν θάταν καμιά τριανταριά από δαύτες. Τέλος, ξαναγυρίσανε στο σαλόνι όπου ο καπετάν Λεωνίδας έδειξε στο Λέων τρία κιβώτια γεμάτα με μπάλες κανονιών και δύο κιβώτια με πυρομαχικά άλλων χρήσεων.

—Δεν είναι σε καλή κατάσταση το καράβι μας; είπε ο καπετάνιος.

—Θαυμάσια! απάντησε κείνος. Δεν μπορούσε να είναι καλύτερο. Τώρα όμως άσε με λίγο μόνο μου να ρίξω μια ματιά στή γέφυρα.

Και λέγοντας αυτά, ανέβηκε στο κατάστρωμα.

Δεν έμεινε όμως πολύ έτσι μόνος του· σε λίγο ο καπετάν Λεωνίδας τον ξαναβρήκε και τον πλησίασε, ακριβώς τη στιγμή που το καράβι άφηνε πίσω του το ακρωτήρι, το αρχαίο Σούνιο. Είδε για δεύτερη φορά το Λέοντα ν ‘αγναντεύει λυπημένος τις κορφές του Υμηττού, καθώς αυτές χανόντουσαν στον ορίζοντα.

—Μπα, σε καλό σου! Γιατί είσαι τόσο μελαγχολικός βρε παιδί μου; Τι σου συμβαίνει; Έλα μαζί μου στην καμπίνα και πες μου δυο λόγια για τη ζωή σου.

Και ο Λέων ακολούθησε τον καπετάνιο στην καμπίνα κι άρχισε να του διηγείται την ιστορία του.

(…)

Δώδεκα Τούρκοι ξαπλωμένοι νεκροί, οχτώ τραυματίες και δέκα αιχμάλωτοι που είχαν παραδώσει τα όπλα. Να ποια εικόνα παρουσίαζε το πλοίο μετά τη μάχη.

Υπήρχαν ωστόσο και δέκα Τούρκοι που κατάφεραν να ξεφύγουν πηδώντας στη θάλασσα.

Απ’ τη μεριά των Ελλήνων υπήρχαν τέσσερις σκοτωμένοι, ενώ ο Μιχάλης, βαριά τραυματισμένος, ξεψυχούσε.

Ο καπετάν Λεωνίδας είχε μια λαβωματιά απ’ το χαντζάρι του Τούρκου με τον οποίο μονομάχησε, ο Νότης είχε ένα τραύμα στο γοφό, κι άλλοι τρείς είχαν τραυματισθεί ελαφρότερα. Εκτός απ’ αυτούς, ήταν κι’ ο Λέων, ο οποίος είχε ένα πολύ ελαφρό τραύμα στο κεφάλι και το αριστερό του μπράτσο λαβωμένο.

—Μπράβο Λέων! Πολέμησες γενναία! Πάμε τώρα να δούμε τι κάνει ο Λεωνίδας. Τι βλέπω; Τρέχει αίμα απ’ την πληγή σου;

—Μπα! τίποτα, ψιλοπράγματα, μια γρατζουνιά είναι μόνο. Αυτό που με στενοχωρεί περισσότερο είναι ότι ο καταραμένος Αρναούτης κατόρθωσε να ξεφύγει. Ευχαρίστως θα τον είχα αποτελειώσει.

Όταν ο Λέων πλησίασε το Λεωνίδα, εκείνος του είπε:

—Λέων! Μέχρι να γιάνει ο Νότης, εσύ θα κάνεις κουμάντο στους άνδρες του. Και μέχρι να γίνω κι’ εγώ καλά, γενικός αρχηγός θα είναι ο Στέφανος. Τώρα πήγαινε να δεις τι κάνει ο Μιχάλης…

Είναι πολύ άσχημα, είπε γυρίζοντας ο Λέων. Έχει μια λαβωματιά στο στήθος και μια μαχαιριά στο γοφό. Ο Τάρας όμως μπορεί να γλυτώσει.

Σε λίγο γύρισε κι’ ο Στέφανος, που είχε πάει στο τούρκικο καράβι.

—Το καράβι είναι γεμάτο με μπαμπάκι για την Αθήνα και πυρομαχικά για το Ναύπλιο. Εκτός απ’ αυτά έχει ηλιόσπορους, καρύδες, σύκα και άλλα πολλά σε μεγάλες ποσότητες που τα έχουν φορτώσει για να τα πουλήσουν.

—Ό,τι απ’ όλ’ αυτά νομίζετε πως έχει κάποια άξια, φορτώστε τα στο καράβι μας κι’ έπειτα σηκώστε πανιά για το Πόρτο Ράφτη, πρόσταξε ο καπετάν Λεωνίδας.

—Λέων, εσύ πήγαινε μαζί με το Στέφανο να κάνετε ανάκριση στους αιχμάλωτους, σημειώστε προσεχτικά καθετί που θα σας πούνε.

Ο Λέων έφυγε αμέσως…

Δυο λόγια τώρα για την ιστορία αυτών που πιάστηκαν αιχμάλωτοι: Το καράβι που πιάσανε ήταν ένα εμπορικό καΐκι, που άνηκε σ’ ένα Σμυρνιό έμπορα με τ’ όνομα Μουράτ. Καπετάνιος του σκάφους ήταν ο αδελφός του Αλή, αυτός που είχε τραυματίσει ο Λέων.

Όταν μάθανε ότι υπήρχαν κουρσάροι στην περιοχή, ήταν ακόμα αραγμένοι στη Συκιά. Γι’ αυτό και το προηγούμενο βράδυ είχαν πάρει μαζί τους άλλους δέκα άντρες από την Αθήνα. Τότε είχε πάρει το μάτι τους το ελληνικό καράβι που αργότερα τούς ρίχτηκε.

Όταν οι αιχμάλωτοι ρωτήθηκαν τι έγιναν οι Έλληνες επιβάτες που βρίσκονταν στο τούρκικο πλοίο, αυτοί απάντησαν ότι ο ένας πήδηξε στη θάλασσα, ενώ τον άλλο τον σκότωσε ο Αλή μόλις ανακάλυψε το κουρσάρικο καράβι.

Έπειτα ψάξανε με προσοχή όλο το καράβι. Εκτός απ’ όλα εκείνα τα χρήσιμα πράγματα πού είχαν βρει, βρήκαν πολλά όπλα και πολεμοφόδια, καθώς επίσης υφάσματα και ρούχα. Φαίνεται όμως ότι η τύχη τους ήταν ακόμα μεγαλύτερη, αφού σε λίγο βρήκανε τρία πουγκιά με χρυσάφι που το καθένα τους είχε 5.000 πιάστρες. Τα πουγκιά αυτά τα πήρανε και τα κρύψανε στο σαλόνι του ελληνικού καραβιού.

Ανάμεσα στο Σούνιο και την Αργολίδα υπάρχει ένα παντέρημο ξερονήσι γεμάτο βράχια. Σ’ αυτό το ξερονήσι ο καπετάν Λεωνίδας πρόσταξε κι άραξαν το πλοίο. Θέλοντας οι Έλληνες να προφυλαχτούν από τον Αλή και τους Τούρκους οι οποίοι οπωσδήποτε θα έτρεχαν να ζητήσουν βοήθεια από τον Πασά του Ευρίπου ή της Αθήνας, άφησαν στο ξερονήσι τους Τούρκους αιχμάλωτους, αφού τους έδωσαν τροφή, δύο χαντζάρια και δύο καριοφίλια με μπαρούτι. Έτσι θα μπορούσαν αυτοί να βρουν τροφή κυνηγώντας αγριοκάτσικα που αφθονούσανε σ’ αυτό το νησί.

Ήταν έτοιμοι να σαλπάρουν, όταν ανακάλυψαν ότι ο Λέων δεν ήταν μαζί τους στο καράβι. Είχε φύγει για κυνήγι και δεν είχε γυρίσει ακόμα. Ενώ έψαχναν παντού να τον βρουν, ακούστηκε ξαφνικά μια πιστολιά. Έτρεξαν όλοι με αγωνία προς τη μεριά που ακούστηκε η πιστολιά για να δουν τι συμβαίνει. Τι φοβερό θέαμα! Ο Λέων ήταν ξαπλωμένος σε μια λίμνη απ’ το ίδιο του το αίμα. Δίπλα του ήταν ένας Τούρκος νεκρός, και πιο πέρα ένας άλλος Τούρκος έχοντας στο χέρι του το γιαταγάνι του Λέοντα κι έτοιμος να επιτεθεί.

Τότε ο Στέφανος, ο οποίος είχε φτάσει πρώτος στο πεδίο της μάχης, όρμησε πάνω στον Τούρκο. Μετά από μια σύντομη, αλλά πολύ σκληρή πάλη σώμα με σώμα, ο Στέφανος κατάφερε να αποσπάσει το μαχαίρι απ’ το χέρι του Τούρκου, να τον πετάξει κάτω και να του δώσει ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι.

Τότε έφτασαν στο πεδίο της μάχης περισσότεροι σύντροφοι. Ξαπλώσανε το Λέοντα σ’ ένα πρόχειρο φορείο που φτιάξανε από ξερά κλαδιά και ξεκινήσανε.

Ο Τάρας εξέτασε τις πληγές του νέου, που ήταν πολλές, ένα κόψιμο στο κεφάλι, ένα στο λαιμό κι ένα ελαφρότερο στο μπράτσο.

Έπειτα από λίγη ώρα, ο τραυματίας ξαναβρήκε τις αισθήσεις του.

—Πού είναι το γιαταγάνι μου; ήταν η πρώτη του ερώτηση.

Όταν του τόφεραν να το δει, ο Λέων ξαναρώτησε:

—Πού είναι ο Τούρκος που με χτύπησε;

— Τον σκότωσα εγώ, του απάντησε ο Στέφανος. Ησύχασε όμως τώρα, γιατί είσαι επικίνδυνα τραυματισμένος.

Το τραύμα στο κεφάλι του Λέοντα ήταν πραγματικά επικίνδυνο. Αν τον παίρνανε με το καράβι θα χειροτέρευε πολύ η κατάστασή του. Γι’ αυτό αποφασίσανε να μην αφήσουν τους Τούρκους στο ξερονήσι, αλλά να τούς συλλάβουν και να τους αφήσουν στο ακρωτήρι του Μωριά. Έτσι θα μπορούσαν ν’ αφήσουν στο ξερονήσι το Λέοντα και το Μιχάλη που ήταν τραυματισμένοι. Ο Νότης κι ο Λεωνίδας θα μένανε μαζί τους για να τους προσέχουν και ο Στέφανος θα ξαναπερνούσε σε μερικές βδομάδες να τους πάρει. Έτσι ξαναμαζέψανε τους Τούρκους που είχαν αφήσει στο νησί, αλλά διαπιστώσανε ότι ένας απ’ αυτούς έλειπε. Τη στιγμή που μαζεύανε τους Τούρκους είδαν ξαφνικά από μακριά ένα τούρκικο καράβι να πλησιάζει το ξερονήσι.

Τότε ο Στέφανος με τους άντρες του αποφάσισαν να σηκώσουν πανιά. Εκτός απ’ τους τραυματίες και τον Τάρα με τους δύο βοηθούς του, μείνανε στο νησί άλλοι πέντε άντρες που είχαν για αποστολή να αιχμαλωτίσουν το τούρκικο καράβι σε περίπτωση που θα πλεύριζε στο ξερονήσι. Όλοι οι άλλοι φύγανε την άλλη μέρα.

Η κατάσταση του Λέοντα που είχε πληγωθεί, πήγαινε μέρα με τη μέρα προς το καλύτερο. Μέσα σ’ έξι μέρες μπορούσε να βηματίζει και να κάνει βόλτες γύρω απ’ το νησί. Την επόμενη βδομάδα μπόρεσε κι’ ο Μιχάλης να σηκωθεί και να κάνει μια βολτούλα έξω από την πρόχειρη καλύβα που είχαν φτιάξει. Ο Λεωνίδας και ο Νότης είχαν τώρα πια γίνει ολότελα καλά και συχνά πηγαίνανε για κυνήγι.

Γυρνώντας μια μέρα απ’ το κυνήγι ο Νότης είπε στους συντρόφους του:

— Μόλις πήρε το μάτι μου ένα Τούρκο, αλλά μου ξέφυγε τρέχοντας. Πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα…

Την άλλη μέρα ο Νότης κι ο Λεωνίδας πήγανε πάλι για κυνήγι και συναντήσανε ένα αγριοκάτσικο. Τότε χωρίστηκαν και πήρε ο καθένας άλλη κατεύθυνση για να το εντοπίσουν καλύτερα. Ο Νότης έκοψε δρόμο μέσα απ’ το δάσος, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο Νότης σωριάστηκε κάτω, ενώ ένας Τούρκος πρόβαλε με μια κουμπούρα στο αριστερό του χέρι και κραδαίνοντας ένα μαχαίρι στο δεξί. Όρμησε με άγρια κραυγή σημαδεύοντας με το μαχαίρι το στήθος του Νότη, όταν ξαφνικά ο πληγωμένος Έλληνας κουνήθηκε αστραπιαία, έστριψε στο πλάι αποφεύγοντας τη μαχαιριά, και με μια ξαφνική κίνηση τράβηξε την πιστόλα του κι έστειλε όλα τα σκάγια στην καρδιά του Τούρκου. Ο Τούρκος σωριάστηκε νεκρός.

Σε λίγα λεπτά όλοι οι Έλληνες που άκουσαν τους πυροβολισμούς είχαν μαζευτεί στο πεδίο της μάχης. Ο Τούρκος βρισκόταν ξαπλωμένος στο έδαφος. Ο πυροβολισμός του Τούρκου είχε χτυπήσει το Νότη στο στήθος. Ευτυχώς γι’ αυτόν όμως, η λαβή του μαχαιριού που είχε επάνω του ο Νότης εμπόδισε το βόλι να μπει βαθιά. Έτσι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, γιατί το τραύμα δεν ήταν θανατηφόρο.

Μετά από λίγο οι άνδρες μεταφέρανε τον τραυματισμένο Νότη στην καλύβα όπου έμεινε ξαπλωμένος για άλλη μια βδομάδα. Σε λίγες μέρες όλοι τους είχαν γίνει ολότελα καλά και το μόνο που τους στενοχωρούσε ήταν τα τρόφιμα που κόντευαν να τελιώσουν, κι’ ακόμα χειρότερο, το σπάνιο κυνήγι που υπήρχε στο ξερονήσι και που δεν ήταν αρκετό για να τους θρέψει όλους.

(…)

 

(1) Η μέρα θα έλθει στην ώρα της όταν η άγια Τροία θα πέσει. Και ο Πρίαμος επίσης και ο λαός του ασπιδοφόρου βασιλιά (Ιλιάδα IV).

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: