Το διήγημα της Πέμπτης: «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα

Αφήσαμε πίσω μας το ζεστό κουφάρι, που το κλοτσοκυλούσαν ακόμα, και τραβήξαμε για τον Κασαμπά. Εκεί ήταν όλα στάχτη. Σε μια μάντρα μάς βάλανε. Από κει βλέπαμε να περνούν άλλους αιχμαλώτους, κι ακούοντας από μακριά τα μαρτύριά τους, δοξάζαμε το Θεό.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα

Ο Στρατής Δούκας συγκαταλέγεται στις σημαντικές μορφές των γραμμάτων μας. Ένας σημαντικός, όμως, συγγραφέας που παραμένει σχεδόν άγνωστος και μνημονεύται, κυρίως, για το αυτοβιογραφικό αφήγημά του «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» που περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο στιγμές από όσα έζησαν όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν έγκαιρα από τα μικρασιατικά παράλια, το 1922.

Ο Στρατής Δούκας γεννήθηκε στη Μικρά Ασία στις 6 του Μάη 1895 και έφυγε από τη ζωή στις 26 του Νοέμβρη 1983.

Το 1912, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγκατοίκησε με τον Φώτη Κόντογλου, αλλά διέκοψε τις σπουδές του με την κήρυξη του πολέμου. Αφού ταξίδεψε στη Λέσβο και στο Άγιο Όρος, το 1913 οργάνωσε μαζί με τον φίλο του Αντώνη Πρωτοπάτση λαογραφικές μελέτες στη Μυτιλήνη και το 1916 κατατάχτηκε εθελοντικά στην Εθνική Άμυνα.

Πολέμησε στη Μακεδονία και στη Μικρασία, όπου τραυματίστηκε και αποστρατεύτηκε το 1923. Στη συνέχεια, κύριο μέλημά του ήταν η διάδοση της λαικής τέχνης και της βιοτεχνίας της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οργάνωνε εκθέσεις με έργα του Φώτη Κόντογλου και του Σπύρου Παπαλουκά.

Υπήρξε βασικό στέλεχος των περιοδικών Φιλική Εταιρεία και Φραγγέλιο, καλλιτεχνικός διευθυντής της εταιρείας Αγγειοπλαστικής της Κιουτάχειας και συνεργάστηκε με εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Μυτιλήνης.

Το 1927 αρρώστησε σοβαρά και νοσηλεύτηκε στη Θεσσαλονίκη. Άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική.

Από το 1929, συνεργάζεται ως δημοσιογράφος με αρκετές αθηναϊκές εφημερίδες και δημοσιεύει κείμενά του στο περιοδικό Κύκλος. Το 1931 έρχεται σε επαφή με το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά και γνωρίζεται με το Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη.

Το 1934 πρωτοστατεί στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Το 1935, συνεργάζεται στην ίδρυση του περιοδικού Το τρίτο μάτι με τους Δημήτρη Πικιώνη, Σπύρο Παπαλουκά, Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα και Σωκράτη Καραντινό.

Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο υπηρετεί ως αξιωματικός. Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1942, παντρεύεται τη Δήμητρα Δούκα, επίσης λογοτέχνη. Προσχωρεί στο ΚΚΕ και στο ΕΑΜ και βασανίζεται για τη δράση του από τους Γερμανούς.

Μετά την Απελευθέρωση, εργάζεται στα ιατρεία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Συνεργάζεται με πολλά περιοδικά και διατελεί διευθυντής των Ελληνικών Γραμμάτων και γενικός γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Προβλήματα υγείας τον καθηλώνουν στο κρεβάτι το 1962 και ως το θάνατό του.

Συνεχίζει ωστόσο να συνεργάζεται με περιοδικά, κυρίως τη Διαγώνιο, και ολοκληρώνει τα έργα του Οδοιπόρος και Ενώτια, αλλά και τα κείμενά του για τον Χαλεπά. Υπέστη διώξεις από τη χούντα και κατέληξε στο γηροκομείο. Ένα χρόνο πριν το θάνατό του αναγορεύεται επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, επίτιμο μέλος του Pen Club και επίτιμος δημότης Ζωγράφου. Στο Πνευματικό Κέντρο Ζωγράφου υπάρχει ένα μικρό μουσείο με χειρόγραφα και σχέδιά του.

Στρατής Δούκας

Για την προσωπικότητα του Στρατή Δούκα, τις επιρροές και τις συνθήκες που τη διαμόρφωσαν, πτυχές του έργου του, αλλά και τους λόγους για τους οποίους βρέθηκε παραγκωνισμένος και κρατήθηκε στην αφάνεια από τους περισσότερους ομότεχνούς του, της λεγόμενης «γενιάς του ’30» και κριτικούς και μελετητές της λογοτεχνίας, μπορείτε να διαβάσετε στην Κατιούσα πατώντας εδώ.

Το κείμενο παρατίθεται στον ιστότοπο web.archive.org «όπως στην έκδοση: Στρατής Δούκας, Ιστορία ενός αιχμαλώτου, στ’ έκδ. Κέδρος 1977.»

Ιστορία ενός αιχμαλώτου 
(απόσπασμα)
του Στρατή Δούκα

Στην καταστροφή τής Σμύρνης,1 βρέθηκα με τούς γονιούς μου στο λιμάνι, στην Πούντα.2 Μέσ’ απ’ τα χέρια τους με πήρανε. Κι έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος.

Μεσημέρι πιάστηκα μαζί με άλλους. Βράδιασε και τα περίπολα ακόμα κουβαλούσαν τούς άντρες στους στρατώνες.

Κοντά μεσάνυχτα, όπως ήμαστε ο ένας κολλητά στον άλλο, μπήκε η φρουρά κι άρχισαν να μάς χτυπούν, όπου έβρισκαν, με ξύλα, και να κλοτσοπατούν όσους κάθονταν χάμω, γόνα με γόνα. Τέλος πήραν διαλέγοντας όσους ήθελαν κι έφυγαν βλαστημώντας.

Εμείς φοβηθήκαμε πως θα μάς χαλάσουν όλους.3

Ένας γραμματικός, που ‘χε το γραφείο του πλάι στην πόρτα, μάς άκουγε που μιλούσαμε λυπητερά και μάς έκανε νόημα να τον πλησιάσουμε:

— Σαν έρχονται, μάς λέει, και σάς φωνάζουν, εσείς τραβηχτείτε μέσα. Και το λόγο μου φυλάχτε τον καλά, έξω μην τον δώσετε.

Από κείνο το βράδυ, κάθε νύχτα, έπαιρναν απ’ τούς θαλάμους. Κι εμείς π’ ακούγαμε πυροβολισμούς, απ’ το Κατιφέ – Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».4

 

Από μέρες, που πέρασαν με φόβο, ήρθε ένας αξιωματικός και μάς παράλαβε, με σαράντα στρατιώτες. Μάς έβγαλαν στην αυλή και μάς χώρισαν απ’ τούς πολίτες·5 τότε είδα και τον αδερφό μου. Μάς έβαλαν τετράδες και μάς διέταξαν να γονατίσουμε να μάς μετρήσουν. Ο αξιωματικός που μάς έβλεπε, καβάλα στο άλογό του, έλεγε:

— Θα κοιτάξω να μη μείνει ούτε σπόρος από σάς. Κι έδωσε το παράγγελμα να κινήσουμε.

Θα ήμαστε όλη η φάλαγγα κάνα δυο χιλιάδες.

Όπως βγήκαμε, μάς τραβήξανε ίσια στην αγορά. Εκεί, το τουρκομάνι που μάς περίμενε, σαν το λεφούσι6 έπεσε απάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ό,τι έβρισκαν μπροστά τους μάς πετούσαν απ’ όλες τις μεριές. Ήταν και ναύτες Φράγγοι7 μαζί τους στα καφενεία κι έκαναν χάζι με μάς.

Σα φτάσαμε στον Μπασμαχανέ, μπροστά μας βγήκε ένας Χαφούζης.8 Μάς κοίταξε:

—  Αλλάχ, Αλλάχ, είπε, τι γίνεται εδώ!

Και φώναξε τού ασκέρ – αγά.9 Αυτός σταμάτησε.

—  Ο λοχαγός εδώ! ξαναφωνάζει.

Τρακ τρακ το άλογο, ο λοχαγός πήγε, χαιρέτησε. Ο Χαφούζης τον ρωτά:

—  Το «κιτάπι»10 μας αυτά λέει;

Ο λοχαγός μεταχαιρέτησε.

Κι εμείς περνούσαμε αράδα από μπροστά τους.

 

Μεσημέρι, δώδεκα, φτάσαμε στο Χαλκά – Μπουνάρ. Εκεί μάς έκλεισαν στο σύρμα, κύκλο. Άμα βράδιασε, ένας τούρκος εφές11 απ’ το χωριό μας ήρθε και μάς καλούσε με τα ονόματά μας να βγούμε, τάχα πως θα μάς γλιτώσει, με σκοπό να μάς χαλάσει. Κι εμείς στη γη πέσαμε να μη δώσουμε γνωριμία.

Τα ξημερώματα ήρθε από τη Μαγνησία12 άλλος αξιωματικός, και μάς σήκωσαν. Ώρες περπατούσαμε. Ούτε ξέραμε πού μάς πάν. Μονάχα από τον τόπο καταλαβαίναμε πως βαδίζαμε για τη Μαγνησία.

Αντί να μάς πηγαίνουν στο δημόσιο δρόμο μάς τραβούσανε Απ’ το βουνό. Κι όπως δεν ήμαστε σε ισότοπο, αρχίσαμε να σκορπάμε. Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τις τετράδες. Και οι στρατιώτες φώναζαν προσταχτικά:

—  Στις τετράδες! Στις τετράδες!

Εμείς προσπαθούσαμε, και πάλι τις χαλάγαμε. Όσοι ήταν ανήμποροι κι έμεναν πίσω, τους τραβούσαν οι πολίτες στο δάσος και τους καθάριζαν.

Με πολύ κόπο πέσαμε στο δημόσιο δρόμο. Εκεί πάλι, μάς περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι άνθρωποι, εξήντα ως ογδόντα χρονώ, με παλιές μαχαίρες, και σα φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν απάνω μας, φωνάζοντας στο λοχαγό:

—  Άφησέ μας να κάνουμε ό,τι θέλουμε!

Κι ο λοχαγός τούς έλεγε «όχι», γελώντας.

Εμείς τού φωνάζαμε:

— Κυρ λοχαγέ, σε σένα κρεμόμαστε.

Και προχωρούσαμε.

Οι δρόμοι δεξιά κι αριστερά ήταν σπαρμένοι από πτώματα που μύριζαν. Στις βρύσες έστεκαν σκοποί και φύλαγαν το νερό, που έτρεχε απ’ τα κανούλια13 εμείς το βλέπαμε και διψούσαμε περισσότερο.

Στο δρόμο είχανε σκάσει πολλοί. Εγώ, βάδιζα με τον αδερφό μου, που κρατούσε το γελιό14 ενός Τούρκου απ’ αυτούς που μάς φύλαγαν σκέφτηκα: «Λεφτά έχουμε, ας δώσουμε να πιούμε». Κι είπα τού αδερφού μου:

—  Διψώ πολύ, θα σκάσω.

— Κάνε κουράγιο, αδερφέ, μού λέει, μη φανούμε με λεφτά και μάς χαλάσουν.

—Όχι, δεν αντέχω, δώσε λεφτά και πάρε να πιούμε.

Μου ‘δωσε, κι έτρεξα ίσια στον Τούρκο.

—  Λίγο νερό, τού λέω, κοντεύω να ξεψυχήσω.

—  Τι λες, σκυλί; Ούτε δράμι15 δε σού δίνω.

— Ασκέρ-αγά, ψυχικό θα κάνεις, να πάρε κι αυτά τα λεφτά.

—  Δώσ’ τα, μού λέει, και πιες κρυφά.

Ήπια, κι έδωσα και τού αδερφού μου.

Αυτά γινότανε Αύγουστο μήνα.

 

Τέλος, ένα βράδυ, φτάσαμε έξω απ’ τη Μαγνησία. Εκεί ο κόσμος μάς περίμενε με ρόπαλα στο χέρι φωνάζοντας:

—  Αιχμάλωτοι έρχονται! Κι έτρεχαν κατά μάς.

Ο λοχαγός τώρα τους έλεγε:

—  Τραβηχτείτε μακριά! Όταν εμείς πολεμούσαμε, εσείς κάνατε τα κέφια σας.

Αυτοί τότε σκόρπισαν φωνάζοντας, πως μια μέρα ίο Γιουνάνηδες16 πάλι θα μάς χαλάσουν.

Ο λοχαγός νευριασμένος, μάς μάζεψε όλους, σαν τα πρόβατα στο μαντρί, κι έβαλε γύρω σκοπούς να μάς φυλάν.

Νερό, ψωμί, τίποτα!

Όσοι είχαν λεφτά, έδιναν στους σκοπούς κι έπιναν. Έδωσε κι η παρέα μας σ’ έναν αράπη και μάς έφερε έναν ντενεκέ γεμάτο.

—  Κάντε γρήγορα, μάς λέει κι αυτός, ο λοχαγός δεν αφήνει.

Ήπια, ήπια… ο αδερφός μου με τράβηξε να πιεί, ρίχτηκαν κι οι άλλοι στον κουβά, και το νερό χύθηκε.

Την άλλη μέρα, νύχτα ακόμα, ο λοχαγός φώναξε:

—  Ετοιμαστείτε!

Μπήκαμε στις τετράδες σειρά και κινήσαμε. Μάς πήγε μέσα στη Μαγνησία. Εκεί μάς έκλεισε σ’ ένα νοσοκομείο, που ήταν μέσα σε πεύκα, περιτριγυρισμένο με κάγκελα, και μάς παράδωσε στα χέρια ενός δεκανέα.

Από την κούραση πείνα δε νιώθαμε, μονάχα η δίψα μάς ἔκοβε. Ξαπλωμένοι σαν άρρωστοι κάτω απ’ τα πεύκα, μασούσαμε τα χλωρά πούσια.17 Και σα φάνηκαν στον ουρανό λίγα σύννεφα, παρακαλούσαμε να βρέξει. Αυτά άπλωσαν, σκοτείνιασαν, κατέβηκαν χαμηλά, και πάλι σιγά σιγά χάθηκαν. Ο ήλιος έριξε την κάψα του τώρα πιο πολλή, κι εμείς απελπισμένοι φωνάζαμε:

— Νερό! Νερό!

Μα κανένας δε μάς άκουγε.

 

Μετά πέντε ώρες, ήρθε ένας ξανθός, καλοντυμένος χότζας,18 κι εμείς όλοι με μια φωνή τον παρακαλούσαμε:

—  Χότζα, Αλλάχ ασκινά,19 διψούμε, νερό!

Σα να φχαριστήθηκε με τα χάλια μας, είπε:

— Έτσι θέλω να σάς βλέπω ως το τέλος, σαν τα φίδια να σερνόσαστε. Κι έφυγε.

Αυτός έφυγε, κι άλλος ήρθε με το αμάξι. Κι εμείς φωνάζαμε πάλι:

—  Αλλάχ ασκινά, λίγο νερό, διψούμε, δεν αντέχουμε!

Σα μάς είδε καλά καλά και τούτος, είπε:

—  Το γούστο μου το έκανα.

Και διέταξε τον άμαξά να τραβήξει.

Εφτά μέρες περάσαμε έτσι. Όσοι είχαν λεφτά πίνανε, μα όσοι δεν είχανε πίνανε το κάτουρό τους.20

Πολλοί πέσανε ψάθα από πείνα και δίψα. Οι συνοδοί μάς είπανε να βγει από μάς αγγαρεία,21 να τούς πετάξουμε. Κι εμείς μαλώναμε ποιος θα πρωτοβγεί γιατί θα ‘πινε νερό.22

Βγήκαν καμιά κοσαριά νομάτοι23 με τα κάρα και τούς πέταξαν μακριά, έξω απ’ την πολιτεία…

Μέσα στο νοσοκομείο ήταν και μαγνησαλῆδες24 αιχμάλωτοι που μάς έλεγαν πως το συντριβάνι στην αυλή έχει νερό.

Εμείς τ’ ακούγαμε και δεν το πιστεύαμε.

Τη νύχτα ξυπνήσαμε από φωνές και μάθαμε πως οι Μαγνησαλήδες έσπασαν το κιούγκι25 κι ήρθε νερό. Τότε σηκωθήκαμε όλοι και χτυπιόμαστε ποιος θα πρωτοπιεί. Απ’ τις φωνές μας οι σκοποί πήρανε είδηση κι άρχισαν να πυροβολούν. Αφού έπεσαν κάμποσα κορμιά, μάς έκλεισαν σε συρματόπλεγμα. Εκεί μέσα παίρναμε λάσπη και βυζαίναμε.

Και σ’ εφτά μέρες απάνω έρχεται πάλι ο χότζας κι εμείς με φωνές τον παρακαλούσαμε.

— Σωπάτε, μάς λέει, γιατί θα φύγω αν φωνάζετε. Ήρθα, να σάς σώσουμε.

Στο λόγο απάνω, έφεραν σε καλάθια κουραμάνες.26 Μάς έβαλαν στο ζυγό, δίνοντας στους δυο νομάτους από μισή. Ύστερα με τη σειρά μάς άφησαν στο συντριβάνι να πιούμε νερό.

Εκείνη τη μέρα είχε έρθει άνθρωπος μεγάλος απ’ το Αχμετλί, μάς έλεγαν οι στρατιώτες, κι από δω κι εμπρός θα περάσετε καλά.

Το βράδυ μάς έγδυσαν! Ό,τι είχαμε απάνω μας, δαχτυλίδια, ρολόγια, μάς τα πήρανε. Ως και τα χρυσά δόντια μάς βγάλανε απ’ το στόμα.

Το πρωί μάς σήκωσαν. Κι όταν ετοιμαζόμαστε, μαζεύτηκαν απ’ έξω οι ζεμπέκηδες,27 με ζουρνάδες28 και νταούλια,29 και βγαίνοντας μάς χτυπούσαν με τα όπλα τους. Εκεί, ήρθε άλλος αξιωματικός. Μάς παρέλαβε και ξεκινήσαμε.

Έξω απ’ τη Μαγνησία, μακριά τρείς ώρες, ήταν ένα μεγάλο αμπέλι, τριγυρισμένο με φράχτη. Εκεί μάς έκλεισε μέσα κι έβαλε σκοπούς να μάς φυλάν ώσπου να ξημερώσει.

Εμείς σκορπίσαμε στα τρυγημένα κλήματα και τρώγαμε φύλλα με την κουραμάνα.

Κι άμα νύχτωσε, δυο έκαναν να φύγουν. Οι σκοποί τους έπιασαν και μπροστά μας τούς σκότωσαν. Το πρωί μάς έλεγε ο λοχαγός:

— Άπιστα σκυλιά! Εγώ κοιτάζω να σάς κάνω καλό κι εσείς μού φεύγετε;

Και διέταξε να μάς σηκώσουν.

Ώρες βαδίζαμε. Και κει που κάναμε στάση, σ’ ένα σταθμό, ήρθαν κάμποσοι τούρκοι πολίτες, κι είπαν τού αξιωματικού να τούς αφήσει να ψάξουν ανάμεσά μας κι άμα βρουν κάποιον που ζητούσαν, να τον πάρουν.

— Ναι, τούς λέει, κοιτάχτε κι άμα τον βρείτε πάρτε τον.

— Άφεριμ, άφεριμ,30 είπαν και χώθηκαν στο σωρό μας. Τον βρήκαν. Ήταν Αρμένης, ο περβολάρης τού σταθμού.

— Βρε κερατά Αρμένη, εσένα γυρεύουμε.

—  Τι θέλετε από μένα; τούς είπε. Μια ψυχή έχω να παραδώσω.

Και με το κεφάλι ψηλά, σα να ‘θελε να τον δούμε όλοι, πέρασε ανάμεσά μας.

—  Πάρτε τον! φώναξε ο λοχαγός.

Ο Αρμένης άμα άκουσε έτσι, ρίχτηκε απάνω σε κείνον που πρωτάπλωσε να τον πιάσει και με πάθος τού δάγκωσε το λαρύγγι.

Οι άλλοι τον χάλασαν αμέσως· πρόφτασε μόνο κι είπε:

—  Κάντε με ό,τι θέλετε, το αίμα μου το πήρα.

Αφήσαμε πίσω μας το ζεστό κουφάρι, που το κλοτσοκυλούσαν ακόμα, και τραβήξαμε για τον Κασαμπά. Εκεί ήταν όλα στάχτη. Σε μια μάντρα μάς βάλανε. Από κει βλέπαμε να περνούν άλλους αιχμαλώτους, κι ακούοντας από μακριά τα μαρτύριά τους, δοξάζαμε το Θεό.

 

Το πρωί μάς σηκώσανε για το Αχμετλί. Άμα φτάσαμε, ο λοχαγός μάς περίμενε στο σταθμό κι απ’ αυτόν μάθαμε πως θα μέναμε εκεί.

Μάς τράβηξε σ’ έναν ξερότοπο και μάς άφησε στον ήλιο. Εμείς τον παρακαλούσαμε να μάς βάλει απ’ το άλλο μέρος που είχε δέντρα.

—  Όχι, μάς είπε, στον ήλιο. Κι έφυγε.

Τ’ απομεσήμερο έπιασε βροχή· χαρήκαμε. Ήπιαμε με τη φούχτα μας νερό, πλυθήκαμε και δροσιστήκαμε.

Άμα πήρε το βράδυ, ήρθε ο λοχαγός και μάς έβαλε κάτω από ‘να υπόστεγο. Στο πόδι ξημερωθήκαμε. Όλη τη νύχτα έβρεχε.

Το πρωί ήρθε πάλι· κοντά του είχε κι ένα γραμματικό. Μάς χώρισε σε λόχους, κι έβγαλε τους τεχνίτες, φουρνάρηδες, ζυμωτήδες, καμιά δεκαριά, μαραγκούς, σιδεράδες είκοσι, χτίστες, σουβατζήδες31 άλλους τόσους· κι όπως τούς χώριζε, έλεγε:

—  Εσείς που τα γκρεμίσατε, να τα χτίσετε.

Και τούς παράδωσε στους στρατιώτες.

Ο γραμματικός φώναξε:

— Μυλωνάς δεν είναι κανένας από σας; Καρπό έχουμε32 ν’ αλέσουμε. Δεν ξέρει κανένας σας μυλωνάς;

Βγήκε ο αδερφός μου και δυο άλλοι.

Οι ζυμωτήδες πήγαν στο φούρνο, κι έβγαλαν κουραμάνα, από κριθάρι ακοσκίνιστο. Κι από κείνη τη μέρα μάς μοίραζαν από ‘να τέταρτο στον καθένα μας.

Ένα βράδυ δυο ζυμωτήδες έκλεψαν λίγο χαμούρι33 γιατί ‘χαν στο νου τους να το σκάσουν. Κι ο σκοπός τούς έπιασε την ώρα που το έκλεβαν. Το πρωί τούς πήγαν στο λοχαγό, που έμενε εκεί κοντά μας σε μια καλύβα.

—  Τούτοι εδώ χτες βράδυ έκλεψαν χαμούρι για να φύγουν, τού λένε.

Ο λοχαγός έβγαλε το πιστόλι του.

— Να έτσι θα πάτε σα σκυλιά όσοι κάνετε αυτά, είπε και τούς σκότωσε μπροστά μας. Ύστερα μάς έβαλε αγγαρεία να καθαρίσουμε το σταθμό. Απ’ την ακαθαρσία, μάς πόνεσαν τα μάτια.

Κι ένας λοχίας που μάς παράστεκε, Τουράν τον λέγανε, μάς φώναζε άγρια και μάς χτυπούσε, για να τον καμαρώνουν μέσ’ απ’ το τραίνο οι γυναίκες. Κι όποιοι από μάς είχαν βαρύ πονόματο τούς έλεγε πως θα τούς πάει στο νοσοκομείο να τούς γιατρέψει, κι αυτός τούς τράβαγε μες στη χαράδρα και τούς ξεπάστρευε.

Ένα βράδυ ο λοχαγός έδωσε διαταγή στή φρουρά να πουν στα χωριά, όσοι θέλουν παραγιούς να ‘ρχονται να παίρνουν.

— Έχουμε, να τούς πείτε, απ’ όλους· τσομπάνηδες, χτίστες, σιδεράδες, ό,τι θέλουν.

Το πρωί έφτασαν οι μουχτάρηδες34 κι άρχισαν να διαλέγουν πενήντα, ογδόντα, όσους ήθελαν από μάς, σα να ‘μαστε ζωντόβολα.

Τότε συμφωνήσαμε, δώδεκα χωριανοί, να μάθουμε κανένα καλό χωριό, κι όταν ξανάρθουν και ζητήσουν, να πάμε όλοι μαζί.

Από λίγες μέρες ένας δεκανέας που μάς συμπαθούσε, γιατί τού είχαμε χαρίσει, από την αρχή όταν πιαστήκαμε, ένα ζουνάρι που τού άρεσε, μάς λέγει:

— Ετοιμαστείτε. Εδώ κοντά είναι ένα καλό χωριό, το Μπουνάρ – Μπασί, στο Μποζ – Ντάγ. Θα περάσετε καλά.

Τον ρωτήσαμε αν θα ‘ρθει κι αυτός μαζί μας.

— Όχι, μάς λέγει, έμενα δε μ’ αφήνει ο λοχαγός. Θα σάς παραδώσω στο μουχτάρη.

Μάς παράδωσε και φύγαμε.

Στο δρόμο απάνω, βρήκαμε μια γκορτσιά35 και πέσαμε στ’ άγουρα γκόρτσα.

— Μπρε σεις, ελάτε, φώναζε ο μουχτάρης, μάς πήρε το βράδυ.

Κι εμείς μπήκαμε στο δρόμο τρώγοντας.

Στο χωριό φθάσαμε νύχτα. Μάς μοίρασαν σε τρείς μεριές, από τέσσερις.

Είκοσι μέρες δουλέψαμε σ’ αυτό το μέρος. Κι απ’ την πρώτη μέρα που πήγαμε, βάλαμε με το νου μας να λιποταχτήσουμε, κι αρχίσαμε στα κρυφά να κρατούμε ψωμί, κι ό,τι άλλο βαστούσε απ’ το φαγί μας, για το δρόμο.

Τέλος ορίσαμε τη μέρα. Παρασκευή μεσάνυχτα να ξεκινήσουμε. Κι όταν ήρθε η ώρα, ξύπνησα το σύντροφό μου, κι ένας με τον άλλο ξυπνήσαμε όλοι. Μα οι άλλοι μετάνιωσαν. Εμείς τούς είπαμε: τ’ αποφασίσαμε πια, θα φύγουμε. Και φύγαμε.

(…)

 

1.Στην καταστροφή της Σμύρνης…· γίνεται λόγος, φυσικά, για την πυρπόληση της Σμύρνης και τις βιαιοπραγίες των Τούρκων σε βάρος των χριστιανών κατοίκων της (Αρμενίων και Ελλήνων) τον Σεπτέμβριο του 1922.

2.Πούντα· παραλιακή συνοικία της Σμύρνης, όπου βρισκόταν και ο σιδηροδρομικός σταθμός για το Αϊδίνι. Τις μέρες της Καταστροφής πολλοί πρόσφυγες είχαν καταφύγει εκεί, με την ελπίδα να βρουν πλοίο και να σωθούν.

3.θα μας χαλάσουν όλους· θα μας σκοτώσουν.

4.Κι εμείς π’ ακούγαμε… «σκοποβολή κάνουνε»· πρόκειται για ένα είδος ψυχολογικής άμυνας των αιχμαλώτων με τη δημιουργία ψευδαισθήσεων.

5.Μας έβγαλαν στην αυλή και μας χώρισαν απ’ τους πολίτες· ο αφηγητής είναι προφανώς στρατιώτης.

6.λεφούσι· ασύνταχτο πλήθος.

7.Φράγγοι· Γάλλοι. Εδώ, προφανώς, υπονοούνται γενικά όλοι οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής καταστροφής και ιδιαίτερα στην καταστροφή της Σμύρνης επέδειξαν όχι μόνο ανθελληνική, αλλά σε μεγάλο βαθμό μη ανθρωπιστική στάση.

8.Χαφούζης· Τούρκος που γνωρίζει να απαγγέλλει το Κοράνι.

9.ασκέρ αγάς· επικεφαλής των στρατιωτών, αξιωματικός.

10.κιτάπι· βιβλίο ή τετράδιο που χρησιμοποιείται για σημειώσεις. Εδώ: το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων, το Κοράνι.

11.εφές· ο εφέντης, το παλικάρι, ο άξιος και ικανός.

12.Μαγνησία· πόλη της Μ. Ασίας στην αριστερή όχθη του Έρμου ποταμού. Σ’ αυτή την πόλη μεταφέρθηκε ένα μεγάλο τμήμα από τα διαβόητα «τάγματα εργασίας».

13.κανούλια· κάνουλες.

14.γελιός· γυλιός· στρατιωτικό σακίδιο ώμου, που περιέχει ατομικά είδη.

15.δράμι· παλαιότερη μονάδα βάρους, ίση περίπου με 3 γραμμάρια. Εδώ: πολύ μικρή ποσότητα.

16.Γιουνάνηδες· έτσι αποκαλούσαν οι Τούρκοι τους Έλληνες.

17.πούσια· στρώμα από βελόνες πεύκου, που σχηματίζεται κάτω από το δέντρο.

18.χότζας· μουσουλμάνος ιερωμένος ο οποίος γνωρίζει, ερμηνεύει και διδάσκει το Κοράνι.

19.Αλλάχ ασκινά· για όνομα του Θεού!

20.πίνανε το κάτουρό τους· κορυφώνεται η σωματική εξαθλίωση των αιχμαλώτων.

21.αγγαρεία· στρατιωτικός όρος: προσφορά αναγκαστικής εργασίας.

22.Κι εμείς… θα ‘πινε νερό· Σ’ αυτό το σημείο τονίζεται, με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, η ηθική εξαθλίωση στην οποία έχουν οδηγηθεί οι αιχμάλωτοι.

23.καμιά κοσαριά νομάτοι· περίπου 20 άνθρωποι.

24.μαγνησαλήδες· αυτοί που κατάγονται από την περιοχή Μαγνησία της Μ. Ασίας.

25.κιούγκι· πήλινος σωλήνας αποχέτευσης.

26.κουραμάνα· το ψωμί που έτρωγαν οι στρατιώτες.

27.ζεμπέκης ή ζεϊμπέκης· χωροφύλακας ή επαγγελματίας στρατιώτης της Οθωμανικής Τουρκίας, που προερχόταν κυρίως από εξισλαμισθέντες Έλληνες της Μ. Ασίας.

28.ζουρνάς· λαϊκό ξύλινο πνευστό όργανο.

29.νταούλι· παραδοσιακό, κρουστό όργανο με βροντερό ήχο· κάτι σαν τύμπανο.

30.άφεριμ, άφεριμ· μπράβο, μπράβο!

31.σουβατζήδες· εργάτες για την επίστρωση επιφανειών τοίχων, οροφών κ.ά. Αμμοκονιαστές.

32.καρπό έχουμε· εννοεί σιτάρι, κριθάρι κλπ.

33.χαμούρι· ζυμάρι.

34.μουχτάρης· ο πρόεδρος της κοινότητας ενός χωριού, αλλά και ο νομάρχης.

35.γκορτσιά· αγριαχλαδιά.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: