Το διήγημα της Πέμπτης: «Η πτώση του Οίκου των Άσερ» του Έντγκαρ Άλαν Πόε

Σίγουρα, κανένας άνθρωπος δεν είχε αλλάξει ποτέ τόσο πολύ, σε τόσο μικρό διάστημα, όσο ο Ρόντρικ Άσερ! Μόλις και μετά βίας κατάφερνα να πείσω τον εαυτό μου ότι εκείνη η κάτωχρη σκιά που αντίκριζα ήταν ο σύντροφος των παιδικών μου χρόνων.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Η πτώση του Οίκου των Άσερ» του Έντγκαρ Άλαν Πόε

Ο μεγάλος Αμερικανός λογοτέχνης, ιδρυτής της αστυνομικής λογοτεχνίας, Έντγκαρ Άλλαν Πόε γεννήθηκε στη Βοστώνη στις 19 του Γενάρη 1809 και έφυγε από τη ζωή στις 7 του Οκτώβρη 1849. Πριν κλείσει τα δύο του χρόνια, οι θεατρίνοι γονείς του πέθαναν, και ο Έντγκαρ βρέθηκε στο Ρίτσμοντ, στο σπίτι του εμπόρου Τζων Άλλαν, που όμως δεν τον υιοθέτησε ποτέ. Οι σχέσεις του με τον πατριό του δεν ήταν ποτέ καλές, αλλά επιδεινώθηκαν όταν ο Άλλαν ανάγκασε τον Έντγκαρ να διακόψει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, επειδή δεν ήταν διατεθειμένος να αναλάβει τα έξοδά του. Το 1830 ο Έντγκαρ μπήκε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, απ’ όπου αποπέμφθηκε τον επόμενο χρόνο προκαλώντας επίτηδες σκάνδαλο για να εκδικηθεί τον πατριό του.

Δούλεψε έπειτα για ένα μεγάλο διάστημα σε διάφορες εφημερίδες του Ρίτσμοντ, της Φιλαδέλφειας και της Νέας Υόρκης, για λόγους βιοποριστικούς, αλλά κατακτώντας παράλληλα τη φήμη του έγκυρου κριτικού. “Το Κοράκι και άλλα ποιήματα”, που κυκλοφόρησε το 1845, τον καθιέρωσε εν μια νυκτί ως συγγραφέα, χωρίς όμως να του ανακουφίσει τη φτώχεια στην οποία είχε ζήσει όλη την ως τότε ζωή του. Το 1836 παντρεύτηκε τη δεκατετράχρονη εξαδέλφη του Βιρτζίνια, που πέθανε φυματική έντεκα χρόνια αργότερα. Πέθανε το 1849, αλκοολικός και οπιομανής κυνηγώντας διαρκώς το όραμα της χαμένης Βιρτζίνια, και τάφηκε δίπλα της στη Βαλτιμόρη, όπως το επιθυμούσε. (Στοιχεία από BiblioNet)

Το διήγημα «Η πτώση του Οίκου των Άσερ» εμπεριέχεται στη συλλογή «Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας» (εκδ. Παπαδόπουλος) με διηγήματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Αντιγράφουμε αποσπάσματα.

Η πτώση του Οίκου των Άσερ (αποσπάσματα)
του Έντγκαρ Άλλαν Πόε
(Μετάφραση: Ντενίζ Ρωντα)

(…) Μ’ αυτές τις παρατηρήσεις, προχώρησα με το άλογό μου στο δρομάκι που οδηγούσε στην πόρτα του σπιτιού. Ένας υπηρέτης επί της υποδοχής πήρε το άλογό μου και εγώ πέρασα στο χολ με τη γοτθική αψίδα. Ένας καμαριέρης, περπατώντας αθόρυβα, με οδήγησε σιωπηλά, μέσα από διάφορους σκοτεινούς, μυστηριώδεις διαδρόμους, στο γραφείο του κυρίου του. Πολλά απ’ αυτά που συνάντησα στο δρόμο συνέβαλαν — άγνωστο πώς — στο να εντείνουν τα αδιόρατα συναισθήματα για τα οποία μίλησα πριν. Μόλο που τα αντικείμενα γύρω μου —τα σκαλίσματα των οροφών, οι σκουρόχρωμες ταπισερί των τοίχων, τα εβένινα μαύρα πατώματα, τα εντυπωσιακά τρόπαια και οι πανοπλίες που κροτάλιζαν δίπλα μου καθώς περπατούσα— μού ήταν οικεία απ’ τα παιδικά μου χρόνια κι ενώ παραδεχόμουν πως όλα ήταν γνωστά, ωστόσο δεν έπαυα να διαπιστώνω πόσο ξένες ήταν οι εντυπώσεις που μου προκαλούσαν αυτές οι συνηθισμένες εικόνες. Σε μια από τις σκάλες του σπιτιού συνάντησα τον οικογενειακό γιατρό. Στο πρόσωπό του, σκέφτηκα, ήταν ζωγραφισμένη μια ανάμικτη έκφραση πανουργίας και αμηχανίας. Με χαιρέτησε νευρικά και προσπέρασε. Εκείνη τη στιγμή, ο καμαριέρης άνοιξε μια πόρτα και με παρουσίασε στον κύριό του.

Βρέθηκα σ’ ένα δωμάτιο ευρύχωρο και ψηλοτάβανο. Τα παράθυρα ήταν μακρόστενα με μυτερή κορυφή και απείχαν τόσο πολύ απ’ το μαύρο δρύινο πάτωμα, που ήταν αδύνατο να τα φτάσει κανείς από μέσα. Οι αδύναμες πορφυρές αχτίνες του σούρουπου τρύπωναν απ’ τις γρίλιες και φώτιζαν αρκετά τα πιο εμφανή αντικείμενα του χώρου- όμως, το μάτι δεν μπορούσε να διακρίνει τις πιο μακρινές γωνιές του δωματίου ή τις εσοχές της θολωτής, ξεθωριασμένης οροφής. Στους τοίχους κρέμονταν σκούρες κουρτίνες. Τα έπιπλα ήταν βαριά, άβολα, πολυκαιρισμένα και ξεφτισμένα. Τριγύρω ήταν σκορπισμένα πολλά βιβλία και μουσικά όργανα, που, όμως, δεν πρόσθεταν καμιά ζωντάνια στο σκηνικό. Ένιωθα σαν ν’ ανέπνεα έναν αέρα θλίψης. Όλο το δωμάτιο ήταν φορτισμένο με μια βαριά ατμόσφαιρα βαθιάς και αγιάτρευτης μελαγχολίας.

Μόλις μπήκα, ο Άσερ σηκώθηκε από έναν καναπέ όπου ήταν ξαπλωμένος και με χαιρέτησε ζωηρά και θερμά, με μια υπερβολική εγκαρδιότητα που στην αρχή μου φάνηκε προσποιητή. Κοιτάζοντας, όμως, το πρόσωπό του, πείστηκα ότι ήταν απόλυτα ειλικρινής. Καθίσαμε και, για κάποια λεπτά, καθώς έμενε σιωπηλός, τον κοιτούσα με ανάμικτα συναισθήματα οίκτου και δέους. Σίγουρα, κανένας άνθρωπος δεν είχε αλλάξει ποτέ τόσο πολύ, σε τόσο μικρό διάστημα, όσο ο Ρόντρικ Άσερ! Μόλις και μετά βίας κατάφερνα να πείσω τον εαυτό μου ότι εκείνη η κάτωχρη σκιά που αντίκριζα ήταν ο σύντροφος των παιδικών μου χρόνων. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν πάντα αξιοπρόσεκτα. Μια χλομάδα νεκρική· μάτια μεγάλα, υγρά και ασύγκριτα φωτεινά -χείλη λεπτά, ωχρά, αλλά εξαιρετικά καλοσχηματισμένα· μύτη λεπτή, κατά την εβραϊκή κατατομή, αλλά με ασυνήθιστα φαρδιά ρουθούνια· λεπτοκαμωμένο πιγούνι, που μαρτυρούσε την έλλειψη θεληματικότητας στο χαρακτήρα του· μαλλιά απαλά και λεπτά σαν μετάξι. Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με το ασυνήθιστα πλατύ μέτωπό του, συνέθεταν μια φυσιογνωμία που δεν μπορούσες να ξεχάσεις εύκολα. Και τώρα, σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά που παρέμεναν επιφανειακά αναλλοίωτα, όπως και η συνηθισμένη έκφρασή τους, διέκρινα μια τόσο βαθιά αλλαγή, που δεν ήμουν σίγουρος σε ποιον ακριβώς μιλούσα. Αυτό που τώρα με τρόμαζε περισσότερο από καθετί και μου προκαλούσε δέος ήταν η φοβερή χλομάδα του προσώπου του και η θαυμαστή λάμψη των ματιών του. Τα μεταξένια μαλλιά του είχαν μακρύνει πολύ κι όπως ήταν λεπτά και μπερδεμένα ανέμιζαν, αντί να πέφτουν γύρω απ’ το πρόσωπό του. Όσο κι αν προσπαθούσα, ήταν αδύνατο να συνδέσω αυτή την ανεξιχνίαστη έκφραση με οτιδήποτε το ανθρώπινο.

Στη συμπεριφορά του φίλου μου διέκρινα αμέσως μια ασυναρτησία, μια ασυνέπεια- σύντομα διαπίστωσα ότι οφειλόταν στις συνεχείς αδύναμες και μάταιες προσπάθειές του να ξεπεράσει μια διαρκή ανησυχία, μια συνεχή νευρική ταραχή. Ήμουν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, όχι μόνο από το γράμμα του, αλλά κι απ’ την ανάμνηση ορισμένων τάσεων που είχε ως παιδί, καθώς και από κάποια συμπεράσματα που έβγαλα από την εξωτερική του εμφάνιση και τη διάθεσή του. Οι κινήσεις του ήταν πότε ζωηρές και πότε βαρύθυμες. Η φωνή του έπαιρνε τη μια στιγμή έναν τόνο αναποφασιστικότητας (κάθε φορά που έχανε τη ζωντάνια του) και την άλλη, εκείνη την έντονη, απότομη, αργή και κούφια χροιά της ισορροπημένης και τέλεια ελεγχόμενης εκφοράς, που παρατηρούμε στους μεθυσμένους ή στους οπιομανείς, στις φάσεις της πιο έντονης διέγερσής τους.

Μ’ αυτό τον τρόπο μού μίλησε για το σκοπό της επίσκεψής μου, για την έντονη επιθυμία του να με δει και για την παρηγοριά που περίμενε να του προσφέρω. Με ενημέρωσε, αρκετά αναλυτικά, για τη φύση της ασθένειας του, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Ήταν, είπε, μια κληρονομική πάθηση, για την οποία δεν είχε ελπίδες να βρει γιατρειά —μια απλή νευρική αδιαθεσία, συμπλήρωσε αμέσως, που, το δίχως άλλο, θα περνούσε σύντομα μόνη της. Μου την παρουσίασε ως μια ασθένεια που εκδηλωνόταν με ορισμένα αφύσικα συμπτώματα. Κάποια απ’ αυτά μου τράβηξαν το ενδιαφέρον και με προβλημάτισαν καθώς μου τα περιέγραφε· ίσως σ’ αυτό να συνέβαλαν οι όροι που χρησιμοποιούσε και ο τρόπος της αφήγησής του. Υπέφερε από μια νοσηρή υπερδιέγερση των αισθήσεων: μπορούσε ν’ ανεχθεί μόνο τις εντελώς άνοστες τροφές· τα ρούχα που φορούσε έπρεπε να είχαν κάποια συγκεκριμένη υφή· όλες οι οσμές των λουλουδιών τον ενοχλούσαν τα μάτια του υπέφεραν και στο πιο αμυδρό φως· και μόνο κάποιοι παράξενοι ήχοι από έγχορδα μουσικά όργανα δεν τον γέμιζαν φρίκη.

Τον βρήκα δέσμιο ενός αλλόκοτου τρόμου. «Θα πεθάνω», είπε. «Πρέπει να πεθάνω μ’ αυτή τη θλιβερή τρέλα. Έτσι, μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο, θα χαθώ. Φοβάμαι γι’ αυτά που πρόκειται να γίνουν όχι τόσο για τα ίδια τα συμβάντα, αλλά για τ’ αποτελέσματα που θα έχουν. Ανατρίχιαζα στη σκέψη και του πιο ασήμαντου ακόμη περιστατικού, που μπορεί να ταράξει αφόρητα την ψυχή μου. Δε με πτοεί, στ’ αλήθεια, ο κίνδυνος, παρά μόνο όταν έχει σαν αποτέλεσμα τον απόλυτο τρόμο. Σ’ αυτή τη θλιβερή —την αξιοθρήνητη— κατάσταση αισθάνομαι πως, αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να εγκαταλείψω ολότελα τη ζωή και τη λογική, παλεύοντας μ’ αυτό το απαίσιο φάντασμα, το ΦΟΒΟ».

Έμαθα επιπλέον —αποσπασματικά και μέσα από διφορούμενους υπαινιγμούς— ένα ακόμα μοναδικό χαρακτηριστικό της διανοητικής του κατάστασης. Διακατεχόταν από κάποιες δεισιδαιμονίες σχετικά με το σπίτι στο οποίο κατοικούσε, κι έτσι, για πολλά χρόνια δεν είχε βγει έξω. Αυτές οι δεισιδαιμονίες αφορούσαν μια δύναμη που του ασκούσε επιρροή, μ’ έναν τρόπο τόσο σκοτεινό, που δεν είμαι σε θέση να περιγράψω. Κάποιες ιδιομορφίες στο σχέδιο και τα υλικά του πατρικού αρχοντικού —οι γκρίζοι τοίχοι, οι πύργοι και η σκοτεινή λίμνη, στην οποία καθρεφτίζονταν τα πάντα— είχαν με τον καιρό καταβάλει το ηθικό του.

Παραδέχτηκε, ωστόσο, μετά από κάποιο δισταγμό, ότι αυτή η παράξενη μελαγχολία από την οποία έπασχε οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε μια πολύ πιο φυσική και απτή αιτία — σε μια σοβαρή και μακροχρόνια ασθένεια, που σύντομα θα προκαλούσε το θάνατο της αγαπημένης του αδελφής, της μοναδικής του συντρόφου εδώ και πολλά χρόνια, του μόνου συγγενικού προσώπου που του είχε απομείνει στον κόσμο. «Σαν χαθεί», είπε με μια πίκρα που δε θα ξεχάσω ποτέ, «θα μείνω (εγώ, ο απελπισμένος και αδύναμος) ο τελευταίος της παλιάς γενιάς των Άσερ». Την ώρα που μιλούσε, η λαίδη Μάντλιν (αυτό ήταν τ’ όνομά της) πέρασε με αργό βήμα από την άλλη άκρη του δωματίου και, χωρίς να προσέξει την παρουσία μου, εξαφανίστηκε. Την κοίταξα με έκπληξη και φόβο μαζί —κι όμως, μου ήταν αδύνατο να εξηγήσω αυτά τα συναισθήματα. Μια θλίψη έσφιξε την καρδιά μου καθώς τα μάτια μου την ακολουθούσαν όπως απομακρυνόταν. Όταν, τελικά, η πόρτα έκλεισε πίσω της, το βλέμμα μου αναζήτησε ενστικτωδώς τον αδελφό της, όμως εκείνος είχε κρύψει το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του και το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν η τρομερή χλομάδα των αποστεωμένων δαχτύλων του, μέσα απ’ τα οποία κυλούσαν άφθονα, καυτά δάκρυα.

Η ασθένεια της λαίδης Μάντλιν είχε προβληματίσει για καιρό τους γιατρούς της. Μια μόνιμη αδιαφορία για τη ζωή, μια βαθμιαία εξαφάνιση της προσωπικότητας και συχνές — αν και παροδικές— κρίσεις μερικής καταληψίας συνέθεταν την ασυνήθιστη διάγνωση. Μέχρι στιγμής αντιστεκόταν στο βάρος της αρρώστιας της και δεν είχε περιοριστεί μόνιμα στο κρεβάτι- αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής μου στο σπίτι, υπέκυψε (όπως μου είπε μετά από λίγο ο αδελφός της, φοβερά ταραγμένος) στην ακατανίκητη αυτή φθοροποιό δύναμη- κι έμαθα πως η σύντομη ματιά που είχα ρίξει σ’ αυτή την ευγενική γυναίκα ήταν μάλλον και η τελευταία —τουλάχιστον για όσο διάστημα ακόμα ζούσε.

(…)

Καθώς συλλογιζόμουν, κάποιο απόγευμα, το εξωφρενικό τελετουργικό αυτού του έργου και την πιθανή επιρροή που ασκούσε στον υποχόνδριο φίλο μου, εκείνος μου ανακοίνωσε ξαφνικά το θάνατο της λαίδης Μάντλιν και την πρόθεσή του να κρατήσει τη σορό της για ένα δεκαπενθήμερο (πριν από τον οριστικό ενταφιασμό) μέσα σε κάποια από τις πολλές θολωτές κρυπτές του σπιτιού. Η δικαιολογία που πρόβαλε γι’ αυτή την ασυνήθιστη διαδικασία ήταν τέτοια που δε μου έδινε το δικαίωμα να του αντιταχθώ. Είχε οδηγηθεί σ’ αυτή την απόφαση, τουλάχιστον έτσι μου είπε, λαμβάνοντας υπόψη τον ασυνήθιστο χαρακτήρα της αρρώστιας της νεκρής, ορισμένες ενοχλητικές, επίμονες εξετάσεις που έκαναν οι γιατροί της, καθώς και την απομακρυσμένη τοποθεσία του οικογενειακού νεκροταφείου. Δεν αρνούμαι ότι, φέρνοντας στο νου μου την αυστηρή όψη του ανθρώπου που συνάντησα στη σκάλα την ημέρα που έφτασα στο σπίτι, δεν είχα καμιά διάθεση να εναντιωθώ σε κάτι που θεωρούσα ακίνδυνη —και σε καμία περίπτωση αφύσικη— προφύλαξη.

Βοήθησα ο ίδιος τον Άσερ, μετά από παράκλησή του, στις διαδικασίες της προσωρινής ταφής. Οι δυο μας μεταφέραμε το φέρετρο με τη σορό της αδελφής του στον τόπο ανάπαυσής της. Ήταν μια κρύπτη που είχε ν’ ανοιχτεί τόσα πολλά χρόνια, ώστε οι δάδες μας μισόσβηναν από την πνιγηρή της ατμόσφαιρα, κάνοντας δύσκολη την εξερεύνηση του χώρου. Βρισκόταν σε μεγάλο βάθος, ακριβώς κάτω απ’ το σημείο που ήταν το δικό μου υπνοδωμάτιο. Στα παλιά, φεουδαρχικά χρόνια χρησιμοποιούσαν προφανώς το υπόγειο ως κρατητήριο και αργότερα ως μπαρουταποθήκη —πράγμα που φαινόταν από το χαλκό που κάλυπτε ένα τμήμα του πατώματος και ολόκληρο το μακρύ, θολωτό διάδρομο απ’ όπου περάσαμε για να μπούμε. Η βαριά σιδερένια πόρτα προστατευόταν επίσης με τον ίδιο τρόπο. Το τεράστιο βάρος της έκανε τους μεντεσέδες να τρίζουν διαπεραστικά καθώς ανοιγόκλεινε.

Αποθέσαμε το πένθιμο φορτίο μας πάνω σε δύο τρίποδα μέσα σ’ αυτό τον τρομακτικό χώρο και, μισανοίγοντας το καπάκι του φέρετρου, που δεν ήταν ακόμα καρφωμένο, κοιτάξαμε το πρόσωπο της νεκρής. Για πρώτη φορά πρόσεξα μια εντυπωσιακή ομοιότητα μεταξύ των δύο αδελφιών ο Άσερ, μαντεύοντας ίσως τις σκέψεις μου, μουρμούρισε ότι με την αδελφή του ήταν δίδυμοι κι ότι έτρεφαν πάντα μια αμοιβαία αγάπη, που δεν ήταν εύκολο να εκφραστεί. Οι ματιές μας, ωστόσο, δε στάθηκαν για πολύ στη νεκρή, γιατί το θέαμα μας προκαλούσε δέος. Η αρρώστια που είχε οδηγήσει στον τάφο αυτή τη γυναίκα πάνω στο άνθος της νιότης της είχε αφήσει — όπως κατά ειρωνεία της τύχης συμβαίνει συνήθως σε όλες τις ψυχοπαθολογικές ασθένειες— ένα αχνό ρόδισμα στο λαιμό και το πρόσωπο κι αυτό το αλλόκοτα επίμονο χαμόγελο, που φαίνεται τόσο τρομακτικό σ’ έναν πεθαμένο. Ξαναβάλαμε το καπάκι στη θέση του και το καρφώσαμε. Ασφαλίσαμε τη σιδερένια πόρτα και ανεβήκαμε με κόπο στα πάνω διαμερίσματα του σπιτιού, που δεν ήταν λιγότερο μελαγχολικά.

Και τώρα, αφού πέλασαν λίγες μέρες έντονης θλίψης, παρατήρησα μια σημαντική αλλαγή στο χαρακτήρα της νοητικής διαταραχής του φίλου μου. Οι συνηθισμένοι του τρόποι είχαν χαθεί. Είχε παραμελήσει ή ξεχάσει τις καθημερινές του ασχολίες. Τριγύριζε νευρικά και άσκοπα από δωμάτιο σε δωμάτιο. Το πρόσωπό του είχε γίνει —αν αυτό ήταν δυνατό — ακόμα πιο χλομό και η λάμψη των ματιών του είχε σβήσει εντελώς. Η βραχνάδα που είχε πότε πότε η φωνή του δεν ακουγόταν πια και μόνο ένα τρεμούλιασμα, που πρόδιδε ανείπωτο τρόμο, φανέρωνε ότι μιλούσε. Υπήρχαν πράγματι φορές που σκεφτόμουν ότι το αδιάκοπα ταραγμένο μυαλό του πάλευε με κάποιο φοβερό μυστικό, ψάχνοντας να βρει το θάρρος για να το φανερώσει. Άλλες φορές πάλι υποχρεωνόμουν να τ’ αποδώσω όλα στις ανεξήγητες πτυχές της παράνοιας. Τον έβλεπα να κοιτάζει το κενό για ώρες, βαθιά συγκεντρωμένος, λες και άκουγε κάποιο φανταστικό ήχο. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που η κατάστασή του μ’ επηρέαζε -με τρομοκρατούσε. Ένιωθα να τρυπώνουν μέσα μου, αργά αλλά σταθερά, οι επιρροές των παράλογων, —εν τούτοις μεταδοτικών— δεισιδαιμονιών του.

Το πόσο δυνατά ήταν αυτά τα συναισθήματα το ένιωσα ιδιαίτερα όταν έπεσα να κοιμηθώ, αργά την έβδομη ή την όγδοη νύχτα αφότου είχαμε βάλει τη λαίδη Μάντλιν στο υπόγειο. Δε μ’ έπιανε ύπνος κι οι ώρες περνούσαν, χωρίς να καταφέρνω να διώξω με τη λογική τη νευρικότητα που με είχε κυριέψει. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως σε μεγάλο βαθμό ένιωθα έτσι εξαιτίας της κακής επιρροής που μου ασκούσαν τα θλιβερά έπιπλα του δωματίου —οι σκοτεινές, ξεφτισμένες κουρτίνες πήγαιναν πέρα δώθε στους τοίχους απ’ την πνοή της θύελλας που πλησίαζε και θρόιζαν ανήσυχα πάνω απ’ το κρεβάτι. Όμως οι προσπάθειές μου ήταν μάταιες. Σιγά σιγά μ’ έπιασε ένα τρέμουλο που δεν μπορούσα να το σταματήσω· κι έπειτα θρονιάστηκε στην καρδιά μου μια εντελώς αδικαιολόγητη ανησυχία. Πάλευα να την αποδιώξω κι ανασηκώθηκα στα μαξιλάρια, προσπαθώντας να διακρίνω κάτι μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Ενστικτωδώς, συγκέντρωσα την ακοή μου κι αφουγκράστηκα κάποιους αόριστους ήχους που ακούγονταν αμυδρά, κατά διαλείμματα, όποτε κόπαζε η καταιγίδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω από πού έρχονταν. Νικημένος από ένα έντονο συναίσθημα τρόμου, ανεξήγητο κι ανυπόφορο, ντύθηκα βιαστικά (γιατί κατάλαβα πως δε θα κοιμόμουν άλλο εκείνη τη νύχτα) και προσπάθησα να συνέλθω απ’ την αξιοθρήνητη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν, βηματίζοντας βιαστικά πάνω κάτω στο δωμάτιο.

Δεν είχα προλάβει να κάνω πολλές βόλτες, όταν ένα ανάλαφρο βήμα από μια κοντινή σκάλα τράβηξε την προσοχή μου. Το αναγνώρισα αμέσως: ήταν του Άσερ. Την επόμενη στιγμή, χτύπησε απαλά την πόρτα μου και μπήκε, κρατώντας μια λάμπα. Η όψη του είχε, ως συνήθως, την ωχρότητα του θανάτου- τώρα, όμως, υπήρχε στα μάτια του και μια τρελή ευθυμία-η όλη του συμπεριφορά πρόδιδε μια συγκρατημένη υστερία. Ο τρόπος του με τρόμαξε, αλλά μπροστά στη μοναξιά που με βασάνιζε τόσες ώρες υποδέχτηκα την παρουσία του με ανακούφιση.

«Μα, δεν την είδες ακόμα;» είπε απότομα, ενώ κοιτούσε γύρω του σιωπηλός- «δεν την είδες, λοιπόν; Στάσου, θα δεις». Λέγοντας αυτά και προστατεύοντας με το χέρι του τη λάμπα, για να μη σβήσει, πλησίασε βιαστικά σ’ ένα παράθυρο και το άνοιξε διάπλατα στην καταιγίδα.

Η ορμητική μανία του αέρα λίγο έλειψε να μας σηκώσει. Ήταν πράγματι μια θυελλώδης μα άγρια όμορφη νύχια. Πραγματικά άγρια, μέσα στον τρόμο και την ομορφιά. Ήταν φανερό πως ένας ανεμοστρόβιλος είχε συγκεντρώσει τη δύναμή του κάπου κοντά μας, γιατί ο άνεμος άλλαζε κατευθύνσεις βιαστικά και βίαια και, μολονότι τα πολύ πυκνά και χαμηλά σύννεφα πλάκωναν τους πυργίσκους του σπιτιού, μπορούσαμε να διακρίνουμε με πόση ταχύτητα εφορμούσαν απ’ όλα τα σημεία τ’ ουρανού και συγκρούονταν το ένα πάνω στ’ άλλο, χωρίς ν’ απομακρύνονται από κοντά μας. Ακόμα, λοιπόν, και τα τόσο πυκνά σύννεφα δε μας εμπόδιζαν να δούμε αυτό το θέαμα, παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε το φεγγάρι ή τ’ αστέρια ούτε και τη λάμψη της αστραπής. Όμως, οι πελώριες, ταραγμένες μάζες των υδρατμών, όπως και καθετί που μας περιέβαλλε στη γη, έλαμπε μ’ ένα αφύσικο φως, αμυδρό μα σαφώς ορατό, που κρεμόταν πάνω απ’ την έπαυλη και την τύλιγε σαν πέπλο.

«Μην κοιτάς καλύτερα. Δεν πρέπει», είπα αναριγώντας στον Άσερ και τον οδήγησα, τραβώντας τον απαλά απ’ το παράθυρο, σε μια πολυθρόνα. «Όλ’ αυτά, που σου φαίνονται τόσο παράξενα, είναι συνηθισμένα ηλεκτρικά φαινόμενα —κι ίσως να μοιάζουν τρομακτικά επειδή προέρχονται απ’ τη μολυσμένη λίμνη. Ας κλείσουμε καλύτερα το παράθυρο- ο παγωμένος αέρας θα σου κάνει κακό. Να, εδώ έχω ένα μυθιστόρημα απ’ τ’ αγαπημένα σου. Εγώ θα σου διαβάζω κι εσύ θ’ ακούς, κι έτσι θα περάσουμε μαζί αυτή την τρομερή νύχτα».(…)

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: