Το διήγημα της Πέμπτης: «Η αγάπη θέλει φίλημα…» του Γιώργου Φαρσακίδη

Αναμετράς τον εαυτό σου, αν μπορέσεις σαν έρθει η ώρα ν’ απλώσεις αντρίκια το χέρι, να χαιρετήσεις το χάρο, να σύρεις μαζί του την τελευταία στροφή. Δε γνωρίζεις ακόμα πως στο μονοπάτι της ζωής ο Χάρος κι ο Έρωτας βαδίζουν αντάμα. Πως τούτη η διαλεχτική, όλο αντιφάσεις, μπολιάζει και συντηρεί τη ζωή…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Η αγάπη θέλει φίλημα…» του Γιώργου Φαρσακίδη

Ο χαράκτης, ζωγράφος και λογοτέχνης, μαχητής της Εθνικής ΕΑΜικής Αντίστασης, Γιώργος Φαρσακίδης, γεννήθηκε το 1926 στην Οδησσό της Σοβιετικής Ένωσης και έφυγε από τη ζωή στις 22 του Ιούλη 2020.

Το 1933 εγκαθίσταται με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Στα δεκατέσσερά του γνωρίζει στις γειτονιές του Ντεπώ την καινούργια πατρίδα.

Το 1943 γίνεται μέλος του ΚΚΕ και το 1944 εντάσσεται στον ΕΛΑΣ Χαλκιδικής. ΑνταρτοΕΠΟΝίτης, δεκαοχτώ χρόνων, τραυματίστηκε δύο φορές σε μάχη με Γερμανούς και Βούλγαρους κι έμεινε ανάπηρος στα δύο του χέρια.

Από το ’49 μέχρι το ’61 (με ένα μικρό διάλειμμα το ’56) και άλλα 3,5 χρόνια στη διάρκεια της χούντας θα κάνει στη Μακρόνησο, τον Άη Στράτη, τη Γυάρο και τη Λέρο, συνολικά 16,5 χρόνια εξορίας.

Αυτοδίδακτος στους τόπους της κράτησής του, ζωγραφίζει και χαράζει θέματα με περιεχόμενο από τη ζωή των συγκρατούμενων συναγωνιστών του κι αργότερα από τους αγώνες του ελληνικού λαού.

Μετά την πτώση της χούντας, δημοσιεύει εργασίες του σ’ εφημερίδες, εκθέτει, τυπώνει και κυκλοφορεί τα έργα του.

Το 1984, το βιβλίο του η Πρώτη Πατρίδα παίρνει το πρώτο βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Γιώργος Φαρσακίδης

Η εικαστική και η λογοτεχνική του δουλειά γίνεται γνωστή στη Σοβιετική Ένωση κι άλλες χώρες. Κριτικά σχόλια και παρουσίαση δημοσιεύονται στην Πράβντα, στην Ισβέστια, στη Σοβιέτσκαγια Κουλτούρα και άλλα έντυπα και μέρος της εργασίας του προβάλλεται από τη σοβιετική τηλεόραση. Καλεσμένος από την εφημερίδα Πράβντα στο γιορτασμό για τα 30χρονα της αντιφασιστικής νίκης, ο Γ. Φαρσακίδης τιμήθηκε για την αγωνιστική και καλλιτεχνική του δραστηριότητα με το Ανώτατο Χρυσό Μετάλλιο της Σοβιετικής Επιτροπής Ειρήνης.

Στα επόμενα χρόνια συνεχίζει τη δραστηριότητά του οργανώνοντας εκθέσεις των εικαστικών του έργων, ταξιδεύοντας και συγγράφοντας μια σειρά βιβλίων, πάνω από 25, που αφορούν τόσο τα προσωπικά του βιώματα, όσο και δοκίμια σε θέματα ιστορικά και φιλοσοφικά. Το πιο πρόσφατο έχει τίτλο «Καινούργια πατρίδα» και κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη του 2020  από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

Υπήρξε μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας και της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Το διήγημα εμπεριέχεται στην έκδοση «Ποτέ τους δεν έγιναν είκοσι…» (εκδ. Σκυτάλη, μια συλλογή 6 κειμένων που ο συγγραφέας αφιερώνει «Στους φίλους και τα γειτονόπουλα του Ντεπώ, τους αξεδίψαστους της ζωής, που πέθαναν με το όραμα ενός κόσμου καλύτερου». Το κάθε κείμενο συνοδεύεται από χαρακτικό έργο του ίδιου.

Το «Η αγάπη θέλει φίλημα…» είναι ένα από τα τρία που, όπως σημειώνει ο Γ. Φαρσακίδης «είναι ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από το προσωπικό ημερολόγιο που ‘χα κρατήσει στ’ Αντάρτικο. Τα γεγονότα που καταγράφονται αληθινά, όπως τα περιέσωσαν τα γραφτά και η μνήμη. Το ίδιο πραγματικά και τα ονόματα, με λιγοστές εξαιρέσεις όπου έπρεπε να τ’ αλλάξω για λόγους ηθικής τάξης». 

Η αγάπη θέλει φίλημα…
του Γιώργου Φαρσακίδη

Κι άλλες ώρες πορείας, με τον ήλιο να ζεματάει στις ξερές ρεματιές. Καταμεσήμερο κουρνιάσαμε σ’ ένα φαράγγι να περάσει η μέρα, να πορευτούμε νύχτα για το Ανταλί. Ξημερώματα αράξαμε σε μαντρί κοντά στο χωριό, στείλαμε σύνδεσμο και τ’ απόγευμα ήρθαν να μας καλωσορίσουν οι χωριανοί. Φέραν μαζί τους κεράσματα κι άναψε γλέντι τρικούβερτο.

Κοπελιά ντυμένη τα γιορτινά της, με χαμηλωμένο το βλέμμα, προσφέρει σύκα, καρύδια, ρακί. Φευγαλέες οι ματιές, κρυφαγκαλιάζουν τα λιοκαμένα, σφιχτοδεμένα της μπράτσα, γλιστράνε ένοχες στο λαιμό και τον κόρφο.

Ήρθε κοντά, κοντανασαίνεις τη ζεστή, μεθυστική ευωδιά του γυναικείου κορμιού. Κι ύστερα ένα σφίξιμο μέσα σου και δεν ξέρεις τι είναι. Κάτι σα χαρά και λύπη μαζί.

«… Η Ελλάς προστάζει, Μάνα πατρίδα
παιδιά της τα προσκαλεί…»

Μερακλωμένος ο Νικολίνταγας μ’ άλλους καλλίφωνους πιάσαν τ’ αντάρτικα. Κι ύστερα εκείνο το «Λευτεριά πανώρια κόρη…», που τόσο αρέσει σ’ όλους μας. Από κοντά σμίξαν κι οι νέοι κι οι μεγαλύτεροι χωριανοί να τραγουδάνε μαζί μας κι αντιβούιξε η ρεματιά.

Φάλτσος κι άχαρος σε τραγούδι και σε χορό, ανοιγοκλείνω το στόμα μου να δείξω συμμετοχή. Κι όσο κομπλάρω εγώ, άλλο τόσο με ξεσηκώνουν εκείνα:

«…Η αγάπη θέλει φίλημα κι ο πόλεμος τραγούδια,
στην κεφαλή λουλούδια και φλόγα στην καρδιά.
Κι ας έρθει ο χάρος για να δει με τι κορμιά θα μπλέξει,
ας έρθει κι ας διαλέξει κι ας μπει στη μαύρη γη…»

Ασυνήθιστοι στίχοι για το στερημένο τον έρωτα, ασκητικό μας αντάρτικο. Λόγια για λεβεντιά, γι’ αγάπη, για θάνατο, βάλσαμο και μαχαίρι, αναταράζουνε κάποιους κρυφούς λογισμούς. Τ’ ακούς και στοχάζεσαι τι ‘ναι τούτο που στέκει πάνω κι απ’ τη ζωή μας ακόμα. Αναμετράς τον εαυτό σου, αν μπορέσεις σαν έρθει η ώρα ν’ απλώσεις αντρίκια το χέρι, να χαιρετήσεις το χάρο, να σύρεις μαζί του την τελευταία στροφή. Δε γνωρίζεις ακόμα πως στο μονοπάτι της ζωής ο Χάρος κι ο Έρωτας βαδίζουν αντάμα. Πως τούτη η διαλεχτική, όλο αντιφάσεις, μπολιάζει και συντηρεί τη ζωή. Ο καταπιεσμένος ερωτισμός των είκοσι χρόνων φόρεσε πανοπλία πολέμου. Το νιώθει μα δεν το ξέρει πως πίσω απ’ την πολεμική ιαχή, την πολεμική αντρίκια μας σχέση, φοβισμένη φωλιάζει στα τρίσβαθα η ανάγκη ν’ αγαπηθείς!

«Μάνα πατρίδα», «Λευτεριά πανώρια κόρη». Ιδανικά και ιδέες, σύμβολα της ομάδας. Πάντα αχόρταγα για θυσίες και προσφορές.

Και μέσα μας ενδόμυχη η προσδοκία αναγνώρισης:

«… να σου μαδούν οι κορασιές λουλούδια στα μαλλάκια».

Τι είναι, αν όχι λόγος ερωτικός, με την ευρύτερη έννοια, τούτες οι αρχέγονες καταβολές για θυσία; Αυτές οι δυνάμεις που οδηγούν κάποια έντομα να πέσουν νεκρά μαζί με τον τελευταίο ερωτικό τους σπασμό; Για να επιβιώσει το είδος! Και ίσαμε εμάς τα λογικά όντα που ενεργούμε ενάντια στη «σώφρονα λογική». Όπως ο ποιητής, που διακηρύσσει πως «η ευτυχία βρίσκεται στο δόσιμο χωρίς μισθό…».

Μη δεν είναι βαθιά ερωτικός ο θρύλος του Ντάνκο που ξεριζώνει και καίει την καρδιά του; Και κείνος του Άδωνη; Κι ο θρήνος για τον Ιησού, μ’ όλες τις υστερικές παρακρούσεις των γυναικών για τον Σταυρωμένο Νυμφίο; Τον άντρα μπροστάρη που θυσιάζεται για τη «σωτηρία ημών»;

– Στην υγειά καπετάνιο, καλή λευτεριά!

– Στον αγώνα, στη νίκη.

– Ζήτω το Ε.Α.Μ., ο Ε.Λ.Α.Σ.

– Ζήτω η ηρωική μας Ε.Π.Ο.Ν.

«… Επάνω στα ψηλά βουνά αντάρτες επονίτες…»

Ο καπετάνιος σέρνει το χορό.

– Να ζήσει η λεβεντιά!

Κι άξαφνα σείστηκε ο τόπος. Δέκα τεράστια γερμανικά μεταγωγικά, δέκα Γιούγκερς, σκιάζοντας τον ήλιο πέρασαν πάνω μας.

– Κρύφτε τα όπλα, τα δίκοχα.

Χάλασε ο χορός, σκιάχτηκε ο κόσμος, ζαρώσανε όλοι στον ίσκιο της μάντρας.

– Τι να μας κάνουν, έχουν τα δικά τους τα ζόρια, λέει ο καπετάνιος.

– Τράβηξαν γραμμή για το Σέδες.

– Τώρα που τους τα ρίχνουν οι σύμμαχοι, πετούν χαμηλά μη δώσουνε στόχο.

 

Σκόλασε το γλέντι. Μας χαιρέτησαν κι έφυγαν για το χωριό οι πανηγυριώτες. Τα σακίδιά μας γεμάτα. Πίτα, ντομάτες, ελιές. Το κοφινάκι με τα σύκα κρεμασμένο στη μάντρα.

– Και το δίπλα αμπέλι δικό σας, μας είχε πει φεύγοντας ο πρόεδρος του χωριού. Έτσι, να τα χορτάσουνε για καλά και στομάχι και μάτι!

 

Το χωριό Μεσημέρι, μισή ώρα μακριά. Έξω από το χωριό υπάρχει φρουρά, καμιά δεκαριά Γερμανοί. Ο πρώτος μας στόχος.

– Καλά το γλεντήσαμε, καπετάνιο, αλλά τι θα γίνει με δαύτους;

– Αύριο θα μας φέρουν πληροφορίες, απαντάει εκείνος. Ίσως την επόμενη νύχτα. Όρεξη να ‘χετε.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: