Νίκος Καββαδίας – Λι

Με αφορμή τη γέννηση του Νίκου Καββαδία, 11 του Γενάρη 1910. Λι είναι το όνομα μια δεκάχρονης κινέζας που προσφέρεται να του κάνει διάφορες δουλειές όσο αυτός περιμένει στο καράβι ανάμεσα Καουλούν και Χονγκ Κονγκ, μέχρι να παραδοθεί αυτό σε άλλους ιδιοκτήτες. Λι είναι ένα όμορφο, μικρό πεζογράφημα, γραμμένο στις 25 του Δεκέμβρη 1968, που γυρίστηκε και κινηματογραφική ταινία.

Νίκος Καββαδίας - Λι

Με αφορμή τη γέννηση του Νίκου Καββαδία, 11 του Γενάρη 1910, μεταφέρουμε αποσπάσματα από τη Λι, ένα όμορφο, μικρό πεζογράφημα, γραμμένο στις 25 του Δεκέμβρη 1968. Για πρώτη φορά εκδόθηκε το 1987.

Λι είναι το όνομα μια δεκάχρονης κινέζας που προσφέρεται να του κάνει διάφορες δουλειές όσο αυτός περιμένει στο καράβι ανάμεσα Καουλούν και Χονγκ Κονγκ, μέχρι να παραδοθεί αυτό σε άλλους ιδιοκτήτες. Μέσα στο πολύ μικρό χρονικό διάστημα αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε αυτόν και τη Λι, που οδηγεί σε μια σύντομη περιδιάβαση του τοπικού πολιτισμού και της φιλοσοφίας του…

Νίκος Καββαδίας - Λι

Νίκος Καββαδίας

Η κινηματογραφική ταινία  “Between the devil and the deep blue sea” (φωτογραφία) που γυρίστηκε το 1995 είναι βασισμένη σε αυτό το έργο του Καββαδία. Εδώ με ελληνικούς υπότιτλους:

Νίκος  Καββαδίας, Λι (εκδ. Άγρα, Αθήνα 2010, ΙΣΤ΄ανατύπωση)

(…) Το πρωί μπήκαμε στη δεξαμενή και την άλλη μέρα φουντάραμε ανάμεσα Καουλούν και Χόνγκ Κόνγκ περιμένοντας να το παραδώσουμε στους καινούργιους αγοραστές και να φύγουμε.

– Δεν έχουν έτοιμα τα λεφτά, μου ’πε ο καπετάνιος. Θα μας καθυστερήσουν καθώς βλέπω καμιά βδομάδα. Άλλο που δε θέλεις.

Χαμηλή καταχνιά σκέπαζε τις δύο πολιτείες που εμάς δεν μας εμπόδιζε να βλέπουμε τα παρδαλά φώτα που δε σβήνουνε μέρα νύχτα. Καθόμουνα μοναχός στην τραπεζαρία. Τότε ήρθε στην πόρτα. Το φορτηγίσιο σκαλοπάτι ψηλό για να προστατεύει από τα κύματα, την έκρυβε από τη μέση και κάτω. Με κοιτούσε κατάματα. Πάνω στη φτενή κι αδύνατη πλάτη, σ’ ένα μαντίλι που οι δύο άκρες του δένονταν κόμπο κάτω απ’ το λαιμό της και οι δύο άλλες στη μέση της, βρισκόταν ένα μικρό κινεζάκι ίσαμε έξι μηνών. Έπαιζε με τη στριφτή πλεξίδα της. Της είπα να μπει. Δρασκέλισε το σκαλοπάτι με τέχνη και χάρη χωρίς να κρατηθεί πουθενά. Φορούσε μια πάνινη μπλούζα κι ένα στενό μαύρο παντελόνι. Στο χέρι κρατούσε ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο μπαμπού. Σενιάρισε με μια κίνηση των ώμων το μωρό στην πλάτη της. Έδειχνε ίσαμε οχτώ χρονώ. Το μουτράκι της ήταν άσχημο μα δε χόρταινες να βλέπεις τα μάτια της, που χόρευαν αδιάκοπα.

– Τι θέλεις, ρώτησα.

– Να σε δουλέψω όσο μείνετε, μου απάντησε με χελιδονίσια εγγλέζικα.

– Τι ξέρεις;

– Σάρωμα, σφουγγάρισμα. Μαντάρω και κάλτσες.

Τα χέρια της μιλούσαν. Σου ’δινε να καταλάβεις με χειρονομίες.

– Θα μου δίνεις φαΐ για μένα και τον αδερφό μου. Δεν τρώμε πολύ. Δε θα σου στοιχίσει.

Την έπιασα να κοιτάζει λαίμαργα ένα πιάτο με αυγά που βρισκόταν στο τραπέζι. Της έδωσα τέσσερα. Έβαλε δύο στις τσέπες και κράτησε τ’ άλλα δύο στα χέρια. Κίνησε να φύγει.

– Πού πας;

– Στο Σαμπάν*, στο σπίτι μου.

-Πώς θα κατέβεις την ανεμόσκαλα;

– Έλα να δεις.

Φτάσαμε στην κουπαστή. Χωρίς κανένα σινιάλο πέταξε έξω τα δύο αυγά που κρατούσε και κατόπι τ’ άλλα δύο. Έσκυψα κι είδα πέντε ζευγάρια χέρια απλωμένα. Κανένα αυγό δεν έσπασε. Κατέβηκε σα μαϊμού από την ανεμόσκαλα. Τριγύρω μας καμιά δεκαριά μικρές γιόγκα.** Πλυντήριο, ραφτάδικο, καφενείο, μπακάλικο, γιατρός για τα δόντια, βελονιστής. Όλα με μια παντιέρα ζωγραφισμένη. Το Σαμπάν μπορντέλο είχε ένα τριφύλλι κίτρινο. Τη νύχτα κατέβαιναν οι παντιέρες κι ανέβαιναν τα φανάρια. Το Σαμπάν της μικρής κινέζας δεν πουλούσε τίποτα. Το ιδεόγραμμά του μεταφραζόταν «Το σπίτι των ζητιάνων».

Ξαναγύρισε σε λίγο πάλι με τον αδερφό, τον ξεζεύτηκε και τον έβαλε προσεχτικά στο αδειανό μιας κουλούρας από σκοινιά. Στάθηκε μπροστά μου πατώντας ανάλαφρα στα δάχτυλα των ποδιών για να δείξει ψηλότερη.

– Λοιπόν θα με πάρεις;

– Ναι. Πώς σε λένε;

Μου ’πε κάτι που θα ’ταν αδύνατο να το θυμηθώ και να το ξαναπώ.

– Θα σε λέω Λι, της είπα.

Συμφώνησε.

– Πόσων χρονώ είσαι;

Σήκωσε τα χέρια και με μούτζωσε με τα δέκα δάχτυλα.

Κατάλαβα.

– Πού γεννήθηκες;

– Εδώ στα Σαμπάν. Δεν έχω βγει ποτέ στη στεριά όπως οι άλλοι εκατό χιλιάδες που ζούμε στη θάλασσα. Μας λένε «Τάνκα». Δεν μπορούμε να μείνουμε έξω. Ούτε ο νόμος της πολιτείας μάς σκεπάζει. Μερικοί το σκάνε με ψεύτικα χαρτιά. Οι αρχές κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν.

– Κι όταν κανείς πεθάνει στα Σαμπάν;

– Έρχεται η βάρκα νεκροφόρα. Είναι μια γιόγκα με μεγάλο πανί. Ξανοίγεται μακριά και τους φουντάρει.

– Δεν θα ’θελες να δεις το Χόνγκ Κόνγκ; Να βγεις έξω;

– Το ξέρω καλά. Κάθε εφτά μέρες έρχεται ο δάσκαλος κι ο παραμυθάς. Ο  ένας μάς μαθαίνει γράμματα. Ο άλλος μάς ιστοράει τις δύο πολιτείες. Μπορώ αν θέλεις να σε γυρίσω στην πιο δύσκολη συνοικία και να σε φέρω πίσω χωρίς να χάσω το δρόμο. Δοκιμάζουμε; Εσύ από πού κρατάς;

– Από μακριά. Από ένα τόπο που εσείς τον λέτε His La Kuo (Ελλάδα).

Κατάλαβε τα κινεζικά μου. Χάρηκε.

– Ξέρεις κινέζικα; Τα ’μαθες στο Peioing; (Πεκίνο).

-Pu shih (όχι).  Όμως έχω γεννηθεί στο Tung Sun Sheng (Μαντζουρία)(…)

 

(…) – Το Green Island, της είπα, είναι γιομάτο λουλούδια. Εδώ απ’ έξω είναι. Έχεις πάει;

– Όχι, όμως το ξέρω. Κάποτε το κατοικούσαν αυτοί που ταξίδευαν με τις μεγάλες γιόγκες και λήστευαν τα καράβια. Σ’ ένα από τα παλάτια ζει ένα γέρος από μεγάλη γενιά. Τρέφει κάπου διακόσιες μικρές κοπέλες. Τις ταΐζει, τις ντύνει, όλη μέρα τις αφήνει και γυρίζουν στο περιβόλι. Τη νύχτα τις φυλάνε κάτι δικοί μας που μοιάζουνε με γυναίκες. Αν καμιά το σκάσει την πιάνουν και την πετάνε στη θάλασσα δεμένη.

– Παραμύθια, της είπα. Σας τα λέει ο παραμυθάς.

– Όχι. Αλήθεια σου λέω. Κάθε τόσο άνθρωποι δικοί του ψαρεύουν τα σπίτια μας. Διαλέγουν τις όμορφες. Αυτές το ’χουν μεγάλη τύχη να παν εκεί πέρα.

– Θα ’θελες να πας;

Τέντωσε το κορμάκι της, σταύρωσε τις παλάμες στο στήθος και μου ’πε:

– Lao pu (ποτέ).

Γύρισε και κοίταξε το αδερφάκι της που ’παιζε με τα παπούτσια μου.

– Ούτε τούτο θ’ αφήσω να μου το πάρουν οι ψαράδες.

Φοβήθηκα πως θα κλάψει. Μα οι Κινέζες, πρέπει να ’σαι πολύ δικός τους για να κλάψουν μπροστά σου. Καθώς μιλούσε την τράβηξα απαλά και θέλησα να την καθήσω στα γόνατά μου. Αρνήθηκε κι έφυγε βιαστικά χωρίς – για πρώτη φορά – να πάρει το μικρό μαζί της. Λυπήθηκα. Φοβήθηκα μήπως τούτο το δεκάχρονο κορίτσι πήρε στραβά το χάδι μου. Δεν πρόλαβα να βγάλω συμπέρασμα. Και ξανάρθε κρατώντας από το χέρι μια δεκαοχτάχρονη πατριώτισσά της.

-Εγώ είμαι μικρή, μού ’πε σοβαρά. Δεν έχω μάθει ακόμη την τέχνη. Τούτη ξέρει. Αυτές που ’ρχονται τη νύχτα μαζί σας είναι της δουλειάς. Τούτη…

Της εξήγησα(…)

(…) ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΤΖΑΜΗΣ – ο μεγαλύτερος που ξέρω – στις κρίσιμες ώρες. Λέω κάτι κουβέντες που δεν έχουν καμιά θέση κείνη την ώρα και που τις θυμούνται οι άλλοι και περισσότερο απ’ όλους εγώ όταν έρχονται στο νου μου, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, και με βασανίζουν. Είναι κάτι παγίδες που στήνω σε μένα τον ίδιο.

– Θα με θυμάσαι όταν φύγω; τη ρώτησα. Θα με θυμάσαι;

Δεν αποκρίθηκε. Γιατί το ’πα; Για να μου απαντήσει μ’ ευχαριστίες; Να μου δείξει τι μου χρωστούσε; Ποιος δαίμονας ξέρει; Και με γαργαλάει με την ουρά του, καταστρέφει την ευτυχισμένη στιγμή και κάνει τους άλλους να τραβιούνται από μένα.

Δε μιλούσε καθόλου. Κοιτούσε πέρα το νησί Lappa που μόλις φαινόταν κατά τη μεριά του Macao. Άρχισε να μιλάει σα μοναχή της.

– Εκεί είναι το στενό Boccatigres. Ο ποταμός Πέρλα που σε πάει στη Whampoa, στην Καντώνα. Εκεί χτυπήθηκαν οι δικοί μας με τους άσπρους πριν πολλά χρόνια. Αυτοί είχαν κανόνια. Εμείς κάτι παλιοτούφεκα που μας είχαν πουλήσει οι ίδιοι. Δεν τους πολεμήσαμε τόσο μ’ αυτά. Είχαμε τουφέκι μας τη χολέρα· οι περισσότεροι πήγαν από βλογιά. Ήταν νέοι, όμορφοι με ξανθά μαλλιά. Όσοι γλίτωσαν μείναν σημαδεμένοι για όλη τους τη ζωή. Ένας απ’ αυτούς – ένα παιδί – δεν καταδέχτηκε να γυρίσει στο σπίτι του με χαλασμένο πρόσωπο. Έμεινε εδώ, ντυνόταν κινέζικα, ξέχασε τη γλώσσα του, τραβούσε ρικσά σαν τους κούληδες και δεν έπαιρνε πελάτη ποτέ από τη ράτσα του. Μονάχα Κινέζους. Ο παππούς μου τον πρόφτασε.

Σταμάτησε να μιλά. Μια πίκρα τριγύριζε το πρόσωπό της:

– Τον λυπάμαι, μουρμούρισε. Δεν υπάρχει χειρότερο πράμα από το να λυπάσαι τον άλλον. Και πιο φριχτό, να σιχαίνεσαι. Εγώ δεν θα τον σιχαινόμουνα(…)

(…)ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, όταν ήρθε το όρντινο – θα φεύγαμε την άλλη μέρα με το  Asia του Triestino – της το ’πα. Δεν έδειξε καμιά ταραχή. Ετοιμάσαμε μαζί τις βαλίτσες μου. Της χάρισα την κουβέρτα μου, το μαξιλάρι, το στρώμα και δυο σεντόνια ιρλαντέζικα. Με φώναξε ο καμαρότος και κατέβηκα στην καμπίνα του Καπετάνιου. Ο Καπετά Χαράλαμπος είχε πάρει σοβαρό ύφος. Έβαλε το χέρι στον ώμο μου.

– Πάρε όσα αυγά περισσέψαν, είπε, και μια ντουζίνα κονσέρβες σολομό. Δώσε τα στην ψυχοκόρη σου να μην πάνε χαμένα. Κάθε πρωί ερχόταν και μου γέμιζε το thermos νερό. Της το ’πα.

– Τώρα είμαι πλούσια, είπε. Καμιά σ’ όλα τα Σαμπάν δεν έχει το βιος μου.

Κατέβασε το κεφάλι της.

– Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δύο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμή.

– Θα ξαναγυρίσω, της είπα.

– Κανείς δεν ξαναγυρίζει. Ο καλός Δράκοντας κατεβαίνει στα σπίτια μας μονάχα μια φορά. Πολλοί δεν τον έχουν ούτε συναντήσει. Εγώ τον είδα.

– Τότε γιατί δεν τον δένεις με σκοινί της Μανίλλα, να μη σου φύγει.

– Όσοι τον αγγίσανε μίκρυνε. Έγινε ένα σκουλήκι ίσαμε το νύχι μου. Σκλαβωμένος δεν μπορεί πια να κάνει καλό.

– Πώς είναι;

-…είναι κεντημένος με χρυσές κλωστές σε μεταξωτό του Σαντούνγκ.

– Και πώς βοηθάει;

– Δε βοηθάει. Προλαβαίνει· όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλάβουν πριν πέσει.

Είναι νάνος, σκέφτηκα. Δεν είναι φυσικό να μιλάει έτσι.

– Την αλήθεια, πες μου την αλήθεια, της είπα. Πόσων χρονώ είσαι;

– Όσο και προχτές που με ρώτησες. Δέκα. Μα γιατί ρωτάς;

Έφυγε τα μεσάνυχτα. Περίμενα πολλήν ώρα πως θα γυρίσει να με χαιρετήσει. Δε φάνηκε. 

 

* Σαμπάν: πλωτές κατοικίες, μαγαζιά κ.λ.π

** Γιόγκα : Κινέζικα καΐκια.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: