Γιώργος Χουρμουζιάδης – Ο οβελίας

Το μυαλό μας ήτανε στον πρώτο οβελία της οικογένειας. Στο πρώτο γνήσιο ελληνικό Πάσχα που θα γιορτάζαμε, όσο στη Μουργκάνα και στην Αλεβίτσα στοιβάζονταν τα κορμιά των παλικαριών κάτω από το άγρυπνο αμερικάνικο μάτι του στρατηγού Βαν Φλιτ.

Ο Γιώργος Χουρμουζιάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 26 του Νοέμβρη 1932 και έφυγε από τη ζωή στις 16 του Οκτώβρη 2013.

Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Διακρίθηκε για το πλούσιο επαγγελματικό, ακαδημαϊκό και επιστημονικό του έργο, ιδιαίτερα στους κλάδους της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της μουσειολογίας. Δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση τα χρόνια 1961-1964 και το 1965 ορίστηκε Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας. Το 1973 έγινε Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, ενώ την περίοδο 1976-1978, ως υπότροφος της Alexander v. Humbolt στη Χαϊδελβέργη, μετεκπαιδεύτηκε στην Ευρωπαϊκή Ιστορία.

Το 1981 εκλέχθηκε καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κοσμήτορας το 1983. Το 1985 έγινε αντιπρύτανης στο ΑΠΘ. Ασχολήθηκε με την έρευνα της Νεολιθικής Περιόδου κάνοντας ανασκαφές σε προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, επίσης ασχολήθηκε συστηματικά με τη Μουσειολογία και οργάνωσε ειδικά φροντιστήρια στο ΑΠΘ. Υπήρξε πρωτοπόρος στη διάδοση και στην Ελλάδα των θεωρητικών “κινημάτων” της Αρχαιολογίας, που αναπτύχθηκαν στην Αμερική και στην Ευρώπη και εξέδωσε και διηύθυνε γι’ αυτό τον σκοπό τα περιοδικά “Ανθρωπολογικά” (1978-1982), “Γόρδων” (1991-1995) και “Ανάσκαμμα” (2008-2013).

Συνέγραψε 5 βιβλία και ανέπτυξε πλούσια αρθρογραφία, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε μέλος πολλών Ευρωπαϊκών Αρχαιολογικών Ινστιτούτων. Από το 1992 ο Γ. Χουρμουζιάδης διηύθυνε τις ανασκαφές στον προϊστορικό λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς και υπήρξε, επίσης, επιστημονικός υπεύθυνος για το πρόγραμμα LIFE, για την οργάνωση στην περιοχή της λίμνης Καστοριάς του πρώτου Οικομουσείου, με βάση τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο Δισπηλιό».

Υπήρξε μέλος του ΚΚΕ (εκλέχθηκε μέλος της ΚΕ και δυο φορές βουλευτής της Α’ Θεσσαλονίκης) ως το τέλος της ζωής του.

«Ο οβελίας» δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Σάββατο 26 Απρίλη 2003 – Κυριακή 27 Απρίλη 2003)

Ο οβελίας

Οι πρόσφυγες δε συνήθιζαν να ψήνουν αρνί το Πάσχα. Έβαφαν αυγά, έψηναν ωραία, λαχταριστά τσουρέκια, σουβλιστά αρνιά όμως και κοκορέτσια δε θυμούμαι ποτέ να συνόδευαν την πασχαλιάτικη χαρά μας. Αρνιά και κοκορέτσια ήθελαν λεφτά και μεις δεν είχαμε. Έτσι, περιοριζόμασταν στη μαγειρίτσα και σε κανένα μικρό γκιουβετσάκι. Τσουγκρίζαμε τα κόκκινα αυγά μας, λέγαμε τις ευχές μας, φιλιόμασταν σταυρωτά και κει τέλειωνε η Λαμπρή. Μαύρα, βλέπεις, τα χρόνια. Στη Μουργκάνα και στην Αλεβίτσα δε σταμάταγε το κανόνι. Ο Γράμμος και το Βίτσι είχανε μουλιάσει στο αίμα και οι Αμερικάνοι παρακολουθούσαν με τα κιάλια τους τη συντριβή της Πατρίδας και των οραμάτων του λαού να δει τη χώρα ελεύθερη, τα ελληνικά σχολειά να λουλουδίζουν και το τραπέζι να χορταίνει ψωμί.

Ήτανε μεγάλη Παρασκευή, θυμούμαι, ψιλόβρεχε κιόλας, όταν χτύπησε το κουδούνι. Τρέξαμε όλο περιέργεια ο αδερφός μου κι εγώ ν’ ανοίξουμε. Στο κατώφλι στεκόταν, μ’ ένα σφιχτό χαμόγελο στα μαυρισμένα τους πρόσωπα, ένα ζευγάρι. Ο Γιάντσος και η Βαγγελιώ, όπως μας είπαν. Έρχονταν από τον Αυγερινό Βοΐου. Τους έστελνε, μας είπανε, ο θείος μου ο Πασχάλης, που ήτανε ξάδερφος της γιαγιάς μου, για να τους φιλοξενήσουμε κανένα μήνα, μέχρι να τελειώσουνε οι μάχες που έδινε ο στρατός με την ΙΧ μεραρχία του ΔΣΕ. Και μόλις τους περάσαμε μέσα στο σαλόνι, ο Γιάντσος έριξε πάνω στο μεγάλο στρογγυλό τραπέζι της υποδοχής το μεγάλο, μακρόστενο, δέμα που κουβαλούσε στον ώμο, και τότε μόνο είδαμε το ματωμένο κεφάλι ενός αρνιού να βγαίνει μέσα από τις λαδόκολλες.

– Αυτό, είπε με βραχνή φωνή, ο Γιάντσος, σας το στέλνει ο θείος σας, ο Πασχάλης, για να το ψήσετε το Πάσχα.

Σχεδόν βουβαθήκαμε. Μικροί και μεγάλοι από εκείνη τη στιγμή ξεχάσαμε και το Γιάντσο και τη Βαγγελιώ. Η προσοχή όλων συγκεντρώθηκε στον οβελία εκ Βοΐου κι άρχισαν αμέσως οι προετοιμασίες. Να βρούμε μια ξύλινη σούβλα, γιατί οι σιδερένιες δεν κάνουν μας είπανε, να αγοράσουμε ένα μικρό τσουβάλι ξυλοκάρβουνα. Δυο κιλά κάρβουνα για κάθε κιλό κρέας, μας ξαναείπανε. Βούτυρο, λεμόνια και ένα κλαδί θυμάρι για ν’ αλείβουμε μ’ αυτό το αρνί, όσο αυτό θα ψηνόταν και θα κοκκίνιζε! Και από εκείνη τη στιγμή δε μας ησύχαζε τίποτε, ούτε κοιμόμασταν ούτε παίζαμε. Το μυαλό μας ήτανε στον πρώτο οβελία της οικογένειας. Στο πρώτο γνήσιο ελληνικό Πάσχα που θα γιορτάζαμε, όσο στη Μουργκάνα και στην Αλεβίτσα στοιβάζονταν τα κορμιά των παλικαριών κάτω από το άγρυπνο αμερικάνικο μάτι του στρατηγού Βαν Φλιτ. Και κάθε τόσο τρέχαμε στη μικρή μας αυλή, όπου σε μια γωνία, κάτω από την ανθισμένη σαλκιμιά είχε στηθεί το σουβλιστό μας αρνί, μνημείο της ασίγαστης λαχτάρας μας να ξεχάσουμε τον πόνο που σούβλιζε την καρδιά μας. Κι όλο τα βράδυ δεν κλείσαμε μάτι, με το να λέμε διάφορες ιστορίες για τη σταύρωση του Χριστού,, την ανάστασή του. Στιγμές ενός υπερφυσικού δράματος που μέσα μας έμπαιναν σαν μια σειρά από μυρωδάτες, ανοιξιάτικες εικόνες. Εικόνες εφηβικών ερώτων στα στενά σοκάκια της παιδικής μας γειτονιάς, αθώων εναγκαλισμών και υποσχέσεων για μια άλλη ζωή, χωρίς θεία και, προπαντός, ανθρώπινα δράματα. Και δεν ξεχνούσαμε να ρίχνουμε κλεφτές ματιές προς τη φρουτιέρα με τα κόκκινα αυγά και τον καρυδένιο μπουφέ, όπου είχαν κλειδωθεί τα λιγοστά μας τσουρέκια.

Τελικά μπήκε το πρώτο θαμπό φως από το παράθυρο. Πεταχτήκαμε από το κρεβάτι ντυθήκαμε στα γρήγορα, χωρίς να πλυθούμε, και τρέξαμε στη γωνία της αυλής μας με τη σαλκιμιά. Και τότε νιώσαμε όλο το θείο δράμα να σωρεύεται πάνω στα παιδικά μας κεφάλια. Ο πρώτος πασχαλινός μας οβελίας είχε γίνει άφαντος!

 

Φωτογραφία: Γράμμος (Thomas Giotopoulos / SOOC)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: