«Είναι άραγε ο έρωτας κάτι σαν αλαζονεία;…» – “Απομνημονεύματα ενός τρελού” του Γκιστάβ Φλομπέρ

Καμαρώστε τους, πιο κτήνη τώρα απ’ ό,τι τα σκυλιά και οι μύγες, να χάνονται, κρύβοντας προσεκτικά, για να μην τους δουν οι άλλοι, τη μοναχική τους απόλαυση, κι ίσως να λένε με το νου τους πως η ευτυχία είναι έγκλημα και η ηδονή ντροπή!

«Είναι άραγες ο έρωτας κάτι σαν αλαζονεία;…» - "Απομνημονεύματα ενός τρελού" του Γκιστάβ Φλομπέρ

Ο Γάλλος συγγραφέας Γκιστάβ Φλομπέρ έχει θεωρηθεί από πολλούς πατέρας της ρεαλιστικής μυθιστοριογραφίας.

Γεννήθηκε στις 12 του Δεκέμβρη 1821 στη Ρουέν της Νορμανδίας και έφυγε από τη ζωή στις 8 του Μάη 1880.

Είναι γνωστός ιδιαίτερα για το πρώτο του δημοσιευμένο μυθιστόρημα, «Μαντάμ Μποβαρί» (1857), του οποίου η δημοσίευση (για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες σε εφημερίδα)σκανδάλισε τα «χρηστά ήθη» της εποχής του, χαρακτηρίστηκε «ανήθικο» από τις αρχές και αποτέλεσε αιτία ποινικής δίωξης του συγγραφέα και του εκδότη. Στο μυθιστόρημα που τον έκανε γνωστό περιγράφεται η ζωή, αλλά και τα χαρακτηριστικά της αστικής τάξης, ένα από οποία, η υποκρισία, οδηγεί στο θάνατο μια γυναίκα που είχε στιγματιστεί και περιθωριοποιηθεί από το αστικό περιβάλλον. Η «Μαντάμ Μποβαρί» θα αναγνωριστεί τελικά ως ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Η «Αισθητική αγωγή» είναι επίσης ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα του Φλομπέρ, όπου αναπτύσσονται οι πρωτοποριακές του απόψεις για την αισθητική και την τέχνη.

Ο Φλομπέρ επηρέασε βαθύτατα την ανάπτυξη του σύγχρονου μυθιστορήματος, τη γαλλική, αλλά και γενικότερα την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Τα έργα του έχουν χαρακτηριστεί κλασικά και τα βιβλία του συνεχίζουν να διαβάζονται στις μέρες μας από εκατομμύρια αναγνώστες ανά τον κόσμο.

«Τα «Απομνημονεύματα ενός τρελού» είναι το πρώτο σημαντικό αυτοβιογραφικό έργο του Φλομπέρ και το έγραψε όταν ήταν 17 χρονών. Δεν έχει συνέλθει ακόμα από τη συγκλονιστική του συνάντηση, στην Τρουβίλ, στις διακοπές του 1836, με μιαν ωραία, μυστηριώδη και μελαχρινή γυναίκα, την Ελίζα Σλεσιγκέρ, που αργότερα θα γίνει το πρότυπο της Κυρίας Αρνού στην «Αισθηματική αγωγή». Οι «Αναμνήσεις ενός τρελού» είναι πολύτιμες και για άλλους λόγους: γνωριζόμαστε, πρώτα πρώτα, με τις συναισθηματικές διαθέσεις του νεαρού Φλομπέρ, που θα ήταν αποφασιστικές γι’ αυτόν· αυτό το κείμενο, επίσης, αποτελεί την πρώτη λογοτεχνική μορφή αυτής της συνάντησης, και μ’ αυτή την έννοια, είναι σαν ένα προσχέδιο ορισμένων σελίδων της «Αισθηματικής αγωγής». Τέλος, ο ρομαντισμός του Φλομπέρ, η αποφασιστική επίδραση του Γκαίτε και του Μπάιρον εκφράζονταν, στις «Αναμνήσεις ενός τρελού», με σελίδες που είναι από τις πιο εύστοχες, ανάμεσα στα πρωτόλειά του» σημειώνεται στο εισαγωγικό της δημοσίευσης των αποσπασμάτων που ακολουθούν. Περιλαμβάνονται σε αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» (αρ. τεύχους 143, Μάης 1983) στον Φλομπέρ, και τη μετάφρασή τους έχει επιμεληθεί ο Πέτρος Παπαδόπουλος.

Γκιστάβ Φλομπέρ

(…) Πήγαινα συχνά για έναν μοναχικό περίπατο στ’ ακρογιάλι. Μια μέρα, η τύχη μ’ έφερε στο μέρος όπου κολυμπούσε ο κόσμος. Ήταν μια τοποθεσία όχι μακριά από τα τελευταία σπίτια του χωριού, και γι’ αυτό πολυσύχναστη, άντρες και γυναίκες κολυμπούσαν μαζί, έβγαζαν τα ρούχα τους στην ακτή ή στο σπίτι τους και άφηναν το πανωφόρι τους πάνω στην άμμο.

Εκείνη τη μέρα ένα χαριτωμένο κόκκινο κοντογούνι με μαύρες ρίγες ήταν αφημένο στην ακτή. Η παλίρροια ανέβαινε, ο αφρός έφτιαχνε κρόσια στην ακτή κι ένα κύμα πιο δυνατό είχε κιόλας βρέξει τις μεταξωτές φράντζες αυτού του πανωφοριού. Το σήκωσα από κει για να το αποθέσω πιο μακριά· το ύφασμά του ήταν απαλό κι ελαφρό, ήταν ένα γυναικείο πανωφόρι.

Ήταν φανερό πως με είχαν δει, γιατί την ίδια μέρα, την ώρα του φαγητού, κι επειδή όλος ο κόσμος έτρωγε σε μια μεγάλη αίθουσα στο πανδοχείο που μέναμε, άκουσα κάποια φωνή που μου ’λεγε:

– Κύριε, σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοφροσύνη σας.

Γύρισα· ήταν μια νέα γυναίκα που καθόταν με τον άντρα της στο διπλανό τραπέζι.

– Πώς είπατε; τη ρώτησα, έχοντας αλλού το νου μου.

– Που μαζέψατε το πανωφόρι μου· εσείς δεν είστε;

– Μάλιστα, Κυρία μου, συνέχισα, κάπως στενάχωρα.

Με κοίταξε.

Χαμήλωσα τα μάτια και κοκκίνισα. Τι βλέμμα, πράγματι! πόσο όμορφη ήταν αυτή η γυναίκα! βλέπω ακόμα αυτό το φλογερό βλέμμα, κάτω από ένα μαύρο φρύδι, να καρφώνεται πάνω μου σαν ήλιος. Ήταν ψηλή, καστανή, με θαυμάσια μαύρα μαλλιά που έπεφταν σε πλεξούδες πάνω στους ώμους· η μύτη της ήταν ελληνική, τα μάτια φλογερά, τα φρύδια της ψηλά και εξαίσια καμπυλωτά, το δέρμα της έκαιγε και ήταν σαν χρυσάφι βελούδο· ήταν λεπτή και φίνα, έβλεπες γαλαζωπές φλέβες να τρέχουν σαν φίδια πάνω σ’ εκείνο το καστανοπόρφυρο στήθος. Ας σμίξουμε σ’ όλα αυτά ένα πανάλαφρο χνούδι που σκούραινε το πανωχείλι της και χάριζε στη φυσιογνωμία της μιαν έκφραση αρρενωπή και δυναμική που έσβηνε κάθε άλλη ξανθή ομορφιά. Θα μπορούσες να την πεις λίγο άχαρη ή μάλλον να της καταλογίσεις μια καλλιτεχνική αφροντισιά – ίσως γι’ αυτό οι γυναίκες τής έβρισκαν κάτι το χωριάτικο. Μιλούσε αργά· ήταν μια φωνή μελωδική, μουσική και απαλή…

Φορούσε ένα λεπτό φόρεμα από άσπρη μουσελίνα που άφηνε να φαίνονται οι απαλές γραμμές του μπράτσου της.

Όταν σηκώθηκε να φύγει, φόρεσε μιαν άσπρη κάπα μ’ έναν μόνο κοκκινωπό κόμπο· τον έδεσε μ’ ένα χέρι λεπτό και στρουμπουλό, ένα από εκείνα τα χέρια που ονειρεύεσαι για πολλή ώρα και που θα φλόγιζες στα φιλιά.

Κάθε πρωί πήγαινα να τη βλέπω μέσα στη θάλασσα· την ατένιζα από μακριά κάτω από το νερό, ζήλευα το μαλακό και γαλήνιο κύμα που χτυπούσε τα λαγόνια της και σκέπαζε μ’ αφρό αυτό το λαχανιασμένο στήθος, έβλεπα να διαγράφονται τα μέλη της κάτω από τα βρεμένα ρούχα που τη σκέπαζαν, έβλεπα την καρδιά της να χτυπά, το στήθος της να φουσκώνει· ατένιζα μηχανικά το πόδι της ν’ ακουμπά πάνω στην άμμο, και το βλέμμα μου έμενε καρφωμένο πάνω στ’ αχνάρια των βημάτων της, και λίγο ακόμα και θα έκλαιγαν βλέποντας το κύμα να τα σβήνει αργά.

Κι ύστερα, όταν γύριζε και περνούσε από κοντά μου, ακούγοντας το νερό να πέφτει από τα ρούχα της και το θρόισμα της περπατησιάς της, η καρδιά χτυπούσε με βία· χαμήλωνα το βλέμμα, το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι μου, πνιγόμουνα. Ένιωθα αυτό το μισόγυμνο γυναικείο κορμί να περνάει δίπλα μου με το άρωμα από το κύμα ακόμα πάνω του. Κι αν ακόμα ήμουνα κουφός και τυφλός, θα μάντευα την παρουσία της, γιατί ήταν κάτι μέσα μου το κρύφιο και γλυκό, που το έπνιγαν κάθε λογής εκστάσεις και χαριτωμένες σκέψεις, έτσι που περνούσε.

Νομίζω πως βλέπω ακόμα τη γωνιά που έμενα καρφωμένος στην ακτή· βλέπω τα κύματα να τρέχουν βιαστικά από παντού, να σπάνε, να απλώνονται· βλέπω το γιαλό με κρόσια από τον αφρό, ακούω το θόρυβο από τις ανάκατες φωνές των κολυμβητών που κουβέντιαζαν αναμεταξύ τους, ακούω το θόρυβο από τα βήματά της, ακούω την ανάσα της, όταν περνούσε δίπλα μου.

Είχα μαρμαρώσει, σαν να είχε κατέβει η Αφροδίτη από το βάθρο της και είχε αρχίσει να περπατά. Είναι επειδή, τότε για πρώτη φορά, ένιωθα την καρδιά μου, ένιωθα κάτι το μυστικιστικό, το παράξενο, σαν κάποιο καινούριο νόημα. Με κατακλύζαν ατέλειωτα, τρυφερά συναισθήματα – με νανούριζαν ανάερες, θολές εικόνες – ήμουνα πιο μεγάλος και πιο περήφανος συνάμα.

Αγαπούσα.

Ν’ αγαπάς, να νιώθεις νέος και γεμάτος έρωτα, να νιώθεις τη φύση και τις αρμονίες της να τρεμοπαίζουν μέσα σου, να νιώθεις την ανάγκη για μια τέτοια ονειροπόληση, αυτή τη ζωντάνια της καρδιάς κι έτσι να νιώθεις ευτυχισμένος! Αχ! τα πρώτα χτυποκάρδια του ανθρώπου, τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα! τι αλλόκοτα που είναι! Και αργότερα, πώς φαίνονται ανόητα και κουτά και ηλίθια! Περίεργο πράγμα! υπάρχει συνάμα πόνος και χαρά σ’ αυτή την αγρύπνια. Μήπως είναι και από ξιπασιά; Αχ! είναι άραγες ο έρωτας κάτι σαν αλαζονεία; πρέπει λοιπόν ν’ αρνηθούμε αυτό που και οι πιο βέβηλοι σέβονται; μήπως θα ’πρεπε να γελάμε με την καρδιά; Αλίμονο! αλίμονο! Το κύμα έσβησε τα βήματα της Μαρίας.

Ήταν στην αρχή μια ιδιόρρυθμη κατάσταση, όλο ξάφνιασμα και θαυμασμό, μια αίσθηση μοναδική, μυστικιστική κατά κάποιο τρόπο, ξέχωρη από κάθε ιδέα ηδονής. Είναι πολύ αργότερα που ένιωσα εκείνο τον ξέφρενο και ζοφερό πυρετό της σάρκας και της ψυχής που λιώνει και τη μια και την άλλη.

Ήμουνα μέσα στο ξάφνιασμα της καρδιάς που νιώθει τον πρώτο της παλμό. Ήμουνα σαν τον πρωτόπλαστο αφού γνώρισε όλες του τις δυνατότητες. Τι ονειρευόμουν, θα ήταν τρομερά δύσκολο να το πω· ένιωθα καινούριος άνθρωπος κι ολότελα ξένος από τον εαυτό μου· μια φωνή είχε φτάσει μέσα στην ψυχή μου.

Ένα τίποτα, μια πιέτα από το φόρεμά της, ένα χαμόγελο, το πόδι της, η παραμικρή ασήμαντη λέξη μ’ εντυπωσίαζαν σαν κάτι το υπερφυσικό, και είχα για όλα μια μέρα ολόκληρη να τα ονειρεύομαι. Ακολουθούσα τ’ αχνάρια της στη γωνιά κάποιου μακρόστενου τοίχου, και το θρόισμα από το φόρεμά της μ’ έκανε να σκιρτώ από αγαλλίαση. Όταν άκουγα τα βήματά της, τις νύχτες που περπατούσε ή προχωρούσε προς τα μέσα, όχι, δε θα μπορούσα να σας πω πόσα γλυκά συναισθήματα, μεθυστικά για την καρδιά, όλο ευδαιμονία και τρέλα, υπάρχουν στον έρωτα…

Και τώρα, που τόσο γελάω, που είμαι τόσο πικρά σίγουρος για τη γελοία όψη της ζωής, νιώθω ακόμα πως έρωτας, αυτός ο έρωτας όπως ονειρεύτηκα στο κολέγιο χωρίς να είναι δικός μου και που ένιωσα αργότερα, που μ’ έκανε τόσο να κλάψω και τόσο να γελάσω, πόσο πιστεύω ακόμα πως θα ήταν συνάμα το πιο θεσπέσιο πράγμα, ή η πιο μπουφόνικη βλακεία! Δύο πλάσματα που ρίχνονται σ’ αυτό τον κόσμο, έτσι στην τύχη, δεν ξέρω πώς και πού ανταμώνουν, αγαπιούνται, γιατί το ένα είναι γυναίκα και το άλλο άντρας! Πάνε να τρελαθούν το ένα για το άλλο, σεργιανούν μαζί τη νύχτα και λούζονται στην πρωινή δροσιά, κοιτάνε το φεγγαρόφωτο και το βρίσκουν διάφανο, θαυμάζουν τ’ άστρα, και λένε σ’ όλους τους τόνους: σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς, μ’ αγαπά, αγαπιόμαστε, και τα ξαναλένε όλα αυτά με αναστεναγμούς, με φιλιά κι ύστερα γυρνάνε πίσω, σπρωγμένοι κι οι δύο τους από ένα απαράμιλλο ξάναμμα, γιατί αυτές οι δύο ψυχές έχουν κορμιά που φουντώνουν, και σε λίγο ζευγαρώνουν με τον πιο γελοίο τρόπο, με βογκητά κι αναστεναγμούς, σκεφτικοί κι οι δυο τους, για να γεννοβολήσουν έναν ακόμα ηλίθιο σ’ αυτό τον κόσμο, έναν ακόμα δυστυχισμένο που θα τους μιμηθεί! Καμαρώστε τους, πιο κτήνη τώρα απ’ ό,τι τα σκυλιά και οι μύγες, να χάνονται, κρύβοντας προσεκτικά, για να μην τους δουν οι άλλοι, τη μοναχική τους απόλαυση, κι ίσως να λένε με το νου τους πως η ευτυχία είναι έγκλημα και η ηδονή ντροπή!

Θα μου συχωρεθεί, νομίζω, που δε μιλάω για τον πλατωνικό έρωτα, αυτόν τον παράφορο έρωτα, όπως για ένα άγαλμα ή μια μεγάλη εκκλησία, που απωθεί κάθε ιδέα ζήλιας και κτήσης και που θα έπρεπε να βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους μ’ έναν αμοιβαίο τρόπο, αλλά που σπάνια είχα την ευκαιρία να διακρίνω. Εξιδανικευμένος έρωτας, αν υπήρχε, αλλά που δεν είναι παρά ένα όνειρο, όπως κάθε τι ωραίο σ’ αυτόν τον κόσμο.

Σταματάω εδώ, γιατί το περιγέλασμα του γέρου δεν πρέπει ν’ αμαυρώνει τα παρθένα αισθήματα του νέου· θα είχα εξοργιστεί, όσο κι εσύ, αναγνώστη μου, αν μου μιλούσαν τότε τόσο ωμά. Πίστευα πως μια γυναίκα ήταν ένας άγγελος…! Πόσο δίκιο είχε ο Μολιέρος να τη συγκρίνει με μια σούπα!

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: