Διαβάζοντας τους Ρώσους κλασικούς τον 21ο αιώνα

Ο 19ος αιώνας δίκαια ονομάστηκε χρυσός αιώνας της Ρωσικής λογοτεχνίας, γιατί βρισκόμαστε μπροστά σε ένα θαύμα, και τα θαύματα δεν είναι εύκολο να τα καταλάβεις…

Αποσπάσματα από την ομιλία της Μαρίας Πεσκετζή, διδάκτορα Φιλολογίας, πρόεδρο της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων και συνεργάτιδα του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ, στην εκδήλωση της Ομάδας Λογοτεχνίας στο Στέκι Πολιτισμού και Νεανικής Δημιουργίας της ΚΝΕ – «Μάνος Λοΐζος»

Ο 19ος αιώνας δίκαια ονομάστηκε χρυσός αιώνας της Ρωσικής λογοτεχνίας, γιατί βρισκόμαστε μπροστά σε ένα θαύμα, και τα θαύματα δεν είναι εύκολο να τα καταλάβεις. Η εκρηκτική άνθηση της Ρωσικής λογοτεχνίας, μας λέει ο George Steiner, «μοιάζει να είναι μια από τις μεγάλες στιγμές θριάμβου στην ιστορία της δυτικής λογοτεχνίας, οι άλλες δύο είναι η εποχή των Αθηναίων τραγικών και του Πλάτωνα, και η εποχή του Σαίξπηρ…».1

Πώς συνέβη αυτή η εκπληκτική άνθηση, και μάλιστα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα – λιγότερο από έναν αιώνα – σε μια χώρα στην οποία κυριαρχούσε η δουλεία και που ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι της αμάθειας, εξαιτίας της καταστροφικής επιρροής της σκοταδιστικής ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας, της κυριαρχίας του πιο σκληρού δεσποτισμού και της πιο απάνθρωπης φεουδαρχίας;

***

Πολλοί προσπάθησαν να εξηγήσουν το φαινόμενο, εμείς, ωστόσο, παραθέτουμε την απάντηση της Ρόζα Λούξεμπουργκ (1918), γιατί τη θεωρούμε ως την πλέον διαφωτιστική: «Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ξαφνικής ανάδυσης της ρωσικής λογοτεχνίας είναι ότι γεννήθηκε μέσα από την αντίθεσή της στο ρωσικό καθεστώς, μέσα από το πνεύμα του αγώνα. Αυτό το χαρακτηριστικό ήταν εμφανές κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 19ου αιώνα και εξηγεί τον πλούτο και το βάθος του πνευματικού της περιεχομένου, την πληρότητα και την αυθεντικότητα της καλλιτεχνικής της μορφής, κυρίως όμως τη δημιουργική και συγκινητική κοινωνική της δύναμη. Η ρωσική λογοτεχνία έγινε υπό τον τσαρισμό μια ασύγκριτη δύναμη στη δημόσια ζωή, όπως καμιά άλλη σε καμιά άλλη εποχή και παρέμεινε για έναν αιώνα σε αυτή τη θέση, μέχρι να αντικατασταθεί από την υλική δύναμη των μαζών, μέχρι που ο λόγος να γίνει σάρκα. Ηταν αυτή η λογοτεχνία που κατέκτησε για το ημι-ασιατικό δεσποτικό κράτος μια θέση στον παγκόσμιο πολιτισμό, αυτή που έσπασε το σινικό τείχος που είχε ανεγερθεί από τον απολυταρχισμό και έχτισε μια γέφυρα προς τη Δύση, έτσι ώστε να εμφανιστεί όχι μόνο ως αποδέκτης αλλά και ως δωρητής, όχι μόνο ως μαθητής αλλά και ως δάσκαλος. Αρκεί να αναφερθεί κανείς σε τρία ονόματα: Γκόγκολ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι».2

Οι μεγάλοι Ρώσοι μυθιστοριογράφοι, παραβιάζοντας τις συμβάσεις του μυθιστορηματικού είδους, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στη Δυτική Ευρώπη, συνδέθηκαν και, έως ένα βαθμό ανταγωνίστηκαν, με την επική και δραματική παράδοση, από την οποία είχαν αποκοπεί οι Δυτικοευρωπαίοι ομότεχνοί τους, δίνοντας, έτσι, νέα πνοή στον ρεαλισμό, ο οποίος είχε αρχίσει στη Δύση να εκπίπτει σε έναν ακραίο νατουραλισμό.3 Αυτό που χαρακτηρίζει τον Ρωσικό Ρεαλισμό είναι ότι δεν περιορίζεται σε μια επιφανειακή αποτύπωση της πραγματικότητας, σε μια φωτογραφική, κατά τις επιταγές του νατουραλισμού, απεικόνισή της, αλλά αναδεικνύει τους εσωτερικούς παράγοντες που διαμορφώνουν αυτήν την πραγματικότητα και αποκαλύπτει τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα φαινόμενα και τις αιτίες τους.4 Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό επίτευγμα, το οποίο εξηγείται από το γεγονός ότι το μεγάλο ρωσικό μυθιστόρημα συνελήφθη και εξελίχτηκε σε εκείνη την ιστορική συγκυρία η οποία προοιωνίζεται την επερχόμενη επανάσταση. Η μεγάλη Ρωσική λογοτεχνία, γράφει ο Μπερντάγιεφ, «είναι γεμάτη προαισθήματα και προρρήσεις, διεγείρεται πάντοτε από την αναμονή μιας επικείμενης καταστροφής. Οι μεγάλοι Ρώσοι λογοτέχνες του 19ου αιώνα ένιωθαν ότι η Ρωσία ήταν στο χείλος της αβύσσου στην οποία θα γκρεμιζόταν. Τα έργα τους αντανακλούν την εσωτερική επανάσταση που συντελείται και την άλλη επανάσταση που έρχεται (…)».5

***

Οπως γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας» (1930), έργο όχι μόνο εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά και μοναδικό στο είδος του, τουλάχιστον στην ελληνική βιβλιογραφία, ακόμη και σήμερα, η Ρωσική λογοτεχνία «από λόγους γεωγραφικούς και φυλετικούς, από ιστορικές και οικονομικές ανάγκες, διαπλάστηκε εντελώς ιδιότυπα και απόχτησε εντελώς ξεχωριστά χαρακτηριστικά, που της δίνουν βάθος πανανθρώπινο και γοητεία ιδιαίτερη».6

Ιστορική τομή αποτελεί η εξέγερση των Δεκεμβριστών στις 14 Δεκέμβρη του 1825. Οι επαναστάτες ήταν νέοι, οι οποίοι, παρόλο που προέρχονταν από τις τάξεις των ευγενών, ζητούσαν την κατάργηση της δουλοπαροικίας, την ανατροπή της κυβέρνησης και πολιτικές ελευθερίες. Η αποτυχία της εξέγερσης, η οποία πνίγηκε στο αίμα από τον τσαρικό στρατό, ανάγκασε τους διανοούμενους, ιδιαίτερα τους νέους, να στοχαστούν πάνω στις αιτίες της αποτυχίας και να συνεχίσουν να αναζητούν τα μέσα με τα οποία θα πετύχουν την κοινωνική και πολιτική απελευθέρωση. Τότε, λοιπόν, γεννιέται ο τύπος του Ρώσου φοιτητή ο οποίος κατέχει κεντρική θέση ως μυθοπλαστικός ήρωας στη μεγάλη ρωσική πεζογραφία. Ο τύπος αυτός, όπως γράφει ο Καζαντζάκης, «(…) ξεκινά από την επαρχία φτωχός, ασθενικός, εξημμένος, διψώντας μάθηση και δράση, πηγαίνει στη Μόσχα ή την Πετρούπολη και εκεί ξημερώνεται με τους ομοϊδεάτες του. Πίνουν τσάι, καπνίζουν, συζητούν πώς θα σωθεί η Ρωσία και όλο το ανθρώπινο γένος. Ζητούν μια νέα πίστη, ένα νέο σύνθημα σωτηρίας. Είναι οι “Ιδεολόγοι του 1830”, είναι τα πρώτα φανερώματα, μαρτυρικά, ηρωικά, φαντασιόπληκτα, της ρωσικής “ιντελιγκέντσια”. Ζυμώνονται, ενωμένα ακόμα, τα στοιχεία που αργότερα θα πολεμήσουν μεταξύ τους: σλαβόφιλοι, δυτικόφιλοι, ορθόδοξοι, σκεπτικιστές, φιλελεύθεροι, καθαροί αισθητικοί, υλιστές, ιδεολόγοι». Ο Ρώσος φοιτητής, επαναστάτης, ιδεολόγος, αμφισβητίας, ριζοσπάστης, συνήθως φτωχός, ονειρεύεται την ανατροπή του κοινωνικού κατεστημένου και πολλές φορές συμμετέχει σε επαναστατικές οργανώσεις, είτε προβαίνει σε βίαιες πράξεις. Είναι ο Μπαζάρωφ του Τουργκένιεφ και ο Ρασκόλνικωφ του Ντοστογιέφσκι.

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να επισημάνουμε μια άλλη σημαντική ιστορική τομή, η οποία ουσιαστικά τέμνει τον 19ο αιώνα στη Ρωσία σε δύο περιόδους: Αναφερόμαστε στην τυπική, κατ’ ουσία, απελευθέρωση των δουλοπάροικων το 1861 και τη σταδιακή ανάπτυξη, με διαφορετικούς τρόπους και ρυθμούς απ’ ό,τι στη Δυτική Ευρώπη, της ρωσικής αστικής τάξης. Η περίοδος αυτή, η οποία διαρκεί περίπου έως το 1905, είναι μεταβατική, με την έννοια ότι τότε αρχίζει να εδραιώνεται στη Ρωσία η κεφαλαιοκρατία και το αστικό σύστημα, ενώ κυριαρχούν ακόμα στοιχεία από την παλιά φεουδαρχία. Ωστόσο, την περίοδο αυτή, κατά την οποία κυριαρχεί η μεγάλη μορφή του Λέοντος Τολστόι, η λογοτεχνική παραγωγή, τουλάχιστον μέχρι τον Τσέχωφ, επικεντρώνεται στην καταγγελία του τσαρικού καθεστώτος και των κοινωνικών δεινών που έχει επιφέρει το φεουδαρχικό σύστημα παραγωγής, το οποίο, αν και βρίσκεται σε παρακμή, εξακολουθεί να ταλανίζει τον λαό. Ο Λένιν γράφει χαρακτηριστικά για τον Τολστόι: «Αυτό το γρήγορο, οδυνηρό και δραστικό γκρέμισμα των παλιών “στυλοβατών” της Ρωσίας ήταν που απεικονίστηκε στα έργα του καλλιτέχνη Τολστόι και στις απόψεις του στοχαστή Τολστόι».7 Ωστόσο, ο Τολστόι, και όχι μόνο αυτός, «σαν τους ναρόντνικους» μας λέει πάλι ο Λένιν, «αρνείται να παρατηρήσει, κλείνει τα μάτια του και διώχνει τη σκέψη πως εκείνο που σχηματίζεται στη Ρωσία δεν είναι τίποτε άλλο από το αστικό κεφάλαιο».8 Σε αυτές, λοιπόν, τις αντιφατικές συνθήκες θα αναπτυχθεί η μεγάλη ρεαλιστική πεζογραφία του 19ουαιώνα (…).

***

Ο 19ος αιώνας αρχίζει με την εισβολή μιας μεγάλης ποιητικής μορφής, η οποία καθόρισε το λογοτεχνικό μέλλον της Ρωσίας, του Αλεξάντερ Πούσκιν. Ρομαντικός ποιητής για τους περισσότερους, γρήγορα λυτρώθηκε από το ρομαντικό πνεύμα και έγινε ουσιαστικά ο θεμελιωτής του ρεαλισμού στη Ρωσία με το περίφημο έργο του «Ευγένιος Ονέγκιν», έργο το οποίο ο Μπελίνσκι χαρακτήρισε ως την «Εγκυκλοπαίδεια της ρωσικής ζωής». Ο Πούσκιν, ο οποίος θεωρείται ισάξιος του Δάντη, του Σαίξπηρ και του Γκαίτε, σατίρισε την αριστοκρατία, πολέμησε την αμάθεια, αλλά, ταυτόχρονα, έδωσε «ποιητική αίγλη στην καθημερινή ζωή».

Από κει και πέρα άνοιξε ένας μεγάλος δρόμος, που τον ακολούθησαν ο Γκόγκολ, ο Λέρμοντωφ, ο Τουργκένιεφ, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τσέχωφ, ο Γκόρκι. Το ρωσικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αφήνοντας πίσω του το δυτικοευρωπαϊκό με τις ακραίες νατουραλιστικές τάσεις, απογειώνεται συνταιριάζοντας σε ενιαία καλλιτεχνική μορφή τα πιο αταίριαστα, φαινομενικά τουλάχιστον, στοιχεία: Την καυστική κοινωνική σάτιρα με τη λυρική έξαρση, το τραγικό με το κωμικό, την επική περιγραφή με τον δραματικό διάλογο, το υπαρξιακό στοιχείο με το κοινωνικό. Διαμορφώνει νέους μυθοπλαστικούς ήρωες, τους οποίους εμπνέεται από τη ρωσική πραγματικότητα, τους ανάγει, όμως, σε τύπους πανανθρώπινους.

Εκτός από τον τύπο του Ρώσου φοιτητή, μετά την απελευθέρωση των δουλοπάροικων το 1861, στο κέντρο του λογοτεχνικού ενδιαφέροντος τοποθετείται ο μουζίκος. Η αθλιότητα της ζωής των μουζίκων βρίσκεται στον πυρήνα του ρωσικού αινίγματος, το οποίο όλοι οι διανοούμενοι και οι λογοτέχνες προσπαθούν να λύσουν. Στο ερώτημα «πώς θα σωθεί ο Ρώσος από τα δεινά;» θεμελιώνεται το ιδεολογικό περιεχόμενο των μεγάλων ρωσικών μυθιστορημάτων. Ωστόσο, με τον Τολστόι και τον Ντοστογιέφσκι, το ερώτημα αυτό, όπως σωστά επισημαίνει ο Καζαντζάκης, παίρνει χαρακτήρα πανανθρώπινο. Το ζητούμενο, επομένως, είναι «πώς θα σωθεί ο άνθρωπος;».

Τέλος, οι Ρώσοι μυθιστοριογράφοι δίνουν σάρκα και οστά σε έναν μυθιστορηματικό τύπο, ο οποίος έχει εξαιρετικό λογοτεχνικό αλλά και κοινωνικό ενδιαφέρον: Τον «περιττό άνθρωπο», όρο που συναντάμε στη νουβέλα του Ιβάν Τουργκένιεφ, «Το ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου». Ποιος είναι ο περιττός άνθρωπος; Είναι ο ονειροπόλος, ο άεργος, ο μορφωμένος, πότε αριστοκράτης πότε δημόσιος υπάλληλος, που είναι ανίκανος για πρακτική δράση. Είναι αυτός που εγκλωβίζεται στον εαυτό του και στις ανάγκες του και αγνοεί τον κόσμο γύρω του. Η πλήξη και η ανία, το περίφημο spleen, χαρακτηρίζουν τη ζωή του και πολλές φορές, αν δεν βρει τρόπο να τις ξεπεράσει, τον οδηγούν στην αυτοκαταστροφή. Είναι ο Ευγένιος Ονέγκιν του Πούσκιν, ο Ιβάν Ιλιτς και ο Νεχλιούντωφ του Τολστόι, οι «δαιμονισμένοι» ήρωες του Ντοστογιέφσκι, οι κουρασμένοι αστοί του Τσέχωφ και τόσοι άλλοι. Περιττούς ανθρώπους, ως μυθοπλαστικούς ήρωες, θα συναντήσουμε και στη δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία της εποχής, ωστόσο ο περιττός άνθρωπος των ρωσικών μυθιστορημάτων έχει ένα χαρακτηριστικό που τον διαφοροποιεί: Είναι ένα βασικό λογοτεχνικό μέσο το οποίο χρησιμοποιούν οι Ρώσοι μυθιστοριογράφοι, για να αντιπαρατεθούν στον ρομαντισμό και, κυρίως, για να ασκήσουν κοινωνική κριτική. Υπό την έννοια αυτή, είναι, ως μυθιστορηματικός τύπος, μοναδικός (…).

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

1. Τζωρτζ Στάινερ, «Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι», μτφ. Κώστας Σπαθαράκης, Αντίποδες, Αθήνα 2021, σ. 30.

2. Rosa Luxemburg, «Για τη ρωσική λογοτεχνία» (1918), «Τετράδια μαρξισμού», τεύχος 11, χειμώνας 1919, Τέχνη και Πολιτισμός.

3. Βλ. Στάινερ, ό.π.,. σ. 42 κ.ε.

4. Λέων Τολστόι, «Ανάσταση», κριτικό σημείωμα Μάρκος Αυγέρης, μτφ. Σ.τ Δαμιανίδη, λογοτεχνική απόδοση Κ. Κοτζιά, στο «Απαντα Ρώσων Κλασικών, Κοζάκοι, Ανάσταση, Αφέντης και δούλος», εκδόσεις «Χ. Μιχαλακέας και Σια», Αθήνα 1960, σ. 3.

5. Ν. Α. Μπερντάγιεφ, «Οι πηγές και το νόημα του ρωσικού κομμουνισμού», μτφ. Β.Δ. Νιανιός, Π. Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη, χ.χ., σ. 111.

6. Ν. Καζαντζάκης, «Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας», εκδόσεις «Καζαντζάκη», Αθήνα 1965, σ. 7.

7. Β.Ι. Λένιν, «Για τη λογοτεχνία και την Τέχνη», μτφ. Αλεξ. Αυγερινός, εκδ. «Γερ. Αναγνωστίδης», Αθήνα χ.χ., σ. 84.

8. Ο.π., σ. 70.

Ριζοσπάστης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: