Τα παραμύθια της έλικας – Ο νάνος και τ’ αστέρια

Θέλω να σου πω μια ιστορία για έναν άνθρωπο που γνώρισα μια φορά, πριν από πολλά χρόνια. Ήταν σαν όλους τους άλλους. Με αδυναμίες, με φόβους, με άγχη, αλλά και μ’ εξυπνάδα πολλή, με σπιρτάδα, καλοσύνη και αγάπη. Είχε όμως ένα διαφορετικό πάνω του. Ήταν μικροσκοπικός!

Τα παραμύθια της έλικας – Ο νάνος και τ’ αστέρια

(Στην Η. – Αφιερωμένο στο παιδί…)

Θέλω να σου πω μια ιστορία για έναν άνθρωπο που γνώρισα μια φορά, πριν από πολλά χρόνια. Ήταν σαν όλους τους άλλους. Με αδυναμίες, με φόβους, με άγχη, αλλά και μ’ εξυπνάδα πολλή, με σπιρτάδα, καλοσύνη και αγάπη. Είχε όμως ένα διαφορετικό πάνω του. Ήταν μικροσκοπικός! Ναι! Ναι! Ήταν ίσα με το γόνα μου! Έμενε σ’ ένα σπίτι μέσα στο δάσος ξύλινο, σα καλυβάκι. Κι αυτό ήταν μικροσκοπικό, αφού σε μεγάλο σπίτι δε θα μπορούσε να μείνει!

Ήθελε που λες, αυτός ο μικροσκοπικός άνθρωπος, να βλέπει τ’ αστέρια! Μα δε μπορούσε, γιατί τ’ αστέρια το βράδυ τα κάλυπταν τα φύλλα και τα κλαδιά των δέντρων και την ημέρα αστέρια δεν υπάρχουν! Όποτε ήθελε να δει τ’ αστέρια, φώναζε το φίλο του, τον αητό και έπαιρνε το ζακετάκι του και τον καβαλούσε και πετούσαν πάνω απ’ όλα τα δέντρα και τις ταράτσες και τις κορφές των βουνών και έβλεπε όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού και όλους τους αστερισμούς και ήξερε το κάθε ένα αστέρι ποιο ήταν! Μα αυτό όμως δε συνέβαινε συχνά, γιατί ο αητός έμενε πολύ μακριά και για να πάει στο δάσος πετούσε πολλή ώρα και κουράζονταν! Άσε που ήταν και γέρος και δε μπορούσε να βρει κλαδί να κάτσει, γιατί ήθελαν και τ’ άλλα πουλάκια να βρουν να κάτσουν! Και το χειρότερο;! Εάν είχε συγνεφιά; Τζάμπα το ταξίδι! Πώς θα βλέπανε τ’ αστέρια;

Ο μικροσκοπικός αυτός άνθρωπος, μπορεί να ήταν κοντός, μα είχε πολλή δύναμη και γι’ αυτό δούλευε σ’ ένα ορυχείο. Εκεί που οι άλλοι εργάτες δε μπορούσαν να φτάσουν, έμπαινε γοργά αυτός και έβγαζε το κάρβουνο σαν αστραπή! Στη δουλειά όλοι είχανε να λένε και όλοι τον αγαπούσαν κι όλοι αυτόν έβγαζαν για πρόεδρό τους. Του κάκου όμως! Οι εργάτες οι υπόλοιποι δεν ήξεραν γι’ αστέρια! Ούτε πώς φωτίζουν, ούτε πόσο ψηλά είναι, ούτε πόσα είναι, ούτε… τίποτα! Γιατί την ημέρα που κάνανε διάλλειμα και τρώγανε το μεσημεριανό, όπως είπαμε δεν έχει αστέρια και το βράδυ που βγαίνουν τ’ αστέρια, ή ήταν στο ορυχείο και δούλευαν, ή ήταν σπίτι και κοιμόντουσαν για να πάνε στη δουλειά το πρωί! Δεν ήξεραν λοιπόν πώς, στην πολιτεία αυτή όλα τα φώτα και όλες οι κουζίνες και τα πιο πολλά εργαλεία δούλευαν από το φως που τους έδιναν τ’ αστέρια!

Κι άμα δε το ‘ξεραν; Τι πειράζει -θα μου πεις-; Αμέεεεε, πώς δε πειράζει! Αφού από κει παίρνουν την ενέργεια, πώς θα φτιάξουνε καλύτερο τον κόσμο τους; Αλλιώς θα μείνουν πίσω και δε θα πάνε μπροστά και θα ψήνουν ένα ψωμί τη φορά και όχι δύο και δε θα χορταίνουν αρκετά! Πώς θα πάνε στη δουλειά αν δε χορταίνουν αρκετά; Θα βγάζουν λίγο κάρβουνο, όση σβελτάδα κι αν έχουν και δε θα μπορούν να βγάλουνε πολύ! Και το βράδυ είναι μόνο τ’ αστέρια! Την ημέρα, δίχως κάρβουνο, πώς θα δουλέψουν τα εργαλεία; Και το κάρβουνο σε πόση ώρα το βγάζουν; Αν δε μάθουν για τ’ αστέρια, πώς θα φτιάξουν πιο μεγάλες μηχανές, για να το βγάζουνε πιο γρήγορα; Έτσι το κάρβουνο θα είναι ακριβό και δε θα φτάνει! Κι άπαξ δε φτάνει, το ψωμί πώς θα είναι καλοψημένο για να τρώνε νόστιμο ψωμί και να πηγαίνουν στη δουλειά χαρούμενοι;

Ο νάνος μιλούσε στους εργάτες συχνά για τ’ αστέρια, μα οι εργάτες και να ήθελαν δε μπορούσαν να τον πιστέψουν! Γιατί ποτέ δεν είδανε τ’ αστέρια που λαμπυρίζουν!

Μια ημέρα ο ιδιοκτήτης του ορυχείου έμαθε για τον νάνο. Για τη σβελτάδα του στη δουλειά, για την εξυπνάδα του και την καλοσύνη του. Μα έμαθε και κάτι άλλο… έμαθε ότι ο νάνος ήξερε για τ’ αστέρια… Του κακοφάνηκε αυτό του ιδιοκτήτη. Γιατί αν μάθαιναν όλοι για τ’ αστέρια, τότε όλοι θα μάθαιναν να τα χρησιμοποιούν και δε θα είχανε ανάγκη το κάρβουνο!

Κι ύστερα, αν δεν είχανε ανάγκη το κάρβουνο, τότε πώς αυτός θα έβγαζε λεφτά πουλώντας το; Θύμωσε, λοιπόν, ο ιδιοκτήτης κι έβαλε τον βεζύρη της πολιτείας και τους χωροφυλάκους να βάλουν το νάνο στη φυλακή.

Πιάσανε το νάνο και τον δέσανε και τον βάλανε σ’ ένα κελί. Το κελί όμως ήταν πελώριο για το νάνο και δε μπορούσε να φτάσει στο παράθυρο για να βλέπει τ’ αστέρια το βράδυ που δε μπορούσε να κοιμηθεί. Ο νάνος ήταν πολύ στεναχωρημένος. Δε μπορούσε να τα βάλει με τους φρουρούς, γιατί ήταν ψηλοί και δυνατοί! Δε μπορούσε να σκαρφαλώσει και να φύγει, γιατί ο τοίχος ήταν πολύ ψηλός. Μα πιότερο απ’ όλα τον πονούσε που δε μπορούσε να δει τ’ αστέρια!

Μια νύχτα, λοιπόν, που τ’ αστέρια έφεγγαν πολύ και όλη η πολιτεία χόρευε, ο αητός έψαξε στο δάσος να βρει το νάνο. Έγιανε η μέση που τον πονούσε, τέντωσε τα πόδια του να ξεπιαστούν και μπορούσε να πετάξει. Μα πάνω απ’ όλα του έλειψε ο νάνος. Πήγε στο καλυβάκι, πήγε στον σκίουρο, πήγε στο ποταμάκι, πήγε στην μικροσκοπική σπηλιά που ζούσε το καλό φιδάκι, πήγε εδώ, πήγε εκεί, τίποτα! Πέταξε λοιπόν πάνω απ’ το ορυχείο, ούτε εκεί τον είδε! Σκέφτηκε λίγο και υπέθεσε ότι ο νάνος μας θα ήταν μέσα στη στοά, οπότε τον έψαξε μέσα στο ορυχείο.

-Τι θες εσύ εδώ; του είπε ένας εργάτης.

-Είμαι ο αητός του δάσους και ψάχνω το φίλο μου το νάνο. Μήπως τον είδατε; Μήπως δουλεύει;

-Ο νάνος είναι φυλακή. Τον φυλάκισε ο βεζύρης!

Αναστατώθηκε ο αητός. Μήπως έκανε καμιά παρανομία; Μήπως πήρε φρούτο χωρίς να πληρώσει;

-Όχι! του απάντησε ο εργάτης! Ο ιδιοκτήτης μας έμαθε ότι μας έλεγε για τ’ αστέρια και δε τον ξαναείδαμε!

Ο αητός τα έχασε. Ήξερε πόσο σημαντικά είναι τ’ αστέρια για τους ανθρώπους της πολιτείας μας. Έδωσε μια, έδωσε δυο και πέταξε μέχρι τη φυλακή.

-Νάνε, είσαι εδώ; φώναξε ο αητός.

-Εδώ είμαι, απάντησε ο νάνος, ανάμεσα στ’ αναφιλητά απ’ το κλάμα.

-Γιατί κλαις;

-Γιατί είναι ψηλοί οι τοίχοι και δε μπορώ να δω τ’ αστέρια! Και άλλοι άνθρωποι δε ξέρουν γι’ αυτά!

-Μη φοβάσαι καλέ μου νάνε. Οι άνθρωποι θα μάθουν για τ’ αστέρια. Μα τώρα προέχει να σε βγάλουμε απ’ τη φυλακή. Έχω ένα φοβερό σχέδιο, θα δεις!

Έφυγε ο αητός. Στο δρόμο συνάντησε κάποια ζωάκια.

-Τι τρέχεις έτσι; Για πού πετάς; τον ρώτησε ο κάστορας;

-Τρέχω να βρω βοήθεια να βγάλω το φίλο μου το νάνο απ’ τη φυλακή;

-Φυλακή; Γιατί είναι φυλακή ο νάνος; Ρώτησε η κουκουβάγια;

-Γιατί είπε στους εργάτες για τ’ αστέρια!

Έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα ο κόκορας! Άκου τι θα κάνουμε, είπε στον αητό…

-Θα πάμε να βρούμε το καλό φιδάκι! Έτσι μακρύ που είναι θα τρομάξει τους φρουρούς άμα μας κυνηγήσουν. Η αλεπού θα κουβαλήσει ένα κομμάτι ξύλο που θα το δώσει στο νάνο το ποντικάκι μόλις ανοίξει τρύπα στη φυλακή. Η κουκουβάγια που έχει μεγάλα μάτια θα κρατάει τσίλιες, εσύ θα τον βοηθήσεις να κατέβει απ’ το παράθυρο χωρίς να χτυπήσει. Μα… δεν είμαστε αρκετοί. Θέλουμε άλλους δύο για να τον φυγαδεύσουν. Το γαϊδουράκι θα τον κουβαλήσει, μα θέλουμε κάποιον που να ξέρει το δρόμο μακριά απ’ την πολιτεία.

-Εγώ θα το κάνω, λέει μια φωνή!

Ήταν ένας άνθρωπος, μεγάλος σε ηλικία, που φαίνεται να δούλεψε πολύ στη ζωή του. Είχε σβελτάδα στις κινήσεις του και ήταν έξυπνος και πονηρός πολύ. Το πρόσωπό του έμοιαζε γέρικο, μα έβγαζε καλοσύνη και αγάπη. Όμως! Ήταν κι αυτός νάνος!

Ξεκίνησαν οι 8 φίλοι, να βγάλουν τον νάνο απ’ τη φύλακή.

-Ε, νάνε, ήρθαμε! Άκου τι θα κάνεις! είπε ο αητός. Το ποντικάκι άνοιξε μια τρύπα στον τοίχο της φυλακής, πάρε το κούτσουρο αυτό και βάλτο στο κρεβάτι σου!

-Πώς ήρθατε τόσο γρήγορα! Σας ευχαριστώ φίλοι μου! Απάντησε συγκινημένος ο νάνος…

-Μη μιλάς τώρα. Κάτσε να μπω στο κελί μέσα. Ανέβα πάνω μου να φύγουμε!

Ανέβηκε ο νάνος πάνω στον αητό και με δυο φτερουγίσματα ο αητός ήταν στο παράθυρο.

-Αητέ, είπε ο νάνος. Πάμε στο ορυχείο, θέλω να δω τους εργάτες προτού φύγω.

Μαζεύτηκαν όλα τα ζωάκια μαζί με τους νάνους να πάνε στο ορυχείο. Στο δρόμο, όλο και πιο πολλά αστέρια φώτιζαν, όλο και πιο δυνατά με κάθε λεπτό που περνούσε. Ο νάνος ήταν ξανά χαρούμενος που τα έβλεπε! Εκεί στη φυλακή νόμιζε πως, δε θα τα ξανάβλεπε. Τα κοιτούσε σε όλη τη διαδρομή και έλεγε στα ζωάκια το ένα και το άλλο, τούτο κι εκείνο και όλα τα όμορφα αυτά πράγματα για τ’ αστέρια, αφού τα ήξερε καλύτερα απ’ το καλύβι του!

Όταν έφτασαν στο ορυχείο, οι εργάτες ήταν στις στοές.

-Ε φίλοι μου, ελάτε έξω, ελάτε έξω γρήγορα! Ελάτε να δείτε τ’ αστέρια πώς λάμπουν και πόσο όμορφα είναι!

Ένας εργάτης βγήκε νευριασμένος που τον έκοψε τη δουλειά ο νάνος.

-Τι θες πάλι, βρε νάνε! Δε βλέπεις ότι… δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει την φράση του. Κοίταξε τον ορίζοντα, κοίταξε ψηλά τον ουρανό και είδε τ’ αστέρια. Μαγεύτηκε απ’ την λάμψη τους!

-Είδες καλέ μου φίλε, που τελικά είχα δίκιο; Πόσο όμορφα και χρήσιμα μας είναι τ’ αστέρια…

-Ε, φίλοι εργάτες, συνάδελφοι, βγείτε έξω! Δείτε τον ουρανό τώρα τη νύχτα! Δείτε πόσο όμορφα είναι τ’ αστέρια! Δείτε! Απ’ αυτά ζούμε! Αν μάθουμε να τα δουλεύουμε, θα ζούμε πιο καλά!

Και ξάφνου, άρχισαν να βγαίνουνε εργάτες απ’ το ορυχείο. Βγήκαν και κοιτούσανε τ’ αστέρια θαμπωμένοι και γοητευμένοι! Τέτοιο πράμα δεν είχαν ματαδεί! Τόση λαμπάδα, τόση ομορφιά, ποτέ! Νέοι και γέροι τα κοιτούσαν σαν να ήταν το πιο όμορφο έργο τέχνης στον κόσμο!

-Σ’ ευχαριστούμε νάνε! Σ’ αγαπάμε! Τώρα θα γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι! Θα έχουμε πιο πολύ ψωμί και θα είμαστε πιο χαρούμενοι! Και θα γιορτάζουμε αυτή τη μέρα κάτω από τ’ αστέρια!

Όλοι ευχαρίστησαν τον Νάνο που τους βοήθησε να δουν τ’ αστέρια!

Οι εννιά φίλοι μας, ο νάνος και η παρέα του έφυγαν απ’ την πολιτεία. Πήραν το δρόμο για να τον φυγαδέψουν, γιατί τώρα που οι άνθρωποι ήξεραν για τ’ αστέρια, ο ιδιοκτήτης, ο βεζύρης και ο χωροφύλακες θα τον κυνηγούσαν να τον βάλουν φυλακή. Αυτό που έμαθε στους εργάτες ο νάνος, ήταν πολύ μεγάλο για να το ανεχτούν οι “δυνατοί.”

-Σ’ ευχαριστώ αητέ, για όλα. Ελπίζω εκεί που θα πάω οι άνθρωποι να ξέρουν για τ’ αστέρια ή αν δεν ξέρουν, να υπάρχουν αετοί όπως εσύ, που μ’ έπαιρνες στη ράχη σου και πετούσαμε ψηλά.

-Νάνε μου, θα μου λείψεις. Αυτό που έκανες ήταν μεγάλο. Οι άνθρωποι τώρα θα ψήνουν το ψωμί τους πιο καλά και θα δουλεύουν λιγότερο, αφού το κάρβουνο δε θα τους είναι χρήσιμο τόσο πολύ πλέον.

-Νέε μου, είπε ο γέρος νάνος. Έκανες μια πολύ μεγάλη δουλειά. Οι άνθρωποι αυτοί τώρα έχουν ελπίδα για τη ζωή τους, χάρις σ’ εσένα. Κάποτε προσπάθησα κι εγώ, μα δεν τα κατάφερα. Στην πολιτεία που έμενα, οι άνθρωποι δούλευαν τη γη και πλήρωναν πολλούς φόρους στον τσιφλικά. Δεν είχανε πολύ σιτάρι και το ψωμί τους δεν ήταν αρκετό. Μ’ έδιωξαν λοιπόν από κει και έμεινα μέσα στο δάσος. Μα προτού φύγω τους έδωσα μια συμβουλή… να είναι ελεύθεροι, να είναι ίσοι και ν’ αγαπιούνται σαν αδέρφια… Εσύ έκανες αυτό που εγώ δεν μπόρεσα και γι’ αυτό είμαι κι εγώ χαρούμενος κι ευτυχισμένος. Πάμε τώρα…

Κάθε βήμα που έκαναν μαζί οι δυο νάνοι, όλο λιγότερο ψήλωναν, έτσι που στο τέλος έφτασαν το ύψος των κανονικών ανθρώπων και λίγο παραπάνω. Αφού έτσι νάνοι που ήταν, το όραμά τους για ισότητα και ελευθερία για τους φτωχούς δε χωρούσε σε τόσο μικρό μπόι.

Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα! Καλύτερα; Θα δείξει! Αρκεί να έχουμε κι εμείς το νάνο να μας δείχνει τ’ αστέρια…

Κι ο βεζύρης; Και οι χωροφύλακες; Κι ο ιδιοκτήτης; Τι έγιναν; Αυτοί, μικρή μου, έβαλαν τα δυνατά τους να παλέψουν τους εργάτες. Και μερικές φορές τα κατάφεραν. Μα πλέον οι εργάτες ήξεραν για τ’ αστέρια και όσο πόλεμο κι αν κάνουνε οι βεζύρηδες και οι ιδιοκτήτες, δε θα μπορέσουν ποτέ να νικήσουν!

Κι εγώ που γνώρισα αυτόν τον ανθρωπάκο; Μα… σ’ ένα τραγούδι!

 

Γεώργιος Κόκκοτας. (Θείος Γιώργος, ή Θείος «Μπονάτσος», σύμφωνα με κάποιες πηγές)

 

Σημ. 1. Το τραγούδι, προφανέστατα είναι ο Μπεζεντάκος.

Οι αστοί τρομάξανε
Και κάστρα φτιάξανε
Να κλείσουν τα παιδιά των εργατών
Μ’ αυτοί με μια γροθιά
Σπάζουνε τα δεσμά
Τα κάστρα καταργούνε των αστών
Και μες το καρναβάλι
Οι αστοί την πάθαν πάλι
Ο Μπεζαντάκος μας άφησε γεια
Παντού τρεξίματα
Τελεγραφήματα
Πάλι ραπίσματα απ’ την εργατιά
Τον είχανε κλεισμένο
Διπλομανταλωμένο
Να τον δικάσουνε σε θάνατο
Μ’ αυτός τρυπάει τον τοίχο
Χωρίς κανέναν ήχο
Και βρίσκουν κούτσουρα στο θάλαμο.
Στ’ άχυρα ψάχνουνε
Ψύλλους για νάβρουνε
Ζητούν τον ένατο και τους οχτώ
Μ’ αυτοί είναι μακρυά
Εβίβα βρε παιδιά
Ζήτω το κόμμα μας το εργατικό.

Μα ο χαρακτήρας του νάνου δεν είναι μόνον αυτός του Μπεζεντάκου. Η απόδραση του είναι το μόνο χαρακτηριστικό που μας παραπέμπει στον Μπεζεντάκο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οκτώ χαρακτήρες, εννιά μαζί με τον ίδιο το νάνο, συμμετέχουν στην απόδραση. Η σβελτάδα του και η θέλησή του να μάθει πώς λειτουργεί το κάθε τι, όπως η βασική πηγή ενέργειας σ’αυτήν την πολιτεία, τ’ αστέρια, είναι ένα χαρακτηριστικό του Σταχάνωφ και το ξεσήκωμα των εργατών κρύβει μέσα του το μήνυμα του κινήματος του Σταχανωφισμού.

Σημ. 2. Τα τελευταία λόγια του Μαρίνου Αντύπα ήταν «Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία.» Στο παραμύθι, ο Μαρίνος Αντύπας έχει, τρόπον τινά, το ρόλο του απο μηχανής θεού, μα και την απόδειξη ότι το εργατικό και αγροτικό, το επαναστατικό κίνημα, οι κομμουνιστικές και οι σοσιαλιστικές* ιδέες για κοινωνική πρόοδο έρχονται απο πολύ μακριά και πάνε πολύ μακριά. Ο ρόλος αυτός ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του γέρου νάνου που μας λέει ότι «Κάποτε προσπάθησα κι εγώ, μα δεν τα κατάφερα. Στην πολιτεία που έμενα, οι άνθρωποι δούλευαν τη γη και πλήρωναν πολλούς φόρους στον τσιφλικά.» Παρακάτω ο νάνος μας λέει: «τους έδωσα μια συμβουλή… να είναι ελεύθεροι, να είναι ίσοι και ν’αγαπιούνται σαν αδέρφια… Εσύ έκανες αυτό που εγώ δεν μπόρεσα και γι’αυτό είμαι κι εγώ χαρούμενος κι ευτυχισμένος. Πάμε τώρα…»

Η σχέση του γέρου νάνου με τον νέο, είναι η μετάβαση απ’το παλιό στο νέο, η διαχρονικότητα των ιδεών και των αγώνων. Η ουσία στα λόγια του γέρου νάνου και η πράξη του νέου νάνου είναι η παρακαταθήκη που μένει και το συμπέρασμα που βγαίνει απο κάθε αγώνα, νικηφόρο η αποτυχημένο.

*Στα πλαίσια των πρώτων –ουτοπικών- σοσιαλιστών στην Ελλάδα, σαν τον Μαρίνο Αντύπα και τον Σταύρο Καλλέργη.

Πηγή 1 – «Αι τελευταίαι λέξεις του δυστυχούς σοσιαλιστού Αντύπα τας οποίας δημοσίευσαν αι εφημερίδες, θα εχρωματίσθησαν βεβαίως από το στόμα του με τη βαθυτέραν πικρίαν και απογοήτευσιν. Διότι βεβαίως, δε θα απήλθεν ενθουσιασμένος από τη δοκιμήν της πρακτικής σημασίας των λέξεων “Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία”, ο ατυχής σοσιαλιστής. Αι σφαίραι αι οποίαι τον έρριψαν νεκρόν, θα τον εδίδαξαν, ολίγον αργά, ότι αι λέξεις αυταί έπρεπε να σβεσθούν από το ελληνικόν λεξικόν»

Ριζοσπάστης – Ο άνθρωπος – σύμβολο της απελευθέρωσης της αγροτιάς – 6 Μάη, 2007.

Πηγή 2 – Οι τελευταίες λέξεις του Μαρίνου Αντύπα ήταν: “Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία”. Η δολοφονία του προκάλεσε λαϊκές εκδηλώσεις και αντιδράσεις σε όλη την Ελλάδα.

Βικιπαίδεια – Μαρίνος Αντύπας

Σημ. 3. Το «Θείος» έχει διπλή έννοια! Και του «Θείου» που έχει ανήψια, αλλά και του «Θείου», όπως χρησιμοποιείται στη «Θεία κοινωνία», «θεία λειτουργία», «μη βρίζεις τα θεία», «-μπιπ- τα θεία σου» κλπ…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: