Πατρίδα
“Αν χρειαστεί μες στη φωτιά θα πέσει κι ας την κάψει
γιατί μέσα στις φλόγες της μπορεί να εξαγνιστεί
κι αυτός ο ξένος ο βραχνάς ίσως για πάντα πάψει
όταν από τις στάχτες της θα ξαναγεννηθεί.”

Ντύθηκε τα παλιά σκουτιά και βγήκε στο παζάρι,
με τον αρχαίο ήλιο της στο σύθαμπο να φέγγει,
να ζητιανέψει μιά ζωή για τ’ άδειο της παγκάρι,
να κάνει και την όρντινα του ξένου πεζεβέγκη.
Ρακένδυτη εσύρθηκε στα σκλαβοπάζαρά τους
κι αυτοί πού την ληστεύανε γύρεψαν πανωπροίκια,
τ’ άγια της δισκοπότηρα άρπαξαν λάφυρά τους
γιατί καιρούς περπάταγε με ξένα δεκανίκια.
Και καρτερά την άνοιξη, να βγουν οι Δροσουλίτες
που θα διαβούν περήφανα το δύσβατο στρατί της
να ταπεινώσουν τους ληστές και τους αγιογδύτες,
αυτούς που μαγαρίσανε τ’ απέθαντο κορμί της.
Αν χρειαστεί μες στη φωτιά θα πέσει κι ας την κάψει
γιατί μέσα στις φλόγες της μπορεί να εξαγνιστεί
κι αυτός ο ξένος ο βραχνάς ίσως για πάντα πάψει
όταν από τις στάχτες της θα ξαναγεννηθεί.
Γ. Σπυρόπουλος