«Χρειάζεται άραγε η λογοτεχνία;»

Η διδασκαλία της λογοτεχνίας και της γλώσσας στο σχολείο, η επαφή της νεολαίας με το λογοτεχνικό βιβλίο, πώς μπορεί να βελτιωθεί αυτή η σχέση και ποιος είναι ο ρόλος του εκπαιδευτικού ώστε να επιτευχθεί αυτό, είναι μερικά από τα θέματα της πολύ ενδιαφέρουσας εκδήλωσης-συζήτησης της ΤΟ Εκπαιδευτικών της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ με ομιλήτρια την Ελένη Μηλιαρονικολάκη

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 22 Φλεβάρη 2022 η εκδήλωση της ΤΟ Εκπαιδευτικών της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ με θέμα «Χρειάζεται άραγε η λογοτεχνία;», με ομιλήτρια της Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ. Πλήθος εκπαιδευτικών από όλες τις βαθμίδες και όλων των ειδικοτήτων μαζεύτηκαν για να συζητήσουν ένα τόσο σημαντικό ζήτημα που σχετίζεται άμεσα με την μόρφωση και την διαπαιδαγώγηση που προσφέρεται σήμερα στα παιδιά.

Η παρούσα εκδήλωση αποτελεί την τελευταία από μια σειρά εκδηλώσεις που πραγματοποίησε η Τ.. Εκπαιδευτικών με στόχο τον προβληματισμό σε σχέση με το περιεχόμενο του αστικού σχολείου, των μαθημάτων και των βιβλίων αλλά και τη δυνατότητα οι εκπαιδευτικοί να παρέμβουν σε αυτό το περιεχόμενο ανταλλάσσοντας πείρα και σκέψεις για το πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο.

Πρόκειται για ζητήματα που απασχολούν, κάτι το οποίο αποτυπώθηκε και στην συζήτηση αμέσως μετά την εισηγητική ομιλία, όπου αρκετοί εκπαιδευτικοί πήραν το λόγο, εξέφρασαν τον προβληματισμό τους σε σχέση με τη διδασκαλία της λογοτεχνίας και της γλώσσας στο σχολείο, την επαφή της νεολαίας με το λογοτεχνικό βιβλίο, πώς μπορεί να βελτιωθεί αυτή η σχέση και ποιος είναι ο ρόλος του εκπαιδευτικού ώστε να επιτευχθεί αυτό.

Ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη

Άλλωστε ήδη από την εισηγητική ομιλία η σ. Ελένη Μηλιαρονικολάκη, δίνοντας μια πιο δημιουργική χροιά στην εκδήλωση ανέφερε ότι «δεν θα ήθελα να χάσουμε σήμερα το χρόνο μας θρηνολογώντας και μεμψιμοιρώντας που ο κόσμος και ιδιαίτερα η νεολαία δεν διαβάζει λογοτεχνία. Ε ναι λοιπόν, γενικά υπάρχει αυτό το πρόβλημα, όπως δείχνουν και οι στατιστικές, παρά τη βελτίωση των δεικτών τα τελευταία χρόνια, ειδικά την περίοδο της καραντίνας. Το θέμα είναι γιατί; Ποια είναι η αιτία; Κάποιοι θα πουν η έλλειψη ελεύθερου χρόνου, άλλοι θα μιλήσουν για το άγχος της επιβίωσης, άλλοι για την κυριαρχία του εύκολου θεάματος ή για την επικράτηση της εικόνας και της πληροφορίας κλπ. Όλα αυτά είναι σωστά. Πάντως την πιο ολοκληρωμένη απάντηση την είχε δώσει πριν πολλά χρόνια ο Μαρξ, όταν έγραφε πως το κεφάλαιο απεχθάνεται γενικά τα πιο πολύτιμα για τον άνθρωπο πράγματα, αυτά που δεν έχουν ανταλλακτική αξία. Και ένα τέτοιο πράγμα είναι η γενική μόρφωση. Για το κεφάλαιο η γενική μόρφωση για τους πολλούς είναι περιττή. Ωφέλιμη είναι μόνο «η γνώση που παράγεται και θα παράγεται για να πουληθεί», όπως υπογραμμίζει ένας από τους βασικούς θεωρητικούς του μεταμοντερνισμού, ο Λυοτάρ. Έτσι και στην εκπαίδευση η αστική τάξη παρέχει στην πλειονότητα των παιδιών – στα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων – τόση γνώση, όση είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας στο σύνολό της, τόσες ικανότητες και δεξιότητες όσες απαιτούνται κάθε φορά για την εργασιακή ένταξη στην παραγωγή και τη διαιώνιση της ιδεολογικής κυριαρχίας της. Όμως σε κάθε κοινωνία κυρίαρχες αντιλήψεις είναι οι αντιλήψεις της κυρίαρχης τάξης. Σ’ αυτό το έδαφος δεν χρειάζεται να απορεί κανείς γιατί ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας αποκτά μια χρησιμοθηρική αντίληψη για τη γνώση, που δεν της επιτρέπει να διαβάσει τίποτα άλλο πέρα απ’ όσα χρειάζονται για να μπει σε μια σχολή, ή για να πάρει έναν καλό βαθμό στο πτυχίο.. (….) Η διαπίστωση ότι στον καπιταλισμό δύσκολα σε καιρούς σχετικής πάντα ηρεμίας θα υπάρξει μαζική στροφή στο λογοτεχνικό βιβλίο, δεν σημαίνει φυσικά ότι δεν έχουμε δυνατότητα να διευρύνουμε το κοινό του, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους ανθρώπους.»

Στη συνέχεια, προσπαθώντας να απαντήσει στο ερώτημα που έθετε ο τίτλος της εκδήλωσης αναφέρθηκε σε δέκα λόγους για τους οποίους χρειάζεται η λογοτεχνία.

« Η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα αποτελεί ένα μέσο για να γνωρίσουμε, εργαζόμενοι, τον κόσμο ζωντανά, βαθιά, μέσα στην κίνησή της. Και μάλιστα είναι το αποτελεσματικότερο μέσον, γιατί δύσκολες έννοιες μπορεί και τις εκφράζει με τρόπο ευχάριστο. (…) Ο πραγματικός ρόλος της είναι να βοηθήσει κι’ αυτή με τα δικά της μέσα τον άνθρωπο να ιδιοποιηθεί, να οικειοποιηθεί, να «εξανθρωπίσει» τη φύση, την κοινωνία και τον εαυτό του, να φέρει τον κόσμο στα ανθρώπινα μέτρα.

Επομένως η λογοτεχνία δεν συμβάλλει απλά στη γνώση της πραγματικότητας, αλλά καλλιεργεί και τις διαθέσεις για τη μεταμόρφωσή της σύμφωνα με τους ανθρώπινους -σε κάθε ιστορική εποχή – σκοπούς και ανάγκες. (…)

Όταν λοιπόν εδώ σήμερα μιλάμε για λογοτεχνία, αναφερόμαστε στην αληθινή λογοτεχνία κάθε καιρού και τόπου, σ’ αυτή που ξέρει να επισύρει την προσοχή στα πιο μεγάλα προβλήματα του καιρού της, προσπαθώντας να τα αντιμετωπίσει, έστω κι αν δεν το καταφέρνει ολοκληρωμένα, όπως το επιδιώκει η σοσιαλιστική ρεαλιστική λογοτεχνία.

Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι κάθε λογοτεχνικό έργο θα πρέπει να μιλάει για το σοσιαλισμό. Υπάρχουν έργα που επιτελούν το ρόλο τους να δείχνουν στον άνθρωπο το δρόμο για να αλλάξει τον εαυτό του και την πραγματικότητα χωρίς κατ’ ανάγκη να αναφέρονται στην κοινωνική επανάσταση, όπως χαρακτηριστικά η Μάνα Κουράγιο του Μπρεχτ. Σ’ αυτό το έργο η μικροεμπόρισσα Μάνα Κουράγιο – χαρακτηριστικός τύπος μικροαστής- παρά την αβάσταχτη δυστυχία που της προκαλούν οι επιλογές της να θυσιάζει για λίγο χρήμα τα πιο σπουδαία πράγματα στη ζωή της, ακόμη και τα παιδιά της, στο τέλος δεν αλλάζει, δε διδάσκεται από τα παθήματά της, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι άλλωστε. Όμως η συγκλονιστική περιγραφή της προθυμίας των περισσότερων ανθρώπων να θυσιάσουν όλη τη ζωή τους για τιποτένιους λόγους, την ίδια στιγμή που δεν κάνουν το παραμικρό για εκείνα που θα τους ωφελήσουν, κάνει το θεατή να αναγνωρίσει πλευρές του εαυτού του και να εξεγερθεί ενάντια σ’ αυτές. Η Μάνα Κουράγιο δε διδάσκεται από τα παθήματά της, αλλά διδάσκεται ο θεατής. Με λίγα λόγια η λογοτεχνία είναι και ένα ισχυρό μέσον διαπαιδαγώγησης.

Η Ελένη Μηλιαρονικολάκη

Θα σκεφτεί κάποιος: μα μας αρκούν αυτές οι δύο πηγές γνώσης η πράξη και η επιστήμη, γιατί χρειάζεται και μια Τρίτη; Κι όμως, χωρίς και τη λογοτεχνία οι γνώσεις μας για την πραγματικότητα δεν θα είναι ποτέ ολοκληρωμένες. Οι πρακτικές γνώσεις σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν για να μας αποκαλύψουν ό,τι υπάρχει κάτω από την επιφάνεια της ζωής. Οι θεωρητικές γνώσεις, παρά τη θεμελιακή αξία τους, δεν μπορούν να εισχωρήσουν στη ζωντανή πολυμορφία της ζωής. Η επιστήμη, τουλάχιστον μέχρι το σημείο που έχει φτάσει σήμερα, υποχρεώνεται να κατατεμαχίζει τα αντικείμενά της για να τα μελετήσει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο τον εξετάζουν δεκάδες επιστήμες: η ψυχολογία, η κοινωνιολογία, η ιστορία, η ιατρική, η ανθρωπολογία, η κοινωνική γεωγραφία και τόσες άλλες. Η λογοτεχνία περιέχει μια συμπυκνωμένη πείρα από τη ζωή, όπως γνώσεις για το χαρακτήρα, τη συνείδηση, την ψυχολογία διάφορων τύπων ανθρώπων, μια πείρα που όσο κοινωνικοί κι αν είμαστε, ποτέ δε θα μπορέσουμε να την αποκτήσουμε στη διάρκεια της σύντομης ζωής μας. Με λίγα λόγια πλαταίνει την κοινωνική γνώση μας, μας βοηθά να ζούμε πολλές ζωές και όχι μόνο τη δική μας.

Ο Λένιν έγραφε ότι από τη λογοτεχνία αντλούσε πολύ πιο χρήσιμες πληροφορίες για την οικονομία και τις κοινωνικές σχέσεις διαφόρων ιστορικών περιόδων απ’ ότι από τα οικονομικά ή ιστορικά έργα που τις ανέλυαν επιστημονικά. (…)

Η λογοτεχνία λοιπόν αποτελεί ένα από τα εγκυρότερα κριτήρια για το τι προηγήθηκε και ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο πρόβλεψης για το τι έρχεται. Μέσα στο λογοτεχνικό βιβλίο μπορούμε να βρούμε τις πιο αξιόπιστες μαρτυρίες για τη βαρύτητα των κοινωνικών καταστάσεων, ακόμη και των πολιτικών γεγονότων και αξιών. Μόνο η πράξη είναι ισχυρότερη.(…)

Αυτή η πολύτιμη συμβολή της λογοτεχνίας στη γνώση και στη διανοητική διαμόρφωση οφείλεται στο ότι η τέχνη του λόγου διαφέρει από άλλα είδη της τέχνης, τα εικαστικά, τη μουσική κλπ. Δεν απευθύνεται, όπως αυτά, άμεσα στις αισθήσεις. Μορφοποιείται με λέξεις και γίνεται κατανοητή με την πνευματική αντίληψη. Η αφήγηση, ο διάλογος γίνονται αισθητά μόνο με τη νόηση κι όχι με την αίσθηση. Ακόμη και η ποίηση που λειτουργεί ως αίσθηση, έχει μεγάλη σχέση με τη φιλοσοφία. Και αυτό γιατί η γλώσσα, όπως θα ξέρετε, είναι η άμεση δραστηριότητα της σκέψης. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε έξω από τη γλώσσα. Σωστά μιλάμε για την αναντικατάστατη συμβολή της λογοτεχνίας στην ανάπτυξη και στον εμπλουτισμό της γλώσσας. Και πράγματι αυτός είναι ένας σπουδαίος λόγος, για τον οποίο είναι απαραίτητη η λογοτεχνία, ειδικά στους νεότερους ανθρώπους, που γενικά δεν έχουν και το πλουσιότερο λεξιλόγιο. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η γλωσσική ανάπτυξη σημαίνει πάνω απ’ όλα ανάπτυξη διανοητική, ικανότητα βαθύτερης και ακριβέστερης σκέψης. Θα έχετε προσέξει ότι πίσω από μια κακή διατύπωση, υπάρχει μια ανολοκλήρωτη, όχι καλά επεξεργασμένη σκέψη.

Περισσότερο από άλλα είδη τέχνης η λογοτεχνία έχει τεράστια ιδεολογική επίδραση. Ο Λένιν έγραφε ότι οι ήρωες που δημιούργησε ο Γκόρκι στο μυθιστόρημα «Μάννα», έκαναν εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες να νιώσουν πιο δρόμο έπρεπε να πάρει η επανάσταση. (…)

Η λογοτεχνία όμως δεν περιορίζεται στην ανάπτυξη μόνο της σκέψης και της λογικής, αλλά συμμετέχει δυναμικά στη σφαιρική διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας, καθώς καλλιεργεί ταυτόχρονα και τις τρείς πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού : τη νόηση, το συναίσθημα και τη βούληση. Χωρίς συναίσθημα, χωρίς ευαισθησία δεν υπάρχει βαθύς ανθρωπισμός. Θα το έχετε σίγουρα προσέξει, πως κάποιοι ομιλητές έχουν την τέχνη να μεταδίνουν αποτελεσματικότερα τις ιδέες τους, που ο λόγος τους είναι ζεστός, άμεσος, ακουμπά στην ψυχή μας. Αν το ψάξετε καλύτερα θα ανακαλύψετε πως αυτοί που μπορούν με τον λόγο τους όχι μόνο να επιχειρηματολογούν, αλλά και να συγκινούν και να διεγείρουν, διαβάζουν λογοτεχνία. (…)

Η λογοτεχνία τελικά, προπαντός εκείνη που διαπνέεται από τα πιο προχωρημένα ανθρώπινα ιδανικά, μεγαλώνει το μπόι του ανθρώπου, τον βοηθά να κατανοεί πως είναι πιο τρανός απ’ την καθημερινή την έγνοια του, όπως έγραφε κι ο Ρίτσος, τον βοηθά να αποκτά συνείδηση της δύναμής του να μεταμορφώσει τον κόσμο και τον καταντά αδύναμο να υποχωρεί, να γονατίζει μπροστά στο άδικο και την ασκήμια. Η λογοτεχνία με λίγα λόγια είναι παράγοντας ανύψωσης του ανθρώπου σε ολοένα πιο ολοκληρωμένο άνθρωπο, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις του μέλλοντος. Ενός μέλλοντος που όλοι οι άνθρωποι θα μπορούν να τρων γλυκό ψωμί και να χαίρονται τη ζωή με όλα τα δημιουργήματά της, από τα πιο απλά ως τα πιο εξελιγμένα, όπως η τέχνη και η λογοτεχνία.»

Με μεγάλο ενδιαφέρον η συζήτηση

Ακολούθησε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη λογοτεχνία και το λογοτεχνικό βιβλίο στην εκδήλωση που διοργάνωσε η ΤΟ Εκπαιδευτικών της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ. 

902.gr

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: