Εκεί που γεννήθηκε η Πορτογαλία κι ακόμα παραπέρα – Πόρτο, Μπράγα, Γκιμαράες και δε συμμαζεύεται…
Επιβλητικά κάστρα, πολύχρωμες πόλεις, οργιώδης φύση και οινογαστριμαργικά καλούδια είναι μερικές μόνο από τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει ο πορτογαλικός βορράς στον επισκέπτη…
“Μα τι θα κάνεις μια βδομάδα στο Πόρτο;” Μια ερώτηση που σταμάτησα να μετράω μετά την τέταρτη φορά που μου την απηύθυνε με απορημένο βλέμμα κάποιος από τους περαστικούς μου συγκατοίκους στον ξενώνα νέων που είχα κλείσει για να ρεφάρω κάπως από το δυσβάσταχτο κόστος των αεροπορικών εισιτήριων. Βλέπετε ο εθνικά επιδοτούμενος αερομεταφορέας μας κρίνει ότι οι απευθείας πτήσεις τέλος Ιουνίου από Αθήνα πρέπει να κοστίζουν κάτι λιγότερα από ένα νεφρό. Μιλάμε βέβαια για περσινές τιμές, φέτος δεν αποτόλμησα καν να κοιτάξω.
Για να μη συνεχίσω με μίρλα ακόμα δεν άρχισα, η ίδια η συχνή αλλαγή συγκατοίκων στο μικρό κοιτώνα αποδείκνυε ότι πραγματικά λίγοι είναι όσοι βλέπουν το Πόρτο σαν κάτι πέρα από μια κλασική πόλη – διαφυγής (άραγε να μεταφράζεται έτσι το city break;) του σαββατοκύριακου. Πολλώ δε μάλλον οι περισσότεροι ένοικοι του ξενώνα, με μέσο όρο ηλικίας τα 20,5 έτη (να ‘ταν τα νιάτα δυο φορές και σιδερένιες οι καρδιές), που στο Πόρτο είτε άνοιγαν, είτε έκλειναν κάποιο τουρ στην υπόλοιπη Ιβηρική, αλλά και άλλους μεσογειακούς ή μη προορισμούς, συχνά της Ελλάδας περιλαμβανομένης. Οι φόβοι μου ωστόσο περί 24ωρης οχλαγωγίας από ξέφρενους νεαρούς αποφασισμένους να παρτάρουν δίχως αύριο, δεν επαληθεύτηκαν, καθώς πλην λιγοστών εξαιρέσεων, ο σεβασμός στις ώρες κοινής ησυχίας ξεπέρασε εκείνον βικτωριανού παρθεναγωγείου.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Πόρτο είναι το “κόμπακτ” μέγεθός του, που επιτρέπει να το εξερευνήσεις ακόμα και σε 2-3 μέρες, χωρίς να νιώσεις ότι άφησες κάτι πολύ σημαντικό απέξω. Μιλάμε πάντα για το ιστορικό κέντρο, που είναι απροσδόκητα μικρό σε σχέση με την μητροπολιτική περιοχή, που ξεπερνά κατά πολύ τα 2 εκ. κατοίκους. Αυτό λοιπόν σημαίνει περπάτημα και πάλι περπάτημα, σε ένα κλασικά πορτογαλικό λοφώδες ανάγλυφο, κάπως πιο φιλεύσπλαχνο με τα πόδια μας από τις φονικές ανηφόρες της Λισαβόνας. Το μετρό της πόλης το είδα μόνο απέξω, τα αρκετά αξιόπιστα λεωφορεία ωστόσο τα τίμησα για να πάρω μια γεύση από τις λιγότερο τουριστικές περιοχές, που είχαν μια λαϊκότητα και μια ζωντάνια ελκυστική να γίνεις ένα το πλήθος, αλλά, ας μην κοροϊδευόμαστε, ο τουρίστας είναι και παραμένει εξ ορισμού ξένο σώμα στην καθημερινότητα μιας πόλης. Το – δίπατο παρακαλώ – λεωφορείο θα σε πάει κατά μήκος του ποταμού Ντόορου και στο παραθαλάσσιο δήμο Ματοζίνιος, ένα μέρος δυστοπικά άσχημο από τη μια, και συνάμα ακούσια γοητευτικό. Εκεί έμελλε να βυθίσω τα πατουσάκια μου για πρώτη φορά σε άμμο βρεγμένη από Ατλαντικό. Τα οποία όμως, ως υπερευαίσθητα, δε θα άντεχαν την τσουχτερή ριπή του ωκεανού πάνω τους, μένοντας σε απόσταση ασφαλείας από εκεί που έσκαγε το κύμα. Υπήρχαν βέβαια και μετρημένοι στα δάχτυλα τολμηροί λουόμενοι, που δεν πτοήθηκαν από τους 19 βαθμούς Κελσίου (εξωτερική θερμοκρασία εννοώ, ούτε καν νερού) και δοκίμασαν τις αντοχές του μυοκαρδίου τους. Δυο Ιρλανδέζες τουρίστρες που αγγάρεψα να με φωτογραφίσουν στην πουδράτη και πάλλευκη αμμουδιά, δήλωσαν ανοιχτά την απογοήτευσή τους που κατέβηκαν τόσο νότια για να συναντήσουν καιρικές συνθήκες παρόμοιες με εκείνες της πατρίδας τους την ίδια εποχή (τέλη Ιούνη). Δεν ήξεραν, δε γκούγκλαραν…
Μπορεί η παραλία να κλέβει τα βλέμματα, αξίζει όμως μια στάση και το γλυπτό, βασισμένο στo ζωγραφικό πίνακα “Τραγωδία στη θάλασσα” με θέμα το μεγαλύτερο ναυτικό δυστύχημα που σημειώθηκε ποτέ στη χώρα, όταν το Δεκέμβρη του 1947, 152 ψαράδες της περιοχής έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια καταιγίδας.
Η μεγαλύτερη ατραξιόν του Ματοζίνιος όμως δεν είναι ούτε τα γλυπτά, ούτε η παραλία, ούτε το ενυδρείο της, που κάνει μπαμ από τη στρατόσφαιρα για τουριστοπαγίδα ολκής, αλλά ο δρόμος με τις ψαροταβέρνες. Η ανεύρεση τραπεζιού ακόμα και μεσημέρι καθημερινής είναι θέμα αγαθής τύχης, καθώς πέρα από τους τουρίστες, εξίσου πολλοί είναι και οι ντόπιοι της ευρύτερης περιοχής, που θα στριμωχθούν για φρέσκα θαλασσινά και ψάρια, σε τιμές απρόσμενα φιλικές στην τσέπη.
Αν μου ζητούσαν να διαλέξω μία και μόνο έντονη εμπειρία από το Πόρτο, η απάντηση θα ήταν απροσδόκητα εύκολη: Το ηλιοβασίλεμα από τη γέφυρα Dom Luis I. Για κάποιο λόγο ακόμα δεν έχει βρει τη θέση του στις αμέτρητες ιντερνετικές λίστες με τα καλύτερα ηλιοβασιλέματα του πλανήτη, καλύτερα ίσως, πριν αλλοιωθεί η μαγεία του από ορδές σελφιζόμενων (sic) κατά τα πρότυπα της Οίας. Πόρτο – Σαντορίνη σημειώσατε ένα.
Αν κάτι σας θυμίζει η κατασκευή, δεν παραλογίζεστε, μοιάζει όντως με τον πύργο του Άιφελ, καθότι ο αρχιτέκτονας της γέφυρας ήταν ο μαθητής του, Théophile Seyrig -ιδέα δεν έχω πώς προφέρεται αυτό- ο δε δάσκαλός του μάλιστα είχε προτείνει λίγα χρόνια πριν δικό του σχέδιο για το προς κατασκευή έργο, έφαγε ωστόσο πόρτα από τις αρχές της πόλης, που έκριναν ανεπαρκείς τις διαστάσεις του σχεδίου σε σχέση με την έκρηξη του πληθυσμού εκείνη την εποχή. Βασική αποστολή της γέφυρας, όπως και των άλλων πέντε της πόλης, είναι η σύνδεση του Πόρτο με τον δήμο της Γκάια, όπου βρίσκονται τα περισσότερα κελάρια του περίφημου κρασιού του Πόρτο. Αν αναρωτιέστε γιατί δεν το λέμε κρασί της Γκάια τότε, σκεφτείτε μόνο ότι στην πραγματικότητα το κρασί προέρχεται από την κοιλάδα του Ντόουρου, αρκετά έξω από την πόλη, κι απλά εξαγόταν από το λιμάνι του Πόρτο.
Η ομορφιά της πόλης βρίσκεται κυρίως στους δρόμους και τα στενάκια της, με τα πολύχρωμα σπίτια της, κάποια μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ενώ ξεχωρίζουν και τα σύμβολα τοπικής περηφάνειας, όπως η σημαία της Πόρτο, αλλά και δηλώσεις όπως η κάτωθι:
Η κόντρα (το beef που λέμε στα ίντερνετς) Λισαβόνας – Πόρτο εννοείται πως εκφράζεται και ποδοσφαιρικά στο δίπολο Μπενφίκα – Πόρτο. Η σημαία των “Dragões” αποτελεία θέαμα εξίσου ή και περισσότερο κοινό από εκείνο της πορτογαλικής στα στενά της πόλης.
Υπάρχουν όμως και πιο “κλασικά” αξιοθέατα, με σημαντικότερο το ναό του Αγίου Φραγκίσκου, το καλύτερα σωζόμενο γοτθικό μνημείο στην Πορτογαλία, ενταγμένο κι αυτό στον κατάλογο της Ουνέσκο. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το τεράστιο και ψυχεδελικά περίπλοκο ξύλινο τέμπλο στο εσωτερικό, το οποίο η σχετική πινακίδα διαφημίζει “ως το καλύτερο ξύλινο τέμπλο στον κόσμο” ή κάπως έτσι, γιατί η μετριοφροσύνη είναι για τους μέτριους. Εννοείται δε λείπει και ο καθεδρικός, γνωστός απλά ως Sé, ένα συνονθύλευμα ρωμανικού και μπαρόκ ρυθμού, σε τοποθεσία με όμορφη θέα στο πίσω μέρος του ναού, όπου ορθώνεται κι ένας στύλος που σε περασμένους αιώνες χρησιμοποιούταν για τον απαγχονισμό καταδίκων, οι οποίοι εικάζω είχαν όλη την άνεση να λάβουν άφεση αμαρτιών στην εκκλησία, πριν αφήσουν -με λίγη υποβοήθηση- τον μάταιο τούτο κόσμο. Τα σκήπτρα της εξωτερικής ομορφιάς κερδίζει ωστόσο ο ναός του Κάρμο, ενδεδυμένος με τα αζουλέζους, τα άσπρα- μπλε πλακάκια δηλαδή, που είναι το απόλυτο σήμα κατατεθέν της Πορτογαλίας. Τόσο, που στο κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, Σάου Μπέντου, τέτοια πλακάκια γεμίζουν ολόκληρους τοίχους με σκηνές από περασμένα μεγαλεία της λουζιτανικής θαλασσοκρατορίας, αλλά και βουκολικά στιγμιότυπα με στρουμπουλές χωριατοπούλες ανάμεσα σε στάχυα και χαρωπές αγέλαδες.
Όπως κάθε δημοφιλής προορισμός, έτσι και το Πόρτο έχει φυσικά τις τουριστοπαγίδες του. Λέει βέβαια πολλά για τη γενικότερη ποιότητα της πόλης, το γεγονός πως ακόμα και η βασική του τουριστοπαγίδα είναι ένα… βιβλιοπωλείο. Και μάλιστα όχι ένα τυχαίο βιβλιοπωλείο, αλλά ένα από τα πιο ιστορικά της Πορτογαλίας και όχι μόνο, με έτος ίδρυσης το μακρινό 1869. Σίγουρα η Livraria Lello αξίζει μια φωτογραφία η χαριτωμένη πρόσοψή του, και σαφώς δεν αμφισβητώ ότι το πολυδιαφημισμένο του εσωτερικό με την αρ νουβό ξυλογλυπτική του και τη μεγάλη στριφογυριστή σκάλα, έχει τη δική του γοητεία. Όχι όμως αρκετή για να δικαιολογήσει την ουρά με προαγορασμένο υποχρεωτικά ονλάιν εισιτήριο (6 ευρώ πέρσι), μαζί με ορδές τουριστών που βρέθηκαν εκεί μόνο και μόνο επειδή άκουσαν ότι είναι το “βιβλιοπωλείο του Χάρι Πότερ”. Πρόκειται φυσικά για μεγάλη μούφα αστικό μύθο, που θέλει την Τζόαν Ρόλινγκ να εμπνέεται το Χόγκουαρτς από το εσωτερικό του βιβλιοπωλείου, τα χρόνια που διέμενε στην πόλη. Στην πραγματικότητα, δεν είχε καν πατήσει το πόδι της εκεί. Το εισιτήριο της εισόδου αφαιρείται σε περίπτωση αγοράς ενός βιβλίου, κι οι τιμές δε διέφεραν και πολύ από εκείνες σε άλλα βιβλιοπωλεία της χώρας, ωστόσο όπως κάθε βιβλιόφιλος θα συνυπογράψει, είναι εντελώς αδύνατον να ευχαριστηθεί κανείς την αναζήτηση αναγνώσματος ανάμεσα σε δάση από σελφοκόνταρα. Εξάλλου τα βιβλιοπωλεία μόνο λίγα δεν είναι στην πόλη και λόγω τουρισμού έχουν πάντα και συλλογές στα αγγλικά ή και άλλες ευρωπαικές γλώσσες.
Οι πορτογαλόφωνοι βέβαια θα βρουν τη χαρά τους στα παλαιοβιβλιοπωλεία, όπου ανάμεσα στα άλλα μπορεί κανείς να βρει και τα άπαντα του Σαλαζάρ, από την εποχή που φρόντιζε οι Πορτογάλοι να κοιμούνται με τα παράθυρα ανοιχτά.
Άλλη μια παγίδα που καλό είναι να αποφύγετε για να μην ελαφρύνει αχρείαστα η τσέπη σας, είναι να πληρώσετε εισιτήριο για να ανεβείτε στην κορυφή του Πύργου των Κληρικών, που συμπτωματικά μάλιστα βρίσκεται πολύ κοντά στη Livraria Lello (στο Πόρτο βέβαια λίγο- πολύ όλα είναι σε μικρές αποστάσεις μεταξύ τους). Όχι γιατί δεν είναι ένα σπουδαίο μνημείο, έργο του Ιταλού Νικολό Ναζόνι, που εισήγαγε το μπαρόκ στην πόλη την οποία επέλεξε για δεύτερη πατρίδα του. Αντιθέτως είναι αρκετά επιβλητικό και σίγουρα μοναδικό στην Πορτογαλία. Ωστόσο το να πληρώνει κανείς για θέα, όχι μόνο στο Πόρτο, αλλά και συνολικά σε μια χώρα που πρέπει να έχει τα περισσότερα κατά κεφαλή αγνάντια (miradouros) στην Ευρώπη, είναι μια πραγματικά αχρείαστη σπατάλη.
Ως γνωστή κοιλιόδουλη, δε θα μπορούσα να παραλείψω μια εύφημο μνεία για το γαστρονομικό σήμα – κατατεθέν του Πόρτο, που ακούει στο όνομα francesinha (γαλλιδούλα). Δεν ήταν η πρώτη ούτε θα ήταν η τελευταία φορά που θα ερχόμουν αντιμέτωπη με τη ροπή των Πορτογάλων στο food porn, εδώ όμως μιλάμε για την επιτομή του. Ουσιαστικά μιλάμε για ένα πολυώροφο σάντουιτς, με στρώσεις μπριζόλας, λουκάνικου, ζαμπόν, λιωμένου τυριού με ένα αυγό στην κορυφή, περιχυμένο με μια αδιανόητα νόστιμη σάλτσα ντομάτας-μπίρας, ή οποία ανευρίσκεται σε διάφορες παραλλαγές από σπίτι σε σπίτι και από εστιατόριό σε εστιατόριο. Απολαύστε υπεύθυνα:
Ο βασικός λόγος που καθιστά το Πόρτο δυνητικά ελκυστικό και μετά το τριήμερο, είναι η στρατηγική του θέση στο βορρά της χώρας, προσφέροντας πληθώρα επιλογών για περιηγήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Οι συγκοινωνίες είναι πολύ καλές και αρκετά οικονομικές, ενώ υπάρχει και πλήθος οργανωμένων εκδρομών όπως και εξαιρετικοί δρόμοι για όσους προτιμήσουν την ενοικίαση αυτοκινήτου. Η πρώτη εξόρμηση στα πέριξ μου έλαχε σε βανάκι μαζί με ζευγάρι ηλικιωμένων Βραζιλιάνων προσκυνητών, που σκόπευαν να πάρουν το μονοπάτι από το Πόρτο για τον καθεδρικό του Αγίου Ιακώβου στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα στη Γαλικία της Ισπανίας, διάσημο προσκύνημα των καθολικών από τα μεσαιωνικά χρόνια. Μέσα στην πόλη μπορεί να δει κανείς σημάδια του μονοπατιού ολούθε:
Πριν την άφιξη στη Μπράγα, σταματήσαμε στα δύο γνωστότερα σημεία προσκυνηματικού τουρισμού έξω από την πόλη, το Ιερό της Παρθένου στο Σαμέιρου και το Ιερό του Γλυκύ Ιησού του Όρους (Bom Jesus do Monte). Το πρώτο είναι το δεύτερο μεγαλύτερο προσκύνημα της Παναγίας στη χώρα, μετά το ιερό της Φάτιμα, αλλά πέρα από τις επιβλητικές διαστάσεις και την εξαιρετική θέα, είναι μάλλον περιορισμένου ιστορικού και αισθητικού ενδιαφέροντος.
Το δεύτερο αντιθέτως, εντάχθηκε δίκαια πριν τρία μόλις χρόνια στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της Ουνέσκο. Πέρα από τον ίδιο το ναό, που ολοκληρώθηκε μόλις το 1811 μετά από δεκαετίες κατασκευής, το σύμπλεγμα ξεχωρίζει χάρη στο μνημειακό του κλιμακοστάσιο, τους φροντισμένους κήπους και τα σιντριβάνια του, με λατινικές επιγραφές από την Καινή Διαθήκη, και άλλες, σαφώς κοσμικότερες και ασεβέστερες, που ενδεχομένως σε κάποιους αιώνες από τώρα να μελετώνται με την ίδια εμβρίθεια από τους αρχαιολόγους όπως τα γκράφιτι της Πομπηίας.
Φτάνοντας στην ίδια την πόλη, το πρώτο πράγμα που σε υποδέχεται είναι ένα άγαλμα του Αυγούστου, -για την ακρίβεια μια ρέπλικα του αυθεντικού γλυπτού που βρίσκεται στο μουσείο του Βατικανού- προς τιμήν του ιδρυτή της Bracara Augusta. Ως εδώ όλα καλά, μόνο που το γλυπτό είναι βαμμένο, υποθέτω σε μια προσπάθεια “αυθεντικότητας”, καθώς ως γνωστόν ο ελληνορωμαϊκός κόσμος ήταν πνιγμένος στο χρώμα. Το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα παραπέμπει ωστόσο σε πλατεία επαρχιακής κωμόπολης επί εθνοσωτηρίου επανάστασεως. Καθώς οι εν κινήσει φωτογραφίες δεν μπορούν να αποδώσουν το μεγαλείο του θεάματος, ακολουθεί εικόνα αλιευμένη από το διαδίκτυο.
Τίποτε δε θυμίζει στο ιστορικό κέντρο της Μπράγα ότι είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Πορτογαλίας, προσφέροντας την ευκαιρία για μια πολύ όμορφη βόλτα ανάμεσα στα όχι και τόσο λίγα αξιοθέατα. Ανάμεσά τους, το πιο πολύχρωμο είναι αναμφίβολα οι δημοτικοί κήποι της Σάντα Μπάρμπαρα, που, κατά τον ξεναγό μας, αλλάζουν λουλούδια κάθε λίγες εβδομάδες και ανάλογα με την εποχή. Γεγονός είναι πως υπάλληλοι του δήμου βρισκόταν επί τω έργω στη διάρκεια της σύντομης επίσκεψης. Ο χώρος αποτελεί πόλος έλξης ζευγαρακίων (sic), όχι μόνο λόγω του ανθισμένου σκηνικού, αλλά και χάρη στα ερείπια μεσαιωνικής αψίδας του αρχιεπισκοπικού παλατιού, μεταγενέστερη και καλοδιατηρημένη μορφή του οποίου υψώνεται λίγο πίσω από την αρχική του θέση.
Μισό λεπτό θα πείτε τώρα, ποιος αρχιεπίσκοπος και ποιο παλάτι; Ήδη θα υποψιαστήκατε ότι το είχαν ανέκαθεν με τα εκκλησιαστικά οι Μπραγέζοι (sic), ήδη από τον καιρό που ήταν μια επαρχιακή πόλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. O πρώτος επίσκοπος ανάγεται κατά την παράδοση στο 45 μ.Χ (São Pedro de Rates, δοκιμάστε το τελευταίο να το προφέρετε σε ευρωπαϊκά Πορτογαλικά περίπου ως “Ντρατς”, με πολύ παχύ σίγμα), ενώ ο πρώτος αρχιεπίσκοπoς έφερε το εξίσου κομψό όνομα Balconius. Ως παλαιότερη αρχιεπισκοπή της Ιβηρικής, διεκδικεί μέχρι και σήμερα την πνευματική πρωτοκαθεδρία μεταξύ όλων των επισκοπών της χερσονήσου, η οποία ωστόσο – τι έκπληξη- αναγνωρίζεται μόνο από την Πορτογαλία. Με τέτοια κληρονομιά, η Μπράγα δε θα μπορούσε παρά να διαθέτει έναν μεγαλοπρεπή καθεδρικό, που – ναι, σωστά μαντέψατε- είναι και ο αρχαιότερος στη χώρα.
“Πιο παλιός από την Πορτογαλία”, όπως τον χαρακτήρισε ο ξεναγός μας, εγκαινιάστηκε το 1089, 54 χρόνια πριν την δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου πορτογαλικού βασιλείου. Αποτελεί ένα αρχιτεκτονικό συνονθύλευμα ρωμανικού, γοτθικού και μπαρόκ στιλ, ενώ αποτελεί και τόπο ταφής του εκάστοτε αρχιεπισκόπου Μπράγας. Στο αίθριο διατηρούνται επίτηδες ερείπια από τις καταστροφές που υπέστη το οικοδόμημα από το μεγάλο σεισμό της Λισαβόνας του 1755. Η μελαγχολική ομορφιά του σημείου συμπληρωνόταν από τα μωβ λουλούδια που ξετρύπωναν ανάμεσα στα κιονόκρανα.
Η πόλη διαθέτει και μια εντυπωσιακή πύλη, που παρέμενε ανοιχτή από το 16ο αιώνα, οδηγώντας στη δημιουργία της σκωπτικής έκφρασης “És de Braga?” ( κυριολεκτικά είσαι από την Μπράγα) με στόχο όσους ξεχνούν να κλείσουν την πόρτα πίσω τους.
Σε απόσταση αναπνοής σχεδόν βρίσκεται το Γκιμαράες, που οι φίλοι του στοιχήματος μπορεί να γνωρίζουν λόγω της ομάδας της πόλης Βιτόρια ντε Γκιμαράες. Θεωρείται λίκνο της χώρας, τόσο που σε ένα τμήμα των τειχών της υπάρχει η επιγραφή “Εδώ γεννήθηκε η Πορτογαλία”. Στο μικρό μα όμορφο κάστρο της, που πρωτοχτίστηκε το 10ο αιώνα για την αντιμετώπιση επιθέσεων από Άραβες και Βίκινγκς, γεννήθηκε κι έζησε ο πρώτος βασιλιάς της Πορτογαλίας, Αφόνσου Ενρίκες.
Άγαλμα του τελευταίου βρίσκεται πολύ κοντά στο κάστρο, δώρο της Βραζιλίας στην πρώην μητρόπολη. Ακριβώς δίπλα υπάρχει το παλάτι των Δουκών της Μπραγκάνσα, ένα μάλλον άχαρο οικοδόμημα που υπέστη μια αμφιλεγόμενη αναστήλωση στα χρόνια της δικτατορίας του Σαλαζάρ και σήμερα στεγάζει ένα ιστορικό μουσείο και επίσης αποτελεί μια από τις επίσημες κατοικίες του προέδρου της Πορτογαλίας (η χώρα έχει ημι-προεδρικό σύστημα). Η αληθινή γοητεία του Γκιμαράες ωστόσο βρίσκεται λίγο πιο κάτω, στο largo da Oliveira, πλατεία που πήρε το όνομά της από την ελιά που στέκει ακόμα αψηφώντας τους αιώνες. Γύρω από την πλατεία ορθώνονται τα γραφικά μεσαιωνικά σπίτια, κάποια από τα οποία κατοικούνται ακόμα, ενώ στο μέσο της ξεχωρίζει μια παράξενο γοτθική αψίδα, που σε πρώτη ματιά θυμίζει αρχιτεκτονική λείψανο, αποτελεί ωστόσο “κανονικό” μνημείο, που ανεγέρθηκε από το βασιλιά Αφόνσο Δ’ σε ανάμνηση της μάχης του Σαλάδα, το 1340, όταν σε μια σπάνια για την εποχή στιγμή ιβηρικής ομοψυχίας, ισπανικές και πορτογαλικές στρατιές νίκησαν τους Άραβες του Εμιράτου της Γρανάδας.
H επόμενη μέρα περιλάμβανε εκδρομή στο Αβέιρο, κάτι πάνω από μία ώρα με τον ανετότατο προαστιακό, ο οποίος με άφησε στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, τον οποίο κοσμεί πορτραίτο του διασημότερου τέκνου της πόλης Ζέκα Αφόνσου, συνθέτη του ύμνου της Επανάστασης των Γαρυφάλλων Grândola, Vila Morena.
H αρχική εντύπωση από την πόλη και για τα περίπου 20 πρώτα λεπτά της διαδρομής προς το ιστορικό κέντρο είναι πραγματικά καταθλιπτική και στενάχωρη. Η αρχική εντύπωση ποτέ δε διαλύθηκε εντελώς, καθώς η πραγματικά ξεχωριστή αρ νουβώ αρχιτεκτονική, δεν αρκούσε να ανατρέψει τη μελαγχολική πρώτη γεύση, ούτε βέβαια τα κανάλια με τα πολύχρωμα moliceiros, τις πολύχρωμες γόνδολες που, μαζί με τα κανάλια του Αβέιρο, του έδωσαν το προσωνύμιο “Βενετία της Πορτογαλίας”. Η Γαληνότατη βέβαια αν έπαιρνε στα σοβαρά τέτοιες συγκρίσεις, θα είχε ήδη βουλιάξει σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Ίσως η διάθεσή μου να βελτιωνόταν, αν έβρισκα ανοιχτό το μουσείο Αρ Νουβώ, καμία όμως από τις απόπειρες σε διαφορετικές στιγμές της μέρας δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα, σε πείσμα των ωραρίων στην είσοδο ή του google. Σύντομη στάση στη “Γέφυρα των δεσμών φιλίας”, όπου φίλοι κι εραστές επιδίδονται στο έθιμο της πρόσδεσης πολύχρωμων κορδέλων για να εξασφαλίσουν τα συναισθήματά τους στην αιωνιότητα. Μερικά φτηνά σουβενίρ από φελλό και ένα κουτάκι ovos molos, το τοπικό γλυκό που συνοψίζεται ως γλυκός κρόκος σε ωόσχημη γκοφρέτα και φύγαμε…
Από το μενού δε θα μπορούσε να λείπει και μια ολοήμερη περιπλάνηση στους δρόμους του κρασιού, κατά μήκος της κοιλάδας του Ντόουρου. Που να πούμε σε αυτό το σημείο αφού τόσο τον μνημονεύσαμε, ότι στα ελληνικά κανονικά λέγεται ποταμός Δούρος, ονομασία που απέφυγα συνειδητά για να μην αναρωτηθεί κανείς σας γιατί δε βγήκε στο τηλέφωνο. Από τις λίγες περιπτώσεις που πραγματικά θα ήθελα να είχα νοικιάσει αυτοκίνητο, ώστε να απολαύσω πέρα από τα εκ των πραγμάτων στεγανά πλαίσια μιας οργανωμένης εκδρομής τα ιμπρεσιονιστικής κοπής τοπία κατά μήκος του ποταμιού, να σταματήσω με την ησυχία μου για φωτογραφίες στα αγνάντια με τα λευκά ξωκλήσια που κάπως παρέπεμπαν σε κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική, να πάω σε περισσότερα από ένα οινοποιεία και να απολαύσω ως ντεμέκ γευσιγνώστης τα προσφερόμενα κρασιά με την ησυχία μου (και πώς θα οδηγούσες μετά, λέει η φωνή της συνείδησης, διαβεβαιώνοντάς με πως τελικά σοφά έπραξα και ακολούθησα γκρουπ). Παράπονο πάντως δεν έχω, ακόμα και η βαρκάδα στο ποτάμι κύλησε αρκετά ανώδυνα, δεδομένο ότι πρόκειται για σπορ που σπανίως απολαμβάνω ή θεωρώ απαραίτητο. Αν με ρωτήσει κανείς βέβαια σήμερα τι θυμάμαι από την εκτενή ξενάγηση στο οινοποιείο, θα απαντήσω μόνο την κορδελίτσα – λαστιχάκι που τοποθετείται στα αμπέλια για να εκκρίνει φερομόνες παρόμοιες με εκείνες των θηλυκών εντόμων – παρασίτων, ώστε τα αρσενικά να μπερδεύονται και να αποχωρούν εν μέσω… σεξουαλικής σύγχυσης.
Στο δρόμο για την κοιλάδα του Ντόουρου, αξίζει μια στάση στην πόλη Amarante, από τους αρχαιότερους οικισμούς της χώρας. Η μεσαιωνική γέφυρα του Αγίου Γκονσάλο στον ποταμό Τάμεγα έγινε το 1809 θέατρο μιας ηρωικής μάχης κατά τη διάρκεια της εισβολής των δυνάμεων του Ναπολέοντα στην Πορτογαλία, Μετά από αντίσταση 14 ημερών, οι Γάλλοι κατέλαβαν την πόλη και έκαψαν σχεδόν το σύνολο των σπιτιών. Από τη μήνι τους γλίτωσε ο επιβλητικός ναός του Αγίου Γκονσάλο με την γρανιτένια πρόσοψη του 1683, το μοναστήρι του οποίου τη δεκαετία του ’80 μετατράπηκε σε δημοτικό μουσείο, αφιερωμένο στον σπουδαίο μοντερνιστή ζωγράφο του 20ου αι. Amadeo de Souza-Cardoso κι άλλους καλλιτέχνες και συγγραφείς που γεννήθηκαν στην πόλη. Έξω από το μουσείο πλανόδιοι πουλούσαν φαλλόσχημα κέικ, που σε μια έκρηξη πουριτανισμού απέφυγα δυστυχώς να φωτογραφίσω.
Πέρα όμως από την περιήγηση στους αμπελώνες, η φύση της ευρύτερης περιοχής επιφυλάσσει κι άλλες συγκινήσεις. Ειδικά εκεί όπου η φύση συναντά την ανθρώπινη ευρηματικότητα. Ο λόγος εν προκειμένω για τη γέφυρα Arouca 516, η οποία όταν εγκαινιάστηκε το 2021 ήταν η μεγαλύτερη κρεμαστή πεζογέφυρα του κόσμου με μήκος 516 μέτρα – όνομα και πράγμα – μέχρι που την έφαγε λάχανο ένα χρόνο μετά η Sky Bridge 721 στην Τσεχία. Η αδρεναλίνη ήταν ο σταθερός σύντροφος σε αυτή την περίπου 10 λεπτά διαδρομή, με διαλείμματα για φωτογραφίες στο υπέροχο καταπράσινο και κατάστικτο από καταρράκτες φαράγγι του ποταμού Paiva. H εμπειρία είναι καταπληκτική, αλλά αυστηρά ακατάλληλη για υψοφοβικούς. Εντύπωση μου προκάλεσε η πραγματικά άριστη οργάνωση των τοπικών αρχών, καθώς κάθε γκρουπ επισκεπτών είχε συνοδό που περνούσε πρώτος στην άλλη άκρη, ώστε να επέμβει σε περίπτωση αδιαθεσίας ή κρίσης πανικού, όπου οι επισκέπτες είχαμε την οδηγία να ξαπλώσουμε ακίνητοι και να περιμένουμε βοήθεια. Το όριο επισκεπτών είναι νομίζω στους 500 την ημέρα, όριο που ελπίζω και να διατηρηθεί ώστε να διαφυλαχθεί αυτό το διαμαντάκι από τις επιπτώσεις του υπερτουρισμού που τόσο ταλανίζουν αντίστοιχης ομορφιάς τοπία ανά τον κόσμο. Στο αλμυρό ομολογουμένως εισιτήριο εισόδου των 12 ευρώ περιλαμβάνεται και η πεζοπορία 8 χλμ. στα Passadiços do Paiva, τις ξύλινες πλατφόρμες στις όχθες του ποταμού, που καθιστούν την πεζοπορία των 2,5 περίπου ωρών εξαιρετικά ευχάριστη.
Passadiços do Paiva
Τα πιο όμορφα ταξίδια τα καταλαβαίνεις όταν έχουν ήδη ζυμωθεί μέσα σου για κάποιο διάστημα, αφήνοντας την ώριμη επίγευση της πληρότητας, χωρίς να χάνεται η ζωντάνια των αναμνήσεων, παρά το πέρασμα του χρόνου. Η βουτιά στον πορτογαλικό βορρά ήταν μια τέτοια εμπειρία, όπου τα βιώματα ήταν κάτι παραπάνω από ένα τικ σε λίστα των “δέκα πραγμάτων που πρέπει να δείτε” στον τάδε ή τον δείνα προορισμό, αλλά και οι “εκκρεμότητες” αρκετές για να κρατήσουν το ενδιαφέρον της επιστροφής ζωντανό. Μέχρι την επόμενη φορά λοιπόν…