Λιάνα Κανέλλη: «Εγώ είμαι παιδί του Μάη, παιδί μου, η φαντασία στην εξουσία…» – Μια συνέντευξη γεμάτη απαντήσεις σε δύσκολες ερωτήσεις…

…και άγνωστες στιγμές από το συμβάν με τον Κασιδιάρη και αξέχαστα ταξίδια με τον Παναθηναϊκό.

Η συνέντευξη, η φωτογράφιση και η βιντεοσκόπηση έλαβαν χώρα αρκετές μέρες πριν την τραγωδία στα Τέμπη. Λίγες μέρες μετά, η Λιάνα Κανέλλη με άρθρο της στο Ριζοσπάστη, θα τοποθετούνταν σχετικά. Ακολουθεί μικρό απόσπασμα από αυτό: “Πρέπει να αντέξω. Όλοι μας. Να πάρω δυο παιδικά τρενάκια, να τα στήσω και ν’ αρχίσω να παίζω και με τα μικρά και με τα μεγάλα παιδιά! Το ένα θα ‘χει γκράφιτι τη λέξη κέρδος, στο άλλο τα παιδιά θα γράψουν βάρος. Να τα βάζουν απέναντι, να δούνε, όταν συγκρουστούν, το ένα φορτωμένο με ανθρώπους και το άλλο με λεφτά, πώς το παιχνίδι γίνεται αριθμητική του νεκροταφείου”.

Στο σαλόνι της Λιάνας Κανέλλη, υπάρχουν πίνακες ζωγραφικής πολλών διαφορετικών εποχών και τεχνοτροπιών. Αρκετοί από αυτούς, αν όχι οι περισσότεροι, είναι ζωγραφισμένοι από την ίδια. (Κλακ). Ο αγαπημένος της είναι ίσως αυτός με τα δύο μαύρα άλογα, δεξιά όπως κοιτάζει κανείς την τραπεζαρία. Θα έγραφα ότι το πάθος για το οποίο μιλά για τη ζωγραφική ξαφνιάζει, αλλά αυτό θα υποβάθμιζε πλείστες άλλες πτυχές ενός ανθρώπου που νομοτελειακά συνδέεται με πάθος με ό,τι αγαπάει. Τον γιο της, το Κόμμα, τον Παναθηναϊκό, τη χώρα, τη φωτογραφία, τα ταξίδια, τα ελληνικά. Θυμάστε το ‘Ομιλείτε Ελληνικά’;

Η Λιάνα Κανέλλη εγκαινιάζει το Personas by Reader και μιλάει για όλα | Φωτογραφία: Αθα Σκοταρά

Στο γραφείο της, δίπλα στο σαλόνι, υπάρχει μια τεράστια βιβλιοθήκη. Πάνω στη βιβλιοθήκη, υπάρχουν ελάχιστες φωτογραφίες. Στο ύψος των ματιών, όπως κάθεται κανείς απέναντί της, ξεχωρίζει μια φωτογραφία με τον πατέρα της. (Κλακ). Παρατηρώ ότι η Λιάνα φοράει ένα λευκό πουκάμισο στη φωτογραφία. Λευκά φοράει και τώρα, στη συνάντησή μας. Πάνω στο γραφείο, μεταξύ βιβλίων και εντύπων, υπάρχει ένα τασάκι, ένα πακέτο τσιγάρα και ένα φωτογραφικό λεύκωμα από τη ρημαγμένη απ’ τον εμφύλιο Ρουάντα, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘90. (Κλακ). Όλες οι φωτογραφίες (και φυσικά οι λεζάντες) είναι δικές της. Φωτογραφίες με αποστεωμένα παιδιά, με νεκρούς σε χωράφια και σε δρόμους, με τοπία. Είναι πολύ περήφανη γι’ αυτό το λεύκωμα.

Λίγο πριν ξεκινήσουμε, η Λιάνα διαμαρτύρεται που οι θεματικές των συνεντεύξεων που δίνει ή οι ερωτήσεις που τις κάνουν, δεν είναι ποτέ για τη ζωγραφική ή τη φωτογραφία ή τα ταξίδια της ως πολεμική ανταποκρίτρια. Και έχει δίκιο. Προσπαθήσαμε σε αυτή τη συνέντευξη να χωρέσουμε στιγμιότυπα από όλο το φάσμα ‘Λιάνα Κανέλλη’ και μετά βεβαιότητας, αποτύχαμε. Μόλις σηκώνομαι από τη θέση μου στο τέλος, της λέω, “ξέρετε ότι νιώθω ότι δεν είπαμε τίποτα, έ;”. Τότε, ακούγεται για εκατομμυριοστή φορά το μουσικό θέμα της συνάντησής μας, το ξερό, βαθύ ‘κλακ’ του αναπτήρα της που χώρεσε ανάμεσα σε τόσες λέξεις. Είχε μόλις ανάψει άλλο ένα και χαμογελούσε με νόημα.

Φωτογραφίες/βίντεο: Άθα Σκοταρά

Δημοσιογραφική έρευνα/επιμέλεια: Τζίνα Κυριαζοπούλου

Spoiler Alert: 10 απαντήσεις της Λιάνας Κανέλλη που δεν θα διαβάσετε στη συνέντευξη:

Οι επικείμενες εκλογές και η “ξεφτίλα αγωνία” του εκλογικού σώματος

Η Λιάνα Κανέλλη εκλέγεται σταθερά βουλεύτρια του ΚΚΕ από τις 9 Απριλίου του 2000. Κάπου μεταξύ των on και των off the record μεταβάσεων αυτής της συνέντευξης, μας αποκαλύπτει ότι αυτή θα είναι η τελευταία της τετραετία. Όχι με διάθεση παραίτησης, όχι κουρασμένη. Τουναντίον. Έτοιμη, όπως ‘απείλησε’, να πει και να κάνει μέσα σε μια τετραετία όσα δεν είπε και δεν έκανε ως τώρα.

“Κατεβαίνουμε όλοι στις εκλογές με μια αίσθηση ότι θα πάρουμε αποφάσεις αυτού που λέμε δημοσιονομικής, εθνικής και οικονομικής ανεξαρτησίας. Φευ! Από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα και με βάση τις κεντρικές αποφάσεις που πήραν τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα, δεν έχουμε τη δυνατότητα να είμαστε ανεξάρτητοι. Επομένως, αυτό που περισσότερο κρέμεται από το αποτέλεσμα των εκλογών είναι το κομμάτι του πολιτικού προσωπικού που θα αναλάβει τα ηνία της χώρας. 

Εκ των πραγμάτων, αν κάποιος θέλει να δει κάτι να αλλάζει σε αυτές τις εκλογές, αυτό το ρημάδι το κουκί που έχει πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι είναι ‘μόνοι τους και όλοι μας’. Είναι μόνοι τους σε μια πολιτική όλοι μαζί. Ευρωπαϊκή Ένωση, κοινή αγροτική, οικονομική, δημοσιονομική πολιτική, κοινή πολιτική για την ενέργεια, για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όλα κοινά είναι με κάποιους άλλους.

Η Λιάνα Κανέλλη με τον Ηλία Αναστασιάδη για το Personas by Reader | Φωτογραφία: Αθα Σκοταρά

Όλοι προσπαθούν να διαγκωνιστούν για το ποιος θα είναι ο καλύτερος διαχειριστής αυτής της (κοινής) πολιτικής. Η οποία δεν είναι κι αυτό που θα έλεγε κάποιος, αμιγώς ελληνική, εθνική. Πληρώνουμε χρέη που δεν έφτιαξε κανείς από εμάς, πληρώνουμε πόλεμο που δεν τον ξεκίνησε κανείς από εμάς, τι στον κόρακα λοιπόν περιμένει κάποιος από τις εκλογές, άμα πάει στα ίδια;

Ο Έλληνας πρέπει να ξαναγίνει πολιτικό ζώο κατά την αριστοτέλειο έννοια, δηλαδή να σκεφτεί πολιτικά και να ψηφίσει για τον εαυτό του, για το μέλλον των παιδιών του, για τα κόπια του και κυρίως για την προοπτική του, για να έχει μια στοιχειώδη επιλογή για το πώς θα πεθάνει. Αν θα πεθάνει με απλωμένο το χέρι στη ζητιανιά στα γεράματα, αν θα πεθάνει σε ράντζο, αν θα πεθάνει αβοήθητος σε μια γωνία. 

Κι αν είναι νέος; Σιχαίνομαι τη φράση ‘αποκατάσταση των νέων’. Μια ζωή λέω ότι οι νέοι οφείλουν να εγκαθίστανται στην κοινωνία, όχι να αποκαθίστανται, δεν είναι αναπηρία η νιότη. Τώρα όμως οι νέοι τρώνε δέκα χρόνια ανάπηρων εργασιακών σχέσεων, κουτσουρεμένων, με ένα αίσθημα ανασφάλειας και τζογάρουν στην ιδιωτική ασφάλιση λες και είναι χρηματιστήριο αξιών για όταν θα γίνουν 65, που μπορεί μέχρι τότε η σύνταξη να έχει πάει στα 67, στα 72 κι ενδεχομένως στα 80. Όποιος λοιπόν ψάχνει να κάνει μια επανάσταση που και θα τρομάξει το σύστημα και θα το συγκρατήσει όταν επιτίθεται εναντίον του, η επιλογή είναι μόνο ΚΚΕ”.

Αυτό που με πειράζει πιο πολύ απ’ όλα είναι ότι έχουμε 2023 πια και το εκλογικό σώμα έχει δηλητηριαστεί με την πιο ξεφτίλα αγωνία που έχει φυτέψει κάποιος σε λαό: ‘Δώστε μου κάποιον να με κυβερνήσει’

“Η απλή αναλογική, έτσι όπως εφαρμόζεται, δεν είναι πούρα απλή αναλογική. Επίσης, όλοι έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους το ενδεχόμενο των επόμενων εκλογών, που ουσιαστικά δεν είναι δεύτερος γύρος. Είναι δεύτερες εκλογές που θα γίνουν με άλλο σύστημα που έχει ήδη ψηφιστεί. Έχουμε δοκιμάσει σε αυτόν τον τόπο όλων των ειδών τα συστήματα. Δεν θα σου κάνω πρόβλεψη με την εξής έννοια: τα πράγματα νομίζω θα μείνουν περίπου ως έχουν. Όποια μετακίνηση κι αν συμβεί θα είναι ήσσονος σημασίας. Μοιάζει να πηγαίνουμε στο ‘περίπου ως έχουν’. Μιλάω πάντα για τη συνολική εικόνα. 

Αυτό που με πειράζει πιο πολύ απ’ όλα είναι ότι έχουμε 2023 πια και το εκλογικό σώμα έχει δηλητηριαστεί με την πιο ξεφτίλα αγωνία που έχει φυτέψει κάποιος σε λαό: ‘Δώστε μου κάποιον να με κυβερνήσει’. Καταλαβαίνεις πώς αισθάνεσαι ως ΚΚΕ: εντελώς ούφο, γιατί λες στον άλλον, ‘έλα να κυβερνήσεις, εσύ πρέπει να μου λες εμένα τι να κάνω. Και έρχεσαι και μου ζητάς εμένα να σε κυβερνήσω;’.

Όλα όσα δεν είδαμε πριν και μετά το χαστούκι του Κασιδιάρη

Στις 7 Ιουνίου 2012, στον αέρα της εκπομπής ‘Πρωινό ΑΝΤ1’ του Γιώργου Παπαδάκη, ο Ηλίας Κασιδιάρης, αφού πρώτα πετάει ένα ποτήρι με νερό στη Ρένα Δούρου, χαστουκίζει τη Λιάνα Κανέλλη. Είναι μια σκηνή που σημαδεύει τη σύγχρονη τηλεοπτική ιστορία της χώρας για όλους τους λάθους λόγους. Υπάρχουν μόνο δύο φωτεινά σημεία. Πρώτον, το ότι αποκαλύπτεται το πραγματικό πρόσωπο του φασισμού ακόμα και στους αφελέστερους και δεύτερον, η στάση της Λιάνας Κανέλλη μετά το χτύπημα. Τι είχε προηγηθεί όμως στο διάλειμμα της εκπομπής; Και τι συνέβη καρέ-καρέ όταν έπεσαν εσπευσμένα διαφημίσεις;

“Δεν είχαμε ξαναβρεθεί ποτέ με τον Κασιδιάρη, ήταν η πρώτη φορά. Αριστερά μου είχα την Κουτροκόη που ήταν έγκυος, πράγμα που συνετέλεσε και στο να μου ανέβει το αίμα στο κεφάλι όταν είδα τη βίαιη σκηνή με το νερό. Δεν είχε προηγηθεί κάτι στο στούντιο. Μια κουβέντα από αυτές τις χαζές που κάνουμε, κάτι λέγαμε με τους υπόλοιπους για τις εκδόσεις και τις διανομές στο διάλειμμα. 

Το μετά; Το μετά είναι μια φρίκη. Κατ’ αρχήν, αυτό που δεν πρόκειται να δει ή να καταλάβει κανένας ποτέ παρά μόνοι οι πολύ κοντινοί μου άνθρωποι (και κάποιοι από το κοινό που τους συναντώ και μου φέρονται με σεβασμό, και άντρες και γυναίκες, αλλά κυρίως άντρες οι οποίοι εξ ενστίκτου πιάνουν ότι έτσι είναι ο χαρακτήρας μου): δεν έχω βάλει μεγαλύτερο φρένο στη ζωή μου από το να μην αντιγυρίσω το χτύπημα και να μην τον κυνηγήσω την ώρα που έφυγε σαν το κοτόπουλο, τρέχοντας. Έφυγε τρέχοντας και πήγε και κλείστηκε σε έναν καμπινέ για να αποφύγει το αυτόφωρο. Και πήγαιναν τα κορίτσια από το μακιγιάζ, (κοριτσόπουλα μωρέ, σήκωσαν κεφάλι τα κοριτσόπουλα!), του χτυπάγανε την πόρτα, του φώναζαν ‘βγες έξω’, κι εκείνος είχε σηκώσει το κινητό και τους έλεγε ‘σας γράφω, θα ξέρω ποιες είστε’, τις απειλούσε. Κάποιον γνωστό είχε εκεί και τον φυγάδευσαν από την πίσω πόρτα. Αυτά δεν τα ξέρει κανένας.

«Ο Κασιδιάρης έφυγε τρέχοντας και πήγε και κλείστηκε σε έναν καμπινέ για να αποφύγει το αυτόφωρο. Κάποιον γνωστό είχε εκεί και τον φυγάδευσαν από την πίσω πόρτα» | Φωτογραφία: Αθα Σκοταρά

Εγώ μάζεψα όλη μου την ψυχραιμία και ζήτησα να βγω στον αέρα αμέσως μετά. Το βίντεο δεν κόβεται εκεί. Έχω βγει στον αέρα και έχω μιλήσει 7 λεπτά για το περιστατικό. Αμέσως μετά. Τα είδες ποτέ; Όχι. Επαναλήφθηκαν ποτέ; Όχι. Τα ζήτησε κανένας; Ποτέ. Ο ΑΝΤ1 τα έπαιξε, δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις ότι δεν τα έπαιξε. Εγώ ζήτησα να κοπούν οι διαφημίσεις εκείνη την ώρα, για να βγω στον αέρα και να απευθυνθώ στο κοινό. Γιατί το φρένο εγώ το έβαλα στον εαυτό μου για να μη γίνω σαν το κτήνος που ‘χα απέναντί μου. Και το ‘βαλα και για λογαριασμό του κοινού. Σεβάστηκα το κοινό όπως το σέβομαι από την πρώτη μέρα που κάνω αυτή τη δουλειά και θα το σέβομαι μέχρι και τρεις μέρες μετά το θάνατό μου”.

Δυστυχώς ο καθένας μας μπορεί να κρύβει μέσα του έναν φασίστα. Είναι συνώνυμος του κτήνους ο φασισμός, επομένως θέλει διπλή μάχη, μία μέσα μία έξω

“Συνειδητοποίησα πολύ γρήγορα τι συνέβαινε. Πίστεψέ με, δεν είχα ταχυκαρδία, είχα όμως μια θύελλα εσωτερική από το φρένο, πήγαινε να σπάσει η καρδιά μου. Χρειάστηκε δύναμη 50 Κουταλιανών για να μην αντιδράσω, να μείνω ψύχραιμη και να κρατήσω αυτό που οφείλω σε αυτούς από τους οποίους ζω εδώ και 50 χρόνια. Έτσι είμαι μαθημένη από το σπίτι μου, από τη μάνα μου, τον πατέρα μου, από το σχολείο, τις σπουδές μου. 

Εγώ πήγα σε ένα σχολείο, στο Κολέγιο, που όταν μπήκα μέσα στα 12 μου, κοριτσάκι, είδα μια ταμπέλα πάνω που έλεγε ‘non ministrari sed ministrare’. Μετάφραση; Να μην υπηρετείσαι, αλλά να υπηρετείς. Μου σημάδεψε τη ζωή, εξηγεί πολλά για τη δημόσια ζωή μου. Δεν βγαίνω για να υπηρετήσω την εικόνα μου. Φροντίζω την εικόνα μου για να υπηρετήσω αυτούς που με βλέπουν. Δυστυχώς ο καθένας μας μπορεί να κρύβει μέσα του έναν φασίστα. Είναι συνώνυμος του κτήνους ο φασισμός, επομένως θέλει διπλή μάχη, μία μέσα μία έξω. Γι’ αυτό έπρεπε να πνίξω το κτήνος μέσα μου και να μην γίνω κτήνος κι εγώ”.

“Το μετά θα πρέπει να απασχολεί τους Έλληνες, όχι εμένα. Γιατί μετά από αυτό, ο Προκόπιος Παυλόπουλος, με το ανέκδοτο ‘έμεινες Παυλόπουλος’ να σέρνεται στην Ελλάδα επί περίπου ένα χρόνο, έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η κυρία Δούρου έγινε περιφερειάρχης και στο δεύτερο γύρο την ψήφισαν και χρυσαυγίτες, στατιστικά αν το δεις. 

Ο Παπαδάκης έκανε αυτό που μπορούσε στη θέση που ήταν. Δεν μπορούμε να ζητάμε τα ρέστα απ’ τον καθένα για την ταχύτητα των ανακλαστικών του. Για κλάσματα του δευτερολέπτου, με το που πετάει το νερό, υποθέτω ότι θα σηκωθεί ο Γιώργος και θα τον πετάξει έξω από το στούντιο. Αυτά είναι τα δευτερόλεπτα που έχασα και για τα οποία με μέμφομαι. Γιατί εκεί λειτούργησα ως τηλεοπτικό ζώο, ως φιλοξενούμενη”.

“Όταν έγινε το περιστατικό με το χαστούκι, τo παιδί ήταν 17. Για περίπου δύο χρόνια πέρασε κρίση. Είχε, χωρίς να το ομολογεί, τον φόβο για μένα, μήπως κάτι μου συμβεί. Γιατί ξεχνάνε όλοι ότι έναν χρόνο μετά το χαστούκι, μπήκαν στο σπίτι μου νύχτα, δεν καταλάβαμε τίποτα. Ήρθε η αντιτρομοκρατική. Πήραν μόνο τους δικούς μου υπολογιστές, όχι των άλλων, το τηλέφωνό μου, ενώ άνοιξαν ένα κουτάκι μικρό που έχω στην τσάντα μου και έβγαλαν έξω τα φάρμακα για να δουν και τι φάρμακα πίνω. Επίσης, πήραν το αυτοκίνητο μου, το οποίο άφησαν μια εβδομάδα μετά μπροστά από το γυμναστήριο που πηγαίνει ο γιος μου. Και να σου πω και το άλλο; Το τηλέφωνό μου το βρήκα μετά από περίπου έναν χρόνο στα χέρια στρατιωτικού της ΕΛΔΥΚ.

Δεν προχώρησε καμία από τις μηνύσεις κατ’ αγνώστων που έχω κάνει, δεν ενδιαφέρθηκε κανένας. Επίσης, έχω ξυπνήσει δύο χρόνια μετά κι έχω βρει στο δρόμο έξω από το σπίτι τρικάκια της Χρυσής Αυγής (και δεν μένω και σε κανέναν κεντρικό δρόμο, ε). Είχα φυλάκιο για προστασία μπροστά από το σπίτι για περίπου 3 χρόνια. Κάποια στιγμή το χρειάστηκαν και το πήραν και καλύτερα που το πήραν, γιατί σε τελική ανάλυση, έγινε λίγο πιο ήσυχη η γειτονιά και ο δρόμος μου χωρίς αυτό”.

Έπαιρναν τα φαγητά κι έτρωγαν στα γραφεία τους. Ήταν μονίμως κλεισμένοι εκεί. Δεν πήγαιναν ούτε στην τουαλέτα χωρίς να είναι πέντε-πέντε μαζί. Πολύ γενναίοι άντρες. Και στη Βουλή λειτουργούσαν ως τάγμα. Γι’ αυτό κατεβάζουν τάγματα, είναι μάγκες του γλυκού νερού

“Μετά το περιστατικό με το χαστούκι, ξαναείδα τον Κασιδιάρη από μακριά στη Βουλή, την ημέρα της ορκωμοσίας. Μόνο στις επιτροπές ερχόμασταν σε κοντινότερη απόσταση και θα σου θυμίσω και κάτι: αυτοί για πολλά χρόνια δεν ανέβαιναν ούτε στην τραπεζαρία της Βουλής. Έπαιρναν τα φαγητά κι έτρωγαν στα γραφεία τους. Ήταν μονίμως κλεισμένοι εκεί. Δεν πήγαιναν ούτε στην τουαλέτα χωρίς να είναι πέντε-πέντε μαζί. Πολύ γενναίοι άντρες. Και στη Βουλή λειτουργούσαν ως τάγμα. Γι’ αυτό κατεβάζουν τάγματα, είναι μάγκες του γλυκού νερού”. 

“Θα σου πω κάτι που δεν έχω πει σε κανέναν ποτέ. Μια εντελώς υπερφυσική δικαίωση που ήρθε για τη στάση μου να σηκώσω ανάστημα στον φασίστα και να φανεί πόσο μικρός είναι. Όταν τελειώνει η ορκωμοσία στη Βουλή, υπάρχει ένα πολύ μικρό γραφείο απ’ το οποίο πρέπει να περάσουμε όλοι, και οι 300, για να βάλουμε υπογραφή. Είναι το πρωτόκολλο της ορκωμοσίας. Καταλαβαίνεις ότι γίνεται ένας γηπεδικός συνωστισμός. Μου λένε από πάνω οι σύντροφοι, ‘κοίταξε, μην πας μόνη σου, γιατί έχουμε δει το τάγμα που έχει έρθει μέσα. Κάνε λίγη υπομονή να φύγουν και πηγαίνουμε κι εμείς’. Κατεβήκαμε λοιπόν 4-5 από μας, υπογράφουμε και γυρνάμε πάνω στο γραφείο του ΚΚΕ.

Κάθομαι σταυροπόδι. Φοράω κάτι παπούτσια με λίγο τρακτερωτή σόλα. Απέναντι μου είναι η Αλέκα, βουλευτές, γραμματείς, τα παιδιά του γραφείου. Μου λέει η Αλέκα όπως κάθεται απέναντι, ‘Λιάνα, κάτι έχεις πατήσει με το παπούτσι’. Τι φαντάζεσαι ότι θα είναι; Καμιά τσίχλα, κάτι τέτοιο. Κάνω έτσι και δεν μπορεί να φανταστεί άνθρωπος τι έχω πατήσει. Έχει φύγει από κάποιον χρυσαυγίτη το σήμα της Χρυσής Αυγής που φοράει στο πέτο και το ‘χω πατήσει με το παπούτσι! Αυτό αποκλείεται να μην είναι magic! Ασπρίζω. Σιχαινόμουν ακόμα και την ιδέα ότι το ‘χα πατήσει με το παπούτσι μου. Το διέλυσα και το έκαψα τη μέρα της δίκης, όταν βγήκε η απόφαση”.

Οι μανδύες του φασισμού και γιατί το μπλόκο στο κόμμα του Κασιδιάρη δεν είναι λύση

Τον πρώτο καιρό μετά το χαστούκι, η Κανέλλη και οι συνεργάτες της κατέγραψαν στο διαδίκτυο περίπου 5.000 σχόλια ρητορικής μίσους του τύπου ‘καλά της έκανε’. Μετά από ενδελεχή έρευνα ειδικών, προέκυψε ότι όλα αυτά τα σχόλια είχαν γίνει από μόλις δύο IP.

“Με έπαιρναν ξένοι δημοσιογράφοι αμέσως μετά το χαστούκι και με ρωτούσαν, ‘καλά αυτός δεν είναι στη φυλακή;’. Με πήραν κι από τους Times. Ντρεπόμουν, τι να πω ως πολίτης και πολιτικός αυτής της χώρας; Είμαστε τόσο ωραίο κράτος θεσμικά που κάναμε 4 χρόνια για να τελειώσουμε την πρώτη δίκη της Χρυσής Αυγής γιατί δεν βρίσκαμε αίθουσα. Πού να πας να τα πεις αυτά;”.

“Η μούρη μου ήταν η αιτία που τραβήχτηκε η κουρτίνα. Ο φασισμός έχει πολλά πρόσωπα. Οι ναζιστόφατσες αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια φοράνε άλλους μανδύες, χώνονται σε σχηματισμούς, καλύπτονται από θεσμικές αδυναμίες και εμφανίζονται. Ακόμα και στη διπλανή πόρτα. Ακόμα και σε προσχήματα εφηβικής βίας. Γιατί αυτό νομιμοποίησε και συμβολοποίησε ο Κασιδιάρης, τη βία. 

Για να το πω ακόμα μια φορά, η δίκη για το χαστούκι δεν αθώωσε ούτε απάλλαξε τον Κασιδιάρη. Ματαιώθηκε, γιατί ο μηνυτής που ήταν το κράτος, δεν εμφανίστηκε. Κι έτσι τελείωσε το πράγμα εκεί. Λέω τη δίκη παρωδία γιατί ξέρεις τι είναι να έχουν γεμίσει την αίθουσα οι χρυσαυγίτες επίτηδες άπλυτοι και βρώμικοι για να μην αντέχει κανένας να συνωστιστεί μαζί τους; Πήγαν από τα ξημερώματα για μην υπάρξει κοινό στην αίθουσα. Η υπερασπιστική τους γραμμή ήταν ότι επιτέθηκα πρώτη και χτύπησα τον Κασιδιάρη και ότι ο κακομοίρης, τι να κάνει, αντιγύρισε το χτύπημα. Διακόπηκε μια ώρα η δίκη για να φέρουν οθόνη και να δουν οι δικαστές ότι δεν είχα δείρει προηγουμένως τον Κασιδιάρη”.

«Αν αφήσεις τον φασισμό να μπει στο σχολείο, μετά τον βρίσκεις στο δρόμο και στο πεζοδρόμιο. Στους γονείς, στους δασκάλους και σ’ αυτό που λέμε κουλτούρα, θα πατήσεις για να τον κερδίσεις» | Φωτογραφία: Αθα Σκοταρά

“Εγώ είμαι βουλευτίνα του ΚΚΕ από το 2000. Σε 11 από τις 27 χώρες της ΕΕ, είμαι απαγορευμένη στην πραγματικότητα. Και σαν σύμβολο και σαν ιδιότητα. Τι πάει να πει αυτή τη στιγμή ότι κάποιος θέλει να μπλοκάρει το κόμμα του Κασιδιάρη; Πώς θα το μπλοκάρει; Εμείς ψηφίσαμε όχι στην τροπολογία, κι εγώ επιμένω στο όχι, να μην μπλοκαριστεί. Ο Χριστός είπε, “αφίετε τα παιδία ελθείν προς εμέ”. Αφήστε τους να δούμε, διότι αλλιώς δεν θα ξέρουμε κιόλας. Έρχονται καλυμμένα. Άμα κρύψεις τη σβάστικα και στη θέση της βάλεις την τρίαινα του Αζόφ; Εδώ ήρθε ο κατεξοχήν αζοφικός ναζιστής και σηκώθηκαν όλοι και τον χειροκροτούσαν. Τα Κογκρέσα, η Βουλή της Γαλλίας, η ελληνική Βουλή.

Άκουσα από σύμπτωση την ανιψιά μιας φίλης μου, 8 χρονών, να τραγουδάει τραπ. Κόντεψα να λιποθυμήσω

Πολύ φοβάμαι ότι αν δεν το πάρει ο λαός στα χέρια του, εγώ, εσύ… Όταν έχεις δίπλα σου τον φασίστα, να τραβάς την κουρτίνα να φαίνεται. Εγώ έχω εμπιστοσύνη στο λαό, δεν πιστεύω ότι ο λαός θα γίνει φασιστικός. Ο Έλληνας το έχει ζήσει στο πετσί του. Βογκάνε τα χώματα από ναζιστές. Δεν μπορούμε να πάθουμε ομαδική αμνησία. Το ξαναλέω. Αυτοί που ψήφισαν Χρυσή Αυγή ή αυτοί που καμώνονται ότι δεν καταλαβαίνουν τι κρύβεται από πίσω δεν είναι αθώοι”. 

“Άμα ήθελε πραγματικά το σύστημα να μην αναπαράγει τα πρότυπά του, θα το είχε πετύχει από το νηπιαγωγείο και το δημοτικό. Αν αφήσεις τον φασισμό να μπει στο σχολείο, μετά τον βρίσκεις στο δρόμο και στο πεζοδρόμιο. Στους γονείς, στους δασκάλους και σ’ αυτό που λέμε κουλτούρα, θα πατήσεις για να τον κερδίσεις. Η κουλτούρα είναι η καλλιέργεια.

Όπου υπάρχει ναρκοκουλτούρα, θα βρεις φασίστες. Αν λοιπόν πας με τη ναρκοκουλτούρα, θα έρθει και ο φασισμός από δίπλα. Σκέψου πόσες χολιγουντιανές ταινίες έχεις δει, που να με πάρει και να με σηκώσει, για τον Εσκομπάρ και την παρέα του. Τα νέα παιδιά ξέρουν και την τελευταία λεπτομέρεια της ζωής του Εσκομπάρ. Μην ξεχνάμε ότι η γοητεία του κακού προηγείται της επιβολής του”. 

“Άκουσα από σύμπτωση την ανιψιά μιας φίλης μου, 8 χρονών, να τραγουδάει τραπ. Κόντεψα να λιποθυμήσω. Η πρώτη μου ερώτηση ήταν αν έχει συναίσθηση τι λέει το παιδί. Έλεγε τους στίχους, κι από κάτω έβλεπα λεζάντες #metoo με ερωτηματικό, ‘καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται’ με ερωτηματικό κι έλεγα μας κοροϊδεύουν; Πώς μπορείς να κάνεις αύριο μια εκστρατεία τύπου #metoo και από κάτω να έχεις τα κοριτσάκια και τα αγοράκια να σου λένε παιδιόθεν πώς θα πας εκεί; Θα μου πεις τι θα κάνεις, λογοκρισία; Όχι. Κουβέντα”.

«Έχω ακούσει πολλά. Και έχω δει πολλά. Έχω δει γυναίκες να υποφέρουν, άντρες να μην ντρέπονται. Προτάσεις; Άπειρες και με ανταλλάγματα πολλά. Ήμουν κι όμορφη στα νιάτα μου. Δεν πίστεψα ποτέ ότι η κρεβατοδρομία είναι ένα είδος καριέρας» | Φωτογραφία: Αθα Σκοταρά

Το #metoo και ο κομβικός ρόλος του σπιτιού, του σχολείου και της μάνας

Μεγάλωσε με έναν Λάκωνα, αυστηρό και συντηρητικό πατέρα, και μια μάνα που την παρότρυνε να γίνει κορίτσι ανεξάρτητο και αλλιώτικο από τα άλλα. Θεωρεί πως έτσι μπήκαν οι βάσεις για να κόψει εν τη γενέσει της κάθε επιλήψιμη ανδρική συμπεριφορά. Τελικά, δεν χρειάστηκε ποτέ κάτι τέτοιο.

“Ποτέ δεν είχα κάτι επιλήψιμο απέναντί μου στη δουλειά, αλλά θα σου πω μια κουβέντα που με τα σημερινά δεδομένα ίσως ήταν κάτι. Όταν πήγα 22,5 χρονών στην ΕΡΤ, ήθελα να κάνω εξωτερικό δελτίο. Με βάζουν να κάνω τη σύνταξη του πρώτου δελτίου, στα αγγλικά τότε, και τελειώνω σε 20 λεπτά. Με φωνάζει λοιπόν ο αείμνηστος Αγαμέμνων Φαράκος, μου λέει ‘τελείωσες, είσαι σίγουρη;’ Λέω ναι. ‘Φέρτο να το δω’, το βλέπει. Λέω, ‘γιατί μου μιλάτε έτσι, γιατί τόση δυσπιστία;’ Και εκείνος τότε μου λέει το περίφημο ‘άκου να δεις μικρή, εγώ γαμώ και δέρνω εδώ μέσα’. Τον κοιτάω στα μάτια, ήταν ψηλός, ομορφάντρας. Γυρίζω και του λέω, ‘για το δεύτερο είμαι σίγουρη, μου ρίχνεις κι ενάμισι κεφάλι, για το πρώτο κάποια άλλη πρέπει να ξέρει, όχι εγώ’. Πέθανε στα γέλια, γίναμε φίλοι για πάντα”.

“Άκουσε. Εγώ έχω μεγαλώσει σε ένα σπίτι με έναν πατέρα Λάκωνα, αλλά και μια μάνα η οποία μου ‘λεγε, πρέπει να μάθεις να μην πηγαίνεις με τον συρμό. Μου έλεγε, ‘να κρύβεις ένα δεκάρικο μες στο παπούτσι σου, στο τακούνι, γιατί κάποιος μπορεί να μεθύσει, να μην κρέμεσαι από κάποιον να σε φέρει στο σπίτι, να είσαι ανεξάρτητη’. Όταν έχεις μεγαλώσει λοιπόν έτσι, είναι δύσκολο να σε πλησιάσει ο άλλος όταν ξέρει ότι θα πάρει απάντηση”. 

Θα είμαι πάντα με τις γυναίκες μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου. Και θα τρέφω πολύ μεγάλη αγωνία για τον έναν άντρα στους δέκα χιλιάδες που θα κατηγορηθεί άδικα

Έχω ακούσει πολλά. Και έχω δει πολλά. Έχω δει γυναίκες να υποφέρουν, άντρες να μην ντρέπονται. Μέσα στην τηλεόραση, στα χρόνια που έζησα στην ΕΡΤ, δεν έχω τίποτα κραυγαλέο που να μπορώ να σου πω. Προτάσεις; Άπειρες και με ανταλλάγματα πολλά. Ήμουν κι όμορφη στα νιάτα μου. Δεν πίστεψα ποτέ ότι η κρεβατοδρομία είναι ένα είδος καριέρας. Όταν στην κοινωνία, η αντίληψη ‘όλα τα αγοράζω’ βαφτίζεται δημοκρατία, την έχεις πατήσει. Πώς να μην αυξηθεί η βία παντού; Είτε ο άλλος είναι μπάτσος, φοράει στολή και νομίζει ότι είναι εξουσία, είτε είναι παπάς και φοράει ράσο, είτε είναι πολιτικός, διευθυντής, CEO”.

“Όταν βγήκε το κίνημα #metoo, είπα επιτέλους. Επιτέλους! Λυπάμαι απλώς, επειδή ήρθε πολύ καθυστερημένα και είναι εισαγόμενο. Είναι τόσο υπόκωφη, μακραίωνη και καλλιεργημένη από το σύστημα αυτή η βία εναντίον των γυναικών… Θα είμαι πάντα με τις γυναίκες μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου. Και θα τρέφω πολύ μεγάλη αγωνία για τον έναν άντρα στους δέκα χιλιάδες που θα κατηγορηθεί άδικα. Αυτόν τον έναν, που μπορεί να παγιδευτεί. Αυτόν θέλει πολύ κόπο για να τον βρεις.

Σιχαίνομαι τη βία. Έχω πει στον γιο μου να μη γυρίσει ποτέ μια κοπέλα στο σπίτι με υποψία από γρατζουνιά ή από μελανιά. Το θεωρώ αδιανόητο να ασκείται βία πάνω στους ανθρώπους και δη σε γυναίκες όπως συμβαίνει τώρα κατά κόρον”.

“Θα σου πω μια αλήθεια με πολλή δυσκολία και πόνο. Όταν βλέπω κακοποιητικές συμπεριφορές από νέους άντρες, ρίχνω μεγάλο μερίδιο ευθύνης και στη μάνα που τους μεγάλωσε. Είναι στο χέρι των γυναικών να μη βγάζουν αγόρια που να θεωρούν έστω και άπαξ στη ζωή τους φυσικό να ασκήσουν βία λόγω σωματικής ρώμης και λόγω θέσης. Όλα ξεκινάνε από το σπίτι και το σχολείο”.

Η ιδιοτέλεια του κλικαρίσματος, ή πώς φτάσαμε στην πιξελοποίηση ενός φόνου

Υπάρχει μια a priori ασφάλεια όταν έχεις απέναντί σου τη Λιάνα Κανέλλη, (ειδικά) όταν οι ερωτήσεις αφορούν τη δημοσιογραφία ως καθήκον και ως δεοντολογία. Η ασφάλεια ότι θα ακούσεις μια σαφή, σαφέστατη γνώμη από έναν άνθρωπο που πάντα θα σκέφτεται και θα γράφει πρώτα ως δημοσιογράφος. Αλήθεια, τι προσφέρει στο κοινό η τόση λεπτομέρεια, όταν η είδηση είναι ένας φόνος ή ένας παιδοβιασμός;

“Είμαι καθέτως και οριζοντίως εναντίον αυτής της πώλησης της φρίκης. Η πιξελοποίηση της ανάλυσης του πώς ακριβώς έγινε το έγκλημα, θεωρώ ότι βαραίνει ως ευθύνη πρώτον τον δικηγορικό και δικαστικό κόσμο που επιτρέπει την ξεφτίλα της δικογραφίας και δεύτερον, την ένωση συντακτών που όλο αυτό δεν το στηλιτεύει και δεν το ξεχωρίζει από την έννοια της λογοκρισίας.

Τι σχέση έχει η λογοκρισία αν δεν μάθω με ποια λεπίδα σε ποιο σημείο του αιδοίου χαράκωσε ο θύτης το θύμα; Ο τρόμος πουλάει, κι όλο αυτό έγινε ένα εμπορευματοποιημένο προϊόν που σε πολλές περιπτώσεις δημιουργεί κλίμα ψευτολαϊκών ψευτοδικαστηρίων που ακόμα και στο αστικό σύστημα, στερούν από οποιονδήποτε κατηγορούμενο τον φυσικό του δικαστή”. 

Φαντάσου έναν χρυσαυγίτη που το βλέπει αυτό από το σπίτι και λέει, ‘να, αυτή την έδωσε την εντολή’. Πώς τον εξουσιοδοτείς να κάνει τι. Του έκανα μήνυση, τον πήγα στο δικαστήριο κι έφαγε 12 μήνες φυλακή. Δεν εμφανίστηκε στο εφετείο κι έτσι η απόφαση έγινε αμετάκλητη

“Θα είμαι απολύτως ειλικρινής. Για τέτοια θέματα ενδεχομένως θα έπρεπε να ξανασκεφτούμε το πώς γίνονται οι δίκες. Στη δίκη της Χρυσής Αυγής δεν υπάρχουν κάμερες. Για να δούμε τίνος είναι τελικά η ευθύνη που κάποιος φροντίζει να δώσει στη δημοσιότητα τη φωτογραφία του Κασιδιάρη με τη φωτογραφία του κόμματός του πίσω από την οποία έχει κρύψει ενδεχομένως τις χειροπέδες. Για να δούμε τι δουλειά κάνουν οι συνάδελφοί μας οι φωτογράφοι, και τι δουλειά κάνουν οι εκδότες ή οι ιδιοκτήτες των σάιτ. Εγώ το βαφτίζω αυτό ιδιοτέλεια του κλικαρίσματος”.

“Εγώ καταδίκασα έναν χρυσαυγίτη, το ‘μαθες ποτέ; Τον βουλευτή Πέλλας, Σαχινίδη. Ο Σαχινίδης ανέβηκε στο βήμα στον προϋπολογισμό (που υποχρεωτικά μεταδίδεται live, άρα είναι τηλεοπτικό δρώμενο), σε μια σχεδόν άδεια Βουλή, με είπε ‘Σταλιάνα’ και με κατηγόρησε ως ηθικό αυτουργό και περίπου εντολέα των δολοφόνων των δύο χρυσαυγιτών στο Νέο Ηράκλειο. Aπό το βήμα της Βουλής! Τι σκέφτεσαι εκείνη την ώρα όταν έχεις περάσει αυτά που έχω περάσει; Σκέψου πόσο βίαιο ήταν αυτό για μένα. Μιλάμε για φόνο! Φαντάσου έναν χρυσαυγίτη που το βλέπει αυτό από το σπίτι και λέει, ‘να, αυτή την έδωσε την εντολή’. Πώς τον εξουσιοδοτείς να κάνει τι. Του έκανα μήνυση, τον πήγα στο δικαστήριο κι έφαγε 12 μήνες φυλακή. Δεν εμφανίστηκε στο εφετείο κι έτσι η απόφαση έγινε αμετάκλητη.

Στη δίκη του Σαχινίδη ήρθε μάρτυρας ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και δικηγόρος, Αντώνης Μπαλωμενάκης. Ήταν από τους λίγους παρόντες εκείνη τη μέρα στη Βουλή. Του είπα ότι θα κάνω μήνυση και του ζήτησα να έρθει ως μάρτυρας. Με αυθόρμητη βούληση, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, μου είπε ναι. Ήρθε στο δικαστήριο άρρωστος από το νοσοκομείο, τον έφερε με μοτοσικλέτα ο οδηγός του. Εγώ αυτά δεν τα ξεχνάω. Δυστυχώς ‘έφυγε’ πολύ νέος. Ήταν από τους πιο αγαθούς ανθρώπους που συνάντησα ποτέ στο Κοινοβούλιο”.

“Who is that whore?”

Τον Ιούνιο του 2000 στο Συμβούλιο της Ευρώπης, η πολύ φρέσκια βουλεύτρια του ΚΚΕ, Λιάνα Κανέλλη, βρίσκεται απέναντι στον τότε πρωθυπουργό του Κοσόβου και συνιδρυτή των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, Μπερνάρ Κουσνέρ. Ο Κουσνέρ, μετά από μια αιχμηρή τοποθέτηση της Κανέλλη, εκνευρίζεται σε κατά λάθος ανοιχτό μικρόφωνο.

“Θα σου πω κάτι για το οποίο είμαι πάρα πολύ περήφανη. Ξεκινάω το 2001 στη Βουλή την ανίχνευση της έννοιας ΜΚΟ. Κάνω την ερώτηση για το ποιες ΜΚΟ χρηματοδοτούνται από το κράτος και ανακαλύπτω ότι 14 υπουργεία χρηματοδοτούσαν μη κυβερνητικές οργανώσεις. Έτσι είναι παγκοσμίως. Οι ΜΚΟ είναι εφεύρεση του καπιταλιστικού συστήματος για να μπορεί να κάνει τις βρωμοδουλειές του ή να καλύπτει ανεπάρκειες. Με εθελοντές, χωρίς εργασιακά δικαιώματα, στο τζαμπέξ και με λεφτά φαγωμένα. Όχι όλες. Είναι και μερικές ΜΚΟ που στα αλήθεια ‘τρέχουν’ από τα υστέρημα των ανθρώπων.

Ο σάλος από την ερώτηση μου κρατάει μέχρι σήμερα. Με το ψάξιμο προέκυψαν κάτι παράξενες οικογενειακές ΜΚΟ που έπαιρναν λεφτά για την ανάπτυξη του χριστιανισμού στη Βόρεια Κορέα” (γέλια)

Οι ΜΚΟ είναι εφεύρεση του καπιταλιστικού συστήματος για να μπορεί να κάνει τις βρωμοδουλειές του

“Θα σου πω μια από τις μεγάλες στιγμές της ζωής μου. Είμαστε στο 2000 και το Κόμμα με έχει ορίσει εκπρόσωπο στην κοινοβουλευτική συνέλευση του περίφημου Συμβουλίου της Ευρώπης. Έχω διαδεχτεί τον Στρατή Κόρακα, μεγάλη φυσιογνωμία, βουλευτής με προσωπικότητα και πασίγνωστος φωνακλάς. Εγώ έχω ξεκινήσει το θέμα για τις ΜΚΟ στην Ελλάδα και είναι σαν να ‘χω σηκώσει τον Ζονκ και βγαίνουν από κάτω τέρατα.

Ξεχνάνε όλοι ότι εγώ χρόνια στην ΕΡΤ και στα ιδιωτικά κανάλια ως κεντρική παρουσιάστρια έχω οργανώσει, ως τη μέρα που γίνομαι βουλευτής, πολλούς εράνους υπέρ των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Ούτε έναν ούτε δύο. Και για να είμαι ειλικρινής, ως δημοσιογράφος και πολεμική ανταποκρίτρια, το έβρισκα πολύ ωραίο να υπάρχει εθελοντισμός γιατρών που πηγαίνουν, κάνουν εμβόλια, σώζουν παιδιά.

Πάω εκεί λοιπόν και είναι ο Μπερνάρ Κουσνέρ, που έχει διοριστεί πρώτος πρωθυπουργός (με όσα εισαγωγικά θες) του νατοκρατούμενου Κοσόβου. Ποιος; Ο ιδρυτής των Γιατρών Χωρίς Σύνορα! Έχει μεσολαβήσει Γιουγκοσλαβία, εγώ έχω πάει στο ΚΚΕ, έχω δει τις βόμβες, έχω φάει το ξύλο της αρκούδας στη διαδήλωση για τον Κλίντον, δεν έχω και λίγα πίσω μου. Σηκώνεται λοιπόν να μιλήσει ο Κουσνέρ και είμαι από θαύμα μέσα ως αναπληρώτρια. Τον ακούω, λέει εκεί για το Κόσοβο, τους Κοσοβάρους, τα εγκλήματα κι έρχεται η ώρα να μιλήσω. 

Λέω, ‘κύριε Κουσνέρ, με συγχωρεί η ταπεινότητά σας, αλλά δεν φαντάστηκα ποτέ στη ζωή μου όταν μιλάτε για ΜΚΟ, για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και για τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς που έχω δει με τα ματάκια μου, ότι έκανα εράνους και άθελά μου έγινα χορηγός της καριέρας κάποιου που είναι τώρα πρωθυπουργός σε νατοϊκό κρατίδιο’. Το μισό κοινοβούλιο είναι όρθιο και χειροκροτάει. Το άλλο μισό παγωμένο και καθισμένο κάτω. 

Γυρνάει ο Κουσνέρ να δει ποιος τον προσβάλει σε προσωπικό επίπεδο, κι έχει ξεχάσει το μικρόφωνο ανοιχτό. Και τότε ακούγεται η περίφημη φράση “who is that whore?”. Σηκώνομαι, πατάω το μικρόφωνο, δεν ξέρω αν το άνοιξαν κιόλας, αλλά με άκουσε όλο το κοινοβούλιο. ‘Εδώ είμαι, βουλευτίνα του ΚΚΕ από την Ελλάδα. Με λένε Λιάνα Κανέλλη και είμαι πολύ περήφανη που δεν αντέχω τους νταβατζήδες’. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη διατύπωση, αλλά είπα σίγουρα τη λέξη pimp”.

Μια αδιανόητη ιστορία στο Γκέτεμποργκ, το πανεπιστήμιο της κερκίδας κι ένας σκασμός ακτινίδια

Η Λιάνα Κανέλλη δούλεψε 4 χρόνια στον Παναθηναϊκό του Γιώργου Βαρδινογιάννη. Σ’ αυτά τα χρόνια, ομολογεί πως τελείωσε ένα δεύτερο πανεπιστήμιο, αυτό της κερκίδας. Τα μάτια της λάμπουν όταν μιλάει για όσα έζησε δουλεύοντας εκεί.

“Ελάχιστοι ξέρουν ότι η αδερφή μου, 3 χρόνια μικρότερη, έχει δουλέψει πρώτη στον Παναθηναϊκό επί Μαυροκουκουλάκη, για τρεις-τέσσερις μήνες. Η Νάνσυ πήγε το ‘79, εγώ πήγα το ‘82”.

“Είναι μια περίοδος που χρειάζομαι δεύτερη δουλειά, είχα στόματα να θρέψω. Είχε χωρίσει η μάνα μου με τον πατέρα μου, έπρεπε να τελειώσει η Νάνσυ τις σπουδές… Δουλεύω στη Honeywell Bull, γαλλόφωνη εταιρεία με υπολογιστές, μετέπειτα σκέτη Bull. Ήθελαν έναν άνθρωπο στο Γραφείο Τύπου, ήξερα καλά τα γαλλικά κι έτσι είχα μια δεύτερη δουλειά που δεν έμπλεκε καθόλου με τα δημοσιογραφικά μου (δούλευα στις εφημερίδες τότε, είχα φύγει κακήν κακώς από την τηλεόραση).

Με φωνάζει μια μέρα ο διευθυντής μου στη Bull και μου λέει, ‘τα παραδίδεις όλα τώρα και φεύγεις. Θα πας στη Motoroil στο Σύνταγμα, σε θέλει ο Βαρδής Βαρδινογιάννης κάτι για τον Παναθηναϊκό’. Τον Βαρδή τον ήξερα από μια συνέντευξη που είχα κάνει στον αδερφό του τον Παύλο. Επειδή είχα φερθεί πολύ ωραία στον Παύλο για κάτι που πήγαν να του στήσουν τότε, με είχαν φωνάξει θυμάμαι για φαγητό, σε ένα τραπέζωμα που ήταν όλη η οικογένεια Βαρδινογιάννη. Έτσι γνώρισα όλα τα αδέρφια. Τα παιδιά τότε ήταν πολύ μικρά, μερικά ήταν κι αγέννητα. Μιλάμε για τα τέλη δεκαετίας του ‘70.

Έχω πει: έχω βγάλει το πανεπιστήμιο και το κερκιδοπανεπιστήμιο. Το γήπεδο είναι άλλο πανεπιστήμιο

Πάω λοιπόν στον Βαρδή και μου λέει, ‘πρέπει να δεις τον Γιώργο, θέλει να αναλάβεις το γραφείο Τύπου του Παναθηναϊκού’. Ενθουσιάζομαι και μόνο στην ιδέα ότι θα δουλέψω στον Παναθηναϊκό. Ελάχιστοι ήξεραν ότι είχα πολύ μεγάλη ανάγκη τα λεφτά. Ο μισθός ήταν αξιοπρεπής, όχι τίποτε ογκώδες. Ήταν αυτό που έπρεπε να πάρω.

Έχω ζήσει πολύ ωραίες στιγμές με τον Παναθηναϊκό. Πήγαινα στα ταξίδια, πήγαινα στις προπονήσεις, καθόμουν στις κερκίδες. Έχω πει: έχω βγάλει το πανεπιστήμιο κι έχω βγάλει και το κερκιδοπανεπιστήμιο. Το γήπεδο είναι άλλο πανεπιστήμιο”.

“Στον Παναθηναϊκό είχα δυο ιδέες για τις οποίες περηφανεύομαι. Από έθιμο, όταν έρχονταν οι ξένες ομάδες τους κάναμε ένα δώρο. Μέχρι τότε δίναμε κάτι σημαιάκια. Πάω στον ‘καπετάνιο’, του λέω ‘άκου να δεις τι θα κάνουμε. Θα πάω στο Βυζαντινό Μουσείο και στο Εθνικό Αρχαιολογικό. Κι ό,τι του ελληνικού πολιτισμού έχουν, κάτι τριήρεις, κάτι υδρίες, ξέρεις, αντίγραφα, θα το παίρνουμε, θα το βάζουμε σε βάση, θα γράφουμε από κάτω εις ανάμνηση του τάδε ματς και θα το δίνουμε’. Οι ξένοι τρελάθηκαν! Δεν το είχαν ξαναδεί στη ζωή τους αυτό.

Μετά λέω, ‘αναμνηστικά δεν έχουμε, δεν έχουμε κάτι με το τριφύλλι’. Πάω πίσω από το Γηροκομείο σε έναν τύπο που έκανε χαλκούς και μας φτιάχνει πρες παπιέ με το τριφύλλι, δίχρωμο, χρυσό και ασημένιο. Πάνω σε αυτό πατάει και σηκώνεται σιγά σιγά η ιδέα του να φτιάξουμε ένα κατάστημα του Παναθηναϊκού, κι έγινε το κατάστημα που ξέρεις σήμερα. Η φαντασία με έχει σώσει. Εγώ είμαι παιδί του Μάη, παιδί μου, η φαντασία στην εξουσία”.

“Έχω πάει σε πολλά μέρη του κόσμου, έχω λατρέψει τους Ιρλανδούς. Είναι οι κοντινότεροι σ΄ εμάς, αν με ρωτάς, σαν ψυχοσύνθεση. Απολύτως ίδιοι. Η διαφορά είναι ότι πίνουν πάρα πολύ. Επίσης, έχω σιχαθεί την τσιγκουνιά των Σουηδών.

Πάμε στο Γκέτεμποργκ-Παναθηναϊκός (σ.σ. 6 Μαρτίου 1985, 0-1 με πέναλτι του Σαραβάκου στο 50’). Ψόφος, χιόνι, πού να ξέρω εγώ πού είναι το Γκέτεμποργκ, το ‘ξερα κι από χθες; Φτάνω πρώτη φορά στη Σουηδία, έχω βρει ένα παλτό πολύ μακρύ, καρό, να τυλίγομαι. Τι να μου κάνει το παλτό, εκεί ήθελες δέκα γούνες. Πάμε στο γήπεδο. Έχουν ξεχιονίσει τον αγωνιστικό χώρο, οι παίκτες φοράνε μαύρα καλσόν, κι εμείς έχουμε γίνει αρχαίοι από το κρύο στις κερκίδες. Θυμάμαι ήταν ο Σούρπης, ο Βουτσαράς, ο Γιώργος (σ.σ. Βαρδινογιάννης) κι εγώ.

Μου λέει ο καπετάνιος, ‘άκου να δεις, τους βλέπεις όλους αυτούς; Θα σου πω πώς θα πας πρώτη σε όλη τη σειρά. Βγάλε εσύ μια φωνή και πες στον μπάρμαν: δύο μπουκάλια ουίσκι, δύο βότκα και ό,τι άλλο θέλουν κερασμένα από τον Παναθηναϊκό’

Γίνεται ημίχρονο. Πίσω από την κερκίδα των επισήμων που είμαστε, υπάρχει μια μικρή αίθουσα. Λέω ‘να μπούμε μέσα, να πιούμε κάτι; Έχει παγώσει ο κώλος μας’. Μπαίνουμε μέσα, οι Σουηδοί, που ήταν σοσιαλιστές, έχουν πέσει όλοι πάνω στο ταμείο, έχουν κάνει σειρά και πληρώνουν για να πάρουν ένα τόσο δα τσαγάκι στο πλαστικό ή έναν καφέ ζεστό. Μερικοί που έβγαζαν περισσότερα λεφτά, έπαιρναν και αλκοόλ. Περιμένουμε, περιμένουμε, τίποτα. Είμαστε φιλοξενούμενοι έ; Εδώ έρχονταν και τους τρατάραμε, τους προσέχαμε σαν τα μάτια μας.

Λέω του Βαρδινογιάννη, ‘πρόεδρε, δεν μας βλέπω να προλαβαίνουμε, θα αρχίσει το δεύτερο ημίχρονο κι ακόμα εδώ θα ‘μαστε’. Μου λέει ο ‘καπετάνιος’, ‘άκου να δεις, τους βλέπεις όλους αυτούς; Θα σου πω πώς θα πας πρώτη σε όλη τη σειρά. Βγάλε μια φωνή και πες στον μπάρμαν: δύο μπουκάλια ουίσκι, δύο βότκα και ό,τι άλλο θέλουν κερασμένα από τον Παναθηναϊκό’. Τον λάτρεψα εκείνη τη στιγμή. Αισθάνθηκα η σύζυγος του ξενίου Διός. To φωνάζω, και όχι απλά είμαστε οι πρώτοι που πήραμε ποτήρι… Να δεις πώς έλαμψαν αυτές οι κοκκινωπές απ’ το κρύο φάτσες! Δεν το διανοείσαι. Και δώστου ‘σκολ’, και ‘στην υγειά σας’ και ‘ευχαριστούμε’. Πριν τα εξαφανίσουν όλα, προλαβαίνω και παίρνω ένα ποτήρι, το γεμίζω ουίσκι και το τραβάω στην άκρη για να μην ξεπαγιάσουμε στους -12.

Μετά το ματς, μαζεύαμε χτυπημένους τους φιλάθλους μας από το δρόμο. Βγήκαμε έξω και τους είδαμε χαρακωμένους εδώ, χαρακωμένους εκεί. Τι είχαν κάνει οι ‘πολιτισμένοι’ Σουηδοί; Είχαν πάρει πατάτες, είχαν βάλει μέσα ξυράφια και απέξω χιόνι και ντόινγκ, τις πέταγαν στους δικούς μας. Αυτοί οι πολιτισμένοι…”.

(Ο περιβόητος θρίαμβος του Παναθηναϊκού στο Γκέτεμποργκ τον Μάρτιο του 1985)

“Στον Παναθηναϊκό γνώρισα και τα ακτινίδια. Ήταν το μοναδικό πράσινο που μπορούσα να βάλω σε τούρτα για να αποφύγουμε τα χρώματα και τα χημικά. Αθλητές ήταν, έπρεπε να είναι υγιεινές οι τούρτες. Τα ακτινίδια τα έψαχνα μόνη μου, πήγαινα από μαγαζί σε μαγαζί, μέχρι που ανέλαβε ο σεφ του Μεριντιέν και τα έβρισκε αυτός. Πού να δεις τι ακτινίδιο έχω φάει, και δεν μου αρέσουν και καθόλου”.

“Ο Παναθηναϊκός από τότε που τον θυμάμαι κάνει κοιλιά Γενάρη-Φλεβάρη. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη ομάδα με πιο καταστροφική επίδραση των διακοπών των Χριστουγέννων. Όχι επειδή οι παίκτες είναι απείθαρχοι ή κάνουν κάτι κακό. Απλά η διακοπή εκείνη την περίοδο δεν ταιριάζει στην ομάδα. Τα έλεγα από την αρχή που κάποιοι πανηγύριζαν ότι πήραμε το πρωτάθλημα. ‘Βρε κάτσε να περάσει ο Φλεβάρης να δούμε πού θα είμαστε’. Πιστεύω πάντως ότι ο Παναθηναϊκός θα πρωταγωνιστήσει μέχρι το τέλος”. 

“Υποστηρίζω Γιοβάνοβιτς με νύχια και με δόντια. Κατάφερε ένα πράγμα που δεν έκαναν οι προηγούμενοι. Αφαίρεσε την αντίληψη ότι ο προπονητής ή θα το παίζει μάγκας στα αποδυτήρια ή θα το παίζει αδιάφορος και κομιλφό. Ξανάφερε πίσω την αξιοπρέπεια και την εμπιστοσύνη των παικτών στον εαυτό τους. Είναι προπονητής που έφτιαξε αυτοπεποίθηση. Κι όταν ο παίκτης έχει αυτοπεποίθηση, το έχω ζήσει από μέσα, η βελτίωση του μπορεί να είναι θεαματική. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις προπονητή που να είναι μούσα, να σου βγάζει τον καλό σου εαυτό. Αυτό βγάζει ο Γιοβάνοβιτς.

Επίσης, είναι ψύχραιμος, τακτικιστής, στρατηγικός και μέγας γνώστης της βαλκανικής ψυχολογίας. Κατάφερε και συνδύασε ανθρώπους από τον βορρά σαν τον Σένκεφελντ με ανθρώπους σαν τον Παλάσιος, τον Μαντσίνι και τον Μπερνάρ. Έχει φτιάξει πολύ καλό Παναθηναϊκό. Και αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια και τις ατυχίες, όπως το να χάσεις έναν κορυφαίο σου παίκτη με τραυματισμό, έναν στιλοβάτη όπως ο Αϊτόρ. Και χωρίς να ξοδεύεις τα δισεκατομμύρια, έ;”

500 πιατάκια με το Σούνιο, 500 πιατάκια με την Ακρόπολη

Το πρώτο της μεροκάματο το έβγαλε στα 15. Λίγο μετά, τύπωσε μια ποιητική συλλογή με τον βαρύγδουπο τίτλο ‘Στοχασμοί’. Δυστυχώς, δεν υπήρχε ούτε ένα αντίτυπο στο σπίτι της.

“Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος, πολύ τίμιος και η μάνα μου νοικοκυρά που ήθελε και μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα, αλλά δεν έκανε τίποτα. Ο πατέρας μου ήταν ο μόνος σπουδαγμένος από εννιά αδέρφια, κι αυτό χάρη στη μάνα του. Χρειάστηκε να το παίξει τρελός βάζοντας το άλογο μέσα στο σπίτι για να φύγει από το Γεράκι, να τον στείλουν σε συγγενή γιατρό στη Σπάρτη κι από εκεί να πάει στο σχολαρχείο στις Κροκεές για να μπορέσει να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Η γιαγιά (σ.σ. η μάνα του) του έστελνε κρυφά έναν τενεκέ λάδι. 

Το πρώτο μου μεροκάματο είναι μεροκάματο τεχνίτη. Θέλω στα 15 μου να βγάλω μια μικρή ποιητική συλλογή με ποιήματα που έγραφα στο σχολείο, με τον βαρύγδουπο τίτλο ‘Στοχασμοί’. Και δεν έχω λεφτά

Όταν πέρασε στη Νομική, ο πατέρας μου έμενε σε ένα δωμάτιο στα Εξάρχεια με τον Λυκούργο Σταυράκο που είχε τη σχολή κινηματογράφου και έκανε τον τραυματιοφορέα στο ‘Σωτηρία’ στο οποίο πήγαινε με τα πόδια, ώστε να καταφέρει να σπουδάσει. Δεν έχασε ποτέ δίκη, αλλά δεν υπήρξε μεγαλοδικηγόρος που βγάζει λεφτά. Ήταν πολύ με το σταυρό στο χέρι. Πήγαιναν σ’ αυτόν για διαζύγιο, τους συμφιλίωνε και στο τέλος τους πλήρωνε και το ταξί για να γυρίσουν σπίτι”.

“Το πρώτο μου μεροκάματο είναι μεροκάματο τεχνίτη. Θέλω στα 15 μου να βγάλω μια μικρή ποιητική συλλογή με ποιήματα που έγραφα στο σχολείο, με τον βαρύγδουπο τίτλο ‘Στοχασμοί’. Και δεν έχω λεφτά, πού να τα βρω. Το χαρτζιλίκι μου ήταν 10 δραχμές κάθε Σάββατο. Βέβαια, δεν μπορούσα να έχω και απαιτήσεις γιατί οι γονείς μας όλα τα λεφτά τα έδιναν για να πάμε στο Κολέγιο.

Δεν μπορούσα να εκδώσω λοιπόν. Τι ήξερα να κάνω; Να ζωγραφίζω. Η νονά μου, η αδερφή της μάνας μου, είχε τότε έναν φίλο, τον Τάκη τον ψηλό, που ασχολούνταν με τουριστικά είδη. Της λέω, ‘μωρέ νονά, δεν λες εκεί πέρα που φτιάχνουν αυτά τα πιατάκια για τους τουρίστες, να φτιάχνω κι εγώ μερικά και να τα πουλάω μήπως μαζέψω λεφτά για να βγάλω τη συλλογή;’. Κι έτσι λοιπόν ο Τάκης με πήγε κάπου να αγοράσω πολύ φτηνά πιατάκια, βάζοντας εγγύηση ο ίδιος. 

Έφτιαξα περίπου 500 Σούνιο και 500 Ακρόπολη. Ένα-ένα, με το χέρι. Πληρωνόμουν μισή δραχμή το ένα, μάζεψα το υπέρογκο ποσό τότε των 500 δραχμών και πήγα σε ένα τυπογραφείο κοντά στο γραφείο του πατέρα μου στη Θεμιστοκλέους (εκεί έχω μεγαλώσει), την πλήρωσα και την έβγαλα μόνη μου. Τύπωσα 100 αντίτυπα και τα χάρισα. Με άσπρο εξώφυλλο και σχέδιο που είχα φτιάξει εγώ. Έτσι ήρθα και πρώτη φορά σε επαφή με τις έννοιες χαρτί, εκδίδω, τυπώνω. Ήμουν πάρα πολύ περήφανη, αυτό ήταν το πρώτο μου μεροκάματο”.

“Πέρασαν πολλά χρόνια και είμαι στον αέρα στον Real. Με παίρνει μια γυναίκα και μου λέει, ‘έχω ένα πιατάκι με τη μονογραφή ΛΚ, δικό σας είναι;’. Λέω, ‘ναι, θα μου το δώσετε;’ Μου απαντάει, ‘μπα που θα στο δώσω, το θέλω για μένα’. Χάρηκα που επέζησε πιατάκι με ζωγραφισμένο τον Παρθενώνα από τη Λιάνα Κανέλλη. Αυτές είναι οι ωραίες στιγμές της επαφής με το κοινό. Αυτό σε κρατάει λοιπόν την ώρα του χαστουκιού και δεν αντιδράς. Σέβεσαι αυτόν που ξέρει ποιος είσαι”.

Πηγή: Reader.gr

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: