Το Κόκκινο και το Γκρίζο – Φτώχεια, λατέρνα και ταξικοί αγώνες

Μια κοινωνική – πολιτική ιστορία των λαϊκών στρωμάτων της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου. Η παλέτα της ταξικής διαστρωμάτωσης, από τις κόκκινες ζώνες του αγώνα και της αλληλεγγύης ως την γκρίζα ζώνη της μικροπαραβατικότητας και τη μαύρη ζώνη των παρακρατικών ομάδων.

Τον 19ο αιώνα, στο «Κόκκινο και το Μαύρο», ο Σταντάλ σκιαγραφούσε τις διεργασίες μιας γαλλικής κοινωνίας σε κινηματικό αναβρασμό και μιας μεταβατικής περιόδου με επαναστατικά χαρακτηριστικά. «Το Κόκκινο και το Γκρίζο» του Κώστα Τζιάρα δανείζεται ίσως μόνο την ιδέα στον τίτλο του, περιγράφει όμως μια εξίσου μεστή ιστορική περίοδο και ένα αντίστοιχα ρευστό κοινωνικό πεδίο, αποτελώντας μια από τις πιο ενδιαφέρουσες βιβλιοπροτάσεις της περασμένης χρονιάς. Στις επόμενες γραμμές θα δούμε το γιατί, όχι μέσω μια συνολικής παρουσίασης, αλλά μέσα από μερικές σκέψεις που γεννήθηκαν συνειρμικά κατά την ανάγνωσή του.

Η έρευνα φωτίζει μια σειρά πτυχές της καθημερινής πραγματικότητας του εργαζόμενου λαού της Θεσσαλονίκης, απ’ τα προσφυγικά γκέτο, τον τζόγο και τα δίκτυα σωματεμπορίας, μέχρι τους κοινωνικούς αγώνες, τις απεργίες και τις μαζικές κινητοποιήσεις στις κόκκινες ζώνες της πόλης. Συνεπώς μπορεί δικαίως να χαρακτηριστεί και να διαβαστεί ως ένα δοκίμιο Ιστορίας των λαϊκών στρωμάτων της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου.

Η επίμοχθη έρευνα του Κώστα Τζιάρα βασίστηκε σε ένα αχανές υλικό από τη μελέτη των δικαστικών αρχείων και των υποθέσεων που έφτασαν στα δικαστήρια. Ο συγγραφέας επιλέγει να εστιάσει σε δύο χρονιές, το 1923 και το 1932, που είναι σημεία καμπής: η μεν πρώτη συμπυκνώνει την εκρηκτική συνθήκη μιας κατ’ ουσίαν νέας πόλης, όπου τον τόνο δίνουν η ακραία φτώχεια, η ανταλλαγή πληθυσμών και τα οξυμένα προβλήματα από την τραγικά ελλιπή αποκατάσταση του πολυάριθμου προσφυγικού στοιχείου. Ενώ η δεύτερη συμπίπτει με την κορύφωση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης από το Παγκόσμιο Κραχ του ’29 και την επανεμφάνιση ακραίων συνθηκών φτώχειας και των φαινομένων που γεννάνε.

Έχει προηγηθεί η ένταξη της Θεσσαλονίκης στην επικράτεια του ελληνικού κράτους, που σε αντίθεση με όσα αφηγείται η κυρίαρχη ιστοριογραφία δεν επέδρασε θετικά στις αναπτυξιακές προοπτικές της πόλης, καθώς οδήγησε στην απώλεια ορισμένων κρίσιμων οικονομικών πλεονεκτημάτων: τον περιορισμό της σημασίας που είχε ως εμπορικός κόμβος στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον σταδιακό μαρασμό του πολυεθνικού της χαρακτήρα, στο πλαίσιο των πολιτικών εθνοκάθαρσης που ακολουθούσαν όλα τα Βαλκανικά κράτη.

Αντιθέτως, μοχλός ανάπτυξης και κερδοφορίας, στα νέα δεδομένα, για την αστική τάξη της πόλης ήταν η εκτεταμένη ακραία φτώχεια για τη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της Θεσσαλονίκης. Οι συνθήκες εξαθλίωσης και μιζέριας για ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της γινόταν πηγή εύκολου πλουτισμού για μια χούφτα εκμεταλλευτών, που έβρισκαν φτηνά και πρωτίστως αναλώσιμα εργατικά χέρια.

Στο έδαφος της ακραίας φτώχειας και των οξυμένων κοινωνικών ανισοτήτων καλλιεργούνται μια σειρά κοινωνικές τάσεις και φαινόμενα, που καλύπτουν ένα ποικίλο χρωματικό φάσμα: από το κόκκινο των οργανωμένων συλλογικών αγώνων, μέχρι το γκρίζο της μικροπαραβατικότητας, αλλά και το μαύρο των παρακρατικών συμμοριών που ένα μεγάλο μέρος τους θα επανδρώσει τα επόμενα χρόνια τα Τάγματα Ασφαλείας και άλλες ομάδες δωσιλόγων.

Έτσι βλέπουμε πχ να αποκτούν σημαντικό ρόλο οι οικογενειακοί δεσμοί, που είναι πρωτίστως ασπίδα επιβίωσης και προστασίας για τα μέλη κάθε οικογένειας, και να αναπτύσσονται δίκτυα αλληλεγγύης σε επίπεδο γειτονιάς ή κοινής καταγωγής για τους πρόσφυγες. Παράλληλα όμως εμφανίζονται φαινόμενα παρασιτισμού και η εγκληματικότητα, που φαντάζει ως η μόνη διέξοδος για ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, παρά τις -αρχικά τουλάχιστον- παραδειγματικές τιμωρίες.

Για να το θέσουμε διαφορετικά. Λαός είναι οι καπνεργάτες που αντιστέκονται και εξεγείρονται διεκδικώντας καλύτερα μεροκάματα, αλλά και οι χασικλήδες, οι περιπλανώμενοι αλήτες ή οι πρόσφυγες που στελεχώνουν τις φασιστικές ομάδες κρούσης της ΕΕΕ και εξαπολύουν άγρια πογκρόμ κατά της ισραηλίτικης κοινότητας, όπως στο Κάμπελ. Λαός είναι και οι ληστές που ενίοτε ηρωοποιούνται, ενώ καταγράφουν σε μια ενέργειά τους το στίγμα τους, με το συγκλονιστικό μήνυμα «δε μας τρομάζει ο θάνατος, μας τρομάζει η φτώχεια!» που πέρασε με μικρές παραλλαγές και στους στίχους κάποιων λαϊκών τραγουδιών της εποχής.

Βρισκόμαστε, όπως είπαμε, σε μια εποχή έντονου κοινωνικού αναβρασμού και οξύτατων αντιθέσεων, που εκδηλώνονται με ποικίλους τρόπους, θυμίζοντάς μας τη χαρακτηριστική φράση του Ένγκελς «πόλεμος όλων εναντίον όλων». Το αξιοσημείωτο, όμως, είναι πως η οργή των «κολασμένων της γης» δε στρέφεται πάντα ενάντια στους ισχυρούς, αλλά συχνά διαχέεται σε μεταξύ τους κόντρες και αλληλοσπαραγμούς. Πολλοί πρόσφυγες στελεχώνουν -όπως είδαμε- τις πρώτες φασιστικές οργανώσεις και πρωτοστατούν στον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας του Κάμπελ, ενώ παρούσα είναι και η αντίθεση μεταξύ προσφύγων, ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους -όπως στην… αντίθεση μεταξύ Πολιτών και Σμυρνιών!

Η εχθρική αντιμετώπιση και η οργανωμένη καχυποψία που γνώρισαν οι… «τουρκόσποροι» πρόσφυγες, τα χλευαστικά στερεότυπα εις βάρος τους, οι συστηματικές διακρίσεις, τα γκέτο στα οποία καταδικάζονταν να επιβιώνουν -όταν το κατάφερναν- υπό άθλιες συνθήκες, δεν είναι απλώς οικείες εικόνες που αναδεικνύουν τη διαχρονικότητα του φαινομένου. Είναι ίσως μια αφορμή να προβληματιστούμε για τις ρίζες του κοινωνικού αυτοματισμού και τους ιδεολογικούς άξονες στους οποίους βασίζει το ελληνικό κράτος τη συγκρότηση και την κυριαρχία του.

Όταν πχ αναρωτιόμαστε εύλογα για την αναλγησία που διακρίνει ένα σημαντικό ποσοστό της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας για το προσφυγικό, το οποίο φαίνεται να έχει κοντή ιστορική μνήμη και να ξεχνά το μεταναστευτικό κύμα των περασμένων δεκαετιών στο εξωτερικό ή το δράμα των δικών μας προσφύγων, τείνουμε να ξεχνάμε με τη σειρά μας πως αυτό το κομμάτι «τιμά» τις αξίες των δικών του πολιτικών προγόνων που στοχοποιούσαν όσους έρχονταν ξεριζωμένοι και ματωμένοι από την άλλη πλευρά του Αιγαίου -που κείται μακριά… Ενώ οι δευτερεύουσες αλλά υπαρκτές αντιθέσεις μεταξύ προσφύγων και άλλων λαϊκών στρωμάτων του Μεσοπολέμου θυμίζουν τον αντίστοιχο ανταγωνισμό που υπάρχει σήμερα μεταξύ μεταναστών άλλης εθνικότητας ή άλλης «φουρνιάς» – κύματος έλευσης στη χώρα μας.

Η φτώχεια γεννά αντίδραση, αλλά το φάσμα της έχει μεγάλο εύρος, χρωματικό και πρωτίστως ταξικό. Η αντίδραση μπορεί να είναι μια διαδήλωση, μια απεργία κτλ ή στον αντίποδα ο κόσμος του εγκλήματος και διάφορες μορφές παραβατικότητας. Ο Ένγκελς εξάλλου θεωρεί πως το έγκλημα δεν είναι παρά μια «κτηνώδης μορφή κοινωνικής εξέγερσης». Το αστικό κράτος διώκει λυσσαλέα τους αγώνες και κάθε συλλογική διεκδίκηση, αλλά έχει διττή στάση απέναντι στον κόσμο του εγκλήματος. Μεταθέτει τις ευθύνες για την αύξηση της εγκληματικότητας στους ανήθικους δράστες, για να κρύψει ότι είναι ο ηθικός αυτουργός. Έχει εγκαταλείψει τους πρόσφυγες -και όχι μόνο- στη μοίρα τους, ούτε θέλει και ούτε μπορεί να τους προσφέρει ανακούφιση και διέξοδο, συνεπώς έχουμε να κάνουμε με ένα είδος κρατικής «αυτοεκπληρούμενης προφητείας» σε ό,τι αφορά την γκρίζα, αντικοινωνική τάση κάποιων λαϊκών στρωμάτων.

Οι δυνάμεις καταστολής κάνουν εν μέρει τα στραβά μάτια στη μικρή παραβατικότητα, που λειτουργεί και ως σανίδα επιβίωσης για πολλούς εξαθλιωμένους και καλύπτει την έλλειψη κρατικής μέριμνας. Παράλληλα ο υπόκοσμος τους προσφέρει μια ευρεία δεξαμενή για να αλιεύουν πιθανούς συνεργάτες και να ελέγχουν τις «επικίνδυνες τάξεις», κρατώντας τες μακριά από συλλογικές διαδικασίες και διεκδικήσεις -πχ στο πλαίσιο ενός σωματείου. Είναι κι αυτή μια ιδιαίτερη μορφή ενσωμάτωσης.
Οι διωκτικές αρχές δεν παρεμβαίνουν για λόγους τάξης και ηθικής, αλλά μόνο όταν θίγεται η «ιερή ιδιοκτησία» κάποιου ισχυρού επιχειρηματία ή για εισπρακτικούς λόγους, όταν μειώνονται τα έσοδα του κράτους. Ακόμα και τότε, πάντως, τα δίχτυα του νόμου πιάνουν τις μικρές μαρίδες και αδυνατούν να αιχμαλωτίσουν τα μεγάλα ψάρια (διάβαζε συμφέροντα).

Το κράτος αντιμετωπίζει τη Θεσσαλονίκη σαν μια νέα χώρα προς κατάκτηση και αντιμετωπίζει τα φτωχά στρώματα ως δυνάμει επικίνδυνες τάξεις. Χρησιμοποιεί την τακτική του καρότου και του μαστίγιου, της καταστολής και της ενσωμάτωσης, κυρίως μέσω των κονδυλίων της ΕΑΠ (της επιτροπής για την αποκατάσταση των προσφύγων) που ωστόσο ολοκληρώνει τη δράση της, ακριβώς όταν αρχίζει η στενωπός της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Από την άλλη, η καταστολή αφορά όλους τους τομείς της καθημερινότητας, ακόμα και την… πάταξη της «λατέρνας», που δαιμονοποιείται ως σύμβολο του επάρατου ανατολίτικου παρελθόντος της πόλης. Το εύρος της θεματικής και η εκτεταμένη χρήση της καταστολής έρχονται να μας θυμίσουν ότι το κνούτο του χωροφύλακα και η βίαια επιβολή συνοδεύουν πάντα τη «φυσική», αυθόρμητη οικονομική επικράτηση του συστήματος και των νέων σχέσεων παραγωγής -δηλαδή του καπιταλισμού.

Το «καρότο» ως συμπληρωματική τακτική γίνεται μάλλον με όρους αστικής φιλανθρωπίας και δεν παραπέμπει σε εκτεταμένες παραχωρήσεις ή ένα είδος «κοινωνικού συμβολαίου», καθώς δεν υπάρχουν όροι για την ανάπτυξη της σοσιαλδημοκρατίας ή αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων. Παρά τις έντονες μορφές και το βάθος που έλαβε ο «εθνικός διχασμός» Βενιζελικών-Βασιλικών, οι δύο πόλοι του αστικού κόσμου δεν είχαν ουσιαστικές διαφορές στις στρατηγικές τους επιδιώξεις, ούτε σημαντικές διαφοροποιήσεις σε επιμέρους ζητήματα.

Ο κολοβός «μεταρρυθμισμός» των δυνάμεων του Κέντρου εξαντλείται σε δευτερεύοντα σημεία, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Βενιζέλος τίθεται αναφανδόν υπέρ του θεσμού της βασιλείας, ο Πλαστήρας διαλύει τα σωματεία και διακηρύσσει ότι οι κομμουνιστές και ο κομμουνισμός δεν έχουν θέση στην Ελλάδα, ενώ η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων ψηφίζει το Ιδιώνυμο που στρέφεται ευθέως εναντίον του εργατικού κινήματος. Ως κερασάκι στην τούρτα -ιδιαίτερα συμβολικής σημασίας- αξίζει να σημειωθεί η αποτυχημένη απόπειρα να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας της Πρωτομαγιάς και να εορταστεί ως… «Ημέρα της Δημοκρατίας» -μια συνταγή που δε θα εκλείψει από το οπλοστάσιο του αστικού κόσμου τις επόμενες δεκαετίες.

Σε αντίθεση με το σχήμα που βλέπει πχ στο Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα και άλλες αντίστοιχες κινήσεις έναν πρόδρομο και καταλύτη για τη μεταγενέστερη μαζικοποίηση του ΕΑΜ και της Εθνικής Αντίστασης με βενιζελογενή στελέχη, όπως ο Σαράφης, εδώ αναδεικνύονται οι ρίζες ενός άλλου υπαρκτού ρεύματος, που χωρίς να δικαιώνει απαραίτητα το σχήμα του σοσιαλφασισμού, καταδεικνύει τη σύνδεση και τη συνέχεια μια μερίδας του Βενιζελισμού που έχει αγαστή συνεργασία με μια σειρά δικτατορικά σχήματα και αργότερα με τους ναζί κατακτητές.

Τροφή για σκέψη και κάποιες (μελαγχολικές) συγκρίσεις με την εποχή μας προσφέρουν και κάποια επιμέρους σημεία. Για παράδειγμα, η Λεωφόρος Δημοκρατίας που αναφέρεται στο βιβλίο σήμερα ονομάζεται Βασιλίσσης Όλγας -έχουμε δηλαδή μια αλλαγή προς το χειρότερο, με ισχυρό συμβολικό πολιτικό φορτίο, που ωστόσο αντέχει στον χρόνο. Βλέπουμε στοιχεία ιστορικής ειρωνείας στον ζήλο του αστικού κράτους να προωθήσει και να επιβάλει δια νόμου την υποχρεωτική Κυριακάτικη αργία, για να πλήξει την εβραϊκή κοινότητα και τους καταστηματάρχες της με αθέμιτα μέσα -για αυτό πραγματοποιούνται ακόμα και διαδηλώσεις εναντίον της καθιέρωσής της! Πολλοί πρόσφυγες αρνούνται ή αντιμετωπίζουν με καχυποψία το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού, καθώς δεν έχουν εμπιστοσύνη απέναντι στις κρατικές αρχές. Παράλληλα συναντάμε στις σελίδες της μελέτης μια υπόθεση λαθρεμπορίου που εμπλέκει και μονές του Αγίου Όρους, την υποστελέχωση του ΣΕΠΕ αλλά και το νομικό πλαίσιο της εποχής που σέρνει τις απεργιακές φρουρές σε δίκες και βαρύτατες ποινές. Όλα τριγύρω αλλάζουνε, αλλά όχι στην ουσία τους…
Κάθε ομοιότητα με το παρόν μόνο συμπτωματική δεν είναι, οδηγώντας μας αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ποτέ άλλοτε η «πρόοδος», όπως την ορίζουν οι ισχυροί της εποχής μας, δεν είχε τόσο ισχυρό άρωμα ναφθαλίνης από το χρονοντούλαπο του περασμένου αιώνα.

Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, ότι η ένταση της κοινωνικής σύγκρουσης οδηγούσε και το εργατικό κίνημα της εποχής στην επιλογή αντίστοιχα δυναμικών και «ακραίων» μορφών πάλης. Για παράδειγμα, επιχειρούνταν συχνά μαζικές εξορμήσεις για την αυτόβουλη «επιβολή εργασίας» σε εργοδότες -ως μέτρο αντιμετώπισης της ανεργίας-, ενώ στο βιβλίο αναφέρονται περιπτώσεις επίθεσης στα όργανα της τάξης με στόχο την απελευθέρωση συλληφθέντων, καθώς και νυχτερινών επιθέσεων -εκτός χώρου δουλειάς- σε σεσημασμένους απεργοσπάστες, με βρώμικο ρόλο.

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επί μακρόν την αναφορά σε επιμέρους στοιχεία που έχουν το δικό τους ενδιαφέρον -όπως η απαγωγή της Μις Θεσσαλονίκη από Αθηναίους! Αλλά αυτά είναι καλύτερο να τα ανακαλύψει μόνος του ο αναγνώστης, για να εμπλουτίσει με διάφορες ψηφίδες τη μεγάλη εικόνα του Μεσοπολέμου και να φτάσει στα δικά του συμπεράσματα.

Κλείνουμε αυτή την άτυπη παρουσίαση της μελέτης του Κώστα Τζιάρα με την ευχή να βρει χρόνο ο συγγραφέας να ασχοληθεί περαιτέρω και να εμβαθύνει σε πτυχές του θέματός του ή ιδανικά να την ξαναγράψει χωρίς τους περιορισμούς του ακαδημαϊκού λόγου μιας διατριβής, με γνώμονα τη φράση του Χομπσμπάουμ ότι η ιστορία είναι πρωτίστως αφήγηση για το ευρύ κοινό, βρίσκοντας την κατάλληλη μορφή που θα υπηρετήσει το περιεχόμενο και τους σκοπούς της έρευνας: δηλαδή μια απόπειρα να γραφτεί η ιστορία των λαϊκών στρωμάτων της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: