Στοχεύοντας στη συνείδηση των μαθητών και στο μέλλον – Για την παρουσίαση του ντοκιμαντέρ και του προγράμματος «Μνήμες Κατοχής στην Ελλάδα»

Το ντοκιμαντέρ είναι ιδιαίτερα επιτυχημένο για τον λόγο που φτιάχτηκε. Συσκοτίζει αποτελεσματικά την Ιστορία της τριπλής φασιστικής Κατοχής και παράλληλα υποβαθμίζει τις ευθύνες της γερμανικής και εγχώριας αστικής τάξης για όσα έγιναν στη διάρκεια του πολέμου.

Στις 12 Μάη 2021 πραγματοποιήθηκε διαδικτυακή εκδήλωση για την παρουσίαση του ντοκιμαντέρ «Μνήμες Κατοχής στην Ελλάδα» και του ομώνυμου προγράμματος.

Η αναθεώρηση της Ιστορίας

Από τη δεκαετία του 1970 στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και πιο έντονα σε όλη την Ευρώπη μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, άρχισε να προωθείται μια μορφή ιστοριογραφίας που επιδιώκει τη γενική αναθεώρηση της Ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η «νέα» ιστοριογραφία – παραχάραξη επικαλείται νέους ερευνητές, νέα αρχεία, νέες μεθοδολογίες και διαφορετικές αφετηρίες, αλλά στην πραγματικότητα αναπαράγει παλαιότερες αντικομμουνιστικές στερεότυπες προσεγγίσεις, όπως οι ακόλουθες:

— Ο Χίτλερ (Γερμανία) και ο Στάλιν (ΕΣΣΔ) ήταν εξίσου υπεύθυνοι για την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

— Ο Κόκκινος Στρατός δεν ήταν απελευθερωτικός στρατός των λαών από το φασισμό, αλλά κατακτητικός.

— Στην Ευρώπη για πολλές δεκαετίες μετά το τέλος του πολέμου ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες παρέμειναν υπό άμεση σοβιετική κατοχή ή επιρροή.

— Η ΕΣΣΔ ως «κατακτητής» προκάλεσε πολύ μεγαλύτερη ζημιά σε αυτές τις χώρες από τη ναζιστική Γερμανία.

— O ναζισμός ηττήθηκε από τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία, ενώ η συμβολή της ΕΣΣΔ ήταν αμελητέα.

Σκοπός αυτής της επιχειρηματολογίας είναι η αποσύνδεση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τις προηγούμενες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, η αποσύνδεση του ναζισμού – φασισμού από τις προτεραιότητες της ιταλικής και γερμανικής καπιταλιστικής εξουσίας και γενικότερα της φασιστικής μορφής της αστικής εξουσίας από τα καπιταλιστικά συμφέροντα και τέλος η δυσφήμιση της ΕΣΣΔ και των κομμουνιστών που πρωτοστάτησαν στην πάλη εναντίον του φασιστικού Αξονα, μέσω μιας λογικής εξίσωσης θύτη και θύματος, υπό την ομπρέλα του αστικού ιδεολογήματος των δύο άκρων.

Στη βάση αυτών των αντιλήψεων, όλα τα τελευταία χρόνια οργανώθηκαν προγράμματα στα πανεπιστήμια και στα σχολεία, προωθήθηκαν ψηφίσματα και αποφάσεις εξίσωσης του φασισμού – ναζισμού με τον κομμουνισμό από την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), κατεδαφίστηκαν μνημεία και αγάλματα της αντιφασιστικής πάλης των λαών στις χώρες της πρώην σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την ίδια στιγμή που σε ορισμένες από αυτές (π.χ. Βαλτικές χώρες) πραγματοποιούνται τελετές μνήμης προς τιμήν των πρώην συνεργατών των ναζί. Και όλα αυτά ακριβώς γιατί η ΕΕ θεωρεί τη διαστρέβλωση της Ιστορίας του πολέμου και την καλλιέργεια του αντικομμουνισμού ως αναπόσπαστα στοιχεία της προστασίας της αστικής εξουσίας και της καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Το Πρόγραμμα «Μνήμες Κατοχής στην Ελλάδα»

Η καπιταλιστική Γερμανία, αποτελώντας ηγετική δύναμη της ΕΕ, έχει έναν παραπάνω λόγο να κινείται σε μια παρόμοια κατεύθυνση. Η αποσύνδεση του ναζισμού και των εγκλημάτων του από την καπιταλιστική εξουσία επιτρέπει την αποκάθαρση της τελευταίας και επομένως την προώθηση της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής του γερμανικού καπιταλιστικού κράτους, ενώ η ταύτιση ναζισμού – κομμουνισμού αποτελεί από τη μια προπαγανδιστικό εργαλείο για τη διείσδυσή της στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ταυτόχρονα μέσο ανάσχεσης μιας νέας ανόδου του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος.

Βέβαια, στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου σε κάθε περιοχή υπάρχει ένα μνημείο της θηριωδίας της τριπλής φασιστικής Κατοχής και όπου υπό την ηγεσία του ΚΚΕ αναπτύχθηκε ένα από τα σημαντικότερα αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης, η επιδίωξη της παραπάνω στρατηγικής απαιτεί μια πιο ευέλικτη διαχείριση, όπως αυτή που προσφέρει το εν λόγω πρόγραμμα.

Το πρόγραμμα, που χρηματοδοτείται από το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και το Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», είναι φανερό ότι υιοθετεί αντίστοιχη φρασεολογία με άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις διακηρύξεις του, κύριος σκοπός του προγράμματος θεωρείται η συμβολή στη «συμφιλίωση», κατά τα πρότυπα της ΕΕ που μιλά για «Συμφιλίωση των ευρωπαϊκών Ιστοριών» και χρηματοδοτεί αντίστοιχα προγράμματα («Σπίτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας», «Ευρώπη για τους πολίτες», «Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη» κ.ά.).

Επίσης, είναι βέβαιο ότι οι προτεραιότητες της καπιταλιστικής Γερμανίας συναντιόνται με τις προτεραιότητες μερίδας της ελληνικής αστικής τάξης, η οποία εξίσου επιδιώκει τη δυσφήμιση του κομμουνιστικού και του ΕΑΜικού κινήματος, ενώ παράλληλα θεωρεί επωφελή τη σύσφιξη των σχέσεων με τη Γερμανία στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης.

Φυσικά, οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα δεν αναφέρονται στα παραπάνω, αλλά επικαλούνται την άγνοια των νεότερων γενεών για τα ιστορικά γεγονότα σε Ελλάδα και Γερμανία, που εμποδίζει τη συμφιλίωση των λαών και κάνει απαραίτητη την προώθηση του προγράμματος. Το ενδιαφέρον αυτό όμως είναι υποκριτικό, αφού δεν θεωρούν χρήσιμη τη διδασκαλία των θηριωδιών της Βέρμαχτ (ολοκαυτώματα εκατοντάδων πόλεων – χωριών, εκτελέσεις, βιασμοί) στα γερμανικά σχολεία, όπου προφανώς η άγνοια των γεγονότων για την Κατοχή στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερη (όπως παραδέχεται άλλωστε σε συνέντευξή του στη «Deutsche Welle» ο διευθυντής του προγράμματος και καθηγητής του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου Νίκος Αποστολόπουλος).1 Ούτε επίσης θεωρούν χρήσιμη για τη συμφιλίωση των δύο λαών τη διδασκαλία της Ιστορίας των αντιφασιστών Γερμανών που πολέμησαν στο πλευρό του ΕΛΑΣ.2

Αντίθετα, έχουν ξεκαθαρίσει ότι η εκπαιδευτική πλατφόρμα, που θεωρητικά αποσκοπεί στη συμφιλίωση των δύο λαών, θα έχει άλλο περιεχόμενο στη Γερμανία και άλλο στην Ελλάδα και επιχειρούν να παραχαράξουν την Ιστορία της Κατοχής στην Ελλάδα.

Οπως ήταν αναμενόμενο, η διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας απαιτεί τα γνωστά μεταμοντέρνα μεθοδολογικά ατοπήματα, οικεία άλλωστε σε όλους τους ιστορικούς αναθεωρητές. Ετσι το πρόγραμμα συγκροτείται αποκλειστικά γύρω από τις μαρτυρίες 93 προσώπων, που αξιοποιούνται αποσπασματικά από τους μετέχοντες στο πρόγραμμα. Και μάλιστα αυτό συμβαίνει, ενώ στην Ελλάδα:

— Εχουν καταγραφεί οι μνήμες των κατοίκων σχεδόν σε κάθε μαρτυρικό χωριό (και όχι μόνο) από τους τοπικούς μορφωτικούς – εκπολιτιστικούς συλλόγους, τις αντιστασιακές οργανώσεις κ.λπ.

— Εχουν εκδοθεί εκατοντάδες απομνημονεύματα αντιστασιακών, συνεντεύξεις τους και επιστημονικές εργασίες για την τριπλή φασιστική Κατοχή και την ΕΑΜική Αντίσταση.

— Τα παραρτήματα της ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ πανελλαδικά δεκαετίες τώρα συγκεντρώνουν μαρτυρίες με το ερωτηματολόγιο «Γράψε ό,τι θυμάσαι».

— Η ΚΕ του ΚΚΕ έχει εκδώσει το πολύτομο έργο «Επεσαν για τη ζωή – Ηρωες – μάρτυρες λαϊκών απελευθερωτικών αγώνων»,3 όπου καταγράφονται πάνω από 100.000 βιογραφικά (λήμματα) αγωνιστών που εκτελέστηκαν, δολοφονήθηκαν ή σκοτώθηκαν στις μάχες.

Ομως όλος αυτός ο θησαυρός, ο οποίος θα αποτελούσε σημαντική πρώτη ύλη για όποιον ήθελε πραγματικά να ενισχύσει τη διδασκαλία της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, δεν συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα, μιας και δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του. Κατά συνέπεια, βάσει των προτάσεων της εκπαιδευτικής πλατφόρμας, οι μαθητές περιορίζονται στις 93 μαρτυρίες και στο συγγραφικό έργο των συμμετεχόντων που συγκέντρωσαν τις μαρτυρίες και επέλεξαν ποια κομμάτια τους πρέπει να προβληθούν.

Λίγα λόγια για το ντοκιμαντέρ

Το ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε ακολούθησε ανάλογες θεματικές με την εκπαιδευτική πλατφόρμα του προγράμματος (Κατοχή, Λιμός, Αντίσταση, Αντίποινα και σφαγές, Δοσιλογισμός) και ουσιαστικά αποσκοπεί στη διαφήμισή του.

Κάθε θεματική του ντοκιμαντέρ περιείχε αποσπάσματα από τις 93 συνεντεύξεις, τα οποία ταξινομήθηκαν ανάλογα με τη θεματική, καθώς και παρεμβάσεις αντίστοιχων μελετητών. Επίσης, ακολουθεί παρόμοια μεθοδολογικά ατοπήματα με το πρόγραμμα. Το σημαντικότερο από αυτά είναι ότι τα γεγονότα της περιόδου παρουσιάζονται αποκομμένα, χωρίς να εντάσσονται δηλαδή στο διεθνές και εγχώριο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο και πολύ περισσότερο δίχως να επιχειρείται να ενταχθούν σε ένα ορισμένο ερμηνευτικό σχήμα. Ως αποτέλεσμα, η τριπλή φασιστική Κατοχή αποκόπτεται από το συνολικό πλαίσιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και ο τελευταίος αποκόβεται από την Ιστορία του Μεσοπολέμου και τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις για το μοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής. Ούτε καν οι εμπλεκόμενοι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν αναφέρονται.

Επειτα από τα προηγούμενα απομένει ένας ηθικίστικος χαρακτηρισμός του πολέμου ως γενικά «απάνθρωπου», «κακού» κ.λπ. και μια συναισθηματική φόρτιση για τα εγκλήματα που προξενεί ένας πόλεμος, τα οποία από μόνα τους είναι φυσικά αδύνατο να τροφοδοτήσουν τους μαθητές με την οποιαδήποτε ιστορική ερμηνεία, όπως και με τα ανάλογα ιστορικά διδάγματα.

Στο ίδιο πλαίσιο, αποπολιτικοποιείται, αποταξικοποιείται και υποβαθμίζεται η σημασία της ΕΑΜικής Αντίστασης, που έτσι και αλλιώς δεν καταλαμβάνει μεγάλο κομμάτι του ντοκιμαντέρ. Εμφανίζονται φυσικά ορισμένες αναφορές στο ΕΑΜ (χωρίς αναφορά στην πανελλαδική του συγκρότηση και στη μαζικότητά του), αλλά όχι και στο ΚΚΕ που αποτέλεσε τον κύριο αιμοδότη του, ενώ απουσιάζει παντελώς η συνθηκολόγηση ενός κομματιού της αστικής τάξης και των πολιτικών του εκπροσώπων με τις Αρχές της τριπλής φασιστικής Κατοχής, όπως και η επιλογή ενός άλλου κομματιού να ακολουθήσει τον βασιλιά και τα βρετανικά στρατεύματα στην Αίγυπτο.

Καμιά αναφορά δεν γίνεται και στην πάγια γερμανική πολιτική δέσμευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών στις κατεχόμενες χώρες, που οδήγησε στον μαζικό λιμό και στο θάνατο από πείνα εκατοντάδων χιλιάδων. Αντίθετα, ο Χάρης Αθανασιάδης (καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων) θα αποδώσει (στη διάρκεια της κουβέντας που ακολούθησε) τον λιμό στο γεγονός ότι η κατάκτηση της Ελλάδας δεν εντασσόταν στα ναζιστικά στρατιωτικά σχέδια, αλλά επήλθε ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής ήττας της φασιστικής Ιταλίας. Ως αποτέλεσμα, ο ναζιστικός στρατός επιτέθηκε στην Ελλάδα χωρίς να έχει ανάλογη επιμελητεία. Πάλι καλά που θυμήθηκαν να πάρουν τα όπλα τους μαζί.

Ως συνέπεια των προηγούμενων, είναι αδύνατο κανείς να κατανοήσει τις συνθήκες μέσα στις οποίες έγινε εφικτή μια ταχεία αλλαγή των πολιτικών και ταξικών συσχετισμών, που επέτρεψε τη γιγάντωση του ΕΑΜικού κινήματος. Παράλληλα, δεν υπάρχει καμιά αναφορά στις μεγάλες μάχες της ένοπλης και πολιτικής αντίστασης, στις συγκρούσεις με τα κατοχικά στρατεύματα και τα μαζικά συλλαλητήρια, στην απελευθέρωση περιοχών από τον ΕΛΑΣ κ.λπ. Αντίθετα, με αυθαίρετη επιλογή αποσπάσματος υπερτονίζεται η ιστορική σημασία της Αντίστασης «χωρίς οργάνωση και χωρίς εντολή».

Ετσι κι αλλιώς, οι υπεύθυνοι του προγράμματος επιχειρούν να παρουσιάσουν την Αντίσταση ως μια «πανεθνική υπόθεση» και γι’ αυτό επιλέγουν να αναδείξουν μόνο την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, όπου έδρασαν από κοινού αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Μάλιστα, για να επιτύχουν τους σκοπούς τους δεν φείδονται λαθροχειριών που αλλοιώνουν τα ιστορικά ντοκουμέντα. Χαρακτηριστικά, ο Χάρης Αθανασιάδης υποστήριξε ότι οι μαχητές του ΕΛΑΣ ανέρχονταν σε 45.000 (ενώ είναι γνωστό ότι στο τέλος του πολέμου ο ΕΛΑΣ αριθμούσε 77.535 αξιωματικούς και μαχητές και 50.000 εφέδρους), ενώ ο ΕΔΕΣ παρουσιάζεται να είχε 30.000 μαχητές (!) (τη στιγμή που όλες οι βιβλιογραφικές αναφορές συντείνουν ότι δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τους 5.000 – 6.000 μαχητές και ανέπτυξε δράση μόνο στην περιοχή της Ηπείρου). Επιπρόσθετα, το ντοκιμαντέρ μιλά για την εκτέλεση των «200 αγωνιστών» την Πρωτομαγιά του 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, ενώ η ναζιστική εντολή μιλούσε για εκτέλεση 200 κομμουνιστών.

Ανάλογα, η ταξική και πολιτική σημασία του δοσιλογισμού επιχειρείται να αποκρυφτεί. Για παράδειγμα, η συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας αποδίδεται αποκλειστικά στον Βουλπιώτη (αντιπρόσωπο της «Siemens» στην Ελλάδα και επικεφαλής του ΕΔΕΣ Αθήνας), ενώ είναι γνωστό ότι η συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας πραγματοποιήθηκε από την κυβέρνηση Ράλλη, εις γνώση των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, και στη συγκρότησή τους πρωτοστάτησαν αξιωματικοί προερχόμενοι από όλο το φάσμα του αστικού πολιτικού κόσμου, ανάμεσα στους οποίους και σημαίνοντες βενιζελικοί (Πάγκαλος, Γονατάς κ.ά.), που φοβούνταν ότι η κλιμάκωση της δύναμης του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο στη μεταπολεμική ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας. Πολύ περισσότερο έναντι της εξέτασης ιστορικών τεκμηρίων επιλέγονται ψυχαναλυτικές θεωρήσεις του δοσιλογισμού στα όρια του μεταφυσικού. Χαρακτηριστικά, ο Χάρης Αθανασιάδης υποστήριξε: «Στις δύσκολες εποχές έτσι γίνεται. Ο κάθε νέος, η κάθε νέα, ο κάθε άνθρωπος, διαλέγει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Και διαλέγοντας, αλλάζει. Ανυψώνεται ή σκοτεινιάζει». Και στη συνέχεια, κατά την παρέμβασή του μετά από σχετικό ερώτημα κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, απέδωσε την ανυπαρξία αναφορών στον δοσιλογισμό (ένοπλο, πολιτικό και οικονομικό) στα σχολικά βιβλία ως αποτέλεσμα της «ντροπής» των δοσίλογων να αποδεχθούν τη δράση τους, ως να μη γνωρίζει μια πλούσια βιβλιογραφία απομνημονευμάτων τους.

Ανάλογες στρεβλώσεις επιχειρούνται και στην παρουσίαση των θηριωδιών των αρχών Κατοχής, που επίσης αποκόπτονται από τις γενικότερες συνθήκες. Η δρ. Ζέτα Παπανδρέου μιλά για «αποτρόπαιο παιχνίδι του πολέμου», που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε «τι σημαίνει “τραυματικό γεγονός” και τι σημαίνει “διεργασία του πένθους”», λες και δεν μιλάμε για ιμπεριαλιστικές σφαγές, που «νομιμοποιήθηκαν» ιδεολογικά – πολιτικά από τον φασισμό – ναζισμό, αλλά για την απώλεια ενός συγγενικού μας προσώπου. Και φυσικά το θέμα κλείνει με μια ψευδή αναφορά στη δήθεν στροφή των γερμανικών κυβερνήσεων στο θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων, που φυσικά δεν υφίσταται.

Μετά από όλα αυτά, αυτό το ντοκιμαντέρ χωρίς δομή κλείνει με τον τρόπο που άνοιξε. Ο Χάρης Αθανασιάδης μάς μιλά γενικά και αόριστα για τη δύσκολη συνύπαρξη ΕΛΑΣ και βρετανικού στρατού στην απελευθερωμένη Ελλάδα, που προκάλεσε αντιθέσεις που οδήγησαν στη σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 1944, η οποία με τη σειρά της όξυνε περαιτέρω τις κοινωνικές αντιθέσεις. Φυσικά δεν μπαίνει στον κόπο να προσδιορίσει τον λόγο της παρουσίας των Βρετανών στην Ελλάδα, τη φύση και το διακύβευμα αυτών των αντιθέσεων. Αυτά αποτελούν μόνο τη γαρνιτούρα, για να μας εξηγήσει γιατί στην Ελλάδα γιορτάζουμε την αρχή και όχι το τέλος του πολέμου.

Με λίγα λόγια, το ντοκιμαντέρ είναι ιδιαίτερα επιτυχημένο για τον λόγο που φτιάχτηκε. Συσκοτίζει αποτελεσματικά την Ιστορία της τριπλής φασιστικής Κατοχής και παράλληλα υποβαθμίζει τις ευθύνες της γερμανικής και εγχώριας αστικής τάξης για όσα έγιναν στη διάρκεια του πολέμου.

Μια αποκαλυπτική συζήτηση

Επειτα από την ολοκλήρωση της προβολής του ντοκιμαντέρ ακολούθησε μια ενδιαφέρουσα (από την άποψη της αποκάλυψης των προθέσεων και των στοχεύσεών τους) κουβέντα ανάμεσα σε ορισμένους από τους συμμετέχοντες στο Πρόγραμμα.

Ο Χάρης Αθανασιάδης, ο οποίος είχε και την ιστορική επιμέλεια του ντοκιμαντέρ, επιχείρησε, μετά μάλιστα από τη διαστρέβλωση της μάχιμης δύναμης του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, να υποστηρίξει πως όσα καταγράφηκαν στο ντοκιμαντέρ είναι συμβατά με τα πορίσματα της ιστορικής έρευνας και συγκροτούν μια συνεκτική εικόνα της Κατοχής και της Αντίστασης, που θα μπορούσε να διαμορφώσει ιστορική κουλτούρα στους μαθητές. Στην πραγματικότητα, εννοούσε την ιστορική κουλτούρα που θέλει ο ίδιος να έχουν οι μαθητές, δηλαδή μια αποσπασματική γνώση γεγονότων χωρίς αρχή και τέλος.

Αποκάλυψε όμως και τον τρόπο που μπορεί να διαμορφωθεί μια τέτοια κουλτούρα. Αναφερόμενος στη μεθοδολογία της έρευνας, σημείωσε πως οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να έχουν ως βασικό άξονά τους την προφορική ιστορία, αφού μέσα από το «μερικό», οι μαθητές μπορούν να προσεγγίσουν και το «γενικό». Στο ίδιο πλαίσιο, δήλωσε ότι οι μαρτυρίες έρχονται σε ευθεία αντιπαραβολή με «τη λογική των κομματικών καθοδηγητών» και υποστήριξε ότι το ντοκιμαντέρ δεν χρειαζόταν να τα δείξει όλα, αλλά να δημιουργήσει ερωτήματα που θα κληθούν στη συνέχεια να απαντήσουν οι μαθητές και έτσι να εμπλακούν ακόμα περισσότερο σε μια συνομιλία με το παρελθόν. Μια σύνοψη δηλαδή όλης της μπουρδολογίας του μεταμοντερνισμού και του κονστρουκτιβισμού ταυτόχρονα.

Με άλλα λόγια, ένα «συνεκτικό» ντοκιμαντέρ που θεωρεί λαθεμένη κάθε πολιτική και ταξική αναφορά και δεν περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά απομονώνει μαρτυρίες, θα χρησιμοποιηθεί από τους μαθητές, προκειμένου αυτοί να δομήσουν από μόνοι τους τις γνώσεις που τους στέρησε το ίδιο το ντοκιμαντέρ.

Στην πράξη, ο μαθητής – θεατής θα περιοριστεί να βλέπει έναν ηλικιωμένο κύριο να μιλάει συγκινημένος για πράγματα που έζησε, κατά τη σφαγή που υπέστη το χωριό του από τις δυνάμεις Κατοχής, όταν ήταν 6-7 χρόνων. Η συνειδητή, όμως, αποκοπή της μαρτυρίας του από το ιστορικό πλαίσιο, η πλήρης αποσιώπηση των στρατιωτικών και πολιτικών εξελίξεων της εποχής και τα ιστορικά «άλματα» στο χρόνο καθιστούν μία τέτοια μαρτυρία «άνευρη» και την ίδια την Ιστορία της περιόδου δυσπρόσιτη στα μάτια του μαθητή, που έχει την αίσθηση ότι πρέπει να αναμετρηθεί με ένα αταξινόμητο χάος.

Φυσικά, αυτή η αποκοπή από το ιστορικό πλαίσιο δεν είναι καθόλου διδακτική, αλλά μπορεί να υποβιβάσει σύνθετα κοινωνικά φαινόμενα σε διαπροσωπικές σχέσεις και έτσι να αφαιρέσει από το κάδρο τον πολιτικό και ταξικό προσδιορισμό του θύτη και του θύματος: Κάποιοι άνθρωποι βασάνιζαν κάποιους άλλους. Αυτό θέλουν να μείνει στον μαθητή και αυτό αρκεί για να βγάλει από το κάδρο τις ευθύνες της γερμανικής και της ελληνικής καπιταλιστικής εξουσίας.

Πάνω στις ίδιες θέσεις σχετικά με τον πρωτεύοντα ρόλο της «προφορικής ιστορίας» στη μελέτη της Ιστορίας στάθηκαν (πάνω κάτω) και οι υπόλοιποι ομιλητές της εκδήλωσης. Οπως υποστήριξε ο Α. Αντωνίου (Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας), οι μαρτυρίες αποτελούν το μόνο (!) μέσο ώστε «να αποδοθούν οι σχέσεις των ανθρώπων της εποχής» και υπερασπίστηκε την «προφορική ιστορία» ως ενός «αυτόνομου πεδίου μελέτης της Ιστορίας» και της αναγωγής των «τραυμάτων και οραμάτων» των «απλών ανθρώπων» σε βασικό εργαλείο ερμηνειών της. Ταυτόχρονα, για να διαφοροποιηθεί τεχνητά από τον ιστορικό αναθεωρητισμό και να ελαφρύνει την προηγούμενη τοποθέτηση, ο Αντωνίου υποστήριξε ότι οι 93 μαρτυρίες συλλέχθηκαν βάσει των «συμφραζομένων», δηλαδή διασταυρώθηκαν με άλλες πηγές (ποιες αλήθεια;), εντάσσοντάς τες στο πλαίσιο της γνώσης που μας προσφέρει η – μέχρι σήμερα – πλούσια βιβλιογραφική παραγωγή για την περίοδο της Κατοχής στην Ελλάδα (η οποία όμως αποσιωπάται).

Την «προφορική ιστορία» υπερασπίστηκε και ο Νίκος Αποστολόπουλος, ο οποίος, βέβαια, «διέπρεψε» και σε άλλα πεδία. Προσπαθώντας να απαντήσει στην κριτική περί κλειστού προγράμματος, υποστήριξε ότι αυτό οφείλεται αποκλειστικά στη χρηματοδότηση και πως αν βρεθούν και άλλοι πόροι θα αυξηθούν και οι μαρτυρίες. Δεν μπήκε φυσικά στον κόπο να απαντήσει γιατί δεν αξιοποιήθηκαν μαρτυρίες εκτός προγράμματος. Αναφορικά με τη χρηματοδότηση του προγράμματος, είπε ότι δεν είχε λόγο να απευθυνθεί στις ελληνικές αρχές και ότι το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών χρηματοδότησε το πρόγραμμα, επειδή θεώρησε ότι «αυτοί εκεί κάνουν καλή δουλειά». Σε αυτό θα συμφωνήσουμε.

Ομως ερώτηση από το κοινό υπήρξε και αναφορικά με το αν και τι διδάσκονται οι μαθητές στα γερμανικά σχολεία αναφορικά με την Κατοχή στην Ελλάδα. Ο Χάρης Αθανασιάδης υποστήριξε ότι η απουσία αναφορών στα γερμανικά εκπαιδευτικά βιβλία οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν αποτελούσε κομμάτι του στρατιωτικού σχεδιασμού του Γ’ Ράιχ. Ο Αποστολόπουλος, πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα και προσβάλλοντας ανοιχτά θύματα και αντιστασιακούς, υποστήριξε ότι στην Ελλάδα «νομίζουμε ότι μόνο εμείς οι Ελληνες κάναμε αντίσταση» και γι’ αυτό πιστεύουμε ότι το γερμανικό κράτος πρέπει να ασχοληθεί με εμάς.

Έλα που ασχολείται

Αλήθεια, όταν οι υπεύθυνοι συνέλεγαν τις μαρτυρίες, έλεγαν τα ίδια στους πρώην αγωνιστές του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, που έδωσαν το αίμα τους πολεμώντας τον ναζί κατακτητή; Οταν έπαιρναν συνεντεύξεις από επιζώντες των σφαγών που προκάλεσε η ναζιστική θηριωδία, τους είπαν ότι δεν δικαιούνται να έχουν απαιτήσεις για αποζημιώσεις από το γερμανικό καπιταλιστικό κράτος ή ότι πρέπει να λάβουν υπόψη τους το… «τραύμα των θυτών»; Στην ΕΠΟΝίτισσα Ελένη Σαββατιανού – Γεωργαντά, μέλος του ΚΚΕ, που βασανίστηκε στο άντρο της Ειδικής Ασφάλειας (στην Ελπίδος) και φυλακίστηκε μαζί με εκατοντάδες άλλους κομμουνιστές στο Χαϊδάρι, ή στον Μηνά Σαμπετάι, Εβραίο ΕΑΜίτη αγωνιστή από τον Βόλο, είπανε ότι δεν «ήταν δα και το κέντρο του κόσμου», ώστε να απαιτούν να μαθαίνεται στα γερμανικά σχολεία ο αγώνας της ΕΑΜικής Αντίστασης; Προειδοποίησαν άραγε όλους αυτούς που παρείχαν τις μαρτυρίες τους ότι θα τις «αξιοποιούσαν» με τέτοιο τρόπο, ώστε να υποβιβάσουν τελικά την αξία του δεύτερου μεγαλύτερου αντιστασιακού κινήματος της Ευρώπης; `Η μήπως είναι δικαιολογία για αυτή την ύπουλη στάση το επιχείρημα της καθηγήτριας της Γερμανικής Σχολής Αθηνών, Regina Wiesinger, ότι υπάρχουν και άλλα, αρκετά κράτη που υπέφεραν τότε, αλλά ούτε και για αυτά έχουν γραφτεί πολλά στα γερμανικά σχολικά βιβλία;

Δυστυχώς, όλα τα προηγούμενα αποδεικνύουν ότι το γερμανικό κράτος, όπως και εγχώρια επιτελεία, όχι μόνο ασχολούνται, αλλά και παρασχολούνται με το πώς θα παρουσιαστεί η Ιστορία της τριπλής φασιστικής Κατοχής, στοχεύοντας στη συνείδηση των μαθητών και στο μέλλον. Γι’ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη να ενταθεί παντού η πάλη εναντίον του συγκεκριμένου προγράμματος διαστρέβλωσης της Ιστορίας και άλλων αντίστοιχης κοπής. Είναι χρέος στην ιστορική μνήμη, στους ήρωες και στα θύματα της ΕΑΜικής Αντίστασης, σε όσους αντιπάλεψαν τον φασισμό – ναζισμό όπου Γης (ανάμεσα στους οποίους και οι Ιταλοί και Γερμανοί αντιφασίστες), αλλά και μία από τις προϋποθέσεις για τη νέα άνοδο του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.

Παραπομπές:

1. https://www.occupation-memories.org/aktuelles/Artikel-dw.html

2. Eberhard Erik, «Γερμανοί αντιφασίστες στις τάξεις του ΕΛΑΣ», στο Χατζηιωσήφ Χρήστος – Παπαστράτης Προκόπης (επιμ.), «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση 1940-1945», Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, τόμος Γ2.

3. «Επεσαν για τη ζωή. Ηρωες – μάρτυρες λαϊκών απελευθερωτικών αγώνων, τόμοι 1, 2, 3α, 3β, 4α, 4β, 4γ, 4δ, 5, 6, 7α, 7β, 7γ, 7δ, 7ε, 7στ, 7ζ, 8, Εκδοση της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Αθήνα 1988 – 2018.

Ριζοσπάστης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: