«Συλλάβατέ τον, τον κομμουνιστήν!…» – Κώστας Βιδάλης, Ήρωας μάρτυρας κομμουνιστής δημοσιογράφος

Ο Κωστας Βιδάλης ήταν από τους σεμνότερους, από τους ευαρεστότερους, με το χαμόγελο που άνθιζε πάντα σαν λουλούδι στα χείλη του. Ένα μεγάλο πρόσχαρο παιδί, μπροστά όχι μονάχα στους ομοϊδεάτες του, αλλά και σ’ αυτούς που είχαν αντίθετες μ’ αυτόν ιδέες και αισθήματα…

Δημοσιογράφος με δέλτα κεφαλαίο. Ο κομμουνιστής Κώστας Βιδάλης, ο αγαπημένος «κύριος συνάδελφος» του σιναφιού του αλλά και όσων τον γνώριζαν χωρίς να έχουν σχέση με τη δημοσιογραφία, ο συγγραφέας της «Μάχης της σοδειάς», είναι ένας μάρτυρας της ελληνικής δημοσιογραφίας. Είναι συντάκτης του Ριζοσπάστη όταν στα μέσα του Αυγούστου 1946, στη διάρκεια δημοσιογραφικής αποστολής πιάνεται στη Θεσσαλία από παρακρατικές συμμορίες που έδιναν λογαριασμό στον διαβόητο κτηνάνθρωπο Σούρλα και δολοφονείται ύστερα από φριχτά βασανιστήρια.

«Ο Κ. Βιδάλης ήταν από τους σεμνότερους, από τους ευαρεστότερους, με το χαμόγελο που άνθιζε πάντα σαν λουλούδι στα χείλη του. Ένα μεγάλο πρόσχαρο παιδί, μπροστά όχι μονάχα στους ομοϊδεάτες του, αλλά και σ’ αυτούς που είχαν αντίθετες μ’ αυτόν ιδέες και αισθήματα…», θα γράψει ο Νίκος Καραντηνός.

Στη μνήμη του το απόσπασμα που ακολουθεί, από αναμνήσεις του κομμουνιστή δημοσιογράφου Θανάση Γεωργίου, για τον Κώστα Βιδάλη. Από τον τόμο «Κώστας Βιδάλης, Ήρωας μάρτυρας κομμουνιστής δημοσιογράφος», του Ριζοσπάστη.

***

«…Μια βραδιά, στα ηρωικά εκείνα παράνομα ραντεβού της κατεχόμενης και μαχόμενης Αθήνας πήρα ένα μαντάτο:

― Αύριο, στις 8 το βράδυ συνάντηση στην … οδό … στα Πατήσια. Θα σε περιμένει ένας γνωστός σου».

Στην ώρα μου εγώ, στο λεπτό στο ραντεβού και η κοντόσωμη, σφιχτοδεμένη αρρενωπή σιλουέτα. Στο μισόφωτο του δρόμου γνώρισα τον «κύριο συνάδελφο» τον Κώστα Βιδάλη, που από τότε γίναμε συνεργάτες στον αντιστασιακό Εαμικό Τύπο της κατοχής και καλοί φίλοι.

Όσο καιρό έμεινε στην ΑΘήνα ― γιατί αργότερα πήγε με το συνεργείο της «Ελεύθερης Ελλάδας» του οργάνου της ΚΕ του ΕΑΜ στο βουνό ― ο Βιδάλης υπήρξε για μένα και δάσκαλος και καθοδηγητής και εμψυχωτής.

Δάσκαλος, γιατί ποτέ δεν έπαυε να με βομβαρδίζει με τους «απαράβατους κανόνες της δημοσιογραφίας» που όπως σωστά έλεγε, ήταν :

― Να γράφεις κύριε συνάδελφε, για τους απλούς ανθρώπους. Καθαρά, όχι συννεφώδη, σύντομα και περιεκτικά. Άφηνε τις φλυαρίες κι έδινε το λόγο στα γεγονότα. Αυτά πείθουν.

Γι αυτό και δεν «κατασκεύαζε» ειδήσεις με τη φαντασία, αλλά γύριζε ακατάπαυστα για να τις ξετρυπώσει.

Στα χρόνια λοιπόν της κατοχής «οργώναμε» πολλές φορές την αγορά, πότε ψάχνοντας για δημοσιογραφικό χαρτί, πότε για τυπογραφικά στοιχεία και μελάνι, πότε για να βρούμε κάποιον ακόμη στοιχειοθέτη, που θα βοηθούσε στο παράνομο τυπογραφείο.

Απέραντα απλός ο ίδιος εκτιμούσε με πάθος τους απλούς ανθρώπους και πριν απ’ όλα αυτούς που ήταν στην υπηρεσία του Αντιστασιακού κινήματος. Αγαπούσε όλους τους συνεργάτες του εθνικοαπελευθερωτικού Τύπου, μα είμαι βέβαιος πως είχα ανακαλύψει κάποια ιδιαίτερη αδυναμία του στον «γέρο Μανώλη» έναν ασπρομάλλη μεσόκοπο, νομίζω, νησιώτη που σ’ όλα τα χρόνια της κατοχής κουβαλούσε παλικαρίσια μέσα από τα ασφυχτικά γερμανοτσολιάδικα μπλίκα με ένα καροτσάκι πότε χαρτί, στοιχεία και μελάνια για τα παράνομα τυπογραφεία και πότε απ’ αυτά αντιστασιακές εφημερίδες, μπροσούρες και προκηρύξεις για όλες τις «γιάφκες» της Αθήνας και του Πειραιά. Τον Μανώλη τον σκότωσαν στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου.

Μου είχε δοθεί πολλές φορές η ευκαιρία να θαυμάσω την αποκοτιά του. Θα αναφέρω μονάχα δυο τέτιες περιπτώσεις.

Η μια ήταν στη σημερινή Βουλή, που στα χρόνια της Κατοχής ήταν «Κυβερνείο» των διορισμένων από τον κατακτητή «πρωθυπουργών» της Ελλάδας. Οι πολιτικοί συντάκτες, μαζί τους ο Βιδάλης και εγώ, πήγαιναν κάθε βράδυ στο διορισμένο πρωθυπουργό για να μάθουν τα νέα. Όσο και αν βασανίζω τώρα τη μνήμη μου, δεν μπορώ να θυμηθώ την αφορμή, μα δεν μου διαφεύγει η σκηνή του άγριου επεισοδίου ανάμεσα στο Βιδάλη και τον γερμανόδουλο κυβερνήτη:

Τον τελευταίο να ωρύεται: «Συλλάβατέ τον, τον κομμουνιστήν!». Και τον Βιδάλη, με ένα οργισμένο, κατακόκκινο πρόσωπο και φουσκωμένους τους αδένες του λαιμού του να κραυγάζει: «Εθνοπροδότη και φασίστα, δεν σε φοβάμαι!».

Δεν τον συνέλαβαν, μα από την ημέρα εκείνη ο Βιδάλης απόφευγε να παρουσιάζεται στον ξενόδουλο πρωθυπουργό για ειδήσεις.

Το δεύτερο παράδειγμα, που θέλω να αφηγηθώ είναι τούτο: 0 Βιδάλης μαζί με μια ομάδα σιδηροδρομικών και εφεδροελασιτών κατάφερε να στείλει στις ελεύθερες, τότε, περιοχές ένα ολόκληρο τυπογραφείο και πιεστήριο. Κι αυτό, από τον σταθμό Λαρίσης (της Αθήνας) που οι Γερμανοί κατακτητές τον φρουρούσαν ακοίμητα.

Ευχαριστημένος με την αποκοτιά του αυτή, ο Κώστας πήγε στο σπίτι του και όπως μας έλεγε αργότερα, έφτιαξε για γερή φασουλάδα που την «έγλειψε» ως την τελευταία κουταλιά.

Μετά τη Δεκεμβριανή επέμβαση του αγγλικού ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα ξανανταμώσαμε στο ίδιο, το πολιτικό ρεπορτάζ. Ο Βιδάλης για το «Ριζοσπάστη» κι εγώ για την ΕΑΜική «Ελεύθερη Ελλάδα». Με ξάφνιαζε κι εδώ με τις πρωτοτυπίες του. Μόλις τέλειωνε το γράψιμό του, γέλαγε ικανοποιημένος βροντώδικα και μου έλεγε:

― Και τώρα, κύριε συνάδελφε, πάμε για ρεπορτάζ !

Είχε δίκιο. Στα καφενεία του Συντάγματος συζητούσαν ως τις πρώτες πρωινές ώρες, τέως υπουργοί, πολιτευτές, απόστρατοι, ανώτατοι αξιωματικοί, οικονομολόγοι».

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: