Μια ζωή στον αγώνα – Αντώνης Αμπατιέλος: “Η θητεία μου σε φυλακές – εξορίες”

«Τόσο οι γενιές του μεσοπολέμου (σ’ αυτές κατατάσσομαι κι εγώ) όσο και οι κατοπινές (Εθνική Αντίσταση, εμφύλιος, μακρόχρονοι δημοκρατικοί αγώνες, δικτατορία 21ης Απριλίου και 14 χρόνια της μεταπολίτευσης) έχουν βάλει τη σφραγίδα τους στα γεγονότα. Στην τιτάνια αυτή προσπάθεια του λαού μας έκανα κι εγώ όσο μπορούσα καλύτερα το καθήκον μου…»

Σαν σήμερα, στις 7 του Αυγούστου 1995, έφυγε από τη ζωή ο κομμουνιστής ηγέτης του παγκόσμιου ναυτεργατικού κινήματος, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, Αντώνης Αμπατιέλος

Ο Αντώνης Αμπατιέλος γεννήθηκε το 1914 στο Σουλινά Ρουμανίας. Το 1932 οργανώνεται στην ΟΚΝΕ και στο ΚΚΕ και μπαρκάρει στα καράβια. Ανέπτυξε πρωτοπόρα συνδικαλιστική δράση από το 1933, μέσα από τη Ναυτεργατική Ενωση Ελλάδας(ΝΕΕ) και το 1940 γίνεται μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής ΝΕΕ στη Νέα Υόρκη, όπου και αναπτύσσει εξαιρετική αντιφασιστική και συνδικαλιστική δραστηριότητα, πρωτοστατώντας στις κινητοποιήσεις των ναυτεργατών ενάντια στις δυνάμεις του φασιστικού άξονα. Στα χρόνια αυτά αναδείχνεται σε έναν από τους δύο γραμματείς της ΟΕΝΟ και οργανώνει τον αντιφασιστικό αγώνα.

Ο ίδιος από το πόστο του Γραμματέα της ΟΕΝΟ υπέγραψε την ιστορική πρώτη Συλλογική Σύμβαση του 1943 με τους Έλληνες εφοπλιστές που καθιέρωνε και κατοχύρωνε, για πρώτη φορά το 8ωρο και άλλα βασικά δικαιώματα των ναυτεργατών, για τις συνθήκες διαβίωσης στα πλοία, τους τρόπους αμοιβής, τη σύνθεση του πληρώματος και πολλά άλλα, που σήμερα βρίσκονται στο στόχαστρο της εφοπλιστικής ασυδοσίας.

Το εφοπλιστικό κεφάλαιο και οι εμφυλιοπολεμικές κυβερνήσεις τον εκδικήθηκαν όπως και πολλούς άλλους αγωνιστές για αυτή την πατριωτική και διεθνιστική του δράση. Στις 24 του Δεκέμβρη 1947 ο Αντώνης Αμπατιέλος συλλαμβάνεται για μια ακόμα φορά, όμως από κείνη τη στιγμή αρχίζει η μακριά νύχτα των 16,5 χρόνων στέρησης της ελευθερίας του. Στη δίκη της ΟΕΝΟ όπως έμεινε στην ιστορία (η δίκη της ηγεσίας της) και κράτησε 20 μέρες, ο Α. Αμπατιέλος καταδικάζεται σε θάνατο, που ματαιώθηκε από τη διεθνή κατακραυγή που ξεσηκώθηκε. Ακολουθούν φυλακές και τόποι εξορίας, αλλά η ηρωική δράση του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Αντώνη Αμπατιέλου, σε δύσκολες και διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες συνεχίζεται και η προσφορά του στην εργατική τάξη και το λαϊκό κίνημα, μέσα από το ΚΚΕ μέχρι την τελευταία πνοή της ζωής του.

Από το 1969 ο Αντώνης Αμπατιέλος ήταν τακτικό μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ μέχρι το 1991 στο 13ο Συνέδριο και μέλος του ΠΓ της ΚΕ από το 1971 μέχρι το 12ο Συνέδριο, το 1987, ενώ το 1981 εκλέχτηκε βουλευτής στην Α’ Πειραιά.

Παρακάτω δίνουμε ένα απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Αντώνης Αμπατιέλος – Μια ζωή αγώνες» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1996).

Ο ίδιος σημειώνει ανάμεσα σε άλλα στον πρόλογο του βιβλίου: «Πιστεύω πως οποιοδήποτε τέτοιο γραφτό, φτιαγμένο, πολλές φορές, όχι από μάστορα της πένας, είναι χρήσιμο και έχει τη σχετική του αξία για τους μελετητές του αύριο. Με τέτοιες σκέψεις είχα ρίξει στο χαρτί, το 1964-65, μερικά ενθυμήματα, επωφελούμενος από ένα σύντομο χρονικό διάστημα σχετικής ανάπαυλας στην έντονη πολιτική δραστηριότητα, που είναι ο κανόνας της ζωής μας. Έτσι, λοιπόν, έφτιαξα και εγώ ένα γραφτό, ένα «λύκο», όπως συνηθίζω να ονομάζω αυτού του είδους τα σκαριφήματα, που, όμως, είχε… άδοξο τέλος.

Τις πρώτες μέρες της δικτατορίας, το σπίτι έμεινε κλειστό, γιατί είχα μπει πια σε βαθιά παρανομία και δεν πλησίαζα τη γειτονιά μου. Στο μεταξύ, έψαχνα για παράνομο στέκι. Η Μπέτη είχε πιαστεί και βρισκόταν κρατούμενη στα Γιούρα. Όπως εξακρίβωσα αργότερα, η αστυνομία είχε μπει στο διαμέρισμα, σπάζοντας το τζάμι της κουζίνας και, χρησιμοποιώντας το κλειδί που ήταν πάνω στην πόρτα εσωτερικά, την άνοιξε και έκανε την ερευνά της. Τι πήραν; «Ο Θεός και η ψυχή τους», που λέει η λαϊκή ρήση. Πάντως το γραφτό -κάπου 300 σελίδες, γραμμένες με το χέρι- εξαφανίστηκε! Πιστεύω πως, μιας και τα γραφόμενά μου ήταν άχρηστα, ή μπορώ να πω και επιζήμια για τα αφεντικά τους, θα τα κατάστρεψαν. Έτσι, όταν στη μεταπολίτευση μου είπαν μερικοί φίλοι, που γνώριζαν την ιστορία, να το ζητήσω από την Ασφάλεια, στην αρχή μου άρεσε η σκέψη, όμως, δεν την προχώρησα, γιατί θυμήθηκα πως η αρπαγή δεν έγινε «νομότυπα» με πρωτόκολλο κατάσχεσης και τα γνωστά. Έτσι, λοιπόν, χάθηκε το σκαρίφημα, που ήταν μια αφήγηση περιστατικών από τη ζωή στις φυλακές και την αγωνιστική ζωή έξω από αυτές.

Σε τούτο το γραφτό θα προσπαθήσω να ακολουθήσω την «πεπατημένη» για μένα, δηλαδή παρουσίαση περιστατικών από τη ζωή μου, όχι σε χρονολογική ή άλλου είδους σειρά, αλλά όπως μου έρχονται στο μυαλό, πράγμα που θα βοηθήσει το χέρι να τα καταγράψει. Παρ’ όλο που θα προσπαθήσω να σταθώ σωστά χρονικά, οι κρίσεις, πολιτικές ή άλλες, με το σεβασμό που τρέφω στην αντικειμενικότητα, ίσως να υποφέρουν από κάποιον υποκειμενισμό. Νομίζω πως το αμάρτημα είναι ανθρώπινο. Ωστόσο, οφείλω να διαβεβαιώσω πως, στην καταγραφή πραγματικών γεγονότων που τα έζησα, θα είμαι αντικειμενικός, γιατί κανένας, και ιδιαίτερα ένας κομμουνιστής, σεβόμενος τον εαυτό τον, δεν πρέπει να «απιστεί» στα γεγονότα που έζησε ο ίδιος μόνος του ή μαζί με άλλους και, σε κάθε περίπτωση, έχει άμεση αντίληψη γι’ αυτά».

Η ΘΗΤΕΙΑ ΜΟΥ ΣΕ ΦΥΛΑΚΕΣ – ΕΞΟΡΙΕΣ

Το καθεστώς στην Κέρκυρα βελτιωνόταν συνεχώς. Το 1954 αποσπάσαμε από τη Διεύθυνση την άδεια να ανοίξουμε σε κανονικό μέγεθος τα παράθυρα της φυλακής σε όλες τις ακτίνες, εκτός από την Κ’ που στέγαζε τους ποινικούς κρατούμενους. Το 1952 με μετήγαγαν στην Αθήνα για την αναθεώρηση της δίκης, σύμφωνα με το νόμο 2058/52 («μέτρα επιείκειας»). Αφού περιπλανήθηκα στις φυλακές Αβέρωφ – Αίγινας – Κεφαλλονιάς – Ιτζεδίν (ξανά) – Ηρακλείου, ξαναγύρισα στην Κέρκυρα το 1954. Έμεινα εκεί άλλα τέσσερα χρόνια κι ύστερα από σύγκρουση με τη Διεύθυνση, όλοι… οι πρωταίτιοι μεταφερθήκαμε στη Γυάρο το 1958. Έπειτα από δυο χρόνια παραμονής εκεί, το 1960 μεταγωγή στην Αίγινα, όπου έμεινα άλλα τέσσερα χρόνια απ’ όπου και απολύθηκα, παραμονές του Πάσχα 1964, δηλαδή ύστερα από συνεχή κράτηση 16 χρόνων και 4 μηνών. Δε σκοπεύω να διηγηθώ τη ζωή μου στις φυλακές, μετά το 1950, εκτός από ορισμένα περιστατικά, είτε τραγικά είτε ευτράπελα, διότι κι αυτά, εννοώ τα τελευταία, αποτελούν μία όψη της ζωής μας.

Όμως προτού αρχίσουμε αυτές τις… εξομολογήσεις, καλό θα ’ναι να παραθέσω απλώς τα ονόματα όλων των φυλακών όπου «φιλοξενήθηκα» σ’ όλα τα χρόνια της επαναστατικής μου «θητείας». Κι ας αρχίσουμε από την προπολεμική περίοδο.

1.Φυλακές Μαργαρίτη (Πάτρα), έπειτα από 2-3 βδομάδων παραμονή στα κρατητήρια Χωροφυλακής Αργοστολιού (Μάρτης του 1935).

2.«Ναυτοφυλακή» ναυστάθμου και στρατιωτικές φυλακές Πάτρας. Με τραβούσαν καναδυό μήνες για την παραπάνω υπόθεση (τέλος του 1937, υπηρετούσα στο Π. Ναυτικό).

3.Κρατητήρια – Φυλακές εξωτερικού: Λιμενικά κρατητήρια Γουρουνοβίλας (έτσι λέγαμε σαρκαστικά τη Villa Constitution στην Αργεντινή), Κρατητήρια Μεταναστευτικών Αρχών, Βανκούβερ, Καναδά, Έλλις Άιλαντ, Νέα Υόρκη. Χρονολογίες αντίστοιχα: 1935-1939-1942.

4.Φυλακές Βούρλων (Πειραιά). Δύο φορές, το 1948 και το 1952. Σε συνέχεια στη Μακρόνησο, από Μάρτη μέχρι Οκτώβρη του 1948.

5.Φυλακές Αβέρωφ (Αθήνα), 1948,1952.

6.Φυλακές Αίγινας, 1952,1953,1960-64.

7.Φυλακές Καλαμιού (Ιτζεδίν). Δύο φορές: 1949-50 και 1953-54.

8.Φυλακές Αλικαρνασσού (Ηράκλειο, Κρήτης) 1954.

9.Φυλακές Κέρκυρας. Δύο φορές: 1950-52 και 1954-58.

10.Φυλακές Γιούρων (στεγασμένες) 1958-60.

11.Φυλακές Κεφαλλονιάς (Αργοστόλι) 195 3 (ως τους σεισμούς).

12.Δικαστικές φυλακές Σύρου, 1959.

Θα πρέπει να σημειώσω πως τη μακρύτερη «θητεία» μου την έκανα στις φυλακές Κέρκυρας, κάπου έξι χρόνια. Μετά στην Αίγινα, γύρω στα πέντε χρόνια. Ακολουθεί η Γιούρα με δύο χρόνια, το Ιτζεδίν με ενάμιση χρόνο και διάφορες άλλες φυλακές με παραμονή μηνών σε καθεμία απ’ αυτές. Η ζωή μας στις φυλακές έχει γίνει γνωστή από τα γραφόμενα πολλών συναγωνιστών. Επρόκειτο για οργανωμένη πολιτική ζωή σε όλες τις φυλακές, ακόμη και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Η οργάνωση να ελέγχει πάντα την εσωτερική ζωή της Ομάδας Συμβίωσης και, ως ένα βαθμό, και τις εξωτερικές δραστηριότητες (τεχνικά συνεργεία, μαγειρεία, σχέσεις με τις υπηρεσίες των φυλακών). Αυτό ίσχυε για όλες τις φυλακές όπου έκλειναν πολιτικούς κρατούμενους και γινόταν στον ένα ή τον άλλο βαθμό, ανάλογα με το δυναμισμό των Ομάδων Συμβίωσης, τη γενικότερη πολιτική του υπουργείου Δικαιοσύνης, το δημιουργημένο κάθε φορά γενικό πολιτικό κλίμα. Και σε τελευταία ανάλυση από το ποιόν του διευθυντή των φυλακών. Η πάλη των πολιτικών κρατουμένων για τη διατήρηση ενός ανεκτού καθεστώτος εντασσόταν στα πρώτιστα καθήκοντα και διεξαγόταν επίμονα, σταθερά πριν απ’ όλα μέσα στις ίδιες τις φυλακές (παραστάσεις, αναφορές, γραπτές διαμαρτυρίες που τελικά τις κρεμούσαμε στα παράθυρα). Παράλληλα είχαμε διαβήματα συγγενών στις αρχές, κινητοποιήσεις των φίλων μας στο εξωτερικό. Έτσι, μολονότι η ελληνική κυβέρνηση αρνιόταν επίσημα την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων, ωστόσο χάρη στην πάλη μας, αναγκαζόταν να παίρνει μέτρα (νομοθετικά-διοικητικά) που διάψευδαν κραυγαλέα τον ανόητο αυτό ισχυρισμό της.

Στα τελευταία χρόνια της κράτησής μας (’60-64) με τη διεύρυνση των κατακτήσεών μας στα θέματα διατροφής και διαβίωσης γενικότερα, με τη βελτίωση της συμπεριφοράς των υπηρεσιών των φυλακών απέναντι μας, συνηθιζόταν να λέγεται ότι το μόνο που στερούνται οι κρατούμενοι είναι τα «κλειδιά της φυλακής», γιατί όλα τ’ άλλα ελέγχονται απ’ αυτούς. Φυσικά, η ζωή έχει τις αντιξοότητές της, πολύ περισσότερο στις φυλακές. Όμως, χάρη στην ιδεολογική δουλειά που γινόταν μέσα σ’ έναν κλειστό χώρο έντονα ταξικού κοινωνικοπολιτικού αγώνα, τα χρόνια περνούσαν χωρίς να ασκούν την καταστροφική επίδραση που, όπως ξέρουμε όλοι, ασκούν στους συνηθισμένους ποινικούς κρατούμενους. Φυσικά, δεν έλειπαν παντελώς τα κουσούρια που αφήνει μια τέτοια ζωή, στερημένη του πολυτιμότερου ανθρώπινου αγαθού, της προσωπικής ελευθερίας. Είχαμε έναν αριθμό, όχι μεγάλο βέβαια, απ’ ό,τι θυμάμαι, από παιδιά που τρελάθηκαν. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, όταν απολύθηκαν από τη φυλακή, ήρθαν στα σύγκαλά τους. Μερικοί απολύθηκαν «μικροβιο-φοβούμενοι», «καθαρομανείς» και άλλα τέτοια αθώα ή και αστεία κουσούρια που οφείλονταν στην παραδοξότητα της ζωής μας στις φυλακές. Φυσικά, με την πάροδο του χρόνου, κάποιος κόσμος διέρρευσε, λυγίζοντας πολιτικά. Πολλοί απ’ αυτούς που «σκόνταψαν» στο δύσκολο αγώνα ξαναγύρισαν, ξαναδοκιμάστηκαν και την έβγαλαν «καθαρή», όπως λένε.

Βλέπεις, αγαπητέ μου αναγνώστη, πόλεμος είναι αυτός! Με νεκρούς, τραυματίες, αιχμαλώτους, αγνοούμενους κλπ. Πάντως, ανεξάρτητα από τα δεινά που υφίσταται ο στρατός της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων σ’ αυτή τη δύσκολη και, πολλές φορές, πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα, πορεία, πάντα προχωράει, πάντα δίνει το παρών στην πάλη του λαού. Κι έτσι θα γίνεται σε τούτη την απάνθρωπη καπιταλιστική κοινωνία που ζούμε, όπως και αύριο στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Ο δρόμος είναι πάντα ανηφορικός για τον κοινωνικό άνθρωπο. Με την πάλη του, σε τούτο ή το άλλο επίπεδο, βελτιώνει τη θέση του, ξεκινάει από μια νέα αφετηρία για να πάει όλο και πιο ψηλά. Έτσι γίνεται σήμερα κι έτσι θα γίνεται στο μέλλον. Τόσο οι γενιές του μεσοπολέμου (σ’ αυτές κατατάσσομαι κι εγώ) όσο και οι κατοπινές (Εθνική Αντίσταση, εμφύλιος, μακρόχρονοι δημοκρατικοί αγώνες, δικτατορία 21ης Απριλίου και 14 χρόνια της μεταπολίτευσης) έχουν βάλει τη σφραγίδα τους στα γεγονότα. Στην τιτάνια αυτή προσπάθεια του λαού μας έκανα κι εγώ όσο μπορούσα καλύτερα το καθήκον μου. Οι φυλακές της Κέρκυρας έζησαν τραγικές στιγμές με τις εκτελέσεις της περιόδου ’46-49. Εγώ δεν τις έζησα, γιατί τότε βρισκόμουν αλλού. Σ’ αυτές τις φυλακές έζησα μια από τις τελευταίες εκτελέσεις κρατουμένου που είχε καταδικαστεί το 1954 με τον Α.Ν. 375/36 για κατασκοπεία. Ήταν μια αμφιλεγόμενη υπόθεση. Το θύμα ήταν καλό παιδί. Έμενε μαζί μας και, γι’ αυτό, εκείνο το πρωινό, κρεμαστήκαμε για κάμποση ώρα στα παράθυρα, καταγγέλλοντας την εκτέλεση. Κάναμε και αποχή από το συσσίτιο. Πάντως, από την εξάχρονη «θητεία» μου εκεί, θυμάμαι καλά τα εξής περιστατικά.

Πρώτες μέρες του Γενάρη 1951. Μαζί μας βρισκόταν ο Νίκος Μπελογιάννης, έχοντας στο κεφάλι του την πρώτη καταδίκη σε θάνατο, από την πρώτη δίκη στην οποία είχε παραπεμφθεί με το νόμο 509/47, φυσικά μαζί με άλλους. Όμως, είχαν σταματήσει οι εκτελέσεις με βάση τα έκτακτα μέτρα του ’46-47 κι έτσι η καταδίκη αυτή θα μετατρεπόταν σε ισόβια με το νόμο 2058/52. Απόγευμα της 6ης του Γενάρη, ημέρα των Φώτων. Αν και θρησκευτική γιορτή, τη χρησιμοποιήσαμε για να στρώσουμε κοινό τραπέζι σε κάθε ακτίνα. Έτσι, το μεσημέρι κύλησε μέσα σε μια θερμή συντροφική ατμόσφαιρα. Το απόγευμα, λοιπόν, καμιά ώρα προτού κλείσει η φυλακή, έρχεται η ειδοποίηση από την Υπηρεσία και ακούγεται η φωνή του κράχτη: «Ο Μπελογιάννης για μεταγωγή». Έπειτα από μία στιγμιαία σημαδιακή σιγή, στο πόδι όλη η Ακτίνα Θ’, στη συνέχεια και οι υπόλοιπες. Ήταν φανερή η ανησυχία όλων μας. «Γιατί έπαιρναν το Νίκο Μπελογιάννη, αφού είχε λήξει πια η υπόθεση;» Όλοι φοβούμαστε καμιά προβοκάτσια των Αμερικάνων, όπως έγινε λίγο αργότερα στην Αθήνα, όπου άρπαξαν από τις φυλακές Αβέρωφ για εκτέλεση εφτά συντρόφους που τελικά σώθηκαν χάρη στον ξεσηκωμό των εκεί συναγωνιστών μας.

Δηλαδή, δεν αποκλείαμε να έπαιρναν τον Μπελογιάννη για εκτέλεση-δολοφονία! Γι’ αυτό ζητήσαμε να δούμε αμέσως το διευθυντή. Στην αίτησή μας καμιά απάντηση! Η ώρα περνούσε. Η αφεντιά μου ξεροστάλιαζε στο κιγκλίδωμα, ζητώντας επίμονα από το φύλακα που ήταν εκεί να δω τον αρχιφύλακα, που κι αυτός είχε εξαφανιστεί. Αυτό μας ανησύχησε ακόμη περισσότερο. Ο αρχιφύλακας, λίγο φωνακλάς, στο βάθος ήταν καλός άνθρωπος και συνεννοούμασταν μαζί του. Καταγόταν από την Κεφαλλονιά, όμως ήταν πολλά χρόνια εγκατεστημένος στην Κέρκυρα. Είχα πράγματι καλές σχέσεις μαζί του. Πάντα με πρόσεχε και το ότι δεν μπορούσα ούτε καν να τον δω μ’ έβαζε πραγματικά σε μεγάλη ανησυχία. Όλοι μας σκεφτήκαμε, και με το δίκιο μας, ότι κάποιο «λάκκο έχει η φάβα». Οι διαμαρτυρίες μου για την απουσία κάποιας «αρχής» δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.

Ο ίδιος ο Νίκος στο τέλος αγανάκτησε τόσο που ξέσπασε: «Άσε τους μπάσταρδους να πάνε στο διάβολο!» Λίγο προτού κλείσει η φυλακή και θα μπαίναμε στα κελιά μας, αποφασίσαμε να βγει ο Νίκος έξω με τα πράγματά του. Όλες οι ακτίνες ειδοποιήθηκαν να βρίσκονται σ’ επιφυλακή για να βγούνε στα παράθυρα μόλις τους δίναμε το σινιάλο.

Μαζί με το Νίκο έφυγαν κι άλλοι δύο πολιτικοί κρατούμενοι, άσχετοι φυσικά με τον Μπελογιάννη. Έπειτα από κάμποση ώρα ακούμε τις πρώτες φωνές από τα κελιά της απομόνωσης, όπου ήταν έγκλειστοι οι τρεις πολιτικοί κρατούμενοι, μαζί και ο Νίκος.

Ολόκληρη η φυλακή άστραψε και βρόντηξε με την κραυγή «λαέ της Κέρκυρας» και στη συνέχεια με τα συνθήματα. Ο καιρός, 6 του Γενάρη, ήταν πολύ καλός. Μια θαυμάσια γεναριάτικη βραδιά. Λόγω εορτών, το κέντρο της Κέρκυρας, η «Σπιανάδα», ήταν γεμάτο περιπατητές, οι οποίοι αντιδρούσαν στις εκκλήσεις μας ανάλογα με τις πολιτικές τους τοποθετήσεις. Πάντως όλοι τους, όπως μας είπαν αργότερα, ανησυχούσαν ειλικρινά για το τι συμβαίνει πραγματικά στις φυλακές. Κατά τις εννιά το βράδυ, ακούμε βήματα, τρίξιμο κλειδαριάς και τη φωνή του αρχιφύλακα τοποθέτη: «Ωρέ, πού είναι το κελί του Αμπατιέλου;»

Άνοιξαν την πόρτα και μου λέει ο αρχιφύλακας: «Έλα έξω που σε θέλει ο διευθυντής». Με πήγαν στο αρχιφυλακείο, όπου βρίσκονταν ο διοικητής και ο υποδιοικητής της φρουράς χωροφυλακής του «καταστήματος». Πριν μ’ ανοίξουν κουβέντα, ζήτησα να δω τον Μπελογιάννη. Με πήγαν εκεί και ρώτησα το Νίκο τι γίνεται. Στο κελί αυτό ήταν μαζί με τους άλλους δύο μεταγόμενους. Μου είπε πως απλώς τον έβαλαν εκεί, δεν είδε κανέναν αρμόδιο και δεν ξέρει τι γίνεται. Ο διευθυντής, ένας άβουλος γέρος, δεν τόλμησε να παρουσιαστεί. Η διαπραγμάτευση άρχισε με τους αξιωματικούς της χωροφυλακής. Με διαβεβαίωσαν με το λόγο της στρατιωτικής τους τιμής ότι επρόκειται για κανονική μεταγωγή προς Αθήνα. Τίποτα άλλο δεν ήξεραν! Επέμεινα, έπειτα από πολλή συζήτηση, να δω τα αντίστοιχα χαρτιά. Οι «φίλοι» μας αποτραβήχτηκαν για να το συζητήσουν μεταξύ τους.

Κατάλαβα πως ο αρχιφύλακας επέμενε να ικανοποιήσουν το αίτημά μου ώστε να «ησυχάσει η φυλακή!» Τελικά, μου έφεραν την ίδια την «απόρρητη» διαταγή της μεταγωγής. Ο Μπελογιάννης θα παραδινόταν στο Τμήμα Μεταγωγών Αθηνών.

Ήταν πια φανερό ότι επρόκειτο για κανονική μεταγωγή και όχι για «αρπαγή» με αλλότριους σκοπούς. Αφού είπα τα σχετικά στο Νίκο Μπελογιάννη, ενημέρωσα μία-μία και τις ακτίνες περί τίνος επρόκειτο και φυσικά την Ακτίνα Θ’, όπου βρισκόταν η καθοδήγηση της Ομάδας Συμβίωσης. Το πρωινό της 7ης του Γενάρη, ο Νίκος και οι δύο συγκροτούμενοι του, συνοδευόμενοι από ένα απόσπασμα χωροφυλακής, με επικεφαλής το διοικητή της φρουράς μας, επιβιβάστηκαν στο καράβι της γραμμής για τον Πειραιά. Έτσι άρχισε ο καινούργιος κύκλος μαρτυρίου του Νίκου Μπελογιάννη που οδήγησε στη γνωστή σκηνοθετημένη δίκη με το νόμο 375/36 και τελικά στη δικαστική δολοφονία του μαζί με τους άλλους, Μπάτση κλπ.

Ένα άλλο περιστατικό που έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου είναι ο σεισμός του 1956 – ελληνικός και παγκόσμιος: Η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ και το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Το 1956 το είχα ονομάσει χρόνο που γκρεμίζονται οι θεοί! Και στις φυλακές της Κέρκυρας είχαμε τρανταγμό συνειδήσεων, είναι αλήθεια, χαμηλών βαθμών Ρίχτερ σε σύγκριση με άλλες φυλακές. Δεν έχω φυσικά την πρόθεση να καταγράψω όλες τις αντιδράσεις των κομμουνιστών που βρίσκονταν κλεισμένοι στις φυλακές και τα στρατόπεδα, όταν διαδραματίζονταν τα παραπάνω γεγονότα. Θα μπορούσε κανείς να τις βάλει μέσα στο εξής πλαίσιο: από την απώλεια κάθε πολιτικής ψυχραιμίας, άρα και του πολιτικού προσανατολισμού, με ακραίες ενέργειες, όπως η εγκατάλειψη του «χαρακώματος», ως τη σταθερή εμμονή στις αρχές μας και φυσικά στη συνέχιση της μάχης των οδοφραγμάτων που δίναμε εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι. Πάντως, συμπέρασμά μου είναι πως εκείνο τον καιρό έγιναν τα πρώτα ρήγματα που κατέληξαν στη διάσπαση του 1968. Το πρώτο ρήγμα τότε ήταν εξ αριστερών (Ζαχαριαδικοί) και ο κύκλος έκλεισε με τη διάσπαση από τα δεξιά το Φλεβάρη του 1968. Θυμάμαι πως όλοι που έμειναν σχετικά άπιστοι, όταν ξέσπασαν τα γεγονότα του ’56 και διαμαρτύρονταν ή εξέφραζαν παντοιοτρόπως την απογοήτευσή τους, το 1968 πέρασαν με τους αποσχισθέντες από το ΚΚΕ.

Σαν ευτυχές γεγονός εκείνης της περιόδου θυμάμαι την επίσκεψη της Μπέτης στην Κέρκυρα το φθινόπωρο του ’56-αρχές του ’57. Είχαμε να ιδωθούμε από το Μάρτη του 1949 που με μετήγαγαν στην Κρήτη.

Χάρηκα διπλά, και επειδή ανταμώσαμε έπειτα από 6-7 χρόνια, έστω στο μισοσκότεινο επισκεπτήριο των φυλακών της Κέρκυρας, όπου μιλήσαμε κάθε φορά, για λίγα λεπτά, και επειδή ο «σεισμός» του ’56 δεν κλόνισε ούτε κατά κεραία τις πεποιθήσεις της, την πίστη και αφοσίωσή της στα μεγάλα ιδανικά που υπηρετούσαμε από το δικό του χαράκωμα ο καθένας μας.

Από τις φυλακές της Αίγινας, όπου επίσης πέρασα πολλά χρόνια της ζωής μου, δε θυμάμαι αξιόλογα πράγματα. Αγώνες ενάντια στις οργανωμένες επιθέσεις της υπηρεσίας των φυλακών με στόχο την κατάργηση των κεκτημένων δικαιωμάτων μας στα θέματα του υλικού και πνευματικού επιπέδου της διαβίωσης. Συνήθως, οι καβγάδες έληγαν με την επίσκεψη είτε επιθεωρητών των φυλακών, είτε του ίδιου του υπουργού Δικαιοσύνης. Αυτό γινόταν και στις άλλες «εγκληματικές» φυλακές του κράτους, που έδιναν ορισμένες λύσεις σε κάποια προβλήματά μας και, το σπουδαιότερο, περιόριζαν τα «απαγορεύεται» προς τους διευθυντές. Έτσι, σιγά-σιγά βελτιώνονταν τα πράγματα και σε λίγο καιρό γίνονταν καλύτερα απ’ ό,τι προτού ξεσπάσει το ραβαΐσι στα παράθυρα!

Από τις άλλες φυλακές θυμάμαι εκείνες της Αλικαρνασσού και του Ιτζεδίν, όπου «έζησα» εκτελέσεις, τις φυλακές Αβέρωφ, όπου κρατήθηκα κατά τη διάρκεια δύο δικών μία της γνωστής «υπόθεσης ΟΕΝΟ», το 1948, και μία των 36 του Πειραιά», το Φλεβάρη του 1949.

Και τώρα μερικά ευτράπελα από την «περιήγησή» μου, προτού φθάσουμε στο κλείσιμο αυτού του κύκλου με την έξοδό μου από τις φυλακές, τον Απρίλη του 1964. Περνούσα, μαζί μ’ άλλους, από το Τμήμα Μεταγωγών Πειραιά που βρισκόταν στο Πασαλιμάνι, κοντά στο Ναυτικό Νοσοκομείο. Επρόκειτο για ένα παλιό διώροφο κτίριο που στην αυλή του ήταν στριμωγμένα μερικά κελιά-θάλαμοι για τους κρατουμένους που περνούσαν από ’κει με κατεύθυνση τις φυλακές και τα στρατόπεδα της άμοιρης Ελλάδας, όπου η ευδαιμονούσα Δεξιά κυβερνούσε τότε ανενόχλητη είτε με τους επίσημους εκπροσώπους της ή μέσω πολιτικών ηγετών μεταμφιεσμένων σε φιλελεύθερους.

Και φυσικά οι κυβερνήτες ήταν πανευτυχείς. Από ’κει που ήταν δοσίλογοι και απολογούμενοι είχαν γίνει ξαφνικά κατήγοροι, στήνοντας στο σκαμνί τα 3/4 του ελληνικού λαού, γιατί έκαναν το θανάσιμο αμάρτημα να πολεμήσουν τους κατακτητές κάθε απόχρωσης, Γερμανο-Ιταλο-Βούλγαρους, Άγγλους-Αμερικάνους.

Όταν φτάσαμε λοιπόν στο Τμήμα Μεταγωγών μας είπαν πως τα κανονικά κελιά-θάλαμοι ήταν γεμάτα και θα μας έβαζαν στο πατάρι του κυρίως κτιρίου. Άλλωστε, για μια βραδιά ήταν η παραμονή μας εκεί. Στρώσαμε τα τσαμασίρια μας με το μακαρίτη Π. Τιμογιαννάκη και ετοιμαστήκαμε να πάρουμε τον ύπνο μας. Φυσικά, ο χώρος ήταν περιορισμένος και το ταβάνι χαμηλό, δηλαδή δεν μπορούσες να σταθείς όρθιος.

Κάποια στιγμή βλέπω τον μπαρμπα-Παναγιώτη να ανασηκώνεται και να κάθεται ανακούρκουδα, κοιτάζοντας επίμονα προς μία κατεύθυνση μπροστά του. Τον ρωτάω τι συμβαίνει και μου λέει: «Τώρα θα δεις!» Ανάβει ένα σπίρτο και τι να δω! Κάτι σαν χοντρές κλωστές να κρέμονται από το ταβάνι χωρίς να αγγίζουν το πάτωμα. Πονηρεύτηκα. Ανάβω ένα δικό μου σπίρτο και τινάζομαι πάνω. Επρόκειτο για στρατιές κοριών που κρέμονταν κολλημένοι ο ένας πίσω από τον άλλο. Όταν έφταναν κοντά στο πάτωμα πηδούσαν κι άρχιζε το μαρτύριο των φιλοξενούμενων. Κάποιος σύντροφος βρέθηκε με κερί και στο φως του είδαμε τη φοβερή κατάσταση όπου βρισκόμασταν. Αμέτρητες «κλωστές» κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια μας, σε όλο το μήκος και το πλάτος του ταβανιού. Άρχισε ο πόλεμος. Τους βάλαμε φωτιά από κάτω προς τα πάνω. Αυτό ήταν το φάρμακο. Έτσι, όμως, βρήκαμε και μεις δουλειά ως το πρωί. Γιατί, ποιος μπορούσε να κοιμηθεί; Κάναμε το πρωί τα παράπονά μας. Η απάντηση ήταν: «Το μέρος αυτό δε χρησιμοποιείται παρά αραιά και πού. Γι’ αυτό είναι γεμάτο κοριούς». Φυσικά, η εξήγησή τους δε μας ικανοποίησε, γιατί, αν έριχναν συχνά ντι-ντι-τι, θα κρατιόταν και το πατάρι σε υποφερτή κατάσταση. Αλλά ποιος από τους κρατούντες νοιαζόταν τότε για τέτοια πράγματα!

Θυμάμαι κι ένα άλλο περιστατικό. Τόπος τέλεσής του το απαίσιο Τμήμα Μεταγωγών της Αθήνας. Ένα παλιό κτίριο στα στενά της Πλάκας που, καθώς λένε, χρησιμοποιόταν κάποτε (μάλλον ο αντίστοιχος χώρος) σαν βασιλικοί στάβλοι! Είμαστε περίπου 50 άτομα στριμωγμένοι στο μικρότερο υπόγειο του κτιρίου, όλοι υπόδικοι σε διάφορες σκηνοθετημένες δίκες που γίνονταν με συνοπτικές διαδικασίες στα έκτακτα στρατοδικεία. Μολονότι είχαμε μπει πια στον Οχτώβρη, η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Κοιμόμασταν με βάρδιες. Κάποιοι έπρεπε να κάνουν αέρα με το σεντόνι! Ξαφνικά, κάποιος χτυπάει την καμπάνα του συναγερμού. Βλέπουμε έναν από τους συγκρατούμενους να στριφογυρίζει, πιάνοντας την κοιλιά του. Είχε ευκοιλιότητα. Τα φαγιά του επισκεπτήριου μέσα σ’ εκείνη τη φοβερή κάψα είχαν χαλάσει, φαίνεται. Σε λίγο κουλουριάζεται άλλος και κατόπιν άλλος. Μέσα σ’ εκείνο το στενό χώρο έπρεπε να κάνουμε όλες μας τις ανάγκες! Έτσι, δύο κρατούσαν ένα σεντόνι για παραβάν, από πίσω η γνωστή «βούτα» και όσοι είχαν κόψιμο ξαλάφρωναν. Ανάμεσά μας κι ένας δικός μας γιατρός. Μόλις εκδηλώθηκε το πρώτο κρούσμα, η συμβουλή του ήταν: «Κράτα το στομάχι σου και τρίβε το από τα πάνω προς τα κάτω». Το γιατροσόφι, όμως, δεν έπιανε. Όπου τελικά βάζει και ο γιατρός τις φωνές: «Όλοι μας, θύματα ή υποψήφια θύματα…». Εν χορώ αρχίσαμε να λέμε: «Γιατρέ μου, τρίβε την κοιλιά σου». Ο καημένος, φοβόταν να γελάσει, ώσπου πήγε κι αυτός πίσω από το παραβάν, όπου ταυτόχρονα με το ξαλάφρωμα ξεσπούσε και σε ακράτητα γέλια!

 

Σημείωση: Τα βιογραφικά-στοιχεία του εισαγωγικού, πάρθηκαν από τον Ριζοσπάστη

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: