“Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου…”

Όσοι είχαν πάρει μέρος στη συγκέντρωση αναγκάστηκαν από τη χωροφυλακή να φύγουν κατά μικρές ομάδες, γιατί αυτό «ήταν απαραίτητο για λόγους ασφαλείας». Έτσι, ο στόχος-Λαμπράκης τοποθετήθηκε σχεδόν μόνος του, με ελάχιστα άτομα δίπλα του, καταμεσής σ’ έναν εντελώς άδειο δρόμο. Από ένα σκοτεινό αδιέξοδο ακούστηκε ο θόρυβος της μοτοσικλέτας που έβαζε μπρος. Ένας χωροφύλακας σήκωσε το χέρι του κι ακούστηκε να φωνάζει: «Αυτός είναι ο Λαμπράκης!»

Πέντε μέρες μετά το δολοφονικό χτύπημα στον Γρηγόρη Λαμπράκη, ο βουλευτής της ΕΔΑ εκπνέει στο νοσοκομείο, στις 27 Μαΐου 1963. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο, αντιγράφουμε ένα μικρό χρονικό από το βιβλίο του Φώντα Λάδη “Μίκης Θεοδωράκης – Το χρονικό μιας επανάστασης 1960-1967” και πιο συγκεκριμένα ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο για την ίδρυση της νεολαίας Λαμπράκη.

Το βράδυ της Τετάρτης 22 Μαΐου 1963 ο βουλευτής Γρηγόρης Λαμπράκης τραυματιζόταν βαριά στη Θεσσαλονίκη, μπροστά στα μάτια των αστυνομικών αρχών της πόλης και μεγάλης δύναμης χωροφυλακής. Μια τρίκυκλη μοτοσικλέτα τον κύλησε στην άσφαλτο, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Το “τροχαίο” αυτό ατύχημα έγινε μετά από μια συγκέντρωση της Επιτροπής Ειρήνης. Ο Λαμπράκης, κύριος ομιλητής σ’ αυτή τη συγκέντρωση, τέλειωσε την ομιλία του έτσι:

«Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου. Καλώ τον υπουργό Βορείου Ελλάδος, το νομάρχη, τον αστυνομικό διευθυντή, τον αρχηγό χωροφυλακής και τον εισαγγελέα! Προσοχή, υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου…» Από την αίθουσα όπου έγινε η συγκέντρωση μέχρι το ξενοδοχείο όπου έμενε ο βουλευτής ήταν μια απόσταση εκατό μέτρων. Στο απέναντι πεζοδρόμιο αρκετές δεκάδες «αγανακτισμένων πολιτών» οι οποίοι κράδαιναν ρόπαλα, πετούσαν πέτρες και φώναζαν «Κάτω η Ειρήνη» χρησίμευαν ως πρόσχημα στη χωροφυλακή για ν’ απαγορεύσει την κυκλοφορία των αυτοκινήτων. Ο δρόμος ήταν άδειος. Όσοι είχαν πάρει μέρος στη συγκέντρωση αναγκάστηκαν από τη χωροφυλακή να φύγουν κατά μικρές ομάδες, γιατί αυτό «ήταν απαραίτητο για λόγους ασφαλείας». Έτσι, ο στόχος-Λαμπράκης τοποθετήθηκε σχεδόν μόνος του, με ελάχιστα άτομα δίπλα του, καταμεσής σ’ έναν εντελώς άδειο δρόμο. Από ένα σκοτεινό αδιέξοδο, την οδό Σπανδωνή, ακούστηκε ο θόρυβος της μοτοσικλέτας που έβαζε μπρος. Ένας χωροφύλακας σήκωσε το χέρι του κι ακούστηκε να φωνάζει: «Αυτός είναι ο Λαμπράκης!» Η μοτοσικλέτα 49981 ανέπτυξε ταχύτητα, έπεσε πάνω του, έστριψε και εξαφανίστηκε στην οδό Βενιζέλου, αντίθετα προς τη μονή κατεύθυνση που όριζαν τα σήματα της Τροχαίας.

Κάποιος Χατζηαποστόλου, που βρισκόταν πλάι στον Λαμπράκη, πλασιέ στο επάγγελμα, είχε το θάρρος και την ετοιμότητα να πηδήξει στη σκεπασμένη καρότσα της μοτοσικλέτας. Εκεί ανακάλυψε έναν «τύπο» με γυαλιά που κρατούσε ακόμα στο χέρι του έναν σιδερένιο, ματωμένο λοστό. Ακολούθησε ολιγόλεπτη πάλη και ο «τύπος» κατόρθωσε να πηδήξει, ενώ η μοτοσικλέτα ήταν σε κίνηση, και να εξαφανιστεί. Δεν έγινε όμως το ίδιο με τον οδηγό της μοτοσικλέτας, που ο Χατζηαποστόλου τον παρέδωσε σ’ ένα χωροφύλακα, ο οποίος, χωρίς να ξέρει για τι πρόκειται, τον παρέδωσε στους έκπληκτους ανωτέρους του, που ήσυχοι είχαν γυρίσει ο καθένας στο τμήμα του!

Οι αηδιαστικές λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας, αλλά και μόνη της η δολοφονία του Λαμπράκη, με το φοβερό, άμεσο αντίκτυπο στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, στάθηκαν η βασική αφορμή της παραίτησης της κυβέρνησης. Φημολογήθηκε ότι η βασίλισσα Φρειδερίκη είχε «ενοχληθεί προσωπικά» από το Λαμπράκη πριν λίγο καιρό, σ’ ένα ταξίδι στο Λονδίνο, όταν εκείνος της επέδωσε ένα υπόμνημα για το θέμα των πολιτικών κρατουμένων. Πέρα από τις «φήμες», υπήρχαν και πρόσφατα γεγονότα που «δικαιολογούσαν» τη δολοφονία. Πριν έναν ακριβώς μήνα, στις 21 Απριλίου, η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει την Πορεία Ειρήνης που διοργάνωσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένας Σύνδεσμος Νέων με την επωνυμία «Μπέρτραντ Ράσελ». Η πορεία ήταν να γίνει από τον Τύμβο των Αθηναίων, στον αρχαίο Μαραθώνα, μέχρι το κέντρο της πρωτεύουσας, μια απόσταση 42 χιλιομέτρων. Από την προηγούμενη μέρα, όλη η περιοχή είχε καταληφθεί από χωροφυλακή, πεζικό, ναυτικό και… βατραχανθρώπους, που, ελλοχεύοντας στις ακτές προς την Εύβοια, περίμεναν να συλλάβουν ποιος ξέρει ποιους καινούργιους Πέρσες που θα ‘φταναν από τη θάλασσα! Από το πρωί της Κυριακής άρχισαν οι συλλήψεις, που γύρω στο μεσημέρι είχαν φτάσει τις 2.000. Ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες της τέχνης και των γραμμάτων και, φυσικά, ο Μίκης Θεοδωράκης. Εκείνη λοιπόν τη μέρα μονάχα ένας οδοιπόρος, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, κατόρθωσε να φτάσει στον Τύμβο και στη συνέχεια διήνυσε ένα μεγάλο μέρος της πορείας. Έως ότου δόθηκε εντολή να τον συλλάβουν, παρόλο που διέθετε βουλευτική ασυλία.

Έτσι φτάσαμε στις 22 Μαΐου. Το ίδιο βράδυ της δολοφονίας η κυβέρνηση διέθεσε ειδικό αεροπλάνο για τη μεταφορά ειδικού νευροχειρουργού στη Θεσσαλονίκη. Την άλλη μέρα άρχισαν να φτάνουν από διάφορες πρωτεύουσες διάσημοι γιατροί, οι οποίοι αμέσως απέκλεισαν κάθε ελπίδα διάσωσης. Κάποιος παράγοντας της ΕΡΕ Θεσσαλονίκης πρόδωσε, «αστεϊζόμενος» με τους δημοσιογράφους, τον επιθανάτιο ρόγχο της παράταξής του: «Για σκεφτείτε πού φτάσαμε, εμείς να παρακαλάμε να μην πεθάνει ο Λαμπράκης και οι αριστεροί να παρακαλάνε να πεθάνει!»

Το «πρώτο θύμα των πυραύλων Πολάρις στην Ελλάδα», όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά κάπου, ξεψύχησε στη 1.40 τα ξημερώματα της Κυριακής προς Δευτέρα. Οι καμπάνες και τα μεγάφωνα ανήγγειλαν στην αγουροξυπνημένη Θεσσαλονίκη το γεγονός. Οι χιλιάδες του κόσμου που ξενύχτησαν τρία μερόνυχτα, μέσα στη βροχή και στο κρύο, έξω από το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑΝΣ έφεραν το μαντάτο στις πιο μακρινές συνοικίες της πόλης. Τα μαγαζιά, που μόλις είχαν ανοίξει, έκλεισαν. Τα πεζοδρόμια γέμισαν από κόσμο. Και ξαφνικά, προς το μεσημέρι, μια νεκροφόρα που την οδηγούσε ένας χωροφύλακας πέρασε με ταχύτητα 120 χιλιομέτρων τους κεντρικούς δρόμους, ενώ μερικές μοτοσικλέτες της χωροφυλακής άνοιγαν ουρλιάζοντας δαιμονισμένα δρόμο προς το σιδηροδρομικό σταθμό, απ’ όπου ένα τρένο θα μετέφερε τον νεκρό Λαμπράκη στην Αθήνα. Το πλήθος για δυο δευτερόλεπτα δεν κατάλαβε. Μετά όρμησε πίσω από τη νεκροφόρα φωνάζοντας: «Αίσχος! Δολοφόνοι!» Το κατάστρωμα των δρόμων γέμισε λουλούδια.

Το θαύμα είχε συντελεστεί. Τώρα που οι ελπίδες των απλών ανθρώπων, με την αναγγελία του θανάτου, έσβησαν, η χώρα όλη αναταράχτηκε σαν ένα λιοντάρι που έπαιξαν επικίνδυνα μαζί του και το πλήγωσαν. Την άλλη μέρα έγινε στην Αθήνα η κηδεία. Πάνω από 500.000 άνθρωποι πήραν μέρος σ’ αυτή. Μια τεράστια βουή επί ώρες, ένα τεράστιο χορωδιακό κομμάτι όπου ξεχώριζες κάθε τόσο τα «μοτίβα» του.

«Α-θά-να-τος!
«Ο Λαμπράκης ζει!»
«Κάθε νέος και Λαμπράκης!»

Η άκρα Δεξιά είχε κάνει ένα ακόμα λάθος, μαζί με εκείνο της δολοφονίας: χτύπησε στο πρόσωπο του Λαμπράκη έναν “έτοιμο ήρωα”. Εκτός από το ότι ήταν ανεξάρτητος βουλευτής, συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ, ήταν υφηγητής της μαιευτικής στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και γνωστός από χρόνια ως ο «γιατρός των φτωχών». Ήταν επίσης αντιπρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Ειρήνης και, τέλος, ένας από τους μεγαλύτερους αθλητές που έβγαλε προπολεμικά η Ελλάδα (εφτά φορές πρώτος βαλκανιονίκης και πρωταθλητής του άλματος εις μήκος, που το ρεκόρ του έμεινε ακατάρριπτο για 22 χρόνια).

Τα γεγονότα στη συνέχεια εξελίχθηκαν ραγδαία. Η αντιπολίτευση σύσσωμη είχε κιόλας κατηγορήσει τον Καραμανλή ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας. Στις 12 Ιουνίου η κυβέρνηση παραιτούνταν, βρίσκοντας μια καταπληκτική ευκαιρία από μια υπαρκτή διαφωνία με το Παλάτι. Οι βασιλιάδες – η Φρειδερίκη κυρίως – επέμεναν στην πραγματοποίηση ενός αναγγελμένου επίσημου ταξιδιού στο Λονδίνο, ενώ η κυβέρνηση, σταθμίζοντας την κατάσταση μετά τα τελευταία γεγονότα, φοβόταν αυτό το ταξίδι, που θα ‘δινε αφορμή για βίαιες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Έξι μέρες μετά την παραίτηση ο Καραμανλής «δραπέτευε» στην Ελβετία, σημαδεμένος από την οκτάχρονη οργή ενός λαού που πανηγύριζε στους δρόμους.

Πρόλαβε. Οι αποκαλύψεις από το έγκλημα ήταν ανατριχιαστικές. Ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί της χωροφυλακής κατηγορήθηκαν για άμεση ανάμιξη στο έγκλημα, ανακρίθηκαν και αργότερα προφυλακίστηκαν. Ο ένας από τους δολοφόνους του Λαμπράκη, κάποιος Εμμανουηλίδης, είχε τέσσερις καταδίκες σε βάρος του (για ασελγείς πράξεις σε βάρος ενός 11χρονου παιδιού, για κλοπή, για βιασμό γυναίκας και για οπλοφορία). Ο άλλος, ο οδηγός του τρίκυκλου Γκοτζαμάνης, είχε κι αυτός καταδίκες για «τραμπουκισμούς». Κι οι δυο τους ήταν μέλη μιας από τις περίφημες «παρακρατικές» οργανώσεις που είχαν άμεση συνεργασία με την αστυνομία, η οποία εφοδίαζε τα μέλη τους με ταυτότητες. Η οργάνωση του Γκοτζαμάνη είχε για σήμα τον αυτοκρατορικό γερμανικό σταυρό, που στο παρελθόν είχε γίνει σήμα της Βέρμαχτ και στη δεκαετία του ’60 σύμβολο των νεοναζιστικών οργανώσεωων στη Δυτική Γερμανία και αλλού. Δώδεκα συνολικά οργανώσεις αυτού του είδους υπήρχαν σ’ όλη την Ελλάδα. Στην ταυτότητα που βρέθηκε στο σπίτι του Γκοτζαμάνη γραφόταν μεταξύ άλλων ότι σκοπός της οργάνωσης είναι «… η υπεράσπισις της πατρίδος μας και του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού μέχρι της τελευταίας πνοής και δι’ όλων των μέσων. Υποχρέωσις του φέροντος είναι η ενίσχυσις των Σωμάτων Ασφαλείας οσάκις παρίσταται ανάγκη δια την διατήρησιν της τάξεως και της ησυχίας εις τον τόπον μας».

Οι αποκαλύψεις -έργο λίγων θαρραλέων δημοσιογράφων και δύο τίμιων δικαστικών- συνεχιζόντουσαν παρ’ όλες τις λυσσασμένες προσπάθειες της Δεξιάς να σταματήσει κάπου αυτή η ατέλειωτη αλυσίδα. Έτσι, οι εφημερίδες τη μια δημοσίευαν την είδηση πως ο Εμμανουηλίδης είχε προσληφθεί από τη χωροφυλακή ως έκτακτος χωροφύλακας, στην υποδοχή του προέδρου Ντε Γκολ στη Θεσσαλονίκη και, την άλλη, παλαιότερες φωτογραφίες του δολοφόνου να στέκεται δίπλα στη βασίλισσα Φρειδερίκη ή να… χαιρετάει το βασιλιά Παύλο! Και μέσα σ’ όλα αυτά έγινε απόπειρα δολοφονίας ενός βασικού μάρτυρα κατηγορίας ενώ πήγαινε στον ανακριτή, καθώς και άπειρες απόπειρες δωροδοκίας μαρτύρων.

«Έτσι λοιπόν όπως πάνε τα πράγματα, θα συλλάβουν το Φαρμάκη, τον Κωνσταντίνο κι εμένα στο τέλος». Η Φρειδερίκη βλέπει εφιάλτες. Βλέπει νεκρούς ν’ ανασταίνονται και κρατούμενους να δραπετεύουν από τις φυλακές. Βλέπει φωτεινά σήματα πάνω στα Τουρκοβούνια, στους τοίχους. Όχι πια 114, αλλά Ζ. «Τι θα πει αυτό πάλι;» – ΖΕΙ. «Ποιος ζει;» – Ο ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ. Η Φρειδερίκη ιδρώνει, πέφτει κάτω απ’ το κρεβάτι, τρέχει μες στους διαδρόμους. «Ποιανού ήταν πάλι ιδέα αυτό το ΖΗΤΑ;» -Του Θεοδωράκη, ποιανού άλλου; «Και το  βρίσκει αστείο να λέει ότι ο Λαμπράκης ζει; Καλύτερα να ζούσε». Η Φρειδερίκη ξαναγυρίζει στο κρεβάτι και βάζει μια βρεμένη κομπρέσα στο μέτωπό της. «Γέμισαν οι δρόμοι Ζ. Γέμισαν τα πέτα των νεαρών Ζ. Σε λίγο θα βγάλουν και ειδικά γραμματόσημα, να μου το θυμηθείτε!» Κοιμάται. Χάραξε…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: