«Μεγάλος και τρανός ήταν βέβαια, αλλά μήπως η επανάσταση δεν έχει κι άλλους Άρηδες; Έτσι παρηγοριόμασταν…» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

“Εκείνη την ώρα ξέρεις τι σκεφτόμουν; Μισούσα το παν και καταριόμουν -δεν ξέρω αν ήταν σωστό- αυτούς που βάλαν την υπογραφή για να παραδώσουμε όπλα που με τόσους κόπους τα μαζέψαμε…”

Στις 16 του Ιούνη 1945, στο φαράγγι του Φάγγου, στη Μεσούντα Άρτας, ο Άρης Βελουχιώτης, έχοντας ήδη αντιταχτεί στην ατιμωτική συμφωνία της Βάρκιζας, περικυκλωμένος από δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού και εθνικόφρονες κυνηγούς κεφαλών, δίνει τέλος στη ζωή του διαβαίνοντας στην αθανασία.

Στις στιγμές και τον αντίχτυπο αυτής της τραγικής εξέλιξης εκείνες τις μέρες, αναφέρεται η μαρτυρία του 23χρονου φοιτητή Ιατρικής Γεώργιου Γκρόπα, από το χωριό Μυρόφυλλο Τρικάλων (βρίσκεται απέναντι από το φαράγγι του Φάγγου), που διέσωσε ο σπουδαίος, πολυγραφότατος ποιητής και συγγραφέας Γιώργος Κοτζιούλας στο βιβλίο του «Όταν ήμουν με τον Άρη. Αναμνήσεις και μαρτυρίες» (εκδ. Δρόμων, 2015). Ο Τζουμερκιώτης Γιώργος Κοτζιούλας συμμετείχε στην Αντίσταση στην Ήπειρο από τις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και βγαίνοντας στο βουνό θα βρεθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη.

«Μεγάλος και τρανός ήταν βέβαια, αλλά μήπως η επανάσταση δεν έχει κι άλλους Άρηδες; Έτσι παρηγοριόμασταν…» - Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

«Μεγάλος και τρανός ήταν βέβαια, αλλά μήπως η επανάσταση δεν έχει κι άλλους Άρηδες; Έτσι παρηγοριόμασταν…» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΚΡΟΠΑ1
φοιτ[ητή] Ιατρ[ικής], ετών 23, [από το] Μερόφυλλο

«Είμασταν με το δάσκαλο στο χωριό μου. Ήταν μήνας Ιούνης. Εκεί μάθαμε ότι ο Άρης είχε φτάσει στη Μεσοχώρα με καμιά εκατοστή. Χαρήκαμε για την παρουσία του εκεί. Αλλά δεν ξέραμε, αφού είχε γίνει η συμφωνία της Βάρκιζας, τι σκοπό είχε ο ερχομός του. Καινούργιο αντάρτικο ήθελε να κάνει ή τίποτε άλλο; Γι’ αυτό αποφασίσαμε με το δάσκαλο να πάμε να τους ρωτήσουμε.2 [Έξι] 6 ώρες απόσταση. Μάθαμε πάλι πως ξεκίνησε απ’ τη Μεσοχώρα και τράβηξε για την Ευρυτανία.

Στο χωριό έρχονταν πληροφορίες πως ξεκίνησε στρατός από Άρτα, Τρίκαλα, εθνοφυλακή.

Πέρασαν 2-3 μέρες κι εκεί που καθόμασταν με το δάσκαλο ακούμε απέναντι να πέφτουν πυροβολισμοί, στο βάθος στο ποτάμι. Δεν ξέραμε τι να σκεφτούμε. Σύγκρουση γινόταν; (Όλοι στο μεταξύ ρωτούσαν, ιδίως οι ελασίτες που ξαναζωντάνευαν, τί θέλει ο Άρης;). Ήταν απόγεμα.

Την επομένη το πρωί, μόλις χτύπησε η πρώτη καμπάνα για την εκκλησία, κατέφθασε ένας λαχανιασμένος χωριάτης απ’ το Τετράκωμο και μας είπε ότι απόψε έγινε σύγκρουση στο Μιλογόζι, μικρό συνοικισμό έξω απ’ το Μερόφυλλο και ακριβώς στη θέση Χοιρόλακκο. Δεν ξέραμε ποιοι τον χτύπησαν τον Άρη (γιατί το μάθαμε αυτό), συμμορίτες ή εθνοφύλακες;

Πήραμε τότε τα μέτρα μας, γιατί δεν ξέραμε ποιος θάρθει στο χωριό. Έμεινε ο παπάς με μερικούς χωριανούς κι οι άλλοι παραμέρισαν. Ο δάσκαλος έμεινε.

Το απόγεμα (τη μέρα που σκοτώθηκε ο Ά[ρης]) είδαμε αντίκρυ, προς το Μιλογόζι, μια σα φάλαγγα από άντρες που δεν ξέραμε τι είναι. Κάπου γιάλιζε κανένα όπλο.

Ξεκινάει ο παπάς με δυο τρεις άλλους και τράβηξαν να τους συναντήσουν που έρχονταν στο χωριό απ’ το δρόμο. Βρίσκονται μπροστά σε συμμορίτες. Ο Αγραφιώτης ήταν, ο Σταμούλης, δε θυμάμαι. Άγριοι, απειλητικοί. Του τρίτου του άρπαξαν τα παπούτσια. Ρωτούσαν για τον Άρη, αν τον είδαν, που είναι.

Μπήκαν σε λίγο στο χωριό. Ήταν κι ο δάσκαλος στην πλατεία. Τον αγριοκοίταζαν. Έβριζαν. Εγώ δεν ήμουν εκεί. Καθόμουν σ’ ένα τσουγκρί απάνω απ’ την πλατεία και κοίταζα. Αυτοί πήγαιναν πέρα δώθε αγριεμένοι, με νευρικές κινήσεις. Πλησίαζαν το γέρο μου, που ήταν ψηλός και ξεχώριζε.

– Πού είναι ο γιος σου;

Εκείνη την ώρα ξέρεις τί σκεφτόμουν; Μισούσα το παν και καταριόμουν -δεν ξέρω αν ήταν σωστό- αυτούς που βάλαν την υπογραφή για να παραδώσουμε όπλα που με τόσους κόπους τα μαζέψαμε.

Ο παπάς, γαμπρός μου, προσπαθούσε να τους καλοπιάσει. Ο δάσκαλος, που έλεγε πάντα το σωστό στο χωριό, μαζεμένος στην άκρη. Τάχανε χάσει όλοι τους. Κάποιο παιδάκι απ’ τη γειτονιά, περνώντας κοντά μου, μου είπε ότι θα μέναν το βράδι εδώ οι αντάρτες (τους έλεγαν αντάρτες κι αυτούς, συμμορίτες και εθνοφύλακες μαζί).

Μείναν το βράδι εκεί. Το πρωί άρχισαν το πλιάτσικο. Πρώτα σκέφτηκαν εμένα, που ήμουν κιόλας αξιωματικός, μην είχα τίποτε μπότες κλπ. Πήγαν και σε άλλα [σπίτια]. Του δάσκαλου του πήραν κάτι πέρα δώθε.

Έφτανε το απόγεμα. Ήρθε ο παπάς και μου είπε να κατέβω, να μη φοβάμαι τίποτε, το κανόνισε αυτός με τον αξιωματικό, αλλά εγώ δεν άκουγα.

Σε κάποια ώρα, ακούω απέναντι στη Μεσούντα, εκεί που ο Άσπρος3 χωρίζει τα δικά μας τα μέρη από τ’ Άγραφα, διαρκείς πυροβολισμούς. Τί είχε συμβεί; Δεν άργησα να μάθω από τον παπά πως κάποιος προδότης4 απ’ τη Μεσούντα (Αποστολής Μαρέτης, είχε τα γίδια κοντά, ένα τομάρι, ένα αλλοίθωρο πλάσμα), άνθρωπος του Ζέρβα, μαρτύρησε στον αξιωματικό το μέρος όπου ήταν ο Άρης με τους συντρόφους του. Ο ίδιος ειδοποίησε τους συμμορίτες -εθνοφύλακες πως ο Βόιδαρος είχε πιάσει με άλλους το βουνό της Μεσούντας από πάνω. Και οι υπόλοιποι θάπρεπε να δημιουργήσουν έναν κλοιό.

Έγινε ο κλοιός πράγματι, γιατί ο Άρης είχε εμπιστευθεί σε αδερφό τού προδότη, να μπορέσει να επικοινωνήσει με τη Μεσούντα, για ψωμί. Οι αντάρτες αντιστάθηκαν στην κύκλωση. Αλλά το μέρος ήταν τέτιο, απότομο, που δεν μπορούσαν να παν ούτε μπρος ούτε πίσω, και απορώ πως ο Άρης είχε πιάσει αυτό το μέρος, που δεν άξιζε καθόλου από στρατιωτ.[ική] πλευρά.

Άρχισαν τα πυρά. Κι όσο βράδιαζε, αραίωναν, σταματήσαν. Πέσαν και χειροβομβίδες.

Εκείνο το σούρουπο σκοτώθηκε ο Άρης. Οι άλλοι αντάρτες κατέβηκαν στη ρεματιά και φύγαν. Ο Άρης έμεινε με το Τζαβ[έλα] και βέβαιο είναι ότι αυτοκτονήσαν. Εγώ βρισκόμουν άντικρα και παρακολουθούσα τη μάχη. Αλλά δεν πίστευα ποτέ να σκοτωθεί ο Άρης.

Έτσι πέρασε κείνη η βραδιά, χωρίς να μάθουμε τίποτε ακόμα: ξέφυγαν, δεν ξέφυγαν;

Πρωί έρχεται πληροφορία ότι σκοτώθηκε ο Άρης μαζί με το Τζαβ[έλα]. Δεν το πίστεψα όμως. Ο παπάς με ειδοποίησε ότι πράγματι σκοτώθηκαν και τα κεφάλια κομμένα στο χωριό το Μερόφυλλο. Φυλάω το σημείωμα αλλά δεν τόχω μαζί μου. Μάλιστα ο συμμορίτης ο Αγραφιώτης διάταξε νάρθουν τα βιολιά να χορέψουν. Ένα παράξενο. Ο παπάς τον ήξερε καλά τον Άρη, γιατί είχε μείνει στο χωριό. Όταν με ειδοποίησε αυτός, τότε άρχισα να το πιστεύω. Κάτι παιδιά φύλαγαν εκεί γύρω τα γίδια. Είπα σ’ ένα απ’ αυτά να κατέβει στο χωριό για να εξακριβώσει. Πήγε και βρήκε τα κεφάλια τους στο μαγαζί το δικό μου, απάνω στο παράθυρο. Το χωριό είχε μουδιάσει. Ήταν μουντή μέρα και ο κόσμος δεν ήξερε τι να κάμει. Με το σκοτωμό του Άρη πίστευαν πως κάτι πολύ φοβερό είχε γίνει για κείνα τα χωριά. Τότε το πίστεψα κι εγώ. Κι όταν οι συμμορίτες φύγαν το πρωί με τα κεφάλια, εγώ κατέβηκα και βρήκα στο παράθυρο σταλαματιές από το κεφάλι. Πήρα και κάρφωσα απάνω ένα σανίδι, να τόχω για ενθύμιο, πως είναι αίμα απ’ τον Άρη. Έπειτα βρήκα το δάσκαλο. Δεν ξέραμε πώς να παρηγορηθούμε. Λέγαμε: φταίει ο Άρης. Μεγάλος και τρανός ήταν βέβαια, αλλά μήπως η επανάσταση δεν έχει κι άλλους Άρηδες; Έτσι παρηγοριόμασταν.

Απ’ τους αντάρτες που είχαν πιάσει, 4-5, γκρέμισαν έναν, έτσι για γούστο, σ’ ένα γκρεμό, στις Ορσίδες, που παν προς το Κοθώνι. Στο μέρος της μάχης είχαν 2-3 σκοτωθεί. Εκεί βρίσκονταν και τα ακέφαλα σώματα του Άρη και Τζαβέλα.

Τον Άρη τον πρωτοείδα στο Περτούλι, Ιούλιο ’43· Θέλαμε να κάνουμε μια υποδειγματική ομάδα της ΕΠΟΝ και παρουσιάστηκα σ’ αυτόν.

Οκτώβρης του ’43· Εγώ ήμουν ακόμα στη σχολή Αξιωματικών στο Σμόκοβο. Τότε άρχισαν οι εχθροπραξίες με το Ζέρβα και μετακινηθήκαμε εναντίον του, προς την Ήπειρο, με αρχηγό της σχολής τον Άρη,5 που θα διηύθυνε τις επιχειρήσεις κατά του Ζέρβα και μας διάλεξε εμάς σαν επίλεκτο τμήμα. Ήταν μαζί μας κι ο Αρέθας ως διοικητής μας. Αφού χτυπηθήκαμε επανειλημμένα στους Καλαρύτες και γύρω με τους εδεσίτες, φάνηκαν πίσω οι Γερμανοί απ’ το Χαλίκι, που κατέβηκαν κι έκαψαν τους Καλαρύτες. Μπροστά μας πάλι είχαμε τους εδεσίτες στα Πράμαντα. Τότε για ν’ αποφύγουμε την κύκλωση των Γερμανών, τραβήξαμε προς τους Μελισσουργούς ακολουθώντας ένα ποταμάκι. Περάσαμε ανάμεσα σε πυρά εδεσίτικα και γερμανικά.6 Απ’ τους Μελισσουργούς ανεβήκαμε νύχτα ένα βουνό ορθό τέσσερεις ώρες ανήφορο και φτάσαμε στη Μουτσιάρα, όπου μας βομβάρδισε ένα γερμανικό αεροπλάνο. Έπρεπε να τραβήξουμε από κει για τη Μεσοχώρα, προς αποφυγήν κλοιού Γερμανών. Καιρός βροχερός, αντάρα, σκοτεινιά. Είχαμε ξυπολησιά κι όλα τα χάλια. Έπρεπε να κινηθούμε γρήγορα. Αν περνούσαμε απ’ το ποτάμι θα φτάναμε συντομώτερα. Τότε πήγα μαζί με το λοχαγό μου στον Άρη και του είπα ως γνώστης ότι υπάρχουν δυο δρόμοι για τη Μεσοχώρα. Αν όμως πάμε απ’ το ποτάμι πρέπει να το περάσουμε καμιά δεκαριά φορές! Αν πάμε από κάπου αλλού που ξέρω θ’ αργήσουμε μισή ώρα. Γυρίζει και μου λέει:

-Καταλαβαίνεις, συναγ[ωνιστή], πως είναι ανάγκη να κινηθούμε γρήγορα;

-Ναι.

-Έ, λοιπόν θα πάμε απ’ το ποτάμι έστω και δεκαπέντε φορές.

Και όταν σε λίγο μας έγνεψε γι’ απέναντι, να πάρουμε το δρόμο, για το ποτάμι, τότε μ’ εκείνο το γνέψιμό του όλοι μας ξεχάσαμε κούραση, νηστεία σχεδόν τέσσερεις μέρες και τραβήξαμε μπροστά περνώντας και ξαναπερνώντας το θολό ποτάμι. Λίγο αργότερα, σα φτάσαμε στη Μεσοχώρα, βρεγμένοι απ’ το ποτάμι κι απ’ τη βροχή, μας κάλεσε συγκέντρωση να μας μιλήσει. Μας μίλησε με πειστικότητα και αποφασιστικά για τις θυσίες που πρέπει να υποστούμε, και την αποστολή μας, που θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουμε τους Γερμ[ανούς] (όπως και έγινε εκεί και σκοτώθηκαν δεκαπέντε από μας). Και ένας, καμπίσιος φαίνεται, παραπονέθηκε πως τα μέρη ήταν ψηλά κι έκανε κρύο, και ότι μας χρειάζονταν χλαίνες.

Ο Άρης τον άκουσε πρώτα καλά κι ύστερα του είπε:

-Συναγωνιστή, να ξέρεις πως ούτε χλαίνες έχουμε ούτε παπούτσια. Άλλωστε όταν βγαίναμε για δω δε μας υποσχέθηκε κανένας τίποτε. Και εσείς ιδιαίτερα απ’ τη σχολή θάπρεπε νάχετε υπόψη σας ότι απ’ τους 250 που μπήκαν μπορεί να μη λαγαρίσουν στο τέλος ούτε πενήντα. Γιατί θάνατος δεν είναι μόνο στη μάχη, η σφαίρα είναι ένα τίποτε, μια στιγμή, αλλά το να αντέχεις, να πεθαίνεις απ’ το κρύο, απ’ την πείνα, κακουχίες. Χειρότερος θάνατος είναι να αρωστήσεις και να πεθαίνεις σιγά σιγά αργότερα από φυματίωση ή να αργολιώνεις μες στη φυλακή.7

Συμπληρωματ[ικές] πληροφορίες

Ο Άρης με τους άντρες του τραβούσαν προς την Ευρυτανία, αλλά κάτου στο Λιάσκοβο στα υψώματα χτυπήθηκαν. Και γύρισαν προς τα πίσω στο Κοθώνι. Εκεί κοιμήθηκε στο σπίτι, ή γύρισε, στου Βλαχοδήμου. Τα πόδια του αποκάτω, με τις μπότες που φόραγε, ήταν πληγιασμένα. Και ζήτησε απ’ το νοικοκύρη νερό και αλάτι για να βάλει στο μέρος να ψηθεί επειδή δεν μπορούσε να περπατήσει. Εκεί στο Κοθώνι έκαμαν σύσκεψη με το Τζαβ[έλα] από που να τραβήξουν: Απ’ το δρόμο, δηλ. το Χοιρόλακκο προς την Ήπειρο, ή από πάνω, απ’ το Χατζή, παράμερα απ’ το δρόμο. Ο Τζαβέλ[ας] πρότεινε το δεύτερο, αλλά ο Άρης δε δέχτηκε

-Είσαι δειλός, του είπε. Θα περάσουμε από κάτω.

Αν πήγαιναν απ’ το Χατζή, δε θα πέφταν στην ενέδρα και θα γλύτωναν. Στο Χοιρόλακκο είχε καταφθάσει απ’ το Παλιοχώρι με 9 συμμορίτες ο αξιωματικός Μουρελάτος και πιάσαν τη θέση. Αλλά στο μεταξύ η εμπροσθοφυλακή είχε περάσει χωρίς νάχουν πάει ακόμα ο Μουρελάτος [και οι άντρες του]. Εκείνη τη στιγμή εγκαθίστανται και χτυπούν το κέντρο8, το οποίο πήρε την κατηφοριά προς το ποτάμι, επειδή το μέρος ήταν απότομο. Η οπισθοφυλακή αποκόπηκε και γύρισε πίσω μη ξέροντας σε πόσους είχαν πέσει. Έτσι έμεινε ο Άρης με τριάντα άντρες που κατέβηκαν στο ποτάμι πιάστηκαν λουρί με λουρί και πέρασαν νύχτα απέναντι. Σκεπάστηκαν με φτέρες και δε δώσαν σημεία ζωής όλη μέρα. Οι συμμορίτες είχαν χάσει τα ίχνη τους.

Ο Άρης την άλλη μέρα προσπάθησε να επικοινωνήσει με τα αποκοπέντα τμήματα, συνάμα να βρει ψωμί απ’ τη Μεσούντα. Απάνω σ’ αυτή την προσπάθεια προδόθηκε και έτσι χάθηκε.

Την άλλη μέρα μας έφεραν [μέσα] σ’ ένα αυτί γαϊδάρου (γιατί αλλιώς δε μπορούσε να περάσει) απ’ τα Τρίκαλα και τη φημερίδα πούγραφε για την αποκήρυξη. Δεν ξέρω αν πρόφτασε ο Άρης να το δει. Αλλά πολύς κόσμος δεν πιστεύει ακόμα το θάνατό του. Θα σου πω ένα παράδειγμα: Ακόμα κι εγώ καμιά φορά. Απ’ τον κλοιό ξέφυγαν πολλοί αντάρτες. Πώς δεν ξέφυγε κι ο ίδιος; Μυστήριο! Δεν έπρεπε να σκοτωθεί.

Δέσπω. Ήταν στην οπισθοφυλακή και την επιάσαν αργότερα σ’ ένα βουνό, απάνω απ’ την πόρτα Γκρόπα. Η Δέσπω ήταν απ’ τη Μακεδονία, παλιά αντάρτισσα και ξανακατατάχτηκε. Μάλιστα ξέρω από έναν χωροφύλακα Χλέτση πως στα Τρίκαλα όπου τη δικάσαν, τη θεωρούσαν πόρνη και φέραν γιατρό να την εξετάσει, αλλά έμειναν με το στόμα ανοιχτό όταν βρέθηκε εντάξει. (Στο χωριό οι συμμορίτες έσφαξαν πρόβατα του Τσουμάνη, άρπαξαν σαμάρια). Δεν ξέρω τι απόγινε.

Ο Δράκος,9 αιχμάλωτος κι αυτός, βεβαίωνε πως ήταν ο Άρης. Μάλλον κακή φύση, όχι καλός άνθρωπος. Αλλά τούκοψαν ένα αυτί στο δρόμο για τα Τρίκαλα. Στο δρόμο τους χτυπούσαν, ξύλο.

Στην τελευταία στιγμή ο Άρης μάθαμε πως έσπασε το πιστόλι σε πέτρα και το ρολόι του μαζί. Και κάποιο πουλί, -κουκουβάγια;-δε θυμάμαι, την προηγούμενη βραδιά λαλούσε.

– Ε, ρε παιδιά, τάχα είπε ο Άρης, κάτι κακό θα γίνει.

Στο Κοθώνι είχε ανέβει σε μια κληματαριά κι έτρωγε γρέντζελα.10 Μίλησε με τους χωριάτες και ήταν αισιόδοξος.

Στα Τρίκαλα που κατεβάζαν τα κεφάλια, τα κρατούσε ο Δράκος απάνω σ’ ένα αμάξι που γύριζε στο δρόμο.

Ο κόσμος δεν πιστεύει ακόμα. Είχε πάει στα Τρίκαλα μια ξαδέρφη του και δε γνώρισε το κεφάλι, γιατί ο Άρης είχε χρυσά δόντια που δε βρέθηκαν και τα γένια του έπρεπε νάναι λίγα (επειδή είχε ξυριστεί), ενώ ήταν πολλά σαν πρώτα.

Επίσης ο αντάρτης απ’ τη διμοιρία μου (που [τον] έπιασαν και [τον] απόλυσαν αργότερα) μου λέει:

– Ο Άρης ζει! – Δεν το ξέρεις; Εγώ βρέθηκα στη σύγκρουση και αργότερα πιάστηκα αιχμάλωτος. Εκεί που ξεκινήσαμε να φύγουμε απ’ τη ρεματιά, ήταν μαζί μας κι αυτός. Πώς σκοτώθηκε λοιπόν;

Το γεγονός είναι ότι σκοτώθηκε, στη θέση Φάγκο, 20 λεπτά απ’ τη Μεσούντα, κάτω στην ποταμιά, στην πλαγιά, 20 λεπτά κάτω απ’ το χώρο του μοναστηριού,11 εκεί που στενεύουν από δω κι από κει τα βουνά. Από πίσω τον είχαν κλείσει. Από πάνω είχε πιασμένο ο Βόιδαρος, το ίδιο κι απ’ αντίκρυ ο Αγραφιώτης (Θεσσαλικό). Όσοι γλύτωσαν ξέφυγαν ολοπόταμα. Αυτοί12 σα βρήκαν τον Άρη, δε συνέχισαν έντονα την καταδίωξη. Όλοι13 θα ήταν καμιά εκατοστή.

Τι κατάσταση επικρατούσε μετά εκεί. Δεν μπορούσαμε να μάθουμε τίποτε. Τί έγινε, τί θ’ απογίνει; Οι συμμορίτες κατέστρεψαν το τηλέφωνο στο χωριό μες στο σχολείο. Δε μαθαίναμε τίποτε. Ο κόσμος δεν το πίστευε. Λυπήθηκαν όλοι, ακόμα κι οι εχθροί εκτός απ’ τους πωρωμένους. Εκείνη την ημέρα θυμάμαι την κατήφεια που είχε πλακώσει όλους, άντρες, γυναίκες. Δεν άκουγες άλλη συζήτηση απ’ αυτό. Και όλοι μας κοιτάζαμε προς τα κει που σκοτώθηκε ο Άρης. Και όλο ρωτούσαμε να σκοτώθηκε, δε σκοτώθηκε. Και όλοι πούσπαναν το κεφάλι, δεν το πίστευαν. Αρχίσαμε τη φιλοσοφία με το δάσκαλο. Είμασταν κρυμμένοι και δεν το χωρούσε το μυαλό μας πως σκοτώθηκε ο Άρης. Ο κόσμος σ’ αυτό το μέρος περιμένει ακόμα να ξαναγίνει αντάρτικο, για να εκδικηθούν τον προδότη στο μέρος όπου σκοτώθηκε ο Άρης.»

1.Γκρόπας Γεώργιος, γιατρός από το Μυρόφυλλο Τρικκάλων.

2.Η μετάβαση αυτή προς συνάντηση του Άρη δεν πραγματοποιήθηκε.

3.Ο Αχελώος (Ασπροπόταμος).

4.Πιθανόν ο Ευάγγελος Μαρέτης, κτηνοτρόφος από το Τετράκωμο, που διέμενε μόνιμα στη Μεσούντα, εμπιστεύτηκε τη θέση του Άρη στον αδελφό του Αποστόλη.

5.Ο Άρης δεν ήταν βέβαια διοικητής της Σχολής Αξιωματικών. Το ρόλο αυτό είχε ο ταγματάρχης Αρέθας.

6.Πρόκειται φυσικά για την πρώτη φάση της εμφύλιας σύγκρουσης ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ.

7.Χαρακτηριστικός λόγος του Άρη, που πρέπει να διαβαστεί σε συνάρτηση με το περίφημο κείμενο του Δημήτρη Γληνού “Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ”.

8.Το κέντρο της φάλαγγας του Άρη.

9.Δράκος: Ένοπλος που είχε προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ.

10.Άγουρα σταφύλια.

11.Η Μονή Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου.

12.Αυτοί: τα τμήματα που καταδίωκαν τον Άρη.

13.Όλοι: το τμήμα του Άρη.

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: