Η μαζική σφαγή των κατοίκων του Κομμένου Άρτας από τους ναζί, στις 16 Αυγούστου 1943

Με μόνη την πληροφορία που είχαν οι Γερμανοί, ότι πριν από δύο μέρες είχε περάσει από το χωριό ομάδα ανταρτών χωρίς να σταθμεύσει σ’ αυτό, η διοίκηση των Ες-Ες που έδρευε στα Γιάννενα με επικεφαλής τον θηριώδη Λανς, αποφάσισε την ισοπέδωση και την εξαφάνιση κάθε ζωής από το μαρτυρικό Κομμένο.

Οι μεγάλες νίκες του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ και το Κουρσκ το πρώτο εξάμηνο του 1943 και οι μετέπειτα προελάσεις των Σοβιετικών Στρατιών στο Ανατολικό Μέτωπο, σήμαναν την αρχή τού τέλους του ναζισμού στην υποδουλωμένη Ευρώπη. Οι λαοί της Ευρώπης αναθάρρησαν και σαμποτάριζαν με όλα τα δυνατά μέσα που είχαν, την προσπάθεια των ναζίδων να συγκρατήσουν την κατάσταση, η οποία μέρα με τη μέρα τούς ξέφευγε από τα χέρια τους. Για την τρομοκράτηση του αγωνιζόμενου για την απελευθέρωση της πατρίδας Ελληνικού λαού, εφάρμοζε τη μέθοδο των αντιποίνων. Για το σκοτωμό ενός Γερμανού στρατιώτη, αυτοί σκότωναν από 10 έως 20 άτομα, από τους ομήρους που είχαν πάντοτε στα χέρια τους. Για το σκοτωμό δε ενός επιφανούς στρατιωτικού ή πολίτη Γερμανού, σκότωναν μέχρι 50 Έλληνες όμηρους. Πλέον δε αυτών, στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που έκαναν, έκαιγαν τα σπίτια και σκότωναν αδιάκριτα πολίτες από τον άμαχο πληθυσμό.

16 Αυγούστου 1943 – Η μαζική σφαγή των κατοίκων του Κομμένου Άρτας από τους ναζί

Τέτοιες εκατόμβες γνώρισε πολλές η χώρα, μεταξύ αυτών και το ολοκαύτωμα του Κομμένου στις 16 Αυγούστου ’43. Το ειρηνικό αυτό πεδινό χωριό, δεν είχε να κάνει με αντάρτες και ούτε είχε προηγηθεί εκεί σύγκρουση ανταρτών με τους κατακτητές. Με μόνη την πληροφορία που είχαν οι Γερμανοί, ότι πριν από δύο μέρες είχε περάσει από το χωριό ομάδα ανταρτών χωρίς να σταθμεύσει σ’ αυτό, η διοίκηση των Ες-Ες που έδρευε στα Γιάννενα με επικεφαλής τον θηριώδη Λανς, αποφάσισε την ισοπέδωση και την εξαφάνιση κάθε ζωής από το μαρτυρικό Κομμένο. Όλη τη νύχτα της 15 προς 16 Αυγούστου συγκεντρώθηκε η μικτή στρατιωτική δύναμη, από Γερμανούς και Ιταλούς, επιβιβάσθηκε στα στρατιωτικά αυτοκίνητα και τις πρώτες πρωινές ώρες κατέφθασε στο χωριό, έπιασε με ομάδες στρατιωτών όλες τις εξόδους του χωριού και στην ορισμένη ώρα δόθηκε το σύνθημα της σφαγής των κατοίκων και του καψίματος των σπιτιών και αποθηκών.

Οι ανύποπτοι κάτοικοι έντρομοι και αλλόφρονες ξεχύνονταν στους δρόμους για να μπορέσουν να ξεφύγουν από την κόλαση που έβλεπαν, αλλά έπεφταν κάτω νεκροί από τις ριπές των αυτόματων όπλων και των πολυβόλων των Γερμανοϊταλών που τα είχαν από προηγούμενα στήσει σε επίκαιρα σημεία. Οι θρήνοι και οι κοπετοί από το σφαγιαζόμενο πληθυσμό πολύ έντονοι στην αρχή, με τους συνεχιζόμενους σκοτωμούς, άρχισαν ν’ αραιώνουν με την πάροδο του χρόνου. Οι καπνοί και οι φλόγες, από τα καιόμενα σπίτια, τις αποθήκες και τα υπάρχοντα σ’ αυτά πράγματα και ζώα των δύσμοιρων κατοίκων είχαν μαυρίσει τον καλοκαιριάτικο ουρανό. Οι θηριωδίες που διέπραξαν τ’ ανθρωπόμορφα αυτά τέρατα στο ανυπεράσπιστο Κομμένο, ανέρχονται σε 320 καταμετρηθέντες νεκρούς, μεταξύ αυτών πολλά ανήλικα παιδιά, γυναίκες, και γέροντες· ακόμη βρέθηκαν αρκετές βιασμένες γυναίκες και ξεκοιλιασμένες έγκυες γυναίκες.

Το καταπράσινο από τους πορτοκαλεώνες χωριό, έδωκε κάλυψη τους επιζώντες κατοίκους, οι οποίοι γνωρίζοντες τα ανεπιτήρητα από τους κατακτητές περάσματα, κατόρθωσαν κάτω από τη σκιά των πορτοκαλεοδέντρων, να εξέλθουν από τις βαλλόμενες με τα πολυβόλα και τ’ αυτόματα όπλα, ζώνες πυρός και να σωθούν ξεθεωμένοι και απαρηγόρητοι, στους γύρω συνοικισμούς, κλαίοντες για τα προσφιλή τους πρόσωπα που έχασαν τόσο ξαφνικά από τον αιμοσταγή κατακτητή, ζητούντες κατ’ αυτού εκδίκηση για το μεγάλο έγκλημα που διέπραξε στο χωριό τους.

Αυτό ήταν το δραματικό τέλος του Κομμένου. Προς κατατρομοκράτηση του πληθυσμού της περιοχής, οι Γερμανοί διέπραξαν και άλλα εγκλήματα τους μήνες Σεπτέμβρη και Οκτώβρη του ’43 στα γύρω χωριά Συκιές, Κομπότι, Σελλάδες, Μεγάρχη, σκοτώνοντας 15-20 άτομα από τον άμαχο πληθυσμό του κάθε χωριού με τις αιφνιδιαστικές εξορμήσεις που έκαναν.

 

Γιαννάκου – Γιάννη Μαστρογιάννη: Χρονικό – Το λαϊκό κίνημα στο νομό Άρτας (1931-1945), εκδ. Πέτρα, Αθήνα 2004

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: