“Ξέρετε γιατί ήρθαμε στη γη του Τσέρνομπιλ; Γιατί κανείς δε θα μας διώξει από εδώ” – Πώς οι ξεριζωμένοι της αντεπανάστασης προτίμησαν τη ραδιενέργεια από τον πόλεμο

Το Τσέρνομπιλ είναι το σπίτι μας, η πατρίδα μας… Εδώ τα πουλιά κελαηδούν όπως παντού. Εδώ υπάρχει και ένα άγαλμα του Λένιν.

Η 34η μαύρη επέτειος από την έκρηξη στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσέρνομπιλ βρίσκει τη μισή και πλέον ανθρωπότητα σε κάποια μορφή καραντίνας, αλλά και την ίδια την περιοχή να δοκιμάζεται από πυρκαγιές, παρότι ειδικοί εμφανίζονται καθησυχαστικοί ως προς τις συνέπειες της φωτιάς στα εκλυόμενα επίπεδα ραδιενέργειας. Η πυρκαγιά ήρθε να μας θυμίσει ότι η ιστορία του Τσέρνομπιλ δεν τελείωσε με την καταστροφική έκρηξη, αλλά συνεχίζεται με τις ιστορίες ανθρώπων που παρέμειναν ή ήρθαν αργότερα στην ευρύτερη περιοχή. Θα αναρωτηθεί κανείς ποιοι είναι οι άνθρωποι που επέλεξαν εκ των υστέρων να εγκατασταθούν σε ένα μέρος όπου παραμονεύει ο σιωπηλός θάνατος. Την απάντηση δίνουν άνθρωποι που ήρθαν αντιμέτωποι με την πιο κραυγαλέα μορφή του, τον πόλεμο, στα χρόνια του χάους που συνόδευσε τη διάλυση της ΕΣΣΔ σε πολλές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Αυτές τις ιστορίες συγκέντρωσε η γνωστή συγγραφέας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς στο βιβλίο “Τσέρνομπιλ – Ένα χρονικό του μέλλοντος” και είναι από τις πιο αξιόλογες μαρτυρίες σε ένα βιβλίο κατά τα άλλα έντονα μονομερές και προκατειλημμένο, σε αντίθεση με άλλα έργα της συγγραφέως, η οποία παρά τον εντονότατο έως και γραφικό αντισοβιετισμό της, συνήθως φροντίζει να δίνει μια πιο σφαιρική εικόνα στα σοβαρά ζητήματα με τα οποία αναμετριέται.

Η οικογένεια Κ. Η μητέρα, η κόρη και ο σύζυγος της κόρης, που δεν πρόφερε λέξη.

Η κόρη

Στην αρχή έκλαιγα συνεχώς. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κλαίω και να μιλώ… Ερχόμαστε από την πρωτεύουσα του Τατζικιστάν, το Ντουσανμπέ… Εκεί έχουμε πόλεμο.

Δεν κάνει να σας μιλάω γι’ αυτά… Περιμένω παιδί… Είμαι έγκυος. Θέλω όμως να μάθετε… Ήταν καταμεσήμερο. Μια ομάδα πολιτών μπήκε στο λεωφορείο να ελέγξει τα διαβατήρια. Ήταν απλοί πολίτες, μόνο που κρατούσαν αυτόματα. Έλεγξαν τις ταυτότητές μας και πήραν δυο άνδρες μαζί τους. Κι εκεί, έξω από τις πόρτες του λεωφορείου, τους πυροβόλησαν. Ούτε που τους πέρασε από το μυαλό να τους πάνε κάπου παράμερα. Εκεί μπροστά σε όλους… Δε θα το πίστευα αν δεν το έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια. Τους είδα να παίρνουν τους δύο άνδρες. Ο ένας ήταν πολύ νέος και όμορφος. Κάτι τους φώναζε στα τατζικικά και στα ρωσικά. Τους έλεγε πως η γυναίκα του μόλις είχε γεννήσει και πως είχε τρία ακόμα μικρά παιδιά στο σπίτι. Αυτοί ήταν απλοί πολίτες, μόνο που κρατούσαν αυτόματα. Έπεσε στα γόνατά τους… τους φιλούσε τα πόδια… Στο λεωφορείο, κανείς δε μιλούσε. Δεν είχαμε ξεκινήσει ακόμα όταν τα-τα-τα-τα… τους σκότωσαν. Φοβήθηκα να κοιτάξω πίσω. (Κλαίει).

Δεν κάνει να μιλάω γι’ αυτά… Περιμένω παιδί… Θέλω όμως να μάθετε… Σας παρακαλώ μόνο, μην αναφέρετε το επίθετό μου. Μόνο το όνομά μου. Με λένε Σβετλάνα. Έχουμε ακόμη συγγενείς εκεί…. Θα τους σκοτώσουν… Πριν απ’ αυτά, πίστευα πως δε θα ξαναγίνει πόλεμος. Μια τόσο μεγάλη και σπουδαία χώρα, σκεφτόμουν. Η πιο ισχυρή του κόσμου! Μας έλεγαν πως πρέπει να είμαστε περήφανοι που ζούμε στη χώρα των Σοβιέτ! Μπορεί να είχαμε πολλές ελλείψεις, αλλά έφταιγε ο Μεγάλος Πόλεμος όπου υπέφεραν τόσοι άνθρωποι. Τώρα όμως -μας έλεγαν- έχουμε έναν παντοδύναμο στρατό και κανείς δεν μπορεί να μας κάνει κακό. Κανείς δεν μπορεί να μας νικήσει. Ήμασταν ανίκητοι… Έτσι μας έλεγαν. Κι εμείς αρχίσαμε να πυροβολούμε ο ένας τον άλλον. Αρχίσαμε να αλληλοσκοτωνόμαστε. Τώρα πια έχουμε πολύ διαφορετικούς πολέμους απ’ αυτόν που θυμάται ο παππούς μου που έφτασε μέχρι τη Γερμανία με τα σοβιετικά στρατεύματα. Τώρα ο γείτονας σκοτώνει τον γείτονά του, οι παλιοί συμμαθητές αλληλοσκοτώνονται και βιάζουν τα κορίτσια της τάξης τους. Όλοι έχουν τρελαθεί…

Οι άντρες μας δε μιλούν. Κανένας άντρας δε μιλάει γι’ αυτά. Κανείς δεν ανοίγει το στόμα του για να μιλήσει. Στην πατρίδα θα τους λένε δειλούς, θα λένε πως είναι γυναικούλες και πως πρόδωσαν την πατρίδα τους… Τι να έκαναν όμως, αφού δεν ήθελαν να σκοτώσουν; Ο άντρας μου είναι Τατζίκος. Έπρεπε να πολεμήσει και να σκοτώσει. Δεν ήθελε όμως… Μου είπε λοιπόν: “Πάμε να φύγουμε! Δε θέλω να πολεμήσω. Δε θέλω να σκοτώσω”. Κι όμως, το Τατζικιστάν είναι ο τόπος του… Κι έφυγε γιατί δεν ήθελε να σκοτώσει άλλους Τατζίκους -το ίδιο του το αίμα. Τώρα όμως νιώθει πολύ μόνος εδώ. Τα αδέλφια του έμειναν πίσω να πολεμήσουν. Ο ένας είναι ήδη νεκρός. Η μητέρα του και οι αδελφές του έμειναν πίσω. Φτάσαμε εδώ με το τρένο. Τα παράθυρα του τρένου ήταν σπασμένα και έκανε πολύ κρύο. Δε μας πυροβολούσαν, αλλά μας πετούσαν πέτρες. Να γιατί ήταν σπασμένα τα παράθυρα. “Ρώσοι, μας φώναζαν, γυρίστε στα σπίτια σας! Κατακτητές! Αρκετά μας εκμεταλλευτήκατε!” Ο άντρας μου όμως είναι Τατζίκος κι ήταν αναγκασμένος να δέχεται όλους αυτούς τους εξευτελισμούς. Το ίδιο και τα παιδιά μας. Η κόρη μας, τον πρώτο χρόνο στο σχολείο, με ρώτησε: “Μαμά, τι είμαι; Ρωσίδα ή Τατζίκα;”. Τι να της πω; Τι να της εξηγήσω;

Δεν μπορώ να μιλάω γι’ αυτά… Θέλω όμως να μάθετε για όλα αυτά… Στο Τατζικιστάν, οι Τατζίκοι του Παμίρ πολεμούν με τους Τατζίκους του Κουλιάμπ. Είναι όλοι τους Τατζίκοι, πιστεύουν στον ίδιο Θεό, διαβάζουν το Κοράνι, κι όμως οι μεν σκοτώνουν τους δε. Όλα ξεκίνησαν από μια μεγάλη συγκέντρωση στην πλατεία, όπου όλοι φώναζαν και προσεύχονταν. Ήμουν κι εγώ εκεί, ήθελα να καταλάβω. Ρώτησα τους γεροντότερους: “Ενάντια σε ποιον διαδηλώνετε;”. Και μου απάντησαν: “Ενάντια στον Κοινοβούλιο. Λένε πως αυτός ο Κοινοβούλιος είναι πολύ κακός άνθρωπος”. Έπειτα άδειασε η πλατεία και άρχισαν οι πυροβολισμοί. Η χώρα άλλαξε αμέσως όψη, έγινε Ανατολή! Κι όμως, μέχρι τότε πιστεύαμε ότι κατοικούμε στη χώρα των Σοβιέτ, με τους σοβιετικούς νόμους. Υπάρχουν τόσοι ρώσικοι τάφοι εκεί, αλλά κανείς δεν έμεινε πίσω να κλάψει τους νεκρούς… Στα ρώσικα νεκροταφεία βόσκουν τώρα τα κατσίκια. Οι Ρώσοι γέροντες ψάχνουν τώρα στα σκουπίδια για φαγητό.

Δούλευα νοσοκόμα σ’ ένα μαιευτήριο. Έκανα, θυμάμαι, τη νυχτερινή μου βάρδια. Μια γυναίκα γεννούσε με δύσκολο τοκετό – ούρλιαζε από τον πόνο. Μια νοσηλεύτρια όρμησε στο χειρουργείο χωρίς αποστειρωμένα γάντια, χωρίς φόρμα χειρουργείου! Τι συνέβαινε; “Κορίτσια!” φώναξε “ληστές!”. Φορούσαν μαύρες κουκούλες και κρατούσαν όπλα στα χέρια. Έτρεξαν προς το μέρος μας: “Δώστε μας φάρμακα και οινόπνευμα! Γρήγορα!” Είχαν κολλήσει τον γιατρό στον τοίχο. “Δώσ’ τα γρήγορα!”. Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα που γεννούσε έβγαλε μια κραυγή ανακούφισης κι ακούστηκε το κλάμα ενός μικρού. Έσκυψα επάνω του. Δεν ξέρω καν αν ήταν αγόρι ή κορίτσι. Δεν είχε ούτε καν όνομα ακόμα. Οι ληστές όμως μας ρωτούσαν εξαγριωμένοι αν η γυναίκα που είχε γεννήσει ήταν από το Παμίρ ή από το Κουλιάμπ. Δε ρώτησαν αν είναι αγόρι ή κορίτσι αλλά μόνο σε ποια εθνότητα ανήκε! Δεν ξέραμε τι να τους απαντήσουμε. Κι αυτοί ούρλιαζαν: “Πέστε μας από πού είναι αυτή η γυναίκα!”. Και πάλι όμως δε μιλούσε καμιά μας. Άρπαξαν τότε το μωρό που δεν είχε ζήσει ούτε πέντε λεπτά σ’ αυτόν τον κόσμο και το πέταξαν από το παράθυρο! Είμαι νοσοκόμα. Έχω δει πολλές φορές να πεθαίνουν νεογέννητα, αλλά αυτό… Δεν κάνει να θυμάμαι τέτοια πράγματα. (Κλαίει). Πώς μπορεί να συνεχίσει κανείς να ζει μετά απ’ αυτό; Πώς μπορεί να φέρει στον κόσμο ένα παιδί;

Μετά απ’ αυτήν την ιστορία στο μαιευτήριο, έβγαλα ένα έκζεμα στα χέρια μου. Δεν είχα το κουράγιο να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι. (Κλαίει). Δεν μπορούσα ούτε να το δω το μαιευτήριο. Ήμουν ήδη έγκυος. Δεν άντεχα να γεννήσω εκεί. Ήρθαμε λοιπόν εδώ, στη Λευκορωσία. Στη Ναρόβλια… Είναι μια μικρή και ήσυχη πόλη. Μη με ρωτήσετε τίποτε άλλο… Σας τα είπα όλα… (Κλαίει). Μια στιγμή… Θέλω να μάθετε κάτι ακόμη… Δε φοβάμαι το Θεό – φοβάμαι τον άνθρωπο. Στην αρχή όλοι αναρωτιόμασταν: “Πού είναι αυτή η ραδιενέργεια;” Και μας απαντούσαν: “Εδώ που στέκεστε”. Άρα η ραδιενέργεια βρίσκεται παντού -έτσι δεν είναι; (Κλαίει). Τα περισσότερα σπίτια άδειασαν… Οι άνθρωποι έφυγαν… Φοβήθηκαν…

Εγώ όμως δε φοβάμαι τόσο πολύ εδώ. Εκεί φοβόμουν περισσότερο… Δεν έχουμε πια πατρίδα, δεν ανήκουμε πουθενά. Οι Γερμανοί γύρισαν στη Γερμανία, οι Τάταροι γύρισαν στην Κριμαία μόλις τους επιτράπηκε -κανείς όμως δε χρειάζεται εμάς, τους Ρώσους. Σε τι μπορούμε να ελπίζουμε πια; Τι να περιμένουμε; Η Ρωσία ποτέ δεν έχει σώσει τα παιδιά της, γιατί είναι απέραντη, αχανής. Για να σας πω την αλήθεια, δε νιώθω τη Ρωσία σαν πατρίδα μου. Εμείς μεγαλώσαμε διαφορετικά. Η πατρίδα μας ήταν η Σοβιετική Ένωση. Και τώρα δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Κανείς όμως δεν κυκλοφορεί με όπλο εδώ. Κι αυτό μας φαίνεται υπέροχο! Μας έδωσαν ένα σπίτι και δουλειά για τον άντρα μου. Έγραψα σε κάτι φίλους κι ήρθαν κι αυτοί να μείνουν εδώ. Έφτασαν χτες το βράδυ και φοβόντουσαν να βγουν από τον σταθμό. Κάθισαν πάνω στις βαλίτσες τους και περίμεναν το ξημέρωμα. Με το χάραμα, είδαν τον κόσμο να περιφέρεται στον δρόμο, να γελά και να καπνίζει ανέμελα. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως υπάρχουν άνθρωποι που ζουν τόσο ανέμελα! Αργότερα κατέβηκαν στα μαγαζιά και βρήκαν βούτυρο, κρέμα, γάλα και τυρί… Αγόρασαν πέντε μπουκάλια γάλα και το ήπιαν μονορούφι! Τους πήραν για τρελούς. Αυτοί όμως είχαν να δουν γάλα και βούτυρο δυο χρόνια. Εκεί δεν μπορείς ν’ αγοράσεις ούτε ψωμί… Έχουν πόλεμο. Είναι πολύ δύσκολο να το καταλάβει κάποιος που δεν έχει ζήσει έναν τέτοιο πόλεμο.

Εκεί ένιωθα πως η ψυχή μου είναι νεκρή. Πώς θα μπορούσα να φέρω στον κόσμο ένα παιδί χωρίς ψυχή; Εδώ είμαστε λίγοι. Τα περισσότερα σπίτια είναι άδεια. Ζούμε δίπλα στο δάσος… Φοβάμαι τον πολύ κόσμο. Φοβάμαι τους σιδηροδρομικούς σταθμούς… Φοβάμαι τον πόλεμο… (Κλαίει με λυγμούς και σιωπά).

Η μητέρα

Μόνο για πολέμους μπορώ να μιλήσω… Για τίποτα άλλο… Ξέρετε γιατί ήρθαμε στη γη του Τσέρνομπιλ; Γιατί κανείς δε θα μας διώξει από εδώ. Η γη αυτή, βλέπετε, δεν ανήκει πια σε κανέναν. Την πήρε πίσω ο Θεός. Οι άνθρωποι την εγκατέλειψαν για πάντα…

Στο Ντουσανμπέ ήμουν σταθμάρχης Β’. Υπήρχε ακόμα ένας Σταθμάρχης Β’, ένας Τατζίκος. Τα παιδιά μας μεγάλωσαν μαζί, πήγαν στο ίδιο σχολείο. Γιορτάζαμε μαζί τις Πρωτοχρονιές και τις Πρωτομαγιές. Πίναμε μαζί κρασί και τρώγαμε μαζί πιλάφι. Με φώναζε “αδελφούλα”. “Ρωσίδα αδελφούλα”. Κι έπειτα, μια μέρα, μπήκε στο γραφείο οργισμένος. Στάθηκε μπροστά μου και φώναξε:

-Πότε θα γυρίσεις πίσω στην πατρίδα σου; Αυτή η γη είναι δική μας!

Το κεφάλι μου πήγε να σπάσει. Σηκώθηκα και του είπα:

-Δε μου λες… Πού φτιάχτηκε το παλτό που φοράς;
-Στο Λένινγκραντ, είπε αμήχανα.
-Βγάλε τότε το ρώσικο παλτό σου, ηλίθιε!
Του του έβγαλα.

-Και η τσάπκα σου; Πού φτιάχτηκε η τσάπκα σου; Καυχιόσουν πως σου την είχαν στείλει από τη Σιβηρία! Βγάλε την, ηλίθιε! Δώσε μου και το πουκάμισό σου και το παντελόνι σου, γιατί είναι και αυτά ρώσικα. Έχουν κατασκευαστεί σε εργοστάσια της Μόσχας…

Λίγο έλειψε να του βγάλω όλα του τα ρούχα και να τον αφήσω με τα εσώρουχα. Ήταν πολύ ψηλός και γεροδεμένος κι εγώ του έφτανα μέχρι τον ώμο. Ένιωθα όμως τόσο δυνατή… Γύρω μας μαζεύτηκαν συνάδελφοι. Αυτός φώναζε:

-Άσε με ήσυχο. Είσαι τρελή!
-Όχι, πρώτα θα μου δώσεις ό,τι είναι ρώσικο πάνω σου. Είναι δικά μου! Θα πάρω πίσω ό,τι μου ανήκει. Τις κάλτσες σου… Τα παπούτσια σου…
Είχα χάσει κάθε έλεγχο.

Δουλεύαμε μέρα νύχτα. Τα τρένα ξεχείλιζαν από κόσμο που έφευγε μακριά. Χιλιάδες Ρώσοι έφυγαν τότε. Δεκάδες χιλιάδες! Μια μέρα έδιωξα ένα τρένο για τη Μόσχα στις δύο τα χαράματα. Όμως μια ομάδα παιδιών από το Κουργκάν-Τιουμπέ είχαν ξεχαστεί στην αίθουσα αναμονής. Τα κλείδωσα εκεί για να μην κινδυνεύουν. Τότε με πλησίασαν δύο άνδρες με αυτόματα.

-Τι κάνετε τέτοια ώρα εδώ, παιδιά; Τους ρώτησα.
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει.
-Τι κάνουν αυτά τα παιδιά εκεί; ρώτησαν καχύποπτα.
-Είναι δικά μας, από το Ντουσανμπέ.
-Μήπως είναι από το Κουλιάμπ;
-Όχι βέβαια, είναι δικά μας παιδιά, σας λέω!

Έφυγαν. Αν όμως έμπαιναν στην αίθουσα; Θα τα σκότωναν όλα. Κι εμένα βέβαια, με μια σφαίρα στο κεφάλι! Η μόνη εξουσία πια ήταν τα όπλα. Το πρωί έβαλα τα παιδιά στο τρένο για το Αστραχάν κι έδωσα οδηγίες να μεταφερθούν ως φορτίο καρπουζιών -με τις πόρτες κλειστές. (Μένει σιωπηλή και μετά ξεσπάει σε λυγμούς). Υπάρχει τίποτε πιο φρικιαστικό απ’ τον άνθρωπο; (Κλαίει ξανά).

Από τότε που εγκατασταθήκαμε εδώ, μου πήρε πολύ καιρό να μην κοιτάζω πίσω μου στον δρόμο, να μη φοβάμαι πως μου την έχουν στημένη. Στην πατρίδα μας δεν περνούσε μέρα που να μην σκεφτόμαστε τον θάνατο. Έβγαινα από το σπίτι με καθαρά ρούχα και εσώρουχα, για την περίπτωση που θα με σκότωναν. Τώρα περπατώ στο δάσος ολομόναχη και δε φοβάμαι. Το δάσος είναι έρημο. Δεν υπάρχει ψυχή. Περπατώ και σκέφτομαι αν πράγματι μου έχουν συμβεί όλα αυτά. Αν δεν είναι αναμνήσεις κάποιου άλλου… Πού και πού συναντάω κανέναν κυνηγώ στο δάσος, με την καραμπίνα, το κυνηγετικό του σκυλί και έναν μετρητή Γκάιγκερ στο χέρι. Και οι κυνηγοί κρατούν όπλα αλλά δεν είναι σαν αυτούς στην πατρίδα μας -δεν κυνηγούν ανθρώπους. Ακούω τους πυροβολισμούς και ξέρω πως σημαδεύουν καμιά κουρούνα ή κανέναν λαγό. (Σιωπή). Να γιατί δε φοβάμαι εδώ… Εγώ δε φοβάμαι τη γη ή το νερό -φοβάμαι τους ανθρώπους… Στην πατρίδα μου με εκατό δολάρια αγοράζεις αυτόματο όπλο στο παζάρι.

Θυμάμαι έναν Τατζίκο που κυνηγούσε κάποιον άλλον. Από τον τρόπο που τον καταδίωκε, μπορούσες να καταλάβεις ότι ήθελε πάση θυσία να τον σκοτώσει. Ο κυνηγημένος όμως κατάφερε να ξεφύγει. Τότε ο Τατζίκος γύρισε πίσω και, περνώντας από μπροστά μου, με ρώτησε με τον πιο φυσικό τόνο, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε: “Δε μου λες, μητερούλα, πού μπορώ να βρω λίγο νερό εδώ γύρω;”. Του έδειξα τη βρύση του σταθμού. Ύστερα τον κοίταξα στα μάτια και τον ρώτησα: “Γιατί σκοτώνεστε έτσι;” Για μια στιγμή νόμισα πως ντράπηκε. “Άσ’ το καλύτερα, μητερούλα, ξέχνα το!”. Όταν κινούνταν όμως σε ομάδες, άλλαζαν πολύ – αγρίευαν. Αν ήτανε δύο ή τρεις, θα με είχαν στριμώξει στον τοίχο και θα με εκτελούσαν. Όταν όμως τους έβρισκες μόνους τους, μπορούσες να τους πιάσεις κουβέντα.

Από το Ντουσανμπέ, πήγαμε στην Τασκένδη. Είχαμε σκοπό να πάμε μέχρι το Μινσκ, αλλά μας είπαν πως δεν υπήρχαν πια εισιτήρια! Έτσι είναι σ’ αυτούς, αν δεν τους δώσεις το “δωράκι” τους, δεν πρόκειται να γίνει η δουλειά σου. Επινοούσαν ένα σωρό προβλήματα -οι αποσκευές είναι υπέρβαρες, τα δέματα είναι πολλά. Ένα σωρό προσχήματα. Μας ταλαιπώρησαν δυο ώρες περίπου, μέχρι που κατάλαβα τι ήθελαν και τους το έδωσα. “Έτσι μάλιστα” είπαν. “Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα”.

Είχαμε φορτώσει όλα τα πράγματά μας σ’ ένα κοντέινερ. Ήθελαν να το ξεφορτώσουμε γιατί ερχόμασταν από επικίνδυνη περιοχή και μπορεί να είχαμε όπλα ή ναρκωτικά… Τελικά αναγκάστηκα να πάω στον προϊστάμενο και εκεί, την ώρα που τον περίμενα, γνώρισα μια γυναίκα που μου εξήγησε πώς λειτουργούσε το σύστημα: “Άδικα περιμένετε εδώ. Αν απαιτήσετε τα δικαιώματά σας, θα ανοίξουν το κοντέινερ και θα πετάξουν όλο το φορτίο στο δρόμο”. Έπρεπε να το αδειάσουμε μόνοι μας. “Μα, τι νομίζουν ότι έχουμε;” είπα.

Έτσι αρχίσαμε να ξεφορτώνουμε το κοντέινερ. Ρούχα, στρώματα, ένα παλιό ψυγείο, δύο σάκους με βιβλία… “Μήπως αυτά τα βιβλία είναι σπάνια;” με ρώτησαν. Τα περιεργάζονταν. Το ένα ήταν βιβλίο του Τσερνισέφσκι και το άλλο του Σολόχοφ… Γελούσαν μαζί μας.

-Πόσα ψυγεία έχετε;
-Ένα μόνο κι αυτό σε κακή κατάσταση από τη μετακόμιση.
-Γιατί δεν το δηλώσατε;
-Δεν το ξέραμε. Είναι η πρώτη φορά που εγκαταλείπουμε μια περιοχή σε κατάσταση πολέμου.

Όσο οι άλλοι έβλεπαν τηλεόραση για να μάθουν τι γίνεται στα μέρη μας, εγώ πήγαινα βόλτα στο δάσος. Δεν ήθελα να ξέρω τι γίνεται στα μέρη μας.

Είχα μια ζωή… Μιαν άλλη ζωή… Είχα υψηλό στρατιωτικό βαθμό -ήμουν συνταγματάρχης των μονάδων των σιδηροδρόμων. Εδώ ήμουν άνεργη, μέχρι που βρήκα μια θέση ως καθαρίστρια στο δημαρχείο. Καθαρίζω πατώματα. Έζησα τη ζωή μου και δεν έχω κουράγιο ν’ αρχίσω και δεύτερη. Κάποιοι νιώθουν οίκτο για μας – άλλοι δυσανασχετούν: “Οι πρόσφυγες κλέβουν τις πατάτες. Βγαίνουν το βράδυ και τις ξεθάβουν από τη γη”. Η μητέρα μου μου έλεγε πως στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο οι άνθρωποι έδειχναν αλληλεγγύη -συμπονούσε ο ένας τον άλλον. Τις προάλλες βρήκαμε το πτώμα ενός άγριου αλόγου. Σ’ ένα άλλο μέρος βρήκαν έναν λαγό. Δεν τα είχε σκοτώσει κάποιος -είχαν πεθάνει από κάποια άλλη αιτία. Οι κάτοικοι του χωριού ανησύχησαν πολύ. Όταν όμως, λίγες μέρες μετά, βρήκαν το πτώμα ενός άστεγου, δεν τους έκανε καμιά εντύπωση. Δεν ξέρω γιατί, αλλά φαίνεται πως οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει πια να βλέπουν νεκρούς ανθρώπους.

Η Λένα Μ είναι από την Κιργιζία. Στο κατώφλι του σπιτιού της στέκονταν ακούνητα τα πέντε παιδιά της και η γάτα τους η Μετελίτσα

Φύγαμε κυνηγημένοι, όπως εγκαταλείπει κανείς μια βομβαρδισμένη περιοχή… Μαζέψαμε όπως-όπως τα πράγματά μας και η γάτα μάς ακολούθησε ως τον σταθμό. Πήραμε λοιπόν και τη γάτα μαζί μας… Ταξιδεύαμε με το τρένο για δώδεκα μέρες. Τις τελευταίες δυο μέρες δε μας είχε μείνει τίποτα να φάμε. Φυλάγαμε τις πόρτες των βαγονιών με βάρδιες. Τα μόνα μας όπλα ήταν τσεκούρια, λοστοί και σφυριά. Ένα βράδυ μας επιτέθηκαν ληστές. Παραλίγο να μας σκοτώσουν. Στις μέρες μας, σε σκοτώνουν για μια τηλεόραση ή για ένα ψυγείο. Αν και δεν είχαν αρχίσει ακόμα οι σκοτωμοί στην Κιργιζία, την εγκαταλείπαμε σαν να γινόταν πόλεμος. Την εποχή του Γκορμπατσόφ είχε γίνει ένα επεισόδιο μεταξύ Κιργίσιων και Ουζμπέκων στο Ος, είχαν σκοτωθεί πολλοί, αλλά τίποτα παραπάνω. Ένιωθες όμως βαριά την ατμόσφαιρα, ένιωθες τον πόλεμο να πλησιάζει… Φοβόμασταν. Στεκόσουν στην ουρά για ψωμί και άρχισαν να φωνάζουν: “Ρώσοι πηγαίνετε σπίτια σας! Η Κιργισία ανήκει στους Κιργίσιους!” Και σ’ έσπρωχναν έξω από την ουρά, μουρμουρίζοντας στα κιργισιανά πως δεν έφτανε το ψωμί γι’ αυτούς και πως βαρέθηκαν να ταΐζουν και τους Ρώσους. Δεν καταλαβαίνω πολλά από τη γλώσσα τους, έμαθα μόνο μερικές λέξεις για να μπορώ να κάνω τα ψώνια μου στη λαϊκή.

Λέγαμε πως είχαμε μια πατρίδα, αλλά τώρα δε μας έμεινε τίποτα. Ποια είμαι αλήθεια; Η μητέρα μου είναι Ουκρανέζα και ο πατέρας μου Ρώσος. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κιργισία και παντρεύτηκα έναν Τάταρο. Τι εθνικότητας είναι τα παιδιά μου; Σε ποια πατρίδα ανήκουν; Είμαστε μια αλλόκοτη πρόσμειξη… Στο διαβατήριο, τα παιδιά μου και εγώ φαινόμαστε ως Ρώσοι. Δεν είμαστε όμως Ρώσοι – στην πραγματικότητα είμαστε Σοβιετικοί! Η χώρα που γεννήθηκα δεν υπάρχει πια. Το μέρος που ονομάζαμε «πατρίδα» δεν υπάρχει πια και η πραγματική μας πατρίδα έχει εξαφανιστεί από τον χάρτη. Μοιάζουμε με τις νυχτερίδες. Έχω έξι παιδιά. Ο μεγαλύτερος γιος μου πάει στη Β’ Γυμνασίου και η μικρότερη κόρη μου πηγαίνει στον παιδικό σταθμό. Μπορεί να μην υπάρχει πια η πατρίδα μας, αλλά εμείς συνεχίζουμε να ζούμε.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα εκεί. Βοήθησα στην κατασκευή ενός εργοστασίου και δούλεψα αργότερα σ’ αυτό. “Πήγαινε στην πατρίδα σου” μου είπαν. “Εδώ όλα ανήκουν σ’ εμάς”. Δε μ’ άφησαν να πάρω τίποτα μαζί μου, εκτός από τα παιδιά μου. “Όλα ανήκουν σ’ εμάς!”. Τότε τι ανήκει σε εμένα; Και πού βρίσκεται; Ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Όλοι τους ήταν Ρώσοι – Σοβιετικοί. Κανείς όμως δεν τους χρειάζεται εδώ -κανείς δεν τους περιμένει.

Πριν ήμουνα πολύ ευτυχισμένη! Όλα τα παιδιά μου είναι καρπός του έρωτά μου με τον άντρα μου. Γέννησα πρώτα τρία αγόρια και μετά τρία κορίτσια. Δεν μπορώ να μιλάω άλλο… Θα με πάρουν τα κλάματα. Θα ζήσουμε τώρα εδώ, στο Τσέρνομπιλ. Αυτό είναι το σπίτι μας τώρα. Το Τσέρνομπιλ είναι το σπίτι μας, η πατρίδα μας… (Ξαφνικά χαμογελάει). Εδώ τα πουλιά κελαηδούν όπως παντού. Εδώ υπάρχει και ένα άγαλμα του Λένιν. (Σηκώνεται να μας αποχαιρετήσει). Σήμερα το πρωί άκουσα σφυριές από το διπλανό σπίτι. Μια γυναίκα ξεκάρφωνε τις σανίδες που σφράγιζαν τα παράθυρα.

-Από πού είστε;
-Από την Τσετσενία.
Δεν είπε τίποτα άλλο, αλλά έβαλε αμέσως τα κλάματα.

Με ρωτούν πού μένω και βλέπω μια έκπληξη στα πρόσωπά τους. Κάποιος μια φορά μου είπε ευθέως: “Θα πήγαινες ποτέ τα παιδιά σου σε ένα μέρος που έχει χολέρα ή πανούκλα;”. Χολέρα και πανούκλα όμως είναι μόνο ο πόλεμος. Καταλαβαίνω τι θέλουν να πουν, αλλά εγώ δεν τον ξέρω αυτόν τον φόβο. Δε θυμάμαι κανέναν τέτοιο φόβο.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: