“Μανούλα, ποιος σκότωσε τον πατέρα μου; Πες μου γιατί…” – Η Καίτη Ζεύγου διηγείται τη δολοφονία του Γιάννη Ζέβγου

Το τελευταίο άρθρο του Ζέβγου, που δημοσιεύτηκε στον “Αγωνιστή της Θεσσαλονίκης 13 μέρες πριν τη δολοφονία του, τιτλοφορούνταν “Όχι άλλο αίμα”. Πού να ‘ξερε ότι κείνες τις ίδιες μέρες σχεδιάζανε να χύσουν το δικό του;

Αντιγράφουμε από το βιβλίο της Καίτης Νισυρίου-Ζεύγου “Με τον Γιάννη Ζέβγο στο επαναστατικό κίνημα” το κεφάλαιο σχετικά με τη δολοφονία του κομμουνιστική ηγέτη στη Θεσσαλονίκη, στις 20 Μάρτη του 1947.

Στις αρχές του Φλεβάρη 1947, ο Ζέβγος πήγε στη Θεσσαλονίκη διαπιστευμένος από την Κ.Ε του ΕΑΜ στην Επιτροπή του ΟΗΕ, που ερευνούσε την κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί στην ύπαιθρο, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας από την εξοντωτική πολιτική της αντίδρασης.

Μας αποχαιρέτησε το πρωί με το “καλή αντάμωση”.

Πώς να περάσει από το νου μας πως ήταν η τελευταία φορά, που τον φιλούσαμε ζωντανό, πως στην αντάμωση θα τον βρίσκαμε στο φέρετρο, μέσα σ’ ένα νεκροθάλαμο;

Η προσπάθεια του Ζέβγου, μόλις πάτησε το πόδι του στη συμπρωτεύουσα ήταν, με αλλεπάλληλες καταγγελίες, μεστές από συγκεκριμένες και επώνυμες περιπτώσεις, που αναφέρονταν σε αδιάσειστα γεγονότα τραμπουκισμών, τρομοκρατίας, να θέτει την αντιπροσωπεία του ΟΗΕ μπροστά στις ευθύνες της, να υπογραμμίζει την αντίθεση, που υπήρχε ανάμεσα στην πολιτική και πραχτική του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και την ταχτική της αντίδρασης που ήτανε να βαθαίνει το χάσμα, να υποχρεώνει κακήν – κακώς τα μέλη και τους οπαδούς των αντιστασιακών οργανώσεων, να αφήνουν τα σπίτια τους, να εγκαταλείπουν τα χωριά τους, να καταφεύγουν στις πόλεις ή και πάλι στα βουνά για να γλυτώσουν την τιμή και τη ζωή τους. Αυτές οι ίδιες αιτίες οδήγησαν στο ν’ αναγγελθεί στις 28 Οκτώβρη του 1946, η δημιουργία του “Δημοκρατικού Στρατού”.

Το τελευταίο άρθρο του Ζέβγου, που δημοσιεύτηκε στον “Αγωνιστή της Θεσσαλονίκης 13 μέρες πριν τη δολοφονία του, τιτλοφορούνταν “Όχι άλλο αίμα”.

Πού να ‘ξερε ότι κείνες τις ίδιες μέρες σχεδιάζανε να χύσουν το δικό του;

Την Πέμπτη 20-3-47 περί τις 10 1/2 ο Ζέβγος πήγε στα γραφεία της εφημερίδας “Αγωνιστής”. Έγραψε επιστολή προς την Επιτροπή Έρευνας του ΟΗΕ, γεμάτη από νέα στοιχεία για τις παραβιάσεις που γίνονταν από μέρους των παρακρατικών και των αρχών για την αδίσταχτη και πολύμορφη τρομοκρατία ενάντια στους αγωνιστές της αντίστασης και ζητούσε την κατάπαυση της: “…Φέρομεν εις γνώσιν της Επιτροπής Υμών τας διώξεις αυτάς και τα συνωμοσίας αι οποίαι γίνονται τώρα οπότε ακόμη η Υμετέρα Επιτροπή ευρίσκεται εις την Ελλάδα… η Ελλάδα χρειάζεται συμφιλίωση για να σταματήσει η αιματοχυσία…”.

Από κει κατευθύνθηκε στο οδοντιατρείο της Στάσας Κεφαλίου και μετά πήγαινε στο εστιατόριο “Ελβετικό” όπου γευμάτιζε κάθε μέρα. Στις 1 και 10 στο πεζοδρόμιο της οδού Αγίας Σοφίας μπροστά στην κλινική Εξηντάρη, πάνου – κάτου εκεί που ύστερα από λίγα χρόνια έπεφτε νεκρός και πάλι από δολοφονικά χέρια, ο πρωτεργάτης της Ειρήνης, Γρηγόρης Λαμπράκης, τον χτύπησαν από πολύ μικρή απόσταση. Δολοφόνος ο Βλάχος.

Τούτη την εποχή, εργαζόμουν κομματικά στον Πειραιά. Εχτός από την άλλη δουλειά, εκ μέρους του γραφείου της Ε.Π παρακολουθούσα και τη “βιομηχανική αχτίδα”. Στις 20-3-47 το απόγευμα, είχα μια από τις συνηθισμένες βδομαδιάτικες συνεργασίες μου με το “σύντροφο” γραμματέα της Α.Ε. Βασίλη Π. (βάζω το σύντροφο σε εισαγωγικά γιατί αποδείχτηκε ότι πρόδωσε ανοιχτά το κίνημα, έγινε συνεργάτης της Ασφάλειας).

Συνήθως μετά τη συνεργασία για τα τρέχοντα ζητήματα της Αχτίδας, του έκανα μια σύντομη ανασκόπηση της πολιτικής κατάστασης. Άμα τελειώσαμε την τρέχουσα συνεργασία μας, μου λέει:

-Ας αφήσουμε, συντρόφισσα τα πολιτικά. Ειδοποίησαν ότι πρέπει να πας στο “Ριζοσπάστη”. Σκότωσαν το Ζέβγο.

Ένιωσα σα να μου ‘γινε ηλεχτρική εκκένωση. Παράλυσα. Δυσκολεύτηκα να μιλήσω.

-Τι λες βρε Βασίλη; Μήπως έγινε πάλι καμιά απόπειρα δολοφονίας, μήπως τον τραυμάτισαν;
-Όχι, σου λέω! Τον πυροβόλησαν και τον άφησαν στον τόπο.

Ή από τότε ήτανε χαφιές ή άνθρωπος χωρίς ίχνος ανθρώπινα αισθήματα για να μπορέσει με τόση ψυχραιμία, με σαδισμό θα έλεγα, να μου φέρει ένα τέτοιο μαύρο μήνυμα. Αισθάνθηκα να χάνω τις αισθήσεις μου. Φαίνεται πως είχα τόσο χλωμιάσει, που και ο ίδιος τα ‘χασε. Πρότεινε να πει στη γυναίκα του σπιτιού να μου φτιάσουν έναν καφέ. Δε δέχτηκα. Βρισκόμασταν στο σπίτι μιας νοικοκυράς που ναι μεν ήξερε ότι ήμασταν αριστεροί, όχι όμως και ποια είμαι ακριβώς. Με την τρομοκρατία που οργίαζε τότε στον Πειραιά, δε θέλησα να την ταράξω, αποκαλύπτοντας ποια είμαι.

-Κουράγιο, είπα μέσα μου. Συγκέντρωσα όλες τις δυνάμεις μου, αποχαιρέτησα τη γυναίκα του σπιτιού, όπως πάντα σα να μη συνέβαινε τίποτα και έτρεξα στο “Ριζοσπάστη” με την κρυφή ελπίδα πως και τούτη τη φορά ήτανε μόνο απόπειρα δολοφονίας.

Για να ανέβω στην Αθήνα πήρα τον ηλεκτρικό. Σε μια στιγμή, μέσα στο βαγόνι αντιλήφτηκα πως ο κόσμος ένα γύρω με κοιτούσε παράξενα. Συνειδητοποίησα πως τα μάτια μου τρέχανε ποτάμι.

Δε χρειάστηκε να ρωτήσω τίποτε σα δρασκέλισα το κατώφλι της εφημερίδας. Από τα σκοτεινιασμένα πρόσωπα και τα δακρυσμένα μάτια των συντρόφων που μ’ αντίκρυζαν, κατάλαβα πως το θανατερό μήνυμα ήταν αληθινό.

Στο “Ριζοσπάστη” μου ζήτησαν ορισμένα βιογραφικά στοιχεία του Γιάννη. Τους έδωσα ό,τι μπορούσα να θυμηθώ με την ταραχή που μ’ έδερνε. Πρόσθεσαν και από την εφημερίδα “εκ των ενόντων”. Για τούτο η βιογραφία αυτή και λειψή είναι και όχι πολύ ακριβής.

Η είδηση της δολοφονίας μεταδόθηκε σαν αστραπή. Στο “Ριζοσπάστη” με περίμενε κιόλας ο αδερφός μου. Με πήρε και πήγαμε σπίτι του.

Και τώρα πώς να το ξεστομίσω στο παιδί μας; Πώς να του ανοίξω αυτή την καινούρια πληγή, πριν ακόμα κλείσουν οι παλιές; Πώς να του το πω πως έχασε για πάντα τον πατέρα, που λαχταρούσε να βρει από τότε που γνώρισε τον εαυτό του;

Παρακάλεσα τον Τάκη Φραγκούλη να πάει να την φέρει από το Μαρούσι. Εκεί είχανε μάθει κιόλας για τη δολοφονία. Ποιος θα αναλάβαινε όμως να της δώσει αυτό το χύπημα; Ούτε και ο Τάκης το αποτόλμησε. Χαρούμενη όπως την έβλεπε, γιατί θα κατέβαινε στην Αθήνα να μας δει, δεν άνοιξε το στόμα του. Kαι δε χρειάστηκε. Μόλις η Ρωξάνη μας είδε συγκεντρωμένους συγγενείς, συντρόφους, φίλους στο σπίτι του αδελφού μου, με την οδύνη στο πρόσωπο και δάκρυα στα μάτια, έπεσε με λυγμούς στην αγκαλιά μου.

-Μανούλα, ποιος σκότωσε τον πατέρα μου; Ποιος; Γιατί; Πες μου γιατί;

Τρομάξαμε να τη συνεφέρουμε.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: