Η φωτιά στο Ράιχσταγκ και η μεταπολεμική επιχείρηση ξεπλύματος της ναζιστικής προβοκάτσιας στην ΟΔΓ

Ο Χίτλερ ούρλιαζε έξαλλος πως η πυρκαγιά ήταν έργο των κομμουνιστών και απαρχή μιας κομμουνιστικής εξέγερσης. Tο γεγονός πως όσα στελέχη του δεν είχαν ήδη συλληφθεί ή δολοφονηθεί σε εκείνο το χρονικό σημείο είχαν περάσει σε βαθιά παρανομία, οδηγώντας σε πλήρη οργανωτική αποδιοργάνωση του κόμματος θα καθιστούσε αδύνατη την υλοποίησή της.

Λίγο μετά τις εννιά το βράδυ στις 27 Φλεβάρη 1933, ένας νεαρός πηγαίνει σε αστυνομικό τμήμα πλησίον του γερμανικού Ράιχσταγκ, για να δηλώσει πως είδε φωτιά στο κτίριο. Λίγο αργότερα, ένας μισόγυμνος νεαρός σε σύγχυση συλλαμβάνεται κι οδηγείται στο τμήμα για ανάκριση. Επρόκειτο για τον Ολλανδό Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε, που είχε καταφτάσει προ ημερών στο Βερολίνο. Στο σημείο κατέφτασαν αμέσως οι κεφαλές του Γ ‘Ράιχ, ο καγκελάριος πλέον Αδόλφος Χίτλερ, ο Γκαίρινγκ, υπουργός εσωτερικών της Πρωσίας και ο υπουργός προπαγάνδας Ιωσήφ Γκαίμπελς. Ο Χίτλερ ούρλιαζε έξαλλος πως η πυρκαγιά ήταν έργο των κομμουνιστών και απαρχή μιας κομμουνιστικής εξέγερσης. Ωστόσο ακόμα κι αν υπέθετε κανείς την ύπαρξη τέτοια πρόθεσης εκ μέρους του ΚΚΓ, το γεγονός πως όσα στελέχη του δεν είχαν ήδη συλληφθεί ή δολοφονηθεί σε εκείνο το χρονικό σημείο είχαν περάσει σε βαθιά παρανομία, οδηγώντας σε πλήρη οργανωτική αποδιοργάνωση του κόμματος θα καθιστούσε αδύνατη την υλοποίησή της. Ωστόσο, ενόψει τον νέων επικείμενων εκλογών του Μαρτίου, οι ναζί, που ακόμα δεν είχαν σταθεροποιήσει πλήρως την εξουσία τους, είχαν ανάγκη από κάθε προπαγανδιστικό πρόσχημα για να επιβάλουν ανεξέλεγκτα την καταστολή τους στη γερμανική επικράτεια.

Πριν ακόμα σβήσουν καλά-καλά οι φλόγες, κύμα συλλήψεων, κυρίως κομμουνιστών και ορισμένων σοσιαλδημοκρατών, εξαπολύθηκε σε όλο το Ράιχ. Την επομένη η κυβέρνηση, που αποτελούνταν τότε από το συνασπισμό του Εθνικοσοσιαλιστικού με το Εθνογερμανικό Λαϊκό Κόμμα (DNVP), εξέδωσε το διάταγμα για την πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ, με το οποίο καταστέλλονταν μια σειρά δικαιωμάτων, όπως του συνέρχεσθαι, της ελευθερίας της άποψης και του τύπου. Η πολιτική αυτή προιωνιζόταν την πολιτική πλήρους υποταγής του θεσμικού πλαισίου αλλά και της κοινωνίας στα ναζιστικά κελεύσματα, που θα ακολουθούσε τους αμέσως επόμενους μήνες. Μετά από λίγες μέρες συνελήφθη ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΚΓ Έρνστ Τόργκελερ και ο μετέπειτα επικεφαλής της Κομιντέρν Γκεόρκγκι Δημητρόφ, με την κατηγορία πως μαζί με τον Βαν ντερ Λούμπε είχαν βάλει τη φωτιά. Στη δίκη της Λειψίας, το φθινόπωρο του 1933, όπου ο Δημητρώφ υπερασπίστηκε τον εαυτό του, έγινε ολοφάνερη η ναζιστική σκευωρία, οδηγώντας στην απαλλαγή των κατηγορουμένων κομμουνιστών. Ως εξιλαστήριο θύμα χρησιμοποιήθηκε ο Βαν ντερ Λούμπε, που καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε το Γενάρη του 1934.

Επί χρόνια η ιστοριογραφία της ΟΔΓ, αλλά και οι περισσότεροι αστοί ιστορικοί και δημοσιογράφοι διεθνώς αποδέχτηκαν τη θεωρία περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του Βαν ντερ Λούμπε, ενώ ο δημοσιογράφος και συγγραφέας του πολυδιαβασμένου “Άνοδος και πτώση του Γ’ Ράιχ”, William L. Shirer, θεωρούσε πως ναι μεν ο ντερ Λούμπε παρασύρθηκε στο να βάλει τη φωτιά, την ώρα όμως που οι ναζί έθεταν σε εφαρμογή το δικό τους, πιο επεξεργασμένο σχέδιο εμπρησμού του Ράιχσταγκ. Στη Δυτική Γερμανία, πρωταγωνιστικό ρόλο στην εδραίωση της απενεχοποιητικής για τους ναζί θέσης περί μεμονωμένου δράστη έπαιξαν το περιοδικό “Σπήγκελ” καθώς και ο υπάλληλος της Υπηρεσίας Συνταγματικής Προστασίας της Κάτω Σαξωνίας Φριτς Τομπίας.

Όπως σημειώνει ο Αμερικανός ιστορικός Benjamin Carter Hett, που διερεύνησε εξονυχιστικά όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και τις μαρτυρίες σχετικά με την πυρκαγιά για τη συγγραφή του βιβλίου του για το θέμα, “η θεωρία πως ο Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε έβαλε μόνος του φωτιά στο Ράιχσταγκ δεν στέκεται με τίποτε -το αποδεικτικό υλικό στην αντίθετη κατεύθυνση είναι συντριπτικό”, αναφερόμενος κυρίως στους 300 φακέλους του ανώτερου εισαγγελέα του Ράιχ, όπου διαφαίνεται ξεκάθαρα πόσο διαβλητή και κατευθυνόμενη υπήρξε η αστυνομική έρευνα. Οι πραγματογνώμονες που εξέτασαν το κτίριο ήδη από το 1933, όταν δηλαδή ήταν ακόμα στην εξουσία οι ναζί, συμπέραναν πως το σενάριο για τον βαν ντερ Λούμπε ήταν “από περίπου αδιανόητο ως σχεδόν αδύνατον”. Χαρακτηριστικό είναι πως μεταξύ των εμπρηστικών αντικειμένων που ανευρέθηκαν, ανήκαν και κάποια που ο Βαν ντερ Λούμπε βεβαιωμένα δεν είχε χρησιμοποιήσει, όπως για παράδειγμα ένας πυρσός στην αίθουσα συνεδριάσεων. Πέραν αυτού, οι πολλαπλές εστίες τις πυρκαγιάς είναι αδύνατον να είχαν ένα και μοναδικό υπαίτιο, ακόμα κι αν δεν ληφθεί υπόψη ότι ο ντερ Λούμπε είχε χάσει κατά 80% την όραση του σε νεαρότερη ηλικία, από εργατικό ατύχημα.

Το πόρισμα του Ηett είναι πως πιθανότερη εκδοχή για την πυρκαγιά είναι οι υπαίτιοι της να ήταν μια μικρή ομάδα ανδρών των ταγμάτων εφόδου (SA), με επικεφαλής των ειδικό στις πυρκαγιές Γκέοργκ Γκεβέρ, οι οποίοι ετοίμασαν και άναψαν τη φωτιά στην αίθουσα συνεδριάσεων, χωρίς να γνωρίζει κάτι ο Βαν ντερ Λούμπε. Ως ιθύνοντα νου πίσω από το σχέδιο, ο ιστορικός θεωρεί πως τις περισσότερες πιθανότητες συγκεντρώνει ο Γκαίρινγκ (ο οποίος από παλιά θεωρούνταν υπαίτιος της πυρκαγιάς), που έφτασε πρώτος στο σημείο και από τον υπόγειο διάδρομο του μεγάρου του οποίου προς το Ράιχσταγκ είναι πολύ πιθανό να πέρασαν οι εμπρηστές. Υπάρχει ωστόσο το ενδεχόμενο οργανωτής να ήταν κι ο γκαουλάιτερ του Βερολίνου, Γιόζεφ Γκαίμπελς, χωρίς γνώση του Γκαίρινγκ σε αυτή την περίπτωση.

Υπάρχει βέβαια το ερώτημα γιατί ο βαν ντερ Λούμπε δεν έδωσε τα ονόματα όσων κρύβονταν πίσω από την ενέργειά του. Αφενός έπαιξε ρόλο ότι στη διάρκεια της δίκης είναι πιθανόν να βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών, αφετέρου, ο πυρομανής νεαρός, που είχε ήδη βάλει φωτιές σε διάφορα σημεία του Βερολίνου, είναι πιθανό να είχε έρθει σε επαφή με τους δράστες, οι οποίοι ενδεχομένως εμφανίστηκαν ως κομμουνιστές ή αναρχοσυνδικαλιστές, όπως ήταν εκείνη την περίοδο ο ντερ Λούμπε. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ίδιος δεν αποκάλυψε την ταυτότητά τους για λόγους προστασίας τους.

Η επιχείρηση ξεπλύματος της ναζιστικής ευθύνης κορυφώθηκε στην ΟΔΓ με το υπόμνημα του Τομπίας, επί χρόνια μέλους του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, το 1963. Στόχος του ήταν να προστατεύσει, για λογαριασμό της κυβέρνησης του κρατιδίου της Κάτω Σαξωνίας, αστυνομικούς που το 1933 είχαν συμμετάσχει στις έρευνες μετά την πυρκαγιά, έχοντας αναρριχηθεί στο μεταξύ σε υψηλόβαθμα αξιώματα της Αστυνομίας. Λόγοι “πολιτικού κρατικού συμφέροντος”, επέτασσαν κατά τον Τομπίας την αποδοχή της θεωρίας πως οι ευσυνείδητοι αστυνομικοί το ’33 είχαν διαλευκάνει επιτυχώς και πλήρως την πυρκαγιά. Το συμφέρον αυτό δεν ήταν άλλο παρά εκείνο που σχετιζόταν με τη στέρηση επιχειρημάτων από τη ΓΛΔ, που δεν έχανε την ευκαιρία να στηλιτεύει την έντονη παρουσία ναζιστών σε σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και τα σώματα ασφαλείας  στη Δυτική Γερμανία. Το περιοδικό “Σπήγκελ” προσέφερε αφειδώς κάλυψη στο πόνημα του Τομπίας, καθιστώντας το κρατούσα άποψη για την πλειονότητα των πολιτών και της ιστορικής κοινότητας της χώρας. Οι μέθοδοι του Τομπίας ωστόσο, μόνο επιστημονικές δε μπορούν να χαρακτηριστούν, καθώς περιλάμβαναν εκβιασμούς, εκφοβισμούς και απειλές σε βάρος μαρτύρων αλλά και ιστορικών,  όπως του προέδρου του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου, ο οποίος συμμορφώθηκε τελικά με τις επιταγές του Τομπίας, φοβούμενος την αποκάλυψη του ναζιστικού του παρελθόντος.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: