Ένας πολύ καθαρός πολιτικός κρατούμενος

Όλοι αγκαλιαζόντουσαν, όλοι φιλιούνταν. Και μόνο ο Σπύρος δεν υπήρχε ανάμεσά τους. Ήταν στο φαρμακείο. Έτρεξε και πήρε οινόπνευμα απ’ τα πρώτα φιλιά και τις αποχαιρετιστήριες χειραψίες που είχε δεχτεί.

Ένα μικρό κεφάλαιο από το βιβλίο του Γιώργη Τρικαλινού “Δρόμος μακρύς και δύσκολος”, και συγκεκριμένα από το τρίτο μέρος, όπου διηγείται μερικά ανέκδοτα περιστατικά από τους τόπους εξορίας και βασανισμού των αγωνιστών. Στην παρακάτω ιστορία, στο κεφάλαιο με τίτλο “Σπύρος Αντύπας”, ο συγγραφέας εξιστορεί διάφορα ευτράπελα περιστατικά από τη ζωή του αγωνιστή, με έμφαση τη μανία του με την καθαριότητα, αλλά και πώς τελικά γλίτωσε μαζί με άλλους θανατοποινίτες συντρόφους του την εκτέλεση κατόπιν διεθνούς σοβιετικής παρέμβασης.

Ο Σπύρος Αντύπας, ένας από τους πιο παλιούς συντρόφους του Κόμματος, ήταν πολύ γνωστούς στους παλιούς συντρόφους. Πέθανε το 1980 σε ηλικία 80 χρονών.

Ήταν πολύ γνωστός από την επαναστατική του δράση επί 60 σχεδόν χρόνια στο επαναστατικό κίνημα. Εϊχε πολλές φορές πιαστεί και τα χρόνια που πέρασε στις φυλακές και τις εξορίες έφταναν περίπου τις τρεις δεκαετίες. Κοντός στο ανάστημα και λεπτοκαμωμένος, ήταν πολύ ευχάριστος τύπος. Με τα καλαμπούρια και τα πειράγματά του δημιουργούσε ευχάριστη ατμόσφαιρα στο περιβάλλον της φυλακής και της εξορίας. Και επειδή δεν άφηνε σύντροφο που να μην τον πειράζει, να στήνει πλάκες σ’ όλους, έτσι δεχόταν ομαδικά πειράγματα απ’ όλους τους συντρόφους. Και όλα τα πειράγματα που του κάνανε ήταν γύρω από την καθαριότητα, γιατί αυτή ήταν το αδύνατο σημείο του, ήταν σχολαστικά καθαρός. Πού να τον χαιρετήσεις δια χειραψίας. Έπρεπε την ίδια ώρα να πάει να πλυθεί με οινόπνευμα. Λένε πως κοντά του, είχε ένα μικρό κουτάκι αλουμίνιο μ’ ένα βρεγμένο μπαμπάκι σε οινόπνευμα, για να πλένεται κάθε φορά που χαιρετούσε. Πολύ περισσότερο βέβαια δεν μπορούσες να τον φιλήσεις, όταν τον συναντούσες ύστερα από πολλά χρχόνια. Κυκλοφορούν πάρα πολλά περιστατικά αρκετά γουστόζζικα. Θ’ αναφέρω μερικά, αρκετά χαρακτηριστικά.

Γιώργος Τρικαλινός

Φολέγανδρος 1939. Ο Αντύπας κανένα σύντροφο δεν άφηνε να καθήσει στο κρεβάτι του, για να μην το τσαλακώσει, για να μην το γεμίσει μικρόβια.

Μια φορά πήγε και κάθησε ο Ρήγας, ο γιος του Χρήστου, και σαν μικρός που ήταν κατουρήθηκε πάνω στο κρεβάτι του Σπύρου. Χάλασε ο κόσμος σαν το είδε, όταν γύρισε, ο Σπύρος. Και όλη η ομάδα γελούσε με την καρδιά της. Τις επόμενες μέρες η σατιρική μας εφημερίδα έγραφε το παρακάτω στιχάκι:

Μομφή και παρατήρηση
στο Ρήγα το παιδάκι
που πήγε και κατούρησε
στου Σπύρου το γιατάκι.

Φολέγανδρος την ίδια χρονιά, 1939. Ο Αντύπας κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, είχε τη συνήθεια στην πίσω αυλή του θαλάμου που έμενε, να βγάζει εξώρουχα και εσώρουχα, να τα τινάζει, για να φεύγουν τα μικρόβια και μετά να κοιμάται. Μεις οι νεολαίοι, όλο διαβολιές, το πήραμε αυτό είδηση και μια βραδιά του τη στήσαμε. Πιάσαμε τα διπλανά σπίτια, καμιά δεκαπενταριά νεολαίοι με κλεφτοφάναρα. Κι όταν ο Σπύρος έβγαλε όλα τα ρούχα του κι έμεινε όπως τον γέννησε η μάνα του, ανάψαμε τα φανάρια και τα διασταυρώσαμε στον ολοτσίτσιδο Αντύπα. Χάλασε ο κόσμος από τα γέλια και τις φωνές. Άκουσε τα γέλια και τις φωνές η αστυνομία κι έτρεξε να ιδεί τι συμβαίνει. Την επόμενη μέρα πού να μας μιλήσει ο Σπύρος. Αλλά αυτό δεν κράτησε για πολύ. Γιατί παρ’ όλο ότι ο Σπύρος πειράζονταν, όμως όλο και ήθελε να τον πειράζουμε.

Δέκα χρόνια μετά το 1949. Ο Αντύπας κρατούμενος στις φυλακές Αβέρωφ, καταδικασμένος σε θάνατο. Ένα πρωινό φώναξαν 17 για εκτέλεση. Ανάμεσα σ’ αυτούς και τον Αντύπα. Όλη η φυλακή στο πόδι. Όλοι οι κρατούμενοι φώναζαν με τα χωνιά. Ανήγγειλαν αυτό το γεγονός στο λαό της Αθήνας και τον καλούσαν να παλέψει για να τους αποσπάσει από το εκτελεστικό απόσπασμα. Παράλληλα αγκάλιαζαν και φιλούσαν τους συντρόφους που πήγαιναν για εκτέλεση.

Όμως η εχτέλεση των 17 συντρόφων δεν έγινε, με την επέμβαση του Σοβιετικού αντιπροσώπου στο Συμβούλιο Ασφαλείας, του γνωστού σ’ όλο τον κόσμο των κρατουμένων, Βισίνσκι, και χάρη στην κινητοποίηση του λαού. Οι 17 σύντροφοί μας γλίτωσαν και γύρισαν στη φυλακή με τραγούδια. Όλοι αγκαλιαζόντουσαν, όλοι φιλιούνταν. Και μόνο ο Σπύρος δεν υπήρχε ανάμεσά τους. Ήταν στο φαρμακείο. Έτρεξε και πήρε οινόπνευμα απ’ τα πρώτα φιλιά και τις αποχαιρετιστήριες χειραψίες που είχε δεχτεί.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: