«– Έι! Αν ζήσεις να θυμάσαι ότι ήταν το πρώτο μου φιλί…» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

“Η απάντηση ήταν μια ριπή. Αυτό ήταν. Άρχισε το μακελειό, ο χορός του θανάτου. Ο Χάρος έβαλε δρεπάνια ακόμα και στα πόδια του για να προλαβαίνει να κόβει. Τρέχοντας με το Φώτη πιάσαμε το ύψωμα, από πάνω όμως έτρεχαν προς τα κάτω αντάρτες, γινόταν χαλασμός, τους κυνηγούσαν…”

Η Ελένη Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα  γεννήθηκε στο χωριό Μαριολάτα Φωκίδας το 1933.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει το Δημοτικό σχολείο, αλλά γαλουχήθηκε στις αξίες και τα ιδανικά του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο από τον κομμουνιστή πατέρα της, τον Ηλία Μακρυνιώτη, ο οποίος κυνηγήθηκε για τις ιδέες του και εξορίστηκε από τη μεταξική δικτατορία, ενώ ήταν μεταξύ των γηραιότερων ανταρτών του ΕΛΑΣ. Αργότερα, το 1947, θα δολοφονούνταν άνανδρα και φρικτά, διά αποκεφαλισμού, από τις γνωστές συμμορίες που αποτελούνταν από πρώην συνεργάτες των κατακτητών που λυμαίνονταν την ελληνική ύπαιθρο.

Όπως η μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών της γενιάς της, η Ελένη συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση σαν Αετόπουλο και στη συνέχεια στην ΕΠΟΝ, ενώ με την έναρξη του εμφυλίου πολέμου, κατατάχτηκε εθελοντικά στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, στο Αρχηγείο Παρνασσίδας με αρχηγό τον Διαμαντή και στο Τάγμα του Κρόνου, 2ος Λόχος, με λοχαγό τον Φίτσιο. Το Τάγμα είχε χώρο δράσης τη Ρούμελη.

Τραυματίστηκε το 1948 στο Κακοσάλεσι (σημερινή ονομασία Αυλώνας), πιάστηκε αιχμάλωτη και πέρασε Στρατοδικείο. Λόγω του νεαρού της ηλικίας της δεν εκτελέστηκε και φυλακίστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Τα γεγονότα αυτά αποτελούν το περιεχόμενο του βιβλίου «Μυρτιά του βουνού – Μαρτυρία μιας ανταρτοπούλας», στο οποίο ανήκουν τα παρακάτω αποσπάσματα.

Κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο της Ελένης Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα «Και τώρα πού να πάω;»,  που αποτελεί την αφήγηση των γεγονότων μετά την αποφυλάκισή της.

«Τα πράγματα για τους αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας, άντρες και γυναίκες ήταν πάντοτε δύσκολα. Τις περισσότερες φορές δεν είχαμε ούτε νερό ούτε τρόφιμα ούτε ρούχα καθαρά. Για τις γυναίκες ήταν πρόβλημα το πλύσιμο, το κρύο, το φόρτωμα αλλά όλες μπορούσαν και τ’ αντιμετώπιζαν όλα αυτά.

Μια από κείνες τις φοβερές μέρες βαδίζαμε όλη τη νύχτα σε μια αδιάκοπη πορεία. Το χάραμα σταθήκαμε για να ξαποστάσουμε. Πάω κοντά στον Επιλοχία.

– Ν’ ακουμπήσω κοντά σου, του λέω, γιατί το τραυματισμένο πόδι μου πιάστηκε, με πονάει και δεν έχω κουβέρτα.

Εκείνος με κοίταξε καλά καλά. Ήταν ένα παιδί πανύψηλο από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας χαρούμενο γελαστό και πάντα με το τραγούδι στο στόμα. Φώτη Καρανίκα τον λέγανε. Μου χαμογέλασε κι εγώ ακούμπησα στην πλάτη του. Κουρασμένη όπως ήμουν, με πήρε ο ύπνος. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Για μια στιγμή ακούω αεροπλάνα, ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω πως ένα άσπρο σεντόνι από χιόνι με είχε κουκουλώσει. Την ίδια ώρα ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Τ’ αεροπλάνα λυσσομανούσαν από πάνω μας, αλλά δεν μπορούσαν να φανταστούν πως είμαστε εκεί, χωρίς ίχνη από πατημασιές. Ο στρατός ακουγόταν πολύ κοντά μας, έψαχνε να μας βρει, αν μας έπαιρνε χαμπάρι δε θα έμενε ούτε ίχνος από μας. Ο Φώτης ανασηκώνει το κεφάλι του να ιδεί τι γίνεται. Μου λέει:

-Μη φοβάσαι και προπαντός μην κουνηθείς, έχουμε μουσαφιραίους.

Κάνω να μαζέψω το πόδι μου, τίποτα, δεν μπορούσα να το κουνήσω. Το έτριβα, το ξανάτριβα, ήταν ασήκωτο. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά κι άρχισα να κλαίω.

-Σουτ! Μη φοβάσαι, μου λέει ο Φώτης. Δε μας πήρανε χαμπάρι, μην κάνεις φασαρία, χαθήκαμε.

-Το πόδι μου, ξήλωσε το πόδι μου, του λέω, μη μ’ αφήσεις συναγωνιστή, σε παρακαλώ σκότωσέ με, δε θέλω να πέσω στα χέρια τους, πνίξε με, να έτσι, του ψιθυρίζω, και πιάνοντας τα χέρια του τ’ ακουμπάω στο λαιμό μου. Εκείνος μη ξέροντας πως αλλιώς να με ηρεμήσει έσκυψε και, χωρίς να το περιμένω, με φίλησε στο στόμα. Για μένα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Δεν ήξερα τι μου γινόταν. Κι ο Φώτης ταραγμένος:

-Με συγχωρείς, συναγωνίστρια, δεν υπήρχε άλλος τρόπος κι όπως καταλαβαίνεις η στιγμή αυτή είναι κρίσιμη για μας.

Άρχισε να μου τρίβει το πόδι, να μου λέει άλλα αντ’ άλλων, για να ξεχαστεί το γεγονός. Τον λυπήθηκα.

– Καλά ντε! Καταλαβαίνω, του λέω και του χαμογελάω.

Ο στρατός δεν μας πήρε χαμπάρι. Οι Μάυδες όμως ήταν πιο κάτω και στην παραμικρή κίνησή μας θα καταλάβαιναν που ήμασταν και θα γινόταν χαλασμός.

(…)

Την εποχή εκείνη [σ.σ. άνοιξη του 1948], στόχος των ξένων συμμάχων μας και των ντόπιων στρατηγών και κυβερνώντων ήταν να εξοντώσουν το Δ.Σ.Ε, που δρούσε στη Ρούμελη, στη Θεσσαλία κι αλλού. Για την επίτευξη του σκοπού τους αυτού διέθεσαν σύγχρονο οπλισμό και χιλιάδες στρατό. Οι δυνάμεις του στρατού ήταν 35 χιλιάδες με διοικητή τον Τσακαλώτο (το μετέπειτα φίλο του Μάρκου Βαφειάδη). Στις εκκαθαριστικές αυτές επιχειρήσεις εκτός απ’ το στρατό, πήραν μέρος η Χωροφυλακή, οι Μάυδες, ο Στόλος και η Αεροπορία.

Στον Παρνασσό την εποχή εκείνη δρούσε η 2η Μεραρχία του Δ.Σ.Ε με αρχηγό το Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου). Διέθετε 10 τάγματα με ελαφρό οπλισμό, δηλαδή οπλοπολυβόλα, τουφέκια κι ελάχιστα πυρομαχικά. Η Ταξιαρχία του Πυθαγόρα βρισκόταν στην Απάνω Αγόριανη, με Πολιτικό Επίτροπο τον Παύλο Μπέικο.

Στην Απάνω Αγόριανη, φτάσαμε κι εμείς από την Πάρνηθα, φτωχότεροι από έμψυχο υλικό και θλιμμένοι κατάβαθα για το χαμό του Ταγματάρχη μας του Κρόνου. Όταν φτάσαμε και μάθαμε πως ο Διαμαντής έλειπε, μας κόπηκε η χαρά και πιο πολύ εμένα που έλεγα και ξανάλεγα:

– Και τώρα τι θα κάνω; Ποιον θα ρωτήσω για τους δικούς μου;

«– Έι! Αν ζήσεις να θυμάσαι ότι ήταν το πρώτο μου φιλί…» - Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Η Ελένη Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα στον ΔΣΕ

Πήγα στ’ αλώνια που είχα πάει την η μέρα που έφευγα μπροστά από τον καιρό απ’ την Αγόριανη. Κάθισα σε μια πέτρα και κοίταξα τον κάμπο που ήταν τόσο ήρεμος λες και δε συνέβαινε τίποτα. Ένιωθα χαμένη και παντέρημη λες και θα έπρεπε να με περιμένει ο Διαμαντής που εκείνη την εποχή είχε ένα σωρό σκοτούρες στο κεφάλι του. Με πήρανε τα κλάματα κι ένιωθα ένα βάρος να μου πλακώνει την ψυχή.

Το βράδυ εκείνο μείναμε στην Απάνω Αγόριανη. Μετά από δύο μέρες έγινε ανασυγκρότηση του Τάγματος του Κρόνου. Έπρεπε να συμπληρωθεί και να αναλάβει άλλος Ταγματάρχης, αφού ο δικό μας είχε σκοτωθεί. Μαζευτήκαμε με τα πράγματά μας στ’ αλώνια κατά λόχο, κατά διμοιρία, κατά ομάδες και περιμέναμε τους διοικητές των λόχων των διμοιριών και των ομάδων.

(…)

Όταν χαιρετιόμασταν, το Τάγμα μας. πήρε διαταγή να ξαναγυρίσει πάλι στην Πάρνηθα.

Ο Διαμαντής έλειπε σε αποστολή, στη θέση του είχε αφήσει τον Ερμή(Βασίλη Πριόβολο). Ποτέ δεν έμαθα ποια δικαιώματα είχε. Εμάς πάντως μας χαντάκωσε…

Μόλις πήραμε τη διαταγή, ο λόχος μας ζήτησε να το συζητήσουμε Ο Φίτσιος είπε ότι είναι αδύνατο να σταθούμε στην Πάρνηθα και τούτο γιατί εκεί όλα τα στρατηγικά σημεία τα είχε πιάσει πια ο στρατός κι ακόμα δε θα μπορούσαμε να ελιχτούμε, αφού όλα τα Κέντρα Πληροφοριών μας έχουν διαλυθεί. Η απάντηση ήταν σχεδόν μονολεκτική. “Θα πάμε στην Πάρνηθα, είναι διαταγή”.

Ακούγοντας την απάντηση, μεταξύ σοβαρού και αστείου, λέγαμε μεταξύ μας: “Άντε ελάτε να φιληθούμε και καλή αντάμωση στον Κάτω Κόσμο”. Όλοι μας λέγαμε ανοιχτά πως αυτό που κάνει ο Ερμής είναι μεγάλο σφάλμα που θα το πληρώσουμε πολύ ακριβά. Τα πράγματα που ακολούθησαν, μας δικαίωσαν απόλυτα.

Στις 23 Απρίλη φύγαμε για την Πάρνηθα. Συνταχτήκαμε και μόλις σουρούπωσε αρχίσαμε να κατεβαίνουμε σιγά σιγά προς τα κάτω προσεχτικά και με μεγάλες μεταξύ μας αποστάσεις. Περνώντας ανάμεσα απ’ τα χωριά Σουβάλα και Αγόριανη φτάσαμε στο δημόσιο δρόμο, περάσαμε τη σιδηροδρομική γραμμή και τραβούσαμε για το χωριό Ξυλική της Λοκρίδας. Πριν φτάσουμε στο χωριό, μας ειδοποίησε το Κέντρο Πληροφοριών πως είδανε κινήσεις του στρατού στην Αμφίκλεια, μας είπαν να λάβουμε τα μέτρα μας δηλαδή να μην πάμε στο χωριό.

Τραβήξαμε πιο χαμηλά και προτού ξημερώσει βρεθήκαμε πάνω απ’ το χωριό Κάρυά της Λοκρίδας. Το δάσος πιο πέρα ήταν πυκνό κι αποφασίσαμε να μείνουμε εκεί όλη τη μέρα. Η διμοιρία μου έβγαλε σκοπιές εκεί που έπρεπε και οι άλλοι ξαπλώσαμε κατάχαμα για ξεκούραση. Ο λόχος μας ήταν πιο μπροστά μέσα σε μια ρεματιά, ο λόχος του ‘Εκτορα ψηλότερα κι όλοι μας ήμασταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε κάθε τι που θα μπορούσε απρόοπτα να μας συμβεί.

Αποφασίσαμε να συνετίσουμε την πορεία μας και ξεκινήσαμε κάπως νωρίς για να μαζεύουμε δρόμο. Δεν κρατούσα τίποτα πάνω μου ακόμα και το παγούρι μου δεν το είχα γεμίσει καλά καλά. Το μόνο που κουβαλούσα ήταν οι σφαίρες μου, λίγα εσώρουχα και το ημερολόγιό μου στο οποίο είχαν γράψει διάφοροι αντάρτες όταν ήμασταν στον Παρνασσό κι ο Διαμαντής ακόμα.

Βαδίζαμε όλη τη νύχτα μέσα στον κάμπο αποφεύγοντας να περνάμε μέσα στα σπαρτά γιατί αφήναμε ίχνη, τα σιτάρια είχαν μεγαλώσει και στο πέρασμά μας έσπαζαν κι ήταν εύκολο οι αντίπαλοί μας να καταλάβουν ποιοι πέρασαν από κει.

Δυο μέρες μετά το ξεκίνημά μας βρισκόμασταν στις Αλυκές. Εκεί ήταν ένα χωριό, Πλατανάκι το λέγανε. Όπως βαδίζαμε, βλέπουμε κάποιον να χτυπάει με το τσεκούρι ένα πεύκο. Μόλις μας είδε το έβαλε στα πόδια. Τον πιάσαμε και τον ρωτήσαμε αν υπάρχει κάπου εκεί γύρω στρατός. Μας είπε “Όχι” αλλά δεν πρόλαβε να πει τίποτα άλλο κι ακούμε από δεξιά μας να περνάει στρατός. Κλείσαμε το στόμα του κρατούμενου και λουφάξαμε ακίνητοι στις θέσεις μας. Οι στρατιώτες καθώς τραβούσαν το δρόμο τους, κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Κάποιος απ’ αυτούς έλεγε στους άλλους:

– Ρε, χαμένο το ‘χουν οι αντάρτες να περάσουν από εδώ; Πού μας στέλνουν ενέδρα;

Δε μας πήραν χαμπάρι. Ο στρατός συνέχισε την πορεία του κι εμείς μείναμε εκεί ως το μεσημέρι. Μου είχαν αναθέσει τη φύλαξη του κρατούμενου που τον είχαμε δεμένο και με κλειστό το στόμα. Του λέω:

– Μη φοβάσαι, μόλις νυχτώσει θα σ’ αφήσουμε να φύγεις.

Εκείνη τη στιγμή ακούω κάποιο θόρυβο κι ύστερα πάλι σιωπή. Σηκώνω λίγο το κεφάλι τα μου και βλέπω να περνάει στρατός τη φορά αυτή πιο κοντά μας. Ήμουν μόνη με τον κρατούμενο δεμένο και φιμωμένο. Απάνω εκεί φάνηκε ο Φίτσιος να έρχεται πιο πέρα. Με πλησιάζει:

-Σε ξεχάσαμε, μου λέει χαμογελώντας. Έπρεπε να πάμε πιο κάτω για να βλέπουμε καλύτερα. Ύστερα, οι δυο μας μαζί με τον κρατούμενο τραβήξαμε για τον λόχο μας.

-Εμείς, έλεγε ο Φίτσιος στον κρατούμενο, δε θα σου κάνουμε κακό, μόνο κάνε λίγο υπομονή. Άμα πετύχουμε αυτό που θέλουμε θα σ’ αφήσουμε. Μη φοβάσαι.

Οι ώρες περνούσαν και τα πράγματα ήταν φοβερά δύσκολα για μας. Το βραδάκι βλέπουμε ένα κάρο γεμάτο χωριάτες να περνάει πιο κάτω στο δρόμο. Ψωμί δεν είχαμε κι έπρεπε να βρούμε και να πάρουμε μαζί μας γιατί σαν πιάναμε την Πάρνηθα χωρίς ψωμί θα την είχαμε άσχημα. Αποφασίσαμε να πιάσουμε το κάρο να κρατήσουμε τους άντρες όμηρους και μερικοί από μας μαζί με τις γυναίκες τους να πάμε στο χωριό για να πάρουμε ψωμί κι άλλα τρόφιμα. Έτσι κι έγινε. Πήγαμε στο χωριό πήραμε ψωμί, αλεύρι κι ό,τι είχαν και γυρίσαμε με το κάρο πάλι πίσω. Ο λοχαγός κοίταξε τις γυναίκες:

-Αν κάνετε καμιά εξυπνάδα, να ξέρετε πως οι άντρες σας θα πεθάνουν μαζί μας.

Αποφασίσαμε ο λόχος του Φίτσιου να πάει μπροστά, του Έκτορα πιο αριστερά κι ο Ταγματάρχης με τον Πολιτικό Επίτροπο θ’ ακολουθούσαν τον πρώτο λόχο. Μαζί μας είχαμε και τους άντρες των γυναικών που είχαμε πιάσει πιο πριν. Έπρεπε ν’ ανεβούμε στο υψωματάκι που βρισκόταν κοντά μας χωρίς να μας αντιληφθούν. Ξεκινήσαμε με το σούρουπο και προχωρούσαμε προσεχτικά.

«– Έι! Αν ζήσεις να θυμάσαι ότι ήταν το πρώτο μου φιλί…» - Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Η μαχήτρια του ΔΣΕ Ελένη Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα

Τ’ αεροπλάνα όλες αυτές τις μέρες πετώντας κάθε τόσο από πάνω μας, προσπαθούσαν να δουν πού βρισκόμασταν. Γύρω μας υπήρχε πολύ στρατός, τους βλέπαμε εδώ, εκεί και πιο πέρα, αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω, έπρεπε να φτάσουμε στην Πάρνηθα και μάλιστα πριν ξημερώσει.

Προσπαθούσα να βρίσκομαι κοντά στο Φώτη και στο λοχαγό μου. Μερικοί από μας βρίσκοντας πως δεν έπρεπε να πάμε από κει που πηγαίναμε, φύγανε από αλλού. Τα πράγματα για μας όσο περνούσε η ώρα γίνονταν πιο δύσκολα. Τα νεύρα μας ήταν τεντωμένα σαν σύρματα κι ήμασταν έτοιμοι να σωριαστούμε κάτω.

Φτάσαμε στα Οινόφυτα γύρω στις 4 το πρωί. Όμορφο πρωινό, Απρίλης μήνας βλέπεις, χαρά θεού που λένε, Μεγάλη Παρασκευή ξημερώματα.

Βαδίζαμε με γρήγορο βήμα, χωρίς σταμάτημα κι όσο πλησιάζαμε προς το βουνό, τόσο καθαρότερα βλέπαμε τι μας περιμένει. Ο Φίτσιος έρχεται κοντά μας, κοιτάει το Φώτη με δείχνει και του λέει:

-Αν δεις και δε γίνεται τίποτα, πάρε το κορίτσι από δω και φύγετε, κρυφτείτε. Σήμερα, νομίζω, πως είναι το…, δεν ξεστόμισε τη λέξη “τέλος”. Μας κοίταξε:

-Πάμε, είπε και ξεκινήσαμε για να φτάσουμε τους άλλους.

Γύρω στις πέντε το πρωί την ώρα που η Πούλια πήγαινε να βασιλέψει, να κρυφτεί για να μη δει το μεγάλο κακό που θ’ ακολουθούσε, φτάνοντας δεξιά απ’ την Αυλώνα σε μια ρεματιά κοντά στα ριζά της Πάρνηθας, βλέπουμε μες στις ελιές πολλούς στρατιώτες να συνομιλούν και να ζεσταίνουν τα χέρια τους γύρω απ’ τις αναμμένες φωτιές. Έπρεπε να τραβήξουμε το δρόμο μας, δεν είχαμε άλλη επιλογή κι όλα θα πήγαιναν καλά για μας αν οι στρατιώτες δεν είχαν πιάσει το ύψωμα. Εκεί που βαδίζαμε προσεχτικά ακούμε πιο κάτω κάποιον να φωνάζει:

-Αλτ! Τις συ;

-Φαντάρος.

-Ποιου λόχου;

Η απάντηση ήταν μια ριπή. Αυτό ήταν. Άρχισε το μακελειό, ο χορός του θανάτου. Ο Χάρος έβαλε δρεπάνια ακόμα και στα πόδια του για να προλαβαίνει να κόβει. Τρέχοντας με το Φώτη πιάσαμε το ύψωμα, από πάνω όμως έτρεχαν προς τα κάτω αντάρτες, γινόταν χαλασμός, τους κυνηγούσαν, ο Φώτης με κοιτάει:

-Έχω και τα λεφτά πάνω μου, μου λέει. Πρέπει να τα ξεφορτωθώ.

Πίσω μας ήταν μία στρούγκα, μπαίνω πρώτη εγώ. Μέσα ήταν δυο παιδάκια. Τους λέω;

-Κάπου πρέπει να κρυφτούμε.

Κάποιος πετάχτηκε πίσω μου και ρίχτηκε πάνω μου για να με πιάσει. Προσπαθούσα να ξεβουλώσω το στόμα μου για να φωνάξω. Κείνη τη στιγμή μπήκαν στη στρούγκα ο Γιώργος και ο Φώτης. Ο Γιώργος βλέπει αυτόν που με κρατούσε, τον σπρώχνει και με παίρνει από τα χέρια του κι αμέσως φεύγουμε οι τρεις μας τρέχοντας. Ο Φώτης με πλησιάζει και μου λέει:

-Συναγωνίστρια, να τα λεφτά, τα βλέπεις, θα τα πετάξω να μη τα βρουν πάνω μου και τα πάρουν. Θα βάλω μόνο δύο λίρες στα παπούτσια μου, αν ζήσω μπορεί να…

Οι σφαίρες σφύριζαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας πυκνές, ίδια βροχή, προφανώς δε θα μας θέλανε νεκρούς, αλλά ζωντανούς. Τραυματίστηκα στο πόδι μου από χειροβομβίδα, το παπούτσι μου γιόμισε με αίμα. Όλοι μας τρέχαμε και δε φτάναμε. Μας φώναζαν:

-Σταθείτε, δε θα σας κάνουμε τίποτα, παραδοθείτε…

Βλέπω το Φώτη δίπλα μου να σταματάει και να βάζει το τόμσον του κάτω από το σαγόνι του.

-Μηηη…, του φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορούσα.

Του αρπάζω το τόμσον και τρέχω προς τα πέρα, αλλά ο Φώτης βγάζοντας απ’ τη θήκη του το πιστόλι του, μου φωνάζει:

-Έι! Αν ζήσεις να θυμάσαι, ότι ήταν το πρώτο μου φιλί…

Δεν πρόφτασα να του πω τίποτα, κοιτώντας γύρω μου είδα πως αυτό που έκανε ο Φώτης το μιμήθηκαν κι άλλοι αντάρτες.

Άρχισα να τρέχω, αλλά οι στρατιώτες δε με κυνηγούσαν, δε με πυροβολούσαν, ήταν σίγουροι πως πιο κάτω θα μ’ έπιαναν. Έτρεχα κρατώντας στο χέρι μου το αυτόματο του Φώτη και μια δεσμίδα σφαίρες. Τρέχοντας βρέθηκα μες στον κάμπο μακριά απ’ τη ρεματιά και χώθηκα μέσα σε κάτι θάμνους.

Λίγο αργότερα, φάνηκε ένα τανκς, στάθηκε πιο πέρα, κατέβηκαν δυο τρεις στρατιώτες, σήκωσαν από κάτω κάποιον τραυματία, τον ανέβασαν στο τανκ κι έφυγαν.

Όταν έφυγε το τανκ, ακούω κάποιον δίπλα μου να φωνάζει:

-Έι, κάποιος κρύβεται εκεί μέσα, νάτος.

Εγώ δε κουνιόμουνα καθόλου. Με πλησιάζουν.

-Είναι νεκρός, λέει ο ένας απ’ αυτούς. Κι ο άλλος:

-Ρίξ’ του τη χαριστική βολή.

Ένας Μάυς με πολιτικά και τραγιάσκα με πλησιάζει:

-Ρε, αυτή είναι γυναίκα και είναι δική μου, λέει κι ορμάει πάνω μου, μ’ αρπάζει απ’ τα μαλλιά και με τραβάει έξω στους θάμνους.»

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Δείτε ακόμα:

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: «Γιατί ήμασταν η στιγματισμένη “οικογένεια του Μακρυνιώτη”…»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: