«Ε, σύντροφε…ούτε άγιοι ούτε αγγελούδια είμαστε…»

Όταν είσαι καπνιστής, σε στιγμές χαράς ή και στεναχώριας καπνίζεις χωρίς σταματημό και περισσότερα όταν νιώθεις ότι έχεις πολλά τσιγάρα. Πρόσφερα και σ’ όσους συντρόφους είχα δίπλα μου…Δεν μπορείς, π.χ., να καπνίζεις ολόκληρο τσιγάρο και μάλιστα πολυτελείας και να νιώθεις το διπλανό σου να καπνίζει μισαδάκι ή τριτάκι, δεύτερης ποιότητας τσιγάρα, ή να μην καπνίζει καθόλου. Νιώθεις ντροπή.

Υπάρχουν και όμορφα και ωραία περιστατικά στη ζωή του αγωνιστή. Αλλά υπάρχουν και δυσάρεστα. Αυτά πρέπει να τα βλέπει, να βλέπει την ωμή πραγματικότητα, έτσι όπως είναι, όχι όπως θέλει να είναι, όπως του αρέσει. Και να την αντιμετωπίζει σωστά. Ο λαός μας, με το αλάθητο κριτήριό του, έχει μια παροιμία που λέει:

«Και τα καλά δεχούμενα, και τα κακά δεχούμενα».

(…)Μετά από ένα μήνα από τότε που με πήγαν στην Αίγινα, ήρθε η μάνα μου επισκεπτήριο. Ήταν πολύ αδυνατισμένη. Πολύ της στοίχισε η σύλληψή μου. Το μικροαστικό περιβάλλον του Αλμυρού, στο οποίο ανήκε η οικογένειά μου, δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον «άσωτο» γιο, που εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο κι έγινε κομμουνιστής, αφήνοντας απροστάτευτη την οικογένειά του: μια μάνα, δυο αδελφές ανύπαντρες κι ένα μικρότερο αδελφό. Αυτά τα σχόλια πιο πολύ τα υπολόγιζε η μάνα, παρά αυτό καθεαυτό το γεγονός. Γιατί το ήξερε και το έλεγε ανοιχτά η μάνα, πως το παιδί της «είναι ένας τίμιος άνθρωπος, καλό παιδί, μυαλωμένο, έχει καλή καρδιά…» Αλλά όσο κι αν το ’ξερε αυτό και το πίστευε, υπολόγιζε, όμως, και τα λόγια του κόσμου.

Γι’ αυτό ήρθε στη φυλακή με φουσκωμένα τα στήθη της από τη στενοχώρια. Μόλις με είδε πίσω απ’ το συρματόπλεγμα, έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε με λυγμούς. Φούσκωσαν και τα δικά μου στήθη κι άρχισαν και τα δικά μου μάτια να τρέχουν δάκρυα. Οι φύλακες που παρακολουθούσαν το επισκεπτήριο προσπάθησαν να τα εκμεταλλευτούν όλα αυτά. Αλλά άδικα. Γιατί μπορεί να τρέχαν τα δάκρυα από τα μάτια μου, όμως η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, μεγάλωνε πιο πολύ το πείσμα μου, μεγάλωνε πιο πολύ η δύναμη και η θέληση για εκδίκηση, για το κακό που έκαναν στη βασανισμένη μου μάνα. Οι κομμουνιστές μπορεί να είναι οι πιο ευαίσθητοι άνθρωποι στα πάθη και τους καημούς του κόσμου. Να είναι οι πιο ευαίσθητοι στο κλάμα του μικρού παιδιού, στο κλάμα της μάνας, αλλά να είναι και οι πιο σκληροί στον ταξικό αντίπαλο, αλύγιστοι στις μάχες μαζί του. Γι’ αυτό άλλωστε είναι κομμουνιστές. Κι όσο τα χρόνια διαβαίνουν τόσο και πιο ευαίσθητοι γίνονται, αλλά και πιο αλύγιστοι. Σήμερα, π.χ., δεν μπορείς ν’ αντικρίζεις να σκοτώνονται τα παιδιά της Νικαράγουας από τους μισθοφόρους των Αμερικανών ιμπεριαλιστών, τα παιδιά της Παλαιστίνης από τους σοβινιστές του Ισραήλ, να πεθαίνουν τα παιδιά της Αφρικής από την πείνα και να μη συγκινείσαι, να στέκεις αδιάφορος. Να στέκεσαι αδιάφορος στο δράμα των λαών της Γιουγκοσλαβίας, εξαιτίας των ιμπεριαλιστών του ΝΑΤΟ και της Αμερικής. Αντίθετα, πρέπει πιο πολύ να μεγαλώνει το μίσος σου ενάντια στον ιμπεριαλισμό, την πείνα και τον πόλεμο.

Η μάνα ήρθε κι έφυγε, αφού με είδε άλλη μια φορά. Έφυγε ξαλαφρωμένη. Τη βοήθησε ίσως η κουβέντα που κάναμε. Φεύγοντας μου άφησε διάφορα τρόφιμα, φρούτα και 20 μεγάλα πακέτα τσιγάρα No 1 Παπαστράτου. Εκείνη την εποχή ήταν από τα πιο καλά και ακριβά τσιγάρα. Στην ομάδα έδωσα το 50% από τα τσιγάρα, τα φρούτα και τα τρόφιμα.

Όταν είσαι καπνιστής, σε στιγμές χαράς ή και στεναχώριας καπνίζεις χωρίς σταματημό και περισσότερα όταν νιώθεις ότι έχεις πολλά τσιγάρα. Πρόσφερα και σ’ όσους συντρόφους είχα δίπλα μου στη βόλτα ή στην παρέα. Δεν μπορείς, π.χ., να καπνίζεις ολόκληρο τσιγάρο και μάλιστα πολυτελείας και να νιώθεις το διπλανό σου να καπνίζει μισαδάκι ή τριτάκι, δεύτερης ποιότητας τσιγάρα, ή να μην καπνίζει καθόλου. Νιώθεις ντροπή. Εγώ τουλάχιστον αυτό δεν μπορούσα να το κάνω και πάντα πρόσφερα. Όμως, μέσα σε πέντε περίπου ημέρες είχαν τελειώσει τα Παπαστράτου και άρχισα ξανά τα δεύτερα, τα Ματσάγγου.

Μια μέρα με πλησιάζει ένας σύντροφος και μου ζητάει ένα τσιγάρο Παπαστράτου. Ήταν από τους πιο θεριακλήδες της φυλακής και τους πιο φτωχούς. Όσο δεν είχε τσιγάρο, τον έβλεπες νευριασμένο να στριφογυρίζει στο προαύλιο, να μη μιλάει σε κανέναν κι αν πήγαινε κανείς να τού πει κάτι, φώναζε, νεύριαζε κλπ. Του απάντησα πως δεν έχω τσιγάρα Παπαστράτου, αλλά δεύτερα Ματσάγγου και μπορούσα να του δώσω απ’ αυτά. Πριν καλά-καλά του προσφέρω τσιγάρο Ματσάγγου, άρχισε να φωνάζει, να βρίζει:

«Κράτησέ τα, ρε, και μη μου δίνεις. Νομίζεις επειδή είσαι πλουσιόπαιδο, πως θα ζήσεις εσύ κι εμείς θα πεθάνουμε;»

Φώναζε δυνατά κι ακουγόταν σ’ όλο το προαύλιο, έχασε τον έλεγχο αυτών που έλεγε. Όλοι γύρισαν προς αυτόν και δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν για να τον σταματήσουν.

Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μεγάλη στενοχώρια, απογοήτευση. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως ένας σύντροφος παλιός, με πολλά χρόνια στη φυλακή, θα μπορούσε να μου μιλάει μ’ αυτό τον τρόπο.

Χωρίς να βγάλω λέξη, έφυγα. Αποτραβήχτηκα στο κελί μου, χώθηκα στο κρεβάτι μου, πολύ στενοχωρημένος, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω αυτό που μου συνέβη.

Ο Ζεύγος κι ο Παπαρήγας παρακολούθησαν αυτή τη σκηνή. Ύστερα από λίγο, τους βλέπω να μπαίνουν στο κελί και να με ρωτάν: «Τι σου συνέβη, σύντροφε, και είσαι έτσι στενοχωρημένος;» Τους αφηγήθηκα το περιστατικό. Τους είπα και τη στενοχώρια και την απογοήτευση που ένιωσα από τη συμπεριφορά αυτού του συντρόφου, που ήταν παλιός με μεγάλη ιστορία και με πολλά χρόνια στη φυλακή.

Πρώτος μίλησε ο Ζεύγος:

«Ε, σύντροφε», μου λέει, «μπήκες στο κίνημα μ’ έναν επαναστατικό ενθουσιασμό. Ήρθες στη φυλακή, νομίζοντας πως όλοι μας είμαστε αγγελούδια. Αλλά ούτε άγιοι ούτε αγγελούδια είμαστε. Ζήσαμε και μεγαλώσαμε σ’ αυτή την κοινωνία της εκμετάλλευσης και της σκλαβιάς. Κληρονομήσαμε απ’ αυτή ένα σωρό κουσούρια. Είμαστε γεμάτοι αδυναμίες και ελλείψεις. Μπορούμε να τα εξαλείψουμε όλα αυτά με την πάλη ενάντια σ’ όλες αυτές τις ελλείψεις και αδυναμίες. Με τη μελέτη και την αφομοίωση της θεωρίας μας, με την πάλη που πρέπει να κάνει ο καθένας μας, για να γίνουμε καλοί άνθρωποι, καλοί επαναστάτες.»

«Γι’ αυτό, λοιπόν, σύντροφε», συνέχισε ο σ. Παπαρήγας, «δεν πρέπει ν’ απογοητεύεσαι από κάτι τέτοια περιστατικά, αλλά να δεις την πραγματικότητα τέτοια που είναι, να προσπαθήσεις το νεανικό σου ενθουσιασμό να τον στεριώσεις με το ιδεολογικό σου ανέβασμα, μελετώντας και αφομοιώνοντας δημιουργικά τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία. Να παλεύεις καθημερινά, να κάνεις και τους συντρόφους σου καλύτερους για την υπόθεση για την οποία αγωνιζόμαστε όλοι μας…»

Πόσο σωστά, αλήθεια, αυτά τα λόγια! Και πόσο με βοήθησαν να δω τα πράγματα έτσι όπως ήταν και να καθορίσω τι έπρεπε να κάνω, για να γίνω ένας σωστός άνθρωπος, ένας καλός κομμουνιστής!

Το καλοκαίρι του 1978, ύστερα από 40 χρόνια, σε μια περιοδεία μου σε μια ακριτική περιοχή της Ελλάδας, είχα μια ευχάριστη έκπληξη. Συνάντησα το σύντροφο που μου έκανε τη φασαρία στην Αίγινα με το τσιγάρο. Με υποδέχτηκε με εγκαρδιότητα. Βέβαια, δεν αναφερθήκαμε σ’ εκείνο το θλιβερό επεισόδιο με το τσιγάρο. Ήταν μέλος του Κόμματος και τον εκτιμούσαν όλοι στην περιοχή του. Είχε δυο παιδιά, μέλη του Κόμματος, με καλή δράση και με μεγάλη εκτίμηση. Πόσο το χάρηκα αυτό! Γιατί είδα την ευεργετική επίδραση του Κόμματος στη διαπαιδαγώγησή του, είδα και τη δύναμη του ίδιου να ξεπεράσει αδυναμίες και ελλείψεις.

Γ. Τρικαληνού, Ανασκαλεύοντας τη χόβολη της μνήμης, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1998

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: