Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Η 9η Μάη θα είναι για πάντα χαραγμένη στη μνήμη των λαών ως η μέρα της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών, ως μέρα τιμής και υπόκλισης στα εκατομμύρια που έπεσαν στον αγώνα για να συντριβεί ο ιμπεριαλιστικός φασιστικός – ναζιστικός Αξονας, ως μέρα υπενθύμισης της τεράστιας προσφοράς του Κόκκινου Στρατού, του σοβιετικού λαού και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, στα οποία πρωτοστάτησαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα.
Το ΚΚΕ τιμά και υπερασπίζεται από τη βρώμικη ιστορική διαστρέβλωση την τεράστια προσφορά της Σοβιετικής Ενωσης στον αγώνα για τη συντριβή του φασισμού – ναζισμού. Η Σοβιετική Ενωση σήκωσε το κύριο βάρος της πάλης κατά του φασισμού – ναζισμού, πληρώνοντας βαρύτατο κόστος. Το μεγαλύτερο μέρος των υποδομών, των εργοστασίων, του πλούτου που είχε δημιουργήσει με μεγάλο μόχθο και ενθουσιασμό ο σοβιετικός λαός στη διάρκεια δύο δεκαετιών, καταστράφηκε και λεηλατήθηκε από τους ναζί εισβολείς. Βαρύτατος ήταν και ο φόρος αίματος της Σοβιετικής Ενωσης, που προσέφερε πάνω από 25 εκατομμύρια νεκρούς (σύμφωνα με τα νεότερα ιστορικά στοιχεία) και πάνω από 10 εκατομμύρια ανάπηρους και τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους και ο ανθός του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκοι), της Κομμουνιστικής Νεολαίας (Κομσομόλ) και των οργάνων της σοσιαλιστικής εξουσίας.
Ο σοβιετικός λαός προσέφερε πρωτόγνωρες θυσίες στην τιτάνια μάχη εναντίον του φασισμού – ναζισμού, ακριβώς επειδή πολεμώντας για τη σοσιαλιστική πατρίδα, υπερασπιζόταν το πρώτο εργατικό κράτος και τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής που τότε θεμελιώνονταν, όλα όσα είχαν προσφέρει στην ανάπτυξη της σοσιαλιστικής παραγωγής με στόχο την κοινωνική ευημερία. Τα πλεονεκτήματα της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας αντικατοπτρίστηκαν και στην αμυντική θωράκιση της Σοβιετικής Ενωσης, στις δυνατότητες εξοπλισμού και ανεφοδιασμού του Κόκκινου Στρατού. Παράλληλα, η δράση του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος ως επαναστατικής εργατικής πρωτοπορίας αποδείχτηκε έμπρακτα στη δυνατότητα οργάνωσης και μαχητικής ικανότητας του σοβιετικού λαού, τόσο στα πεδία των μαχών και στα μετόπισθεν, όσο και πίσω από τις γραμμές του εχθρού, στα κατειλημμένα σοβιετικά εδάφη, όπου πρωτοστάτησε στην οργάνωση του παρτιζάνικου κινήματος.
Πρωτοπόρα ήταν η συμβολή των Σοβιετικών γυναικών, οι οποίες στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είχαν βγει από τα σκοτάδια της ανισοτιμίας που έτρεφαν επί αιώνες οι ταξικές εκμεταλλευτικές κοινωνίες. Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες έπιασαν δουλειά στα εργοστάσια, αντικαθιστώντας επάξια στην παραγωγή τους άντρες, που πολεμούσαν στο μέτωπο. Περισσότερες από 1 εκατομμύριο γυναίκες στα κολχόζ ειδικεύτηκαν και δούλεψαν ως οδηγοί και μηχανικοί. Πάνω από 200 χιλιάδες ανέλαβαν υπεύθυνες συνεργείων και πρόεδροι κολχόζ, ενώ 1 εκατομμύριο πήραν μέρος στις μάχες, στο κύριο μέτωπο και στα αντάρτικα τμήματα.
Συνολικότερα, η σωτηρία της Σοβιετικής Ενωσης και η εποποιία του Κόκκινου Στρατού δεν θα ήταν δυνατές αν στα 20 χρόνια που μεσολάβησαν από το τέλος του εμφυλίου πολέμου και της ιμπεριαλιστικής επέμβασης που ακολούθησαν την Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν είχε προχωρήσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση και αν δεν είχε διανυθεί στο πλαίσιό της μια τεράστια απόσταση στην κατεύθυνση της συνειδητά σχεδιασμένης κοινωνικής – οικονομικής και πολιτικής – πολιτιστικής ανάπτυξης. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση ήταν αυτή τελικά που καθόρισε και την έκβαση της πολεμικής σύγκρουσης.
Αν συγκρίνει κανείς τις σοβιετικές απώλειες με τις αντίστοιχες της Μ. Βρετανίας (375 χιλιάδες νεκροί) και των ΗΠΑ (405 χιλιάδες νεκροί), κατανοεί εύκολα ποιος έγειρε την πλάστιγγα του πολέμου εναντίον του φασισμού – ναζισμού. Το ίδιο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο Κόκκινος Στρατός, ακόμα και μετά το άνοιγμα του δυτικού μετώπου (1944), προήλαυνε εναντίον 200 γερμανικών μεραρχιών, ενώ τα σύμμαχα καπιταλιστικά κράτη αντιμετώπιζαν μόλις 75 μεραρχίες.
Στην ήττα του φασισμού – ναζισμού καθοριστική ήταν η συμβολή και των λαϊκών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Από την πρώτη στιγμή και με μεγάλο κόστος, με την καθοδήγηση των κομμουνιστών, άνοιξαν το δεύτερο μέτωπο στη ναζιστική Γερμανία και τους συμμάχους της στην καρδιά της κατεχόμενης Ευρώπης. Οργανώνοντας την πάλη των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων για την επιβίωσή τους και την ένοπλη αντίσταση, παρεμπόδισαν την οικονομική αφαίμαξη των κατακτημένων χωρών και τη στρατολόγηση των κατεχόμενων πληθυσμών, προξένησαν μεγάλες απώλειες στις δυνάμεις Κατοχής και καθήλωσαν στρατεύματα που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στο ανατολικό μέτωπο.
Το ΚΚΕ τιμά όσες και όσους έδωσαν τη ζωή τους ή έμειναν ανάπηροι στα πεδία των μαχών και στην παρανομία στις χώρες που κατέκτησε ο φασιστικός Αξονας. Ολους εκείνους που πάλεψαν με το όπλο ή με την προκήρυξη στο χέρι, οργάνωσαν τον εργατικό – λαϊκό αγώνα, κράτησαν ηρωική στάση στα κρατητήρια και στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Tους αμέτρητους νεκρούς από τους βομβαρδισμούς και από την πείνα, με πρώτο και μεγαλύτερο θύμα τα παιδιά. Tα εκατομμύρια εκείνων που βασανίστηκαν στα φοβερά στρατόπεδα συγκέντρωσης και θανάτου και κάθε χώρο φρίκης, όπου η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο έφτασε στο έσχατο σημείο της με την απόλυτη απαξίωση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αισθανόμαστε υπερήφανοι που το ΚΚΕ αποτέλεσε τον εμπνευστή, οργανωτή και κύριο αιμοδότη της μεγάλης ΕΑΜικής Αντίστασης, ενός από τα μεγαλύτερα αντιστασιακά κινήματα της κατεχόμενης από τον φασιστικό Αξονα Ευρώπης.
Η Εθνική Αλληλεγγύη, το Εργατικό ΕΑΜ, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, το ΕΛΑΝ, η ΕΠΟΝ, η ΟΠΛΑ και άλλες εργατικές – λαϊκές μαζικές οργανώσεις αγκάλιασαν με τη δράση τους εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, βιοπαλαιστές αγρότες, αυτοαπασχολούμενους της πόλης, νεολαίους και γυναίκες των εργατικών – λαϊκών οικογενειών, έδωσαν φωνή στις ανάγκες και τα όνειρά τους, οργάνωσαν την πάλη τους, με την οποία μπόρεσαν να βγουν στο προσκήνιο της Ιστορίας και να γίνουν οι πρωταγωνιστές των εξελίξεων.
Η Αντιφασιστική Νίκη των Λαών απέδειξε ότι καμιά εξουσία δεν είναι άτρωτη απέναντι στις μαζικά οργανωμένες και εξοπλισμένες εργατικές – λαϊκές δυνάμεις. Οταν τον Ιούλη του 1941, στην κατειλημμένη Αθήνα, μια δράκα αποφασισμένων κομμουνιστών αποφάσιζε την αντίσταση με όλα τα μέσα στην Τριπλή Φασιστική Κατοχή, τον καιρό που οι ναζιστικές μεραρχίες παρέμεναν αήττητες και προήλαυναν στα σοβιετικά εδάφη, έθετε σκοπούς και στόχους σε αντίθεση και πάλη με τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων. Ομως οι αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ αποτέλεσαν τη βάση της ΕΑΜικής εποποιίας, ακριβώς γιατί ήταν οι μόνες που ανταποκρίνονταν στα συμφέροντα και τις ανάγκες της εργατικής – λαϊκής πλειοψηφίας.
Χρέος η υπεράσπιση της ιστορικής αλήθειας
Ο συμβολισμός της 9ης Μάης, η αποφασιστικότητα, η ελπίδα και η αισιοδοξία που προσφέρει στις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις για τους σημερινούς και αυριανούς τους αγώνες εξηγεί γιατί οι υπηρέτες της καπιταλιστικής εξουσίας τρέφουν άσβεστο μίσος για την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών. Ιδιαίτερα μετά τη νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ενωση και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (1989-1991), η προσπάθεια να ξαναγραφτεί η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πήρε διαστάσεις συντονισμένης και ξέφρενης εκστρατείας.
Το αστικό ιδεολόγημα ταύτισης φασισμού – κομμουνισμού αποτελεί το βασικό συστατικό της αντικομμουνιστικής – αντισοσιαλιστικής προπαγάνδας και παραχάραξης της ιστορικής αλήθειας. Ταυτίζοντας τον φασισμό – ναζισμό με τον κομμουνισμό, τους θύτες με τα θύματα, τα επιτελεία των καπιταλιστικών κρατών και των διακρατικών καπιταλιστικών ενώσεων επιχειρούν να συγκαλύψουν την οργανική διασύνδεση που έχει το τερατούργημα του φασισμού – ναζισμού με τον μονοπωλιακό καπιταλισμό και παράλληλα να αποκρύψουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Σοβιετικής Ενωσης και των κομμουνιστών σε όλο τον κόσμο στην αντιμετώπιση και συντριβή του φασισμού – ναζισμού. Προσπαθούν να αποκρύψουν ότι ο φασισμός – ναζισμός (που συνιστά πολιτική μορφή της καπιταλιστικής εξουσίας) και ο κομμουνισμός αποτελούσαν δύο αντίπαλα κοινωνικά – ταξικά συστήματα, με το πρώτο να υπηρετεί την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και με το δεύτερο να την έχει καταργήσει.
Αστικά επιτελεία κατασκευάζουν τερατώδη ψέματα, πλαστογραφούν ντοκουμέντα, αντιστρέφουν την ιστορική πραγματικότητα, αξιοποιούν ακόμα και τότε επιχειρήματα της ναζιστικής προπαγάνδας, για να λασπώσουν την πάλη του σοβιετικού λαού, του Κόκκινου Στρατού και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές. Η αστική και οπορτουνιστική προπαγάνδα, φτάνοντας τον αντικομμουνισμό στα όρια του παραλόγου, ισχυρίζεται ότι ο σοβιετικός λαός πολέμησε και αντιστάθηκε λόγω της τρομοκρατίας που του ασκήθηκε από την κομμουνιστική ηγεσία και το σοβιετικό κράτος!
Η έκρηξη αυτενέργειας, ηρωισμού και θυσίας που έδειξε το μεγαλύτερο τμήμα του σοβιετικού λαού ήταν βασικά αποτέλεσμα της συνειδητής συμμετοχής και πειθαρχίας. Αυτή έδωσε τη δύναμη στους οικοδόμους του σοσιαλισμού να μεταφέρουν στα ενδότερα της Σοβιετικής Ενωσης χιλιάδες εργοστάσια και επιχειρήσεις των δυτικών περιοχών, ώστε να συνεχιστεί η παραγωγή, να χτίσουν από την αρχή ερειπωμένες περιοχές, όταν οι γερμανικές στρατιές τις εγκατέλειπαν, να οργανωθούν στα παρτιζάνικα τμήματα των κατειλημμένων σοβιετικών εδαφών, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο της άμεσης εκτέλεσης.
Τα αστικά επιτελεία κρύβουν επιμελώς ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αναθέρμανε τις ελπίδες των αντεπαναστατικών δυνάμεων, που τον είδαν ως τη μεγάλη ευκαιρία για την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ενωση και συμμάχησαν με τους Γερμανούς. Ταυτόχρονα, αποκρύπτουν ότι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν διέπραξαν μόνο οι δυνάμεις του «Αξονα», αλλά και οι κυβερνήσεις των λεγόμενων «δημοκρατικών» καπιταλιστικών κρατών. Το πιο μεγάλο, μαζικό και ανατριχιαστικό έγκλημα διέπραξαν οι ΗΠΑ, όταν, δίχως να υπάρχει στρατιωτική ανάγκη, έριξαν τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι (6 και 9 Αυγούστου 1945). Στόχος ήταν να εκβιαστεί η Σοβιετική Ενωση και να τρομοκρατηθούν οι λαοί που είχαν μάθει να αγωνίζονται με το όπλο στο χέρι στη διάρκεια του πολέμου.
Στις πρώτες θέσεις αυτής της μεθοδευμένης βρώμικης εκστρατείας βρίσκεται η καπιταλιστική Ευρωπαϊκή Ενωση, που έχει ορίσει την 9η Μάη ως ημέρα της Ευρώπης και την 23η Αυγούστου (ημέρα υπογραφής του σοβιετο-γερμανικού συμφώνου μη επίθεσης Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ του 1939) ως ημέρα μνήμης των θυμάτων των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Μάλιστα, αναπαράγοντας το ανιστόρητο ιδεολόγημα των δύο άκρων, το σχετικό ψήφισμα του 2009 θεωρεί την ταύτιση φασισμού – ναζισμού και κομμουνισμού ως προϋπόθεση της διατήρησης της συνοχής της Ευρωπαϊκής Ενωσης:
«Η Ευρώπη δεν θα είναι ενωμένη, εκτός εάν μπορεί να διαμορφώσει μια κοινή γνώμη για την ιστορία της, αναγνωρίζοντας τον ναζισμό, τον σταλινισμό και τα φασιστικά και κομμουνιστικά καθεστώτα ως κοινή κληρονομιά και ανοίγοντας έναν τίμιο και επιμελή διάλογο για τα εγκλήματά τους…».
Διόλου τυχαία, σε μια σειρά κράτη – μέλη και σε επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ενωσης η εκδίωξη των γερμανικών στρατευμάτων από τον Κόκκινο Στρατό και η απελευθέρωση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης αποκαλούνται ως σοβιετική κατοχή! Την ίδια ώρα, στη Γερμανία και στην Αυστρία, οι λιποτάκτες του γερμανικού στρατού, που αυτομόλησαν στον Κόκκινο Στρατό ή στους εθνικοαπελευθερωτικούς στρατούς, όπως στον ΕΛΑΣ, διώχτηκαν και εξακολουθούν να θεωρούνται «εθνική ντροπή»!
Τα προηγούμενα φανερώνουν τον ταξικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη δεδομένη και διαχρονική της εχθρότητα απέναντι στους εργατικούς – λαϊκούς αγώνες και στα ζωτικά εργατικά – λαϊκά συμφέροντα. Φανερώνουν ακόμα το κάλπικο των επιχειρημάτων της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και των κομμάτων του ευρωμονόδρομου (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Ελληνική Λύση, Πλεύση Ελευθερίας, Κίνημα Δημοκρατίας, Νέα Αριστερά), που αποπροσανατολιστικά παρουσιάζουν την Ευρωπαϊκή Ενωση ως κοιτίδα, βάθρο ανάπτυξης και προστάτη των εργατικών – λαϊκών ελευθεριών και κατακτήσεων.
Στον ξέφρενο αντικομμουνισμό και στην προσπάθεια παραχάραξης της Ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μετέχουν ενεργά και τα ελληνικά αστικά επιτελεία και διανοούμενοι – απολογητές της καπιταλιστικής εξουσίας. Φτάνουν να αποκαλούν την Αντίσταση «τρομοκρατία»! Εμφανίζουν την παραδειγματική τιμωρία των δωσίλογων ως «σφαγές αμάχων». Προβάλλουν τη δημιουργία οργανώσεων τύπου Ταγμάτων Ασφαλείας και της συνεργασίας τους με τους κατακτητές ως ανάγκη «αθώων να προστατευθούν από το αιματηρό όργιο που εξαπέλυσαν εναντίον τους οι κομμουνιστές»!
Παράλληλα, ενοχοποιούν την ένοπλη εργατική – λαϊκή πάλη του Δεκέμβρη 1944 και των χρόνων 1946 – 1949, γιατί, παρά την ήττα της, φοβούνται τις παρακαταθήκες της. Ο ηρωικός αγώνας του λαού της Αθήνας και του Πειραιά τον Δεκέμβρη 1944, όπως και ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) αποτελούν ορόσημα και κορύφωση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, που με τη θετική και την αρνητική τους πείρα μπορούν να φωτίσουν τον δρόμο των μελλοντικών αγώνων ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία.
Στις μέρες μας, η επέτειος των 80 χρόνων από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου προσαρμόζεται στην προκρούστεια κλίνη των αντιτιθέμενων συμφερόντων καπιταλιστικών κρατών και ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, σε συνθήκες όξυνσης της διαμάχης ΗΠΑ – Κίνας για την πρωτοκαθεδρία στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και πολύμορφης εμπλοκής των δύο βασικών ιμπεριαλιστικών μπλοκ: Του ευρωατλαντικού (ΗΠΑ και κράτη – μέλη της ΕΕ, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις και ανταγωνισμούς, που οξύνονται το τελευταίο διάστημα) και του υπό διαμόρφωση ευρασιατικού με επικεφαλής τη Ρωσία και την Κίνα (και με εξίσου δεδομένους ανταγωνισμούς και αντιθέσεις). Ως συνέπεια, η ιστορική αλήθεια συσκοτίζεται κάτω από το βάρος της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας.
Η ΕΕ, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ επί χρόνια στήριξαν την επιχείρηση ιστορικής αποκατάστασης και δικαίωσης των φασιστών που συντάχθηκαν με τους ναζί στις χώρες της Βαλτικής και στην Ουκρανία στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τους βάφτισαν «αγωνιστές της δημοκρατίας», επειδή πολέμησαν τον Κόκκινο Στρατό και τη σοβιετική εξουσία. Ενώ είναι γνωστά τα φασιστικά εγκλήματα των «λεγεώνων των SS», του λεγόμενου Ουκρανικού Απελευθερωτικού Στρατού και ανάλογων οργανώσεων, τους παρουσίαζαν στη νέα γενιά σαν πατριώτες, όπως κάνουν και σήμερα με τους ενόπλους του νεοναζιστικού Τάγματος Αζόφ! Στις χώρες της Βαλτικής, η επίσημη προπαγάνδα έφτασε στο σημείο να παρουσιάζει τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης σαν «αναμορφωτικά κέντρα»!
Η επικράτηση του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και η ακόλουθη αναμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής – συνεχίζοντας να στοχεύει στην αντιπαράθεση με τον βασικό αντίπαλο των ΗΠΑ, την Κίνα – επιχειρεί να αμβλύνει τις αντιθέσεις με την καπιταλιστική Ρωσία. Αυτό έχει οδηγήσει προσωρινά σε αποκλιμάκωση της κριτικής προς τη σοβιετική προϊστορία της, χωρίς αυτό να σηματοδοτεί και μείωση του αντικομμουνισμού. Ετσι κι αλλιώς, τα φιλοκυβερνητικά αμερικανικά επιτελεία, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, χρησιμοποιούν τον πιο αισχρό αντικομμουνισμό στην αντιπαράθεσή τους με την καπιταλιστική Κίνα, αλλά και με τους Αμερικανούς καπιταλιστές που επιδιώκουν τη διατήρηση καλών σχέσεων μαζί της. Την ίδια στιγμή, όσα αμερικανικά μονοπώλια αντιπολιτεύονται τον Τραμπ χρησιμοποιούν εξίσου τον αντικομμουνισμό για να στιγματίσουν την προσέγγιση ΗΠΑ – Ρωσίας και παρουσιάζουν τον Πούτιν ως σύγχρονο Χίτλερ και μια ενδεχόμενη συμφωνία ιμπεριαλιστικής ειρήνης για την Ουκρανία ως νέο Σύμφωνο του Μονάχου. Σε ανάλογη κατεύθυνση κινούνται σταθερά και τα επιτελεία του ευρωενωσιακού ιμπεριαλισμού.
Από την άλλη πλευρά, η καπιταλιστική Ρωσία όπως και η Κίνα επιχειρούν να αξιοποιήσουν το σοσιαλιστικό παρελθόν τους, προκειμένου να παραπλανήσουν τις ρωσικές και κινεζικές εργατικές – λαϊκές δυνάμεις, αλλά και λαϊκές μάζες σε όλο τον κόσμο που έχουν βγάλει συμπεράσματα από τη δολοφονική πολιτική του ευρωατλαντικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ. Ομως, η σοβιετική εποποιία δεν ανήκει στους στυλοβάτες του ρωσικού ιμπεριαλισμού, στο καπιταλιστικό καθεστώς που υπηρετεί ο Πούτιν. Αυτοί καπηλεύονται την 9η Μάη για να θωρακίζουν ιδεολογικά την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Σοβιετική Ενωση. Η σοβιετική εποποιία όπως και οι ηρωικοί αγώνες των Κινέζων κομμουνιστών στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχουν κληρονόμους όσους και σήμερα αγωνίζονται για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό.
Γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ότι στις σημερινές συνθήκες η γενικόλογη επίκληση του αντιφασισμού, στον βαθμό που δεν συνδέεται με τον αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, αποτελεί σημαία ευκαιρίας που υψώνεται με ευκολία από διάφορα καπιταλιστικά κράτη και ιμπεριαλιστικά κέντρα ως αναπόσπαστο στοιχείο της προπαγάνδας τους. Η τελευταία είναι ενταγμένη στη γενικότερη προετοιμασία μπροστά στο ενδεχόμενο ενός νέου γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου, είναι οργανικά δεμένη με την κούρσα των εξοπλισμών και την «πολεμική οικονομία», δηλαδή με την προσαρμογή όλης της καπιταλιστικής οικονομίας σε συνθήκες πολέμου. Τροποποιείται από τις συνεχείς αναδιατάξεις των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών (που δεν αποτελούν καινούριο φαινόμενο, αλλά χαρακτήρισαν όλες τις περιόδους που προηγήθηκαν του ξεσπάσματος γενικευμένων ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων) δίχως να αποπροσανατολίζεται από την κεντρική της στόχευση: Την επιδίωξη οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις να αποδεχθούν το ενδεχόμενο του πολέμου, να υιοθετήσουν τις συμμαχίες και τις στοχεύσεις του καπιταλιστικού κράτους τους και να στρατευθούν ενεργά για την επίτευξή τους.
Οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις πρέπει να έχουν ξεκάθαρο πως οι υπερασπιστές της καπιταλιστικής εξουσίας επιχειρούν με τη μαύρη προπαγάνδα να χειραγωγήσουν τις νεότερες γενιές, να τις υποτάξουν μαζικά στα σημερινά ιμπεριαλιστικά εγκλήματα. Ο αντικομμουνισμός τους, φανερός ή συγκαλυμμένος, δεν αποτελεί μια διαφορετική προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων ή των διεθνών σχέσεων, όπως επιχειρείται συχνά να παρουσιαστεί. Εντάσσεται στην παγκόσμια ιδεολογική – πολιτική επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου, προκειμένου να υψωθούν απέραστα τείχη, για να μη βγει ο κόσμος από το πισωγύρισμα που τον έφερε η αντεπανάσταση του 1989-1991, για να υπομείνουν οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις τα νέα ιμπεριαλιστικά σφαγεία.
Οι επιδιώξεις τους πρέπει να αποτύχουν! Απέναντί τους έχουν χρέος να βρεθούν η εργατική τάξη, οι βιοπαλαιστές αγρότες, οι αυτοαπασχολούμενοι της πόλης, οι γυναίκες και οι νεολαίοι των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, οι επιστήμονες και οι διανοούμενοι, όλοι όσοι δεν αποδέχονται τη διαστρέβλωση της Ιστορίας και τον αντικομμουνισμό. Ολοι αυτοί που κατανοούν ότι η ιστορική γνώση και τα ταξικά συμπεράσματα αποτελούν ουσιαστικά εφόδια για τη νικηφόρα πάλη των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων ενάντια στο σιδερένιο πέλμα της δικτατορίας των μονοπωλίων και στη φρίκη των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Για να βάλουμε οριστικό τέλος στη μήτρα που τους γεννά και το έδαφος που τους τρέφει!
Το ΚΚΕ απευθύνεται στην εργατική τάξη, στα λαϊκά στρώματα και ιδιαίτερα στις νέες και τους νέους και τους καλεί να αναζητήσουν την αλήθεια, τα πραγματικά γεγονότα και τις αιτίες που οδήγησαν στους παγκόσμιους και τοπικούς πολέμους, στην άνοδο και επικράτηση σε ορισμένες χώρες του φασισμού – ναζισμού.
Ο φασισμός – ναζισμός πέρα από την καπιταλιστική προπαγάνδα
Η ιστορική έρευνα φανερώνει ξεκάθαρα την καπιταλιστική μήτρα του φασισμού – ναζισμού. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι αστικές τάξεις της Ιταλίας και της Γερμανίας πρόκριναν τη φασιστική πολιτική μορφή της καπιταλιστικής εξουσίας, προκειμένου να πετύχουν δύο αλληλένδετους στόχους: α) την καταστολή του εσωτερικού ταξικού εχθρού που είχε πρωτοστατήσει σε σοσιαλιστικές επαναστάσεις και εξεγέρσεις μετά το τέλος του ιμπεριαλιστικού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και β) την επιδίωξη μιας νέας πολεμικής αναμέτρησης που θα επέβαλε το προς όφελός τους ξαναμοίρασμα των αποικιών, των αγορών και των σφαιρών επιρροής, των δρόμων μεταφοράς εμπορευμάτων και Ενέργειας. Ακριβώς για αυτό ο φασισμός και ο ναζισμός αναδείχτηκαν μέσα από τα αστικά κοινοβούλια, με τη συναίνεση των υπόλοιπων αστικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων των σοσιαλδημοκρατών και βέβαια με την καθοριστική στήριξη των ιταλικών και γερμανικών μονοπωλίων, καθώς και της Καθολικής Εκκλησίας.
Ο φασισμός γεννιέται στα σπλάχνα του καπιταλιστικού συστήματος, όχι ως αποτέλεσμα μιας μορφής διαχείρισης (π.χ. της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όπως ισχυρίζονται σήμερα οι οπορτουνιστικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις στην Ευρώπη και γενικότερα), αλλά υπηρετώντας τις προτεραιότητες της καπιταλιστικής εξουσίας. Αποτελεί μορφή άσκησης της εξουσίας των μονοπωλίων. Υπερασπίζεται την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ιδιαίτερα σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, φτώχειας, ανεργίας και φθοράς των αστικών κοινοβουλευτικών κομμάτων, η αστική τάξη χρησιμοποιεί πολλαπλά τα φασιστικά κόμματα, ως προκεχωρημένα φυλάκια εξυπηρέτησης των συμφερόντων της. Αξιοποιεί τη φασιστική δράση που, με τον ακραίο εθνικισμό και τη δήθεν «αλληλεγγύη», ρίχνει δίχτυα ενσωμάτωσης λαϊκών δυνάμεων, ανέργων, κατεστραμμένων μικροαστικών στρωμάτων.
Η μαζική βάση που απέκτησαν τα κόμματα του Χίτλερ και του Μουσολίνι, επιβεβαιώνει ότι η οικονομική και γενικότερη καπιταλιστική κρίση δεν οδηγούν από μόνες τους σε ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών – λαϊκών μαζών. Αντίθετα, αν δεν συνοδευτούν από την άνοδο της ταξικής πάλης και από το μπόλιασμά της με την επαναστατική στρατηγική και δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος, μπορούν να αξιοποιηθούν από την αστική τάξη, ώστε να οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερη υποχώρηση και στρέβλωση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης και στην εμφάνιση μαζικών αντιδραστικών κινημάτων.
Τα ίδια τα αστικά Συντάγματα δίνουν τη δυνατότητα να «παραμεριστεί» προσωρινά η αστική δημοκρατία, ο αστικός κοινοβουλευτισμός και η νομιμότητα, που τα ίδια καθιερώνουν, όταν αυτό απαιτεί το συμφέρον της καπιταλιστικής εξουσίας. Την καπιταλιστική εξουσία υπηρετούν τα στρατιωτικά και πολιτικά πραξικοπήματα, η αναστολή των δικών της νόμων, προκειμένου να ενταθεί η κρατική και οποιασδήποτε άλλης μορφής βία και καταστολή, η περιστολή των όποιων πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων. Και σήμερα, τα καπιταλιστικά κράτη και γενικότερα οι αστικές δυνάμεις που ομνύουν στη δημοκρατία και στον αντιφασισμό, την ίδια στιγμή ανέχονται και πολύ περισσότερο στηρίζουν τη δράση φασιστικών και άλλων παρακρατικών οργανώσεων. Τις διατηρούν ως εφεδρείες για το χτύπημα του εργατικού – λαϊκού κινήματος σε ενδεχόμενο ανάτασής του. Γι’ αυτό και οι «ανησυχίες» τους για την άνοδο του φασισμού και της ακροδεξιάς στην Ευρώπη είναι κάλπικες.
Τον ταξικό χαρακτήρα της φασιστικής εξουσίας απέδειξε ιστορικά και η στάση των λεγόμενων δημοκρατικών καπιταλιστικών κρατών, που είχαν επωφεληθεί από τα αποτελέσματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Μ. Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ). Αυτά θεώρησαν άξια επαίνου τη φασιστική καταστολή του εργατικού – λαϊκού κινήματος, ενώ προσπάθησαν να στρέψουν τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις του φασιστικού Αξονα στην Ανατολή, επιδιώκοντας μια πολεμική του σύγκρουση με τη Σοβιετική Ενωση. Ηλπιζαν ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην ανατροπή της εργατικής εξουσίας και την αμοιβαία εξασθένιση των αντιμαχόμενων μερών, που θα τους επέτρεπε τη διάσωση της ηγετικής τους θέσης στο μεταπολεμικό ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Υπάρχουν ακράδαντες αποδείξεις που μαρτυρούν ότι η μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη της Γερμανίας αποκτήθηκε χάρη και στην άμεση στήριξη που της έδωσαν οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Μ. Βρετανία και στην ανοχή τους στον επανεξοπλισμό της Γερμανίας και στις πρώτες πολεμικές επιθέσεις της. Μόνο όταν οι βλέψεις του φασιστικού Αξονα αμφισβήτησαν τη δική τους εδαφική επικράτεια και τα ευρύτερα γεωστρατηγικά τους συμφέροντα, τα λεγόμενα δημοκρατικά καπιταλιστικά κράτη ήρθαν σε σύγκρουση μαζί του και πρόκριναν τη συμμαχία με τη Σοβιετική Ενωση, που για χρόνια απέρριπταν, παρά τις προσπάθειες της τελευταίας. Ομως, μετά τον πόλεμο, Γερμανοί εγκληματίες πολέμου στελέχωσαν τις μυστικές υπηρεσίες τους και το ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο της παγκόσμιας αντιπαράθεσης καπιταλισμού – σοσιαλισμού.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ως αποτέλεσμα της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν, όπως και νωρίτερα ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά και δεκάδες άλλοι τοπικοί και περιφερειακοί πόλεμοι που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα και συνεχίζονται έως τις μέρες μας, ιμπεριαλιστικός. Ηταν αποτέλεσμα των ανταγωνισμών των καπιταλιστικών κρατών για το μοίρασμα αγορών, αποικιών και σφαιρών επιρροής, των δρόμων μεταφοράς εμπορευμάτων και Ενέργειας. Στον βωμό των καπιταλιστικών συμφερόντων συντελέστηκε το τερατώδες ιμπεριαλιστικό έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας που χαρακτηρίστηκε από χιλιάδες μαζικές δολοφονίες πρωτοφανούς αγριότητας και άλλες αποτρόπαιες ενέργειες.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε διάρκεια 2.194 μέρες και απλώθηκε σε έκταση 22 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Πάνω από 110 εκατομμύρια άνθρωποι επάνδρωσαν τους τακτικούς στρατούς. Οι νεκροί στον πόλεμο, στρατιωτικοί και μη, έφτασαν τα 62 εκατομμύρια. Στη χώρα μας, οι νεκροί έφτασαν συνολικά τις 405.000 (θάνατοι από την πείνα, εκτελεσμένοι, νεκροί των μαχών, χιλιάδες που εξοντώθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης – κυρίως Εβραίοι της Θεσσαλονίκης – κ.ά.). Η Βιάννου, η Κάνδανος, τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, ο Χορτιάτης, η Μεγαλόπολη, η Νίκαια και η Καισαριανή, όπως και τόσοι άλλοι τόποι ολοκαυτώματος και μαζικών εκτελέσεων στέκουν αδιάψευστοι μάρτυρες της ιμπεριαλιστικής φασιστικής – ναζιστικής θηριωδίας.
Οι πρώτες στρατιωτικές επιχειρήσεις που προοιώνισαν τον επερχόμενο Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν στις 19 Σεπτέμβρη 1931, όταν η Ιαπωνία επιτέθηκε στη Μαντζουρία. Λίγα χρόνια αργότερα (3 Οκτώβρη 1935) η Ιταλία επιτέθηκε στην Αιθιοπία. Στις 18 του Ιούλη 1936 ξέσπασε το στρατιωτικό κίνημα του Φράνκο στην Ισπανία κατά της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου. Ετσι άρχισε ο Ισπανικός Εμφύλιος, που έληξε την άνοιξη του 1939 με την επικράτηση των δυνάμεων του Φράνκο.
Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτήν την εξέλιξη είχαν, από τη μια, η τεράστια βοήθεια σε έμψυχο, στρατιωτικό υλικό και οικονομικά μέσα που προσέφεραν η Γερμανία και η Ιταλία στους πραξικοπηματίες, από την άλλη, η υποκριτική στάση της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ που, στο όνομα της δήθεν «μη επέμβασης» και της «πολιτικής κατευνασμού», στέρησαν από τον ισπανικό λαό τα απαραίτητα μέσα για να πολεμήσει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον ρόλο των σοσιαλδημοκρατών και άλλων κεντρώων αστικών δυνάμεων αποτέλεσε η στάση της γαλλικής αστικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον σοσιαλδημοκράτη Λεόν Μπλουμ, στην οποία μετείχε και το ΚΚ Γαλλίας. Η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, παρά τις πιέσεις των κομμουνιστών, ακολούθησε τη λεγόμενη «πολιτική μη επέμβασης» στα εσωτερικά της Ισπανίας. Αυτή μεταφράστηκε σε άρνηση της επιστροφής των ισπανικών αποθεμάτων χρυσού στην ισπανική κυβέρνηση, την ίδια περίοδο που η γαλλική κυβέρνηση παρέδωσε στον Φράνκο τον ισπανικό πολεμικό στόλο που είχε καταφύγει σε γαλλικά λιμάνια.
Αντίθετα, η Σοβιετική Ενωση και το κομμουνιστικό κίνημα εξέφρασαν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους στον δοκιμαζόμενο λαό της Ισπανίας. Η Σοβιετική Ενωση ήταν ο κύριος προμηθευτής σε όπλα, τρόφιμα, φάρμακα, ιματισμό, που μεταφέρονταν διά θαλάσσης με πολλούς κινδύνους, σπάζοντας τις ενέδρες των γερμανικών και ιταλικών υποβρυχίων. Ακόμα, προσέφερε ειδικούς και αξιωματικούς για την εκπαίδευση του Δημοκρατικού Στρατού της Ισπανίας. Ξεχωριστή ήταν η προσφορά των δεκάδων χιλιάδων κομμουνιστών και άλλων ριζοσπαστών αγωνιστών από όλο τον κόσμο και από την Ελλάδα, που εντάχθηκαν εθελοντικά στις Διεθνείς Ταξιαρχίες και πολέμησαν στο πλευρό του ισπανικού λαού, δίνοντας ακόμη και τη ζωή τους.
Στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου και συγκεκριμένα στις 25 Νοέμβρη 1936, η Γερμανία και η Ιαπωνία υπέγραψαν το λεγόμενο «αντι-Κομιντέρν Σύμφωνο», δηλαδή Σύμφωνο που στρεφόταν εναντίον της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Σύντομα το Σύμφωνο υπογράφτηκε και από τη φασιστική Ιταλία και στη συνέχεια σε αυτό προσχώρησαν χώρες που στη συνέχεια συναπάρτισαν τον φασιστικό Αξονα και άλλες.
Η προηγούμενη εξέλιξη αξιολογήθηκε θετικά από τα λεγόμενα δημοκρατικά καπιταλιστικά κράτη, αφού ο φασιστικός Αξονας έθετε στο επίκεντρο της πολεμικής του τη Σοβιετική Ενωση. Αυτός ήταν ο λόγος που οι ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Γαλλία ανέχτηκαν την προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία (12 Μάρτη 1938). Για τον ίδιο λόγο οι πρωθυπουργοί της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας, Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ αντίστοιχα, συνυπέγραψαν με τους Μουσολίνι και Χίτλερ το Σύμφωνο του Μονάχου (29 Σεπτέμβρη 1938), που παραχωρούσε εν αγνοία της τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης την περιοχή της Σουδητίας στη ναζιστική Γερμανία. Ανάλογα παθητική ήταν η στάση των Συμμάχων και όταν η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία (12 Απρίλη 1939).
Ολο αυτό το διάστημα, στις επίμονες και συνεχείς προσπάθειες της Σοβιετικής Ενωσης να συνάψουν αντιφασιστική συμμαχία, οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία κρατούσαν αρνητική στάση, ενώ συνέχιζαν την πολιτική της υπονόμευσης σε βάρος της. Ηταν ολοφάνερο ότι τα μη φασιστικά καπιταλιστικά κράτη ενίσχυαν και ωθούσαν τη Γερμανία για να επιτεθεί όσο γινόταν πιο γρήγορα εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, με στόχο το σπάσιμο της κοινής στάσης των καπιταλιστικών κρατών και με γνώμονα το κέρδισμα χρόνου, η ηγεσία της Σοβιετικής Ενωσης υπέγραψε στις 23 Αυγούστου 1939 το «γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης», που έμεινε γνωστό ως Σύμφωνο Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ.
Με αφορμή το Σύμφωνο, οι κάθε λογής πολέμιοι της Σοβιετικής Ενωσης, ανάμεσά τους και οι οπορτουνιστές, προσπαθούν με ψεύδη και διαστρεβλώσεις να κάνουν το άσπρο μαύρο. Από τον καιρό που το ΚΚ Γαλλίας κηρύχθηκε παράνομο από την κυβέρνηση Νταλαντιέ, όταν αρνήθηκε να καταδικάσει το Σύμφωνο και διακήρυξε ταυτόχρονα τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου, μέχρι τα σύγχρονα ψηφίσματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα καπιταλιστικά κράτη αξιοποιούν το Σύμφωνο για να πρωτοστατήσουν στην ιστορική διαστρέβλωση. Μέσα στο γενικότερο πλαίσιο ταύτισης του φασισμού – ναζισμού με τον κομμουνισμό, το αποτιμούν ως αιτία έναρξης του ιμπεριαλιστικού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, χρησιμοποιώντας και το γεγονός ότι μετά την υπογραφή του η ναζιστική Γερμανία εξαπέλυσε επίθεση στην Πολωνία (1 Σεπτέμβρη 1939).
Αποκρύπτουν ότι το Σύμφωνο Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ υπογράφτηκε μόνο αφού είχε προηγηθεί το Σύμφωνο του Μονάχου και είχαν ναυαγήσει όλες οι σοβιετικές προσπάθειες να συγκροτηθεί αντιχιτλερικό μέτωπο. Το Σύμφωνο εξασφάλισε στη Σοβιετική Ενωση 21 μήνες ειρήνης, που αποδείχθηκαν ανεκτίμητοι στην πολεμική της προετοιμασία ενόψει της αναπόφευκτης γερμανικής επίθεσης.
Αποκρύπτουν επίσης ότι 3 μήνες πριν τη γερμανική επίθεση στην Πολωνία, η Σοβιετική Ενωση είχε προτείνει στην Πολωνία σύναψη συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας σε περίπτωση πολέμου, την οποία απέρριψε η πολωνική κυβέρνηση, έπειτα από προτροπές της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας. Κρύβουν ακόμα ότι όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, οι συμφωνίες αμοιβαίας βοήθειας που είχε υπογράψει η τελευταία με τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία έμειναν στα χαρτιά. Ο πόλεμος που η Μ. Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν κατά της Γερμανίας έμεινε γνωστός ως ο «παράξενος πόλεμος», αφού δεν διεξήχθη ποτέ.
Αντίθετα, Μ. Βρετανία και Γαλλία συνέχισαν ακόμα και την ύστατη ώρα να προσδοκούν μια σύγκρουση ναζιστικής Γερμανίας – Σοβιετικής Ενωσης. Γι’ αυτό στήριξαν από κοινού με τη Γερμανία και την Ιταλία τη Φινλανδία τον Νοέμβρη του 1940, όταν ξεκίνησε ο σοβιετοφινλανδικός πόλεμος. Η Σοβιετική Ενωση είχε επανειλημμένα επιχειρήσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της εγγύτητας των σοβιετοφινλανδικών συνόρων στο Λένινγκραντ, με διαπραγματεύσεις και προσφέροντας εδαφικά ανταλλάγματα στη Φινλανδία, προκειμένου και η Φινλανδία με τη σειρά της να παραχωρήσει στη Σοβιετική Ενωση εδάφη στη σοβιετοφινλανδική μεθόριο. Η εγγύτητα των σοβιετοφινλανδικών συνόρων, με δεδομένη τη στάση της Φινλανδίας, αποτελούσε μια σημαντική απειλή για τη Σοβιετική Ενωση ενόψει της επερχόμενης ναζιστικής επίθεσης. Αυτό απέδειξε άλλωστε και η στάση της Φινλανδίας στη συνέχεια του πολέμου. Τελικά, ο Κόκκινος Στρατός επικράτησε του φινλανδικού στις 13 Μάρτη 1940, παρότι ο τελευταίος είχε τη στήριξη του συνόλου των καπιταλιστικών κρατών.
Παράλληλα, η ηγεσία της ναζιστικής Γερμανίας είχε σχέδια διαφορετικά από τις επιθυμίες της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας. Ηθελε να εξασφαλίσει τον έλεγχο της δυτικοευρωπαϊκής βιομηχανίας και να αποκλείσει τη δυνατότητα ανοίγματος ενός ταυτόχρονου δυτικού μετώπου, προτού εξαπολύσει μια πρωτόγνωρη σε μέγεθος επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Ετσι κι αλλιώς, οι βλέψεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού δεν περιορίζονταν σε μια επέκταση στα ανατολικοευρωπαϊκά εδάφη, αλλά επιδίωκαν μια συνολική αναμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, που είχε επιβληθεί έπειτα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ως αποτέλεσμα, στις 9 Απριλίου 1940, ο ναζιστικός στρατός κατέλαβε σε ορισμένες ώρες τη Δανία, χωρίς να συναντήσει ουσιαστική αντίσταση και την ίδια μέρα κατόρθωσε να ελέγξει τα σημαντικότερα λιμάνια της Νορβηγίας. Τα λιγοστά βρετανογαλλικά στρατεύματα που στάλθηκαν προς ενίσχυση του νορβηγικού στρατού παρέμειναν αποκομμένα και αναποτελεσματικά.
Εξάλλου, οι συσχετισμοί στα πεδία των μαχών άλλαξαν όταν η ναζιστική Γερμανία εξαπέλυσε επίθεση στις Κάτω Χώρες (Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Βέλγιο) στις 10 Μάη 1940 και περνώντας από το έδαφος του Βελγίου τις Αρδένες, παρέκαμψε τη γαλλική γραμμή άμυνας Μαζινό. Την ίδια μέρα υποτάχτηκε το Δουκάτο του Λουξεμβούργου, ενώ έπειτα από την αποτυχία της «πολιτικής κατευνασμού», ο Τσώρτσιλ αντικατέστησε τον Τσάμπερλαιν στη θέση του πρωθυπουργού, σηματοδοτώντας αλλαγή πλεύσης της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής. Στις 14 Μάη ακολούθησε η συνθηκολόγηση της Ολλανδίας, στις 27 Μάη παραδόθηκε το Βέλγιο, ενώ στις 10 Ιούνη η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία. Την ίδια μέρα παραδόθηκε και η Νορβηγία, ενώ στις 14 Ιούνη τα γερμανικά στρατεύματα παρέλασαν στο κατειλημμένο Παρίσι.
Τελικά, στις 25 Ιούνη ο στρατάρχης Πεταίν υπέγραψε τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας, που προέβλεπε τη διχοτόμησή της σε δύο ζώνες: Μία υπό την άμεση κατοχή των Γερμανών και μία υπό γαλλική διοίκηση με επικεφαλής τον Πεταίν και συμμετοχή εκείνων των αστικών δυνάμεων που επιζητούσαν αλλαγή των διεθνών συμμαχιών του γαλλικού καπιταλιστικού κράτους και προσέγγιση με τη ναζιστική Γερμανία. Την ίδια περίοδο, ο Στρατηγός Ντε Γκωλ, επικεφαλής των γαλλικών αστικών δυνάμεων που επιθυμούσαν τη διατήρηση της συμμαχίας με τη Μ. Βρετανία και τη συνέχιση της αντιπαράθεσης με τον φασιστικό Αξονα, κατέφυγε στο Λονδίνο και έκανε έκκληση συνέχισης της αντίστασης.
Μέσα στο κλίμα που διαμορφώθηκε από την προέλαση της ναζιστικής Γερμανίας σε όλα τα μέτωπα, στις 27 Σεπτέμβρη 1940 υπογράφτηκε στο Βερολίνο το Τριμερές Σύμφωνο του Αξονα ανάμεσα στην Ιταλία, την Ιαπωνία και τη Γερμανία.
Η τελευταία, απαλλαγμένη πλέον από τον φόβο ενός δυτικού μετώπου και αφού συνέβαλε καθοριστικά στην κατάληψη της Ελλάδας και των Βαλκανίων, στράφηκε εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης, στις 22 Ιούνη 1941, εξαπολύοντας την επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα». Ο Χίτλερ, και όχι μόνο αυτός, ήταν βέβαιος ότι σε λίγους μήνες θα είχε καταλάβει τη Σοβιετική Ενωση, θα είχε συντρίψει το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος και θα είχε εξοντώσει τους κομμουνιστές. Ομως, όπως θα ομολογούσε σύντομα ο ίδιος, δεν είχε προϋπολογίσει ούτε τη στρατιωτική προετοιμασία της Σοβιετικής Ενωσης, ούτε το πάθος των μαχητών του Κόκκινου Στρατού και των Σοβιετικών πολιτών να υπερασπιστούν τη σοσιαλιστική πατρίδα.
Λίγους μήνες αργότερα και συγκεκριμένα μετά την επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ του Ειρηνικού στις 7 Δεκέμβρη 1941, οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο στον φασιστικό Αξονα. Αλλωστε, τα ιαπωνικά σχέδια για τη διαμόρφωση μιας νέας τάξης πραγμάτων στη Νοτιοανατολική Ασία έρχονταν σε σύγκρουση με τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή.
Η διαμόρφωση της Μεγάλης Αντιφασιστικής Συμμαχίας
Οι εξελίξεις στα πεδία των πολεμικών συγκρούσεων παγίωσαν τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες. Προοδευτικά στον φασιστικό Αξονα εντάχθηκαν η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Σλοβακία και η Κροατία. Από την άλλη πλευρά, αν και στο Λονδίνο συγκεντρώνονταν οι εξόριστες αστικές κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών που βρέθηκαν υπό την κατοχή του φασιστικού Αξονα, η Μ. Βρετανία είχε απομείνει χωρίς συμμάχους στην ηπειρωτική Ευρώπη και αναζητούσε τη διαμόρφωση συμμαχίας με τη Σοβιετική Ενωση. Το ίδιο συνέβαινε και με τις ΗΠΑ, που αναμετρούνταν με την Ιαπωνία. Τέλος, η Σοβιετική Ενωση επιζητούσε το άνοιγμα ενός δεύτερου πολεμικού μετώπου στον γερμανικό ιμπεριαλισμό.
Ως αποτέλεσμα, λίγο μετά τη ναζιστική επίθεση στη Σοβιετική Ενωση, τον Ιούλη του 1941, ο Βρετανός πρέσβης στη Μόσχα Στάνφορντ Κριπς και ο επικεφαλής του Λαϊκού Επιτροπάτου Εξωτερικών Υποθέσεων της Σοβιετικής Ενωσης, Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ, έθεσαν τις βάσεις του αγγλοσοβιετικού συμφώνου αλληλοβοήθειας. Τον επόμενο μήνα, έπειτα από τη συνάντηση Τσώρτσιλ – Ρούσβελτ στην Αρτζεντ Μπέι της Νέας Γης, οι δύο ηγέτες απέστειλαν κοινό μήνυμα προς τον Ιωσήφ Στάλιν, στο οποίο εξήραν την ηρωική αντίσταση του Κόκκινου Στρατού.
Επρόκειτο για την απαρχή της διαμόρφωσης της Μεγάλης Αντιφασιστικής Συμμαχίας, η οποία, όμως, εμπεριείχε κράτη και οργανώσεις που εξέφραζαν αντίθετα ταξικά συμφέροντα. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, είχε προδιαγεγραμμένη ημερομηνία λήξης, που συνδεόταν με την ήττα του Αξονα και δεν μπορούσε ούτε να αλλάξει τον χαρακτήρα του πολέμου, ούτε και να εξαλείψει την πάλη ανάμεσα στις δυνάμεις του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, που συνεχιζόταν αμείωτη στο εσωτερικό της.
Τα καπιταλιστικά κράτη της Αντιφασιστικής Συμμαχίας και οι αστικές οργανώσεις που συνεργάζονταν μαζί τους συνέχισαν να διεξάγουν έναν άδικο πόλεμο, προορισμένο να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη από το μεταπολεμικό μοίρασμα της ιμπεριαλιστικής λείας. Για τον ίδιο λόγο, προσπαθούσαν να υποσκάψουν τη σύμμαχό τους Σοβιετική Ενωση και αντιμετώπιζαν με εχθρότητα και καχυποψία τα Κομμουνιστικά Κόμματα και τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις που πρωτοστατούσαν στην αντιφασιστική πάλη.
Δείγμα των στόχων τους ήταν και ότι οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία άνοιξαν το δεύτερο μέτωπο στην ηπειρωτική Ευρώπη, με την απόβαση στη Νορμανδία, μόλις στις 6 Ιούνη 1944. Είχαν συμπληρωθεί 3 χρόνια από τη συγκρότηση της Αντιφασιστικής Συμμαχίας, ενώ είχαν προηγηθεί οι εποποιίες του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ και στο Κουρσκ, που σήμαναν τη στροφή στον πόλεμο και αφού ο Κόκκινος Στρατός καταδίωκε τις γερμανικές στρατιές από τα εδάφη της Σοβιετικής Ενωσης και προετοιμαζόταν να απελευθερώσει τις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης. Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας φοβούνταν δικαιολογημένα ότι μπορούσε ο Κόκκινος Στρατός να μπει μόνος στο Βερολίνο.
Τα προηγούμενα αποδεικνύουν ότι ο ιμπεριαλισμός δεν χάνει ποτέ τον στρατηγικό του στόχο. Γι’ αυτό και καμία προσωρινή συμμαχία με ένα τμήμα του για πολεμικούς ή άλλους σκοπούς δεν πρέπει να οδηγεί στην άμβλυνση του ταξικού κριτηρίου των σοσιαλιστικών κρατών ή των Κομμουνιστικών Κομμάτων.
Το ΚΚΕ σάλπισε από την πρώτη στιγμή την αντίσταση στη φασιστική – ναζιστική εισβολή και Κατοχή
Στις 28 Οκτώβρη 1940, η φασιστική Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο και εισέβαλε στην Ελλάδα από το έδαφος της Αλβανίας. Η δικτατορία των Μεταξά – Γλίξμπουργκ αντέδρασε, εκφράζοντας το κυρίαρχο τμήμα της αστικής τάξης που θεωρούσε ότι τα συμφέροντά του εκπληρώνονται από τη συνέχιση της συμμαχίας με τη Μ. Βρετανία και έχοντας εξασφαλίσει πρωτύτερα τη συναίνεση των αστικών κομμάτων που έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης και ανοχής στην κυβέρνηση Μεταξά. Ο ελληνικός στρατός, στηριγμένος και στον μαζικό ηρωισμό των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, κατόρθωσε να αποκρούσει τον εισβολέα.
Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή σάλπισε την αντίσταση στον εισβολέα, παρά το γεγονός ότι το ίδιο ήταν σοβαρά χτυπημένο από τη μεταξική δικτατορία, με χιλιάδες μέλη του στις φυλακές και τις εξορίες.
Με το πρώτο ανοιχτό γράμμα του, που δημοσιεύτηκε στις 2 Νοέμβρη 1940, ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, από τη φυλακή της Ασφάλειας Αθηνών όπου κρατούνταν, κάλεσε τον ελληνικό λαό να δώσει όλες του τις δυνάμεις σε αυτόν τον αγώνα. Διακήρυξε ότι «έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για τον σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό». Ακολούθησαν ακόμα δύο γράμματα του Ν. Ζαχαριάδη, με τα οποία σωστά χαρακτήριζε τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και καλούσε λαό και στρατό να ανατρέψουν την κυβέρνηση και να πάρουν στα χέρια τους την υπεράσπιση των συνόρων, ζητώντας και τη στήριξη της Σοβιετικής Ενωσης. Αυτά τα γράμματα δεν είδαν τότε το φως της δημοσιότητας, γιατί έφτασαν από χαφιέδες, που ο Ζαχαριάδης δεν γνώριζε, στα χέρια της Ασφάλειας. Την ίδια κατεύθυνση με τον Ν. Ζαχαριάδη είχε δώσει εξαρχής και η «Παλιά Κεντρική Επιτροπή» του ΚΚΕ.
Επίσης, οι φυλακισμένοι κομμουνιστές από την πρώτη στιγμή ζήτησαν να αποφυλακιστούν για να πολεμήσουν, αλλά η μεταξική δικτατορία αρνήθηκε και στη συνέχεια οι αξιωματούχοι του καπιταλιστικού κράτους τούς παρέδωσαν στις αρχές Κατοχής.
Στις 27 Απρίλη 1941, γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα και η χώρα βρέθηκε υπό την τριπλή κατοχή της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Ενα μέρος του αστικού πολιτικού κόσμου (Λ. Τσιριγώτης, Α. Λιβιεράτος, Σ. Γκοτζαμάνης, Εμμ. Λουλακάκης και αργότερα ο Ι. Ράλλης, Αν. Ταβουλάρης, Γ. Παμπούκας κ.ά.) και σημαντικό κομμάτι των ανώτατων αξιωματικών του στρατού (Γ. Τσολάκογλου, Α. Ρουσσόπουλος, Γ. Μπάκος, Ν. Ρίζος – Ραγκαβής, Π. Δεμέστιχας, Ν. Μάρκος, Σ. Μουτούσης, Χ. Κατσιμήτρος, Δ. Πολύζος) επέλεξε την ανοιχτή συνεργασία με τους κατακτητές. Ενα άλλο διέφυγε (Εμμ. Τσουδερός, Σοφοκλής Βενιζέλος, Κ. Βαρβαρέσος, Π. Αργυρόπουλος, Α. Μιχαλόπουλος και αργότερα οι Π. Κανελλόπουλος, Γ. Παπανδρέου κ.ά.) μαζί με τον βασιλιά στο εξωτερικό (Κάιρο και Λονδίνο), παίρνοντας μαζί του τις τεράστιες ποσότητες των κρατικών αποθεμάτων σε χρυσό. Ενα τρίτο, που έμεινε στην Ελλάδα, απείχε από τον αγώνα, προσβλέποντας καιροσκοπικά σε μελλοντικές εξελίξεις, ενώ ένα άλλο συμμαχικό της Βρετανίας, που ανέλαβε να διεξαγάγει αντικατοχικό αγώνα, συνεργάστηκε στην πλειοψηφία του και με τους κατακτητές σε μια πορεία, για να χτυπηθεί το ΚΚΕ.
Σε μια εποχή που το σύνολο των αστικών δυνάμεων στην καλύτερη περίπτωση απείχε από την αντιστασιακή δράση και στη χειρότερη συνεργαζόταν με τις αρχές Κατοχής, σε συνθήκες λιμού και μαζικών διώξεων και εκτελέσεων, αναδείχθηκε η σημασία της οργανωτικής και ιδεολογικής – πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το ΚΚΕ έδωσε όλες του τις δυνάμεις για να οργανωθεί η αντίσταση στην Τριπλή Φασιστική Κατοχή. Μια χούφτα κομμουνιστές που ήταν ελεύθεροι, και άλλοι που δραπέτευσαν από φυλακές και εξορίες, ξεκίνησαν τον αγώνα για να ανασυγκροτηθούν οι Κομματικές Οργανώσεις και να αναπτυχθεί η αντίσταση μέσα στις δύσκολες συνθήκες της Τριπλής Φασιστικής Κατοχής, αλλά και της ηττοπάθειας και της αναμονής που καλλιεργούσαν στον λαό οι αστικές δυνάμεις.
Το ΚΚΕ προσέφερε τα καλύτερα παιδιά του στην οργάνωση της αντιστασιακής πάλης. Με πρωτοβουλία του, αμέσως μετά την έναρξη της Κατοχής, δημιουργήθηκαν το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ – 16 Ιούλη 1941) και το ΕΑΜ (27 Σεπτέμβρη 1941). Στο ΕΑΜ και στις οργανώσεις του (Εθνική Αλληλεγγύη, ΕΛΑΣ, ΕΛΑΝ, ΕΠΟΝ, ΕΤΑ, ΟΠΛΑ) συσπειρώθηκε η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες έδωσαν τη ζωή τους. Η Καισαριανή, το Κούρνοβο, η Ακροναυπλία, η Κοκκινιά, το Χαϊδάρι, ο Αϊ – Στράτης, το Μονοδέντρι, το στρατόπεδο «Παύλος Μελάς», είναι μερικοί μόνο από τους τόπους της θυσίας.
Στη διάρκεια του σκληρού χειμώνα του 1941 – 1942, οι Οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ πρωτοστάτησαν στη μάχη εναντίον της πείνας. Τον Φλεβάρη του 1942, στα βουνά της Ελλάδας, όπου δρούσαν ήδη από τις πρώτες μέρες της Κατοχής ομάδες κομμουνιστών ανταρτών, συγκροτήθηκε ο ΕΛΑΣ. Η δημιουργία του ΕΛΑΣ ήταν η πιο σημαντική κατάκτηση του εργατικού – λαϊκού κινήματος στα χρόνια της Κατοχής. Σήμαινε ότι διαμορφώθηκε στρατιωτικό κέντρο με δική του διάρθρωση, λειτουργία και πειθαρχία, η οποία υπερέβαινε το αστικό πλαίσιο των καταπιεστικών στρατιωτικών κανονισμών και κατά προέκταση της αντιλαϊκής – αντικομμουνιστικής διαπαιδαγώγησης του αστικού στρατού. Ο ΕΛΑΣ υπήρξε στρατός στην υπηρεσία ενός κινήματος που η καθοδηγητική του δύναμη ήταν το ΚΚΕ. Συγκέντρωνε τις βασικές προϋποθέσεις για να εξελιχθεί σε μοχλό ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας και σε όργανο της εργατικής εξουσίας.
Σύντομα η δράση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ διαμόρφωσε ένα πανελλαδικό δίκτυο αντίστασης, που πύκνωνε όλο και περισσότερο. Στη διάρκεια του 1943, ενισχυμένος και από τις νίκες του Κόκκινου Στρατού, ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε μεγάλο μέρος της χώρας, όπου υπό την προστασία του συγκροτήθηκαν λαογέννητοι θεσμοί Τοπικής Διοίκησης, Εκπαίδευσης και Δικαιοσύνης, ενώ οι οργανώσεις του ΕΑΜ τροφοδοτούσαν και τη λαϊκή πολιτιστική ανάταση. Το ίδιο συνέβαινε και στα κατεχόμενα εδάφη, όπου η πολύμορφη δράση του ΕΑΜ ακύρωσε κεντρικές επιλογές των αρχών Κατοχής και των ντόπιων συνεργατών τους, όπως η επιστράτευση των Ελλήνων εργατών (Μάρτης 1943) ή η προσπάθεια επέκτασης στη Μακεδονία της βουλγαρικής ζώνης Κατοχής (Ιούλης 1943).
Χάρη στη δράση του ΕΑΜ δεν στάλθηκε ούτε ένας εργάτης για να δουλέψει στα γερμανικά εργοστάσια, με εξαίρεση αυτούς που είχαν συλλάβει ομήρους οι Γερμανοί. Χάρη στο ΕΑΜ δεν στάλθηκε ούτε ένας για να πολεμήσει κατά της Σοβιετικής Ενωσης, ενώ ο ΕΛΑΣ καθήλωσε κρίσιμο αριθμό στρατιωτικών δυνάμεων του Αξονα.
Σε συνθήκες Κατοχής, το ΕΑΜ διοργάνωσε εκλογές (23 Απρίλη 1944), από τις οποίες εκλέχτηκε το Εθνικό Συμβούλιο, με έδρα τις Κορυσχάδες (30 Απρίλη 1944). Στις εκλογές ψήφισαν για πρώτη φορά οι γυναίκες και οι νέοι άνω των 18 χρόνων. Συμμετείχαν περίπου 1.800.000 ψηφοφόροι. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1936 είχαν πάρει μέρος 1.000.000 ψηφοφόροι, αφού οι γυναίκες είχαν δικαίωμα ψήφου μόνο στις δημοτικές εκλογές. Στις 10 Μάρτη 1944 το Εθνικό Συμβούλιο εξέλεξε την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), που αποτέλεσε κεντρικό πολιτικό όργανο διοίκησης των απελευθερωμένων περιοχών και έμεινε γνωστή ως «κυβέρνηση του βουνού».
Συμπεράσματα από τη στρατηγική του ΚΚΕ και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος
Αυτός ο μαζικός εργατικός – λαϊκός αγώνας δεν κατόρθωσε να φτάσει στην τελική νίκη. Το ΚΚΕ, παρά την τεράστια προσφορά του, δεν ήταν επαρκώς στρατηγικά – πολιτικά προετοιμασμένο να θέσει το ζήτημα της κατάκτησης της εργατικής εξουσίας ως αποτέλεσμα και έπαθλο της αντιστασιακής πάλης. Δεν συνέδεσε, απέσπασε την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και στον φασισμό – ναζισμό από την ανάγκη ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας που αποτελεί τη μήτρα τους.
Η συνύπαρξη του ταξικού περιεχομένου της λαϊκής πάλης με το εθνικοαπελευθερωτικό, πέραν των πολιτικών και πολεμικών συγκρούσεων με τις οργανώσεις του δωσιλογισμού, επιβεβαιώνεται και από τις ένοπλες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τις αντιχιτλερικές αλλά αγγλόφιλες οργανώσεις, όπως ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν και οι συνεχείς συγκρούσεις με τους Βρετανούς, η αμείωτη ιδεολογική – πολιτική πάλη των αστικών ελληνικών κυβερνήσεων της Μέσης Ανατολής κατά της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, κατά της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (ΑΣΟ) στη Μέση Ανατολή, που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των στρατευμένων, τάχθηκε στο πλευρό του ΕΑΜ και της «κυβέρνησης της βουνού», ζητώντας να γίνουν αποδεκτές οι προτάσεις της.
Ιδιαίτερα μετά τη συντριβή των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο Στάλινγκραντ (2 Φλεβάρη 1943), η σκέψη των αστικών δυνάμεων και των Βρετανών συμμάχων τους, μαζί και της κυβέρνησης των δοσίλογων υπό τον Ι. Ράλλη, ήταν στραμμένη στο πώς θα ελέγξουν τις μεταπολεμικές – μετακατοχικές εξελίξεις, στο πώς θα διασφαλίσουν την καπιταλιστική εξουσία. Η στάση τους ήταν βαθιά ταξική, αφού αντιλαμβάνονταν ότι απέναντι στη διασπασμένη αστική τάξη και στους ανυπόληπτους πολιτικούς εκπροσώπους της είχε αναπτυχθεί ένα ρωμαλέο ένοπλο εργατικό – λαϊκό κίνημα, με καθοδηγητή το ΚΚΕ. Γι’ αυτό και υπό τη σκέπη του βασιλιά επιχείρησαν να ξεπεράσουν τις παλιές ενδοαστικές αντιθέσεις (βενιζελικοί και βασιλικοί, βρετανόφιλοι και γερμανόφιλοι), προκειμένου να στραφούν ενάντια στον κοινό ταξικό εχθρό.
Στήριξαν τη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας, που δημιούργησαν οι κατοχικές κυβερνήσεις με κύριο σκοπό την αντιμετώπιση του ένοπλου εργατικού – λαϊκού κινήματος, του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Ο ΕΔΕΣ της Αθήνας εντάχθηκε στα Τάγματα Ασφαλείας, την ίδια στιγμή που οι ένοπλες δυνάμεις του ΕΔΕΣ στην Ηπειρο προχωρούσαν σε άτυπη ανακωχή με τις αρχές Κατοχής. Η βενιζελικών καταβολών ΕΚΚΑ επιχείρησε να ελέγξει κρίσιμα στρατηγικά εδάφη στη Ρούμελη και όταν διαλύθηκε από τον ΕΛΑΣ, τα υπολείμματά της εντάχθηκαν στα Τάγματα Ασφαλείας στην Πελοπόννησο. Η ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο προχώρησε στην καταστολή της ηρωικής ΑΣΟ και έστειλε τη συντριπτική πλειοψηφία του στρατεύματος, αρκετές χιλιάδες αξιωματικούς, στρατιώτες και ναύτες σε βρετανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Την ίδια περίοδο ΗΠΑ και Μ. Βρετανία εκπονούσαν το «σχέδιο Μάννα», που προέβλεπε την ανάπτυξη βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων.
Σε μια περίοδο που το σύνολο των αστικών δυνάμεων και οι διεθνείς τους σύμμαχοι προετοιμάζονταν για μια αποφασιστική αναμέτρηση με τον εργατικό – λαϊκό παράγοντα που τόλμησε να σηκώσει κεφάλι στα χρόνια της Κατοχής και με την πρωτοπορία του, το ΚΚΕ, το Κόμμα μας δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της όξυνσης της ταξικής πάλης. Εγκλωβισμένο στη στρατηγική της αντιφασιστικής – εθνικής ενότητας υπήγαγε τον ΕΛΑΣ στις εντολές του Βρετανικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής (καλοκαίρι 1943), αναγνώρισε με το απαράδεκτο Σύμφωνο του Λιβάνου (Απρίλης 1944) την εξόριστη αστική κυβέρνηση και δέχτηκε να συμμετάσχει σε αυτή και τελικά με την εξίσου απαράδεκτη Συμφωνία της Καζέρτας, τις παραμονές της απελευθέρωσης (Σεπτέμβρης 1944), συμφώνησε να τεθεί ο ΕΛΑΣ υπό τη διοίκηση του στρατηγού Σκόμπι και να μην μπουν οι δυνάμεις του στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Οι προηγούμενες υποχωρήσεις είχαν καθοριστικά αρνητική επίδραση στην έκβαση της ταξικής πάλης, αφού έδωσαν τη δυνατότητα στις αστικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν και στα βρετανικά στρατεύματα να καταλάβουν κρίσιμα πόστα στην πρωτεύουσα, χωρίς αντίσταση. Επόμενος στόχος της καπιταλιστικής εξουσίας και καθοριστικό βήμα στην κατεύθυνση σταθεροποίησής της ήταν ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ, που προκάλεσε την αντίδραση και την παραίτηση των υπουργών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ που συμμετείχαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Το αιματοκύλισμα των ειρηνικών διαδηλώσεων τις επόμενες μέρες και η γενικότερη καταστολή του εργατικού – λαϊκού κινήματος απέδειξαν πόσο ουτοπική ήταν η πεποίθηση συμβιβασμού των αντιμαχόμενων ταξικών συμφερόντων. Αυτήν την πραγματικότητα, αλλά και την αναγκαιότητα της πάλης για την εργατική εξουσία, εξέφρασε ο ηρωικός αγώνας τον Δεκέμβρη του 1944, η ένοπλη σύγκρουση με το αστικό κράτος και τους Βρετανούς.
Η στάση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να μην υποχωρήσουν στην αξίωση της ντόπιας αστικής τάξης και των διεθνών συμμάχων της για αφοπλισμό του εργατικού – λαϊκού κινήματος ήταν σωστή και επιβεβλημένη. Ωστόσο, ακόμα και αυτή την ύστατη στιγμή η ένοπλη αντιπαράθεση με τις αστικές δυνάμεις και τους Βρετανούς συμμάχους τους δεν οδήγησε σε μια προσπάθεια αναστοχασμού της ακολουθούμενης λαθεμένης στρατηγικής. Και αυτό παρότι η ένοπλη ταξική σύγκρουση του Δεκέμβρη 1944 υπήρξε μια αντικειμενική και αναπόφευκτη, κρίσιμη και κορυφαία έκφραση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας, σε συνθήκες όπου εκ των πραγμάτων είχε τεθεί επί τάπητος το «ποιος – ποιον», δηλαδή το ποια τάξη θα καταλάμβανε την εξουσία.
Αντίθετα, η ένοπλη σύγκρουση χρησιμοποιήθηκε από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ως μέσο πίεσης για τη δημοκρατική εξομάλυνση. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν μεταφέρθηκαν οι πιο αξιόμαχες δυνάμεις του ΕΛΑΣ στο επίκεντρο της σύγκρουσης, ενώ μετά την υποχώρησή του από την Αθήνα και ενώ συνέχισε να κυριαρχεί σε όλη τη χώρα, δεν επιδιώχθηκε η γενίκευση της ένοπλης αναμέτρησης, αλλά υπογράφηκε από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ η απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φλεβάρης 1945).
Η θητεία και η διάλυση της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, αλλά και η ιστορική συνέχεια, δηλαδή το κύμα καταστολής και τρομοκρατίας που ακολούθησε τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αποδεικνύουν το αβάσιμο της πεποίθησης ότι μπορεί να υπάρξει ένας ειρηνικός και κοινοβουλευτικός δρόμος προς όφελος των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων μέσα από τη συμμετοχή ή την ανοχή των κομμουνιστών σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης. Αποδεικνύουν επίσης το λαθεμένο και των σημερινών ισχυρισμών διαφόρων οπορτουνιστικών δυνάμεων ότι η συμμετοχή των κομμουνιστών σε μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για τον σοσιαλισμό, εφόσον συνοδευτεί από τη συνέχιση της μαζικής πάλης του εργατικού – λαϊκού κινήματος. Αυτές οι αντιλήψεις, πέρα από το γεγονός ότι υποτιμούν τη σημασία της συντριβής του καπιταλιστικού κράτους και της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, που παραλύουν τη ραχοκοκαλιά της καπιταλιστικής εξουσίας, προσκρούουν στην ιστορική πραγματικότητα. Το γεγονός ότι ο ειρηνικός – κοινοβουλευτικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό δεν ήταν εφικτός το 1944, όταν οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις ήταν μαζικά οργανωμένες και εξοπλισμένες και ο καπιταλιστικός κρατικός μηχανισμός παρέμενε σμπαραλιασμένος, αποδεικνύει την ουτοπία αυτής της στρατηγικής.
Οι βαθύτερες αιτίες που δεν επέτρεψαν τότε στο ΚΚΕ να κάνει εκείνες τις επιλογές που θα προωθούσαν την πάλη του ένοπλου εργατικού – λαϊκού κινήματος έως την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας απέρρεαν από τις αντιφάσεις που είχε τόσο η δική του στρατηγική όσο και αυτή της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Το ΚΚΕ με αίσθημα ευθύνης και σθένος υπερασπίζει την ιστορική αλήθεια και προβάλλει τα διδάγματα από την ηρωική πάλη των λαών, της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος. Αντιμετωπίζει ως πρώτιστο καθήκον του να ερευνά συστηματικά, να αξιοποιεί στη διαμόρφωση της στρατηγικής του τα συμπεράσματα από την πάλη των επαναστατικών κινημάτων. Αναδεικνύει με θάρρος τα λάθη και τις αδυναμίες, τα δικά του και του κινήματος. Η ωραιοποίηση είναι ξένη στους κομμουνιστές. Ταυτόχρονα, τη δική μας κριτική και αυτοκριτική χωρίζει άβυσσος από τη συκοφαντική ιδεολογική επίθεση των εχθρών του ΚΚΕ και του επαναστατικού κινήματος, αλλά και από την εξιδανίκευση και τη λαθολογία του οπορτουνισμού. Τα κίνητρα και οι επιδιώξεις μας κινούνται σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση.
Σε αυτή τη βάση, εκτιμούμε ότι προβλήματα ιδεολογικής – πολιτικής και στρατηγικής ενότητας εκδηλώθηκαν σε όλη την πορεία της Κομμουνιστικής Διεθνούς σχετικά με τον χαρακτήρα της επιδιωκόμενης επανάστασης, τον χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου και τη στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία και γενικότερα στις αστικές δυνάμεις. Μια σειρά από προβληματικές επεξεργασίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς εξαρτούσαν τον στρατηγικό στόχο των Κομμουνιστικών Κομμάτων από το επίπεδο της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης στο κράτος όπου δρούσαν. Κατά συνέπεια, υποτιμήθηκαν τα ενιαία χαρακτηριστικά της εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού ως εποχής επαναστατικού περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό και προτάχθηκαν σε πολλές χώρες η στρατηγική των σταδίων και η συνακόλουθη συνεργασία των Κομμουνιστικών Κομμάτων με σοσιαλδημοκρατικές και άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις. Ηδη το 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1928) προχώρησε σε μια κατάταξη των κρατών ανάλογα με το επίπεδο καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης και πρότεινε αντίστοιχα διαφορετική στρατηγική των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Τα προβλήματα ιδεολογικής – πολιτικής και στρατηγικής ενότητας διογκώθηκαν μετά την αναρρίχηση του ναζισμού στην κυβερνητική εξουσία στη Γερμανία.
Η προβληματική στρατηγική των σταδίων, την οποία υιοθετούσε την περίοδο 1941 – 1944 και το ΚΚΕ, στηρίχθηκε στην Απόφαση της 6ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής (1934), στις Αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του 6ου Συνεδρίου του ΚΚΕ (1935). Αυτή η στρατηγική γραμμή εκφράστηκε στη 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη (1942), καθώς και στην Προγραμματική Διακήρυξη «Λαοκρατία και Σοσιαλισμός». Σε αυτήν τη βάση πραγματοποιήθηκαν οι λαθεμένες πολιτικές επιλογές των Συμφωνιών του Λιβάνου και της Καζέρτας από την ηγεσία του ΚΚΕ.
Γενικότερα στην καπιταλιστική Δύση τα ΚΚ δεν διαμόρφωσαν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Δεν εκτίμησαν ότι η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας περιεχόταν στον αντιφασιστικό – απελευθερωτικό χαρακτήρα του ένοπλου αγώνα σε μια σειρά χώρες, ώστε να θέσουν στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας, αφού ο σοσιαλισμός και η κομμουνιστική προοπτική αποτελούν τη μόνη εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Με την υπερεκατοντάχρονη πείρα, αγώνων και θυσιών για τον λαό και τον σοσιαλισμό, το ΚΚΕ αναδεικνύει την ανάγκη του σταθερού ιδεολογικού – πολιτικού μετώπου απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή της δικτατορίας του κεφαλαίου, όπως είναι και η ναζιστική – φασιστική. Διακηρύσσει την ανάγκη να μην αποσπάται η πάλη κατά του φασισμού, για την υπεράσπιση εργατικών – λαϊκών κατακτήσεων, από την πάλη ενάντια στα μονοπώλια, ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και την εξουσία τους, να μη διολισθαίνει σε συμμαχία με αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, που επιδιώκουν να περισώσουν την κοινοβουλευτική μορφή άσκησης της καπιταλιστικής δικτατορίας.
Πρέπει να είναι αταλάντευτη η προσήλωση στον στόχο της εργατικής εξουσίας, να μην αλλάζει ράγες και περιεχόμενο ο στόχος της Λαϊκής Συμμαχίας ως κοινωνικής συμμαχίας με αντιμονοπωλιακή – αντικαπιταλιστική κατεύθυνση πάλης, ως εργατικής – λαϊκής αντιπολίτευσης απέναντι στην αστική εξουσία. Μόνο έτσι μπορεί να έχει προοπτική η εργατική – λαϊκή πάλη!
Η σημασία της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής και των αποφάσεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τις επιλογές των Κομμουνιστικών Κομμάτων
Η διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους αποτελούσε μια απαιτητική και σύνθετη υπόθεση. Οφειλε να προσανατολίζεται πρωταρχικά από τις ανάγκες της διεθνούς ταξικής πάλης. Παράλληλα υπολόγιζε άλλες παραμέτρους, όπως η ανάγκη ανάπτυξης ορισμένων εμπορικών σχέσεων με καπιταλιστικά κράτη, που θα εξασφάλιζαν κυρίως εργαλειομηχανές και πρώτες ύλες απαραίτητες για τη σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση, αλλά και ορισμένα προϊόντα αναγκαία για τη διαβίωση των εργατικών – λαϊκών μαζών. Η κάλυψη των προαναφερθεισών αναγκών αποτελούσε προϋπόθεση για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας και τη στερέωση της εργατικής εξουσίας. Με τον ίδιο προσανατολισμό, η σοβιετική εξωτερική πολιτική προσπαθούσε να αποτρέψει τον πόλεμο.
Θέλοντας να επιτύχει τους προηγούμενους στόχους, η Σοβιετική Ενωση αξιοποιούσε τις ενδοϊμπεριαλιστικές και ενδοαστικές αντιθέσεις. Ιεράρχησε αρχικά ως κύριο αντίπαλο τον Αξονα και τις φασιστικές πολιτικές δυνάμεις σε κάθε χώρα, με δεδομένες τη διαρκή ιαπωνική απειλή στα ανατολικά σοβιετικά σύνορα και τις αντισοβιετικές θέσεις και στοχεύσεις της ναζιστικής Γερμανίας. Εξάλλου, μετά την υπογραφή του αντι-Κομιντέρν συμφώνου, η ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας και η καταστολή της δράσης του εργατικού – λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος σε κάθε κράτος εκφράστηκαν ως κεντρική θέση του Αξονα.
Η επίτευξη των στόχων της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής είχε ανάγκη από τη στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας σε πολλές φάσεις του Μεσοπολέμου. Η τελευταία, όμως, ασκούσε ιδεολογικές – πολιτικές πιέσεις στην Κομμουνιστική Διεθνή, άμεσα ή μέσω των Κομμουνιστικών Κομμάτων των καπιταλιστικών κρατών. Ετσι, σε μια πορεία, υπό το βάρος και της στρατηγικής των σταδίων, που είχε ως συνέπεια και τον διαχωρισμό των αστικών δυνάμεων σε προοδευτικές και συντηρητικές, θεωρητικοποιήθηκε λαθεμένα ο διαχωρισμός του φασισμού από την καπιταλιστική του μήτρα, γεγονός που επέφερε αλλαγές στη στρατηγική της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Ενώ το 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1928) εκτίμησε τον επερχόμενο πόλεμο ως αποτέλεσμα των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και τον συνέδεσε με το ξέσπασμα νέου γύρου σοσιαλιστικών επαναστάσεων, το 7ο Συνέδριο (1935) απέδωσε στον φασισμό – ναζισμό ρόλο βασικού υποκινητή της αντισοβιετικής εκστρατείας και του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Ετσι, όμως, αποσυνέδεσε τον πόλεμο από τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και από τις ευθύνες των λεγόμενων δημοκρατικών κυβερνήσεων των καπιταλιστικών κρατών. Αποτιμήθηκε ως κυρίαρχο διακύβευμα της εποχής όχι η επιλογή ανάμεσα στην αστική και στη σοσιαλιστική δημοκρατία, αλλά αυτή ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και στον φασισμό.
Ως αποτέλεσμα, οι νέες κατευθύνσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς προέβλεπαν τη γενικευμένη συνεργασία των Κομμουνιστικών Κομμάτων με σοσιαλδημοκρατικές και άλλες αστικές αντιφασιστικές δυνάμεις, ακόμα και σε κυβερνητικό επίπεδο, ενώ οι λεγόμενες αντιφασιστικές κυβερνήσεις θεωρήθηκαν μεταβατικές μορφές πλησιάσματος και περάσματος στον σοσιαλισμό. Με αυτόν τον τρόπο, παραμερίστηκαν τα συμπεράσματα για τον ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμα χειρότερα, εγκρίθηκε μια πιθανή συνένωση των Κομμουνιστικών Κομμάτων με τα σοσιαλδημοκρατικά.
Μετά την αποτυχία των Λαϊκών Μετώπων στην Ισπανία και στη Γαλλία, τη συνέχιση της «πολιτικής κατευνασμού» εκ μέρους των λεγόμενων δημοκρατικών καπιταλιστικών κρατών και την υπογραφή γερμανοσοβιετικού Συμφώνου μη επίθεσης (Αύγουστος 1939), οι ανάγκες της σοβιετικής άμυνας μεταφράστηκαν και σε νέο προσανατολισμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Λίγες μέρες μετά την κήρυξη του «παράξενου πολέμου» (Σεπτέμβρης 1939), η Κομμουνιστική Διεθνής τροποποίησε τις θέσεις της και τις κατευθύνσεις της προς τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Απέδωσε ευθύνες για τον πόλεμο και στις δύο ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και θεώρησε ξεπερασμένη τη διάκριση δημοκρατικών και φασιστικών καπιταλιστικών κρατών. Αν και οι συγκεκριμένες τοποθετήσεις ήταν σωστές, ανακύκλωναν τον φαύλο κύκλο προσαρμογής των Αποφάσεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς στις απαιτήσεις της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής.
Ως αποτέλεσμα, έπειτα από τη ναζιστική επίθεση στη Σοβιετική Ενωση, η νέα κατάσταση οδήγησε και πάλι σε αλλαγή θέσεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο γραμματέας της Εκτελεστικής Επιτροπής της, Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, υποστήριξε ότι η ναζιστική επίθεση στη Σοβιετική Ενωση άλλαξε τον χαρακτήρα του πολέμου και πως πλέον αποκτούσε εξαιρετική σημασία ό,τι βοηθούσε να επιταχυνθεί η συντριβή του φασισμού. Γι’ αυτό και κάλεσε τους κομμουνιστές να μη θέτουν τον στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά να τεθούν επικεφαλής των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, διαμορφώνοντας συμμαχίες με όσους επιθυμούσαν να αγωνιστούν ενάντια στον Αξονα.
Φυσικά, η Σοβιετική Ενωση είχε κάθε λόγο να επιδιώκει την αντιπαράθεση ΗΠΑ – Μ. Βρετανίας με τον Αξονα, αφού επωφελούνταν από αυτή στον αγώνα για τη διάσωση του σοσιαλιστικού κράτους. Οχι επειδή έλαβε υλική ενίσχυση, ιδίως τον πρώτο καιρό του πολέμου (η οποία βέβαια ήταν χρήσιμη, όχι όμως και καθοριστική για την έκβασή του, όπως ισχυρίζονται διάφορα αστικά επιτελεία), αλλά κυρίως γιατί οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ευνοούσαν και σοβιετικές στοχεύσεις. Για παράδειγμα, η σύγκρουση ΗΠΑ – Ιαπωνίας για τον έλεγχο του Ειρηνικού απέτρεψε την τελευταία από την επίθεση στα σοβιετικά ανατολικά σύνορα και αυτό επέτρεψε τη μεταφορά σημαντικών δυνάμεων του Κόκκινου Στρατού στο κρίσιμο ευρωπαϊκό ανατολικό μέτωπο.
Ομως, οι ανάγκες και οι προτεραιότητες της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς και η αναγκαία συμμετοχή των κομμουνιστών στην εθνικοαπελευθερωτική πάλη στη χώρα τους, δεν δικαιολογούσαν την απεμπόληση του στόχου ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας εκ μέρους των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Ούτε η αναγκαία πάλη εναντίον των αρχών Κατοχής και των συνεργατών τους ή η ορισμένη συνύπαρξη σε αυτή κομμουνιστών και αστικών δυνάμεων ακύρωνε την ταξική πάλη στις κατεχόμενες χώρες. Αντίθετα, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως είδαμε ότι συνέβη και στην Ελλάδα, η μαζική συμμετοχή της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στην αντικατοχική – απελευθερωτική πάλη, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη απαξίωση των αστικών δυνάμεων, δημιούργησαν συνθήκες επαναστατικής κατάστασης και διεκδίκησης της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, την περίοδο ήττας των δυνάμεων του Αξονα.
Γενικότερα, σε όλες τις κατεχόμενες από τον φασιστικό Αξονα χώρες, οι αντιφασιστικές αστικές πολιτικές δυνάμεις ήταν αποδυναμωμένες, γιατί είτε απείχαν από την αντίσταση, είτε περιορίζονταν σε ολιγομελείς αντιστασιακές ομάδες, που επανδρώνονταν από πρώην στελέχη του στρατού και άλλων κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών και αποσκοπούσαν στη συγκέντρωση πληροφοριών και στη διεξαγωγή σαμποτάζ. Εχθρεύονταν τη μαζική στράτευση των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, ακριβώς επειδή θα μπορούσε μελλοντικά να στραφεί εναντίον της εγχώριας καπιταλιστικής εξουσίας. Μόνο έπειτα από την ανάπτυξη των παρτιζάνικων στρατών, που καθοδηγούνταν από τα Κομμουνιστικά Κόμματα, ξεκίνησε η προσπάθεια στρατολόγησης εργατικών – λαϊκών δυνάμεων στις αστικές οργανώσεις. Την ίδια περίοδο, βέβαια, οι αντιφασιστικές αστικές οργανώσεις δεν δίστασαν να συμπορευτούν με αστούς – συνεργάτες του Αξονα σε μια σειρά χώρες (Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Αλβανία), όταν η κλιμάκωση της κομμουνιστικής αντίστασης και η επικείμενη ήττα των κατοχικών δυνάμεων έθεσαν σε κίνδυνο το μέλλον της καπιταλιστικής εξουσίας.
Τα προηγούμενα αποδεικνύουν πως οι αστικές αντιφασιστικές δυνάμεις έδρασαν με γνώμονα όχι μόνο τα άμεσα αλλά και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους. Δυστυχώς, δεν έπραξαν το ίδιο και τα ΚΚ. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το σκεπτικό και η γραμμή της απόφασης αυτοδιάλυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Μάης 1943), που αποτελούσε συνέπεια της έως τότε ακολουθούμενης στρατηγικής, δεν προωθούσε την εργατική – λαϊκή πάλη κατά του φασισμού σε σύνδεση με τον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία που τον γέννησε. Δεν κατηύθυνε τα Κομμουνιστικά Κόμματα να προετοιμάσουν την αντεπίθεσή τους σε συνθήκες κρίσης της καπιταλιστικής εξουσίας με τη φασιστική ή άλλη πολιτική μορφή και ενώ αυξανόταν η επιρροή τους, λόγω της πρωτοπόρας πάλης και των θυσιών τους, καθώς και του κύρους της Σοβιετικής Ενωσης στις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις. Συνεπώς, δεν έγινε εφικτό στις συνθήκες επαναστατικής κατάστασης που διαμόρφωσε ο πόλεμος να οργανωθούν σοσιαλιστικές επαναστάσεις.
Βέβαια, στο πλαίσιο της αντιχιτλερικής συμμαχίας η Σοβιετική Ενωση επιχείρησε να προωθήσει συμφωνίες ευνοϊκές για την ίδια και τους κομμουνιστές. Ομως, η κατάληξη της διελκυστίνδας των αντιθέσεών της με αντίρροπους σχεδιασμούς των καπιταλιστικών κρατών εξαρτιόταν και από την πρόοδο των πολεμικών επιχειρήσεων και τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό των κατεχόμενων χωρών. Επίσης, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τα καπιταλιστικά κράτη της Αντιφασιστικής Συμμαχίας, η Σοβιετική Ενωση προσανατόλισε τις επιλογές της κυρίως στον στόχο να μη μετατραπούν τα γειτονικά της κράτη σε αντισοβιετικό ορμητήριο.
Η απελευθέρωση αυτών των χωρών από τις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού, με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη συμβολή των εγχώριων εργατικών – λαϊκών δυνάμεων και των Κομμουνιστικών Κομμάτων, επέβαλε την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και οδήγησε στη συγκρότηση ευνοϊκά διακείμενων στη Σοβιετική Ενωση μεταπολεμικών κυβερνήσεων. Εξάλλου, η παρουσία του Κόκκινου Στρατού αποτελούσε ισχυρό παράγοντα ενίσχυσης του εγχώριου εργατικού – λαϊκού κινήματος, καθώς χτυπήθηκαν οι πρώην συνεργάτες των ναζί, τους αφαιρέθηκαν οι περιουσίες, εκδιώχθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό. Ομως τα προηγούμενα συνδυάζονταν με τη συνύπαρξη στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις των κομμουνιστών με τους σοσιαλδημοκράτες και άλλες αστικές δυνάμεις, γεγονός που απέτρεπε να θιχτούν οι υλικές βάσεις της καπιταλιστικής εξουσίας, η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Το γεγονός αυτό είχε ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο στην εξέλιξη της ταξικής πάλης στις μετέπειτα χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και στη σχέση τους με την ΕΣΣΔ.
Παράλληλα, τα καπιταλιστικά κράτη της αντιχιτλερικής συμμαχίας προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τον ρόλο των στρατών τους στην απελευθέρωση άλλων χωρών, προκειμένου να σταθεροποιήσουν την καπιταλιστική εξουσία. Στις προθέσεις τους διευκολύνθηκαν από τη στρατηγική των Κομμουνιστικών Κομμάτων, αφού αυτά συμμετείχαν στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις εθνικής ενότητας, θεωρώντας ότι προσέφεραν δυνατότητες ειρηνικής μετάβασης στον σοσιαλισμό. Στην πράξη, οι κομμουνιστές παρέμειναν στην κυβέρνηση λόγω του αυξημένου κύρους που διέθεταν στις εργατικές – λαϊκές μάζες για όσο διάστημα δεν είχε σταθεροποιηθεί η κάθε καπιταλιστική εξουσία. Εκδιώχθηκαν όταν οι αστικές δυνάμεις προσπέρασαν τον σκόπελο των τρανταγμών του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Είναι ηττοπαθές το επιχείρημα ότι ήταν αδύνατη μια διαφορετική στάση των ΚΚ, στον βαθμό που ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν προκαθορισμένος σε κάθε χώρα και βάραιναν οι δυνάμεις των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας. Δεν υπολογίζει τη δύναμη της ταξικής πάλης και της συντονισμένης επαναστατικής δράσης των Κομμουνιστικών Κομμάτων σε πανευρωπαϊκό και πανασιατικό επίπεδο.
Εξίσου αβάσιμο είναι το επιχείρημα ότι η συμμετοχή των Κομμουνιστικών Κομμάτων στις αστικές κυβερνήσεις απέτρεπε την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Οχι μόνο γιατί τα Κομμουνιστικά Κόμματα αδυνατούσαν να επιδράσουν στην εξωτερική πολιτική των καπιταλιστικών κρατών, αλλά κυρίως γιατί η ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας σε περισσότερες χώρες ήταν αυτή που θα μπορούσε να ενισχύσει καθοριστικά τη Σοβιετική Ενωση στην αντιπαράθεσή της με τον διεθνή ιμπεριαλισμό, όπως και να βοηθήσει σε μια συνολικότερη ανατροπή των συσχετισμών στην παγκόσμια αντιπαράθεση καπιταλισμού – σοσιαλισμού. Αυτό αποδεικνύει και η εξέλιξη της επανάστασης στην Κίνα, όπου η ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας διαμόρφωσε καλύτερες συνθήκες για τα ανατολικά σοβιετικά σύνορα, ενώ παράλληλα πυροδότησε θετικές διεργασίες σε όλη τη νοτιοανατολική Ασία.
Σοσιαλισμός – κομμουνισμός: Η μόνη εναλλακτική στην καπιταλιστική εξουσία και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο
80 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα διδάγματα από αυτόν επιβεβαιώνουν ότι το μόνο υπαρκτό δίλημμα είναι: Καπιταλιστική βαρβαρότητα ή σοσιαλισμός – κομμουνισμός.
Ολόκληρη η Ιστορία του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα η περίοδος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναδεικνύουν τη στενή σύνδεση ιμπεριαλιστικού πολέμου – σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι γιγάντιοι τρανταγμοί που επιφέρει ο πόλεμος στη σταθερότητα της καπιταλιστικής εξουσίας δημιουργούν τις αντικειμενικές προϋποθέσεις της ανατροπής της, τον αναδεικνύουν σε μεγάλο σκηνοθέτη της σοσιαλιστικής επανάστασης, με την προϋπόθεση η δράση των Κομμουνιστικών Κομμάτων να προσανατολίζεται από την επαναστατική στρατηγική. Ακριβώς γι’ αυτό, κομβικό ζήτημα για ένα Κομμουνιστικό Κόμμα σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου είναι η πάλη του να στοχεύει στη σχεδιασμένη, οργανωμένη και συνειδητή πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας.
Η μέχρι τώρα μελέτη της Ιστορίας του Κόμματός μας και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος δείχνει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η έλλειψη ιδεολογικής – πολιτικής και οργανωτικής ετοιμότητας των Κομμουνιστικών Κομμάτων, ώστε σε επαναστατικές συνθήκες να κατευθύνουν την εργατική – λαϊκή εξέγερση στην ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας. Η ιστορική πείρα δείχνει ότι η ολόπλευρη προετοιμασία πρέπει να προηγηθεί, να κατακτηθεί σε μη επαναστατικές συνθήκες. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι: Να μην αποσπάται ο τρέχων οικονομικός και πολιτικός αγώνας, σε συνθήκες ανόδου ή υποχώρησης, από το κύριο επαναστατικό πολιτικό καθήκον. Να μην παραμερίζεται ο στόχος της εργατικής εξουσίας από άλλο μεταβατικό κυβερνητικό στόχο στο καπιταλιστικό έδαφος, στο όνομα της αντιμετώπισης της επιδείνωσης της κατάστασης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, λόγω βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ιμπεριαλιστικού πολέμου, ανοιχτής τρομοκρατίας προς το ΚΚ και το εργατικό κίνημα από ναζιστικές – φασιστικές οργανώσεις, έντασης της κρατικής βίας κ.λπ.
Σήμερα, σε συνθήκες ανταγωνισμού ΗΠΑ – Κίνας, αντιθέσεων στο εσωτερικό του ευρωατλαντικού και ευρασιατικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ, συνέχισης δύο κύριων πολεμικών συγκρούσεων (Ουκρανία, Μέση Ανατολή) και δεκάδων τοπικών και περιφερειακών, ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στα Βαλκάνια και γκριζοποίησης του Αιγαίου, η στάση του ΚΚΕ απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο εκφράζεται με τη σαφή θέση: Το εργατικό – λαϊκό κίνημα δεν πρέπει να παγιδεύεται στις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης ή και να ακολουθεί τις διαφορετικές πιθανόν επιλογές, τη διαφοροποίηση τμημάτων, κομμάτων και θεσμών της στο δίπολο ιμπεριαλιστικός πόλεμος – ιμπεριαλιστική ειρήνη.
Τα Κομμουνιστικά Κόμματα μπορούν να εκμεταλλευτούν τον ζωτικό χώρο που δημιουργούν οι ενδοαστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για να αναπτύξουν τη δράση τους, μόνο όταν έχουν ξεκάθαρη την κοινή, αντεργατική – αντιλαϊκή ταυτότητα του συνόλου των αστικών μερίδων και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και δεν αποσπώνται από τον στόχο της επαναστατικής κατάλυσης της καπιταλιστικής εξουσίας. Διαφορετικά, ανακυκλώνουν και ανατροφοδοτούν τη διαίρεση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στα αντίπαλα αστικά και ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα.
Η πάλη για την υπεράσπιση των συνόρων, των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, είναι αναπόσπαστη από την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας, είτε σε αμυντικό είτε σε επιθετικό πόλεμο, το Κόμμα θα ηγηθεί της αυτοτελούς οργάνωσης της εργατικής – λαϊκής πάλης με όλες τις μορφές, ώστε να οδηγήσει σε ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης ως εισβολέα, έμπρακτα να συνδεθεί με την κατάκτηση της εξουσίας.
Η στάση του Κόμματος της εργατικής τάξης απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο δεν κρίνει μόνο την επιτυχία ή την αποτυχία της σοσιαλιστικής επανάστασης, με δεδομένο ότι δεν είναι απαραίτητο ότι θα διαμορφωθούν από την αρχή και σε όλες τις χώρες συνθήκες επαναστατικής κατάστασης. Κυρίως καθορίζει το μέλλον του ίδιου και της ταξικής πάλης σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο.
Η Ιστορία έδειξε ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος συνιστά μια πρωτοφανή δοκιμασία για τα κόμματα της εργατικής τάξης, και ο βαθμός ανταπόκρισής τους στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης σε αυτές τις συνθήκες καθορίζει την εξέλιξή της για τα πολλά επόμενα χρόνια. Ο συμβιβασμός της κραταιάς γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας με το καπιταλιστικό κράτος δεν άργησε να οδηγήσει στη μετάλλαξή της και στην ανοιχτή προδοσία της στη διάρκεια του ιμπεριαλιστικού Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Από την άλλη πλευρά, η σαφής θέση του Κόμματος των Μπολσεβίκων απέναντι στον πόλεμο και η διόρθωση της στρατηγικής του σε επαναστατική κατεύθυνση εξασφάλισαν όχι μόνο την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας στη Ρωσία και τη συγκρότηση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, αλλά έδωσαν ελπιδοφόρα διέξοδο σε όλους τους επαναστάτες σοσιαλιστές, αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο για τη συγκρότηση Κομμουνιστικών Κομμάτων και της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Και στους σημερινούς πολέμους η στάση ενός Κομμουνιστικού Κόμματος είναι καθοριστική για την πορεία ανασύνταξης του επαναστατικού εργατικού κινήματος, για να δοθεί διέξοδος από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο προς όφελος των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων. Η στάση του ΚΚΕ και των άλλων Κομμουνιστικών Κομμάτων σε ενδεχόμενο μελλοντικό γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο είτε θα αποτελέσει σημείο καμπής, που θα συμβάλει στην αποφασιστική ανασύνταξη του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, είτε θα εντείνει την κρίση του.
Η αντοχή και ικανότητα του ΚΚΕ ως κόμματος παντός καιρού είναι προϋπόθεση για να αναδειχθούν όλες οι αρετές της εργατικής τάξης ως τάξης απελευθερώτριας από την εκμετάλλευση, την κρίση και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, μαζί με τους συμμάχους της. Γι’ αυτό, έχει θέσει ως στόχο και επιδιώκει να ενισχυθεί η ικανότητά του σε όλα τα επίπεδα, να γίνει η μαχητική πρωτοπορία σε κάθε χώρο και κλάδο εργασίας, σε κάθε πόλη και χωριό, ώστε: Να πρωτοστατεί στην ανάπτυξη αγώνων διεκδίκησης χωρίς να αποσπά αυτήν τη δράση από τη ζύμωση και πάλη για την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, την κατάργηση των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων. Να συνδέει κάθε οικονομικό και πολιτικό αγώνα και κάτω από οποιονδήποτε συσχετισμό με το κύριο πολιτικό καθήκον, την πάλη για την επαναστατική εργατική εξουσία, και να αξιοποιεί όλες τις μορφές πάλης σε αυτήν την κατεύθυνση. Να αποκρούει την αντικομμουνιστική επίθεση και να επαγρυπνεί.
Τιμούμε τον αντιφασιστικό αγώνα των λαών, εμπνεόμαστε και διδασκόμαστε.
Το ΚΚΕ, με το αίμα των καλύτερων παιδιών του, έχει αποδείξει την αφοσίωσή του στην εργατική τάξη, στο δίκιο του λαού, στον σοσιαλισμό, στον προλεταριακό διεθνισμό! Συνεχίζουμε με μεγαλύτερη ορμή και γνώση. Προχωράμε με αισιοδοξία και αποφασιστικότητα.
Η εποχή μας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Είναι βαθιά και επιστημονικά θεμελιωμένη η πεποίθησή μας ότι ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας της αναζωογόνησης του Κομμουνιστικού Κινήματος, των νέων ορμητικών και νικηφόρων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Ο αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων δεν μας αποθαρρύνει, γιατί γνωρίζουμε ότι θα ανατραπεί. Εχουμε εμπιστοσύνη στις θέσεις μας, που επιβεβαιώνονται από τις εξελίξεις, έχουμε εμπιστοσύνη στην εργατική τάξη.
Το ΚΚΕ βαδίζει στις αναμετρήσεις που είναι μπροστά μας πιο έμπειρο και πιο εξοπλισμένο. Πορευόμαστε με έναν και μόνο σκοπό: Να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των καιρών, να οικοδομήσουμε τη μεγάλη αντικαπιταλιστική συμμαχία που θα αντιπαλέψει την αντεργατική – αντιλαϊκή πολιτική και θα βάλει τέλος στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού, στους πολέμους, στις κρίσεις, στην εκμετάλλευση, στη φτώχεια, στην ανεργία, στην καταπίεση.
Για να δικαιωθούν οι αγώνες και οι θυσίες των παλιότερων γενιών, για να ανοίξει ο δρόμος και να εκπληρωθούν τα όνειρα και οι σύγχρονες ανάγκες του λαού και των νέων, με την εργατική – λαϊκή νίκη, τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό!
Μάης 2025