Η απεργία πείνας στα ορυχεία της Μπισοφερόντε – Όταν εργάτες αντιστάθηκαν στη διάλυση των κρατικών επιχειρήσεων της τέως ΓΛΔ

Παρά την αποτυχία του αγώνα να κρατήσει ανοιχτό το ορυχείο, η Μπισοφερόντε μετατράπηκε σε σύμβολο αντίστασης και πληρωμένη απάντηση σε όσους υποστηρίζουν πως οι Ανατολικογερμανοί παραδόθηκαν συλλήβδην αμαχητί και εξαγοράστηκαν.

Μέχρι πριν 25 χρόνια, κανείς δεν ήξερε το μικρό χωριό Μπισοφερόντε στη Θουριγγία της τέως ΓΛΔ. Αυτό άλλαξε δραματικά στα μισά του 1993, όταν οι εργαζόμενοι του τοπικού ορυχείου αλάτων καλίου “Τόμας Μίντσερ” (προς τιμήν του επαναστάτη θεολόγου του 16ου αιώνα) επιδόθηκαν σε έναν αγώνα μέχρις εσχάτων για να αποτρέψουν το κλείσιμό του. Ήταν η εποχή που το διαβόητο ίδρυμα Treuhand λυμαινόταν την περιουσία του ανατολικογερμανικού λαού, ιδιωτικοποιώντας τις κρατικές επιχειρήσεις της τέως ΓΛΔ και κλείνοντας όσες θεωρούνταν μη ανταγωνιστικές ή κερδοφόρες.

Τον Οκτώβρη του 1990, δυτικογερμανοί οικονομικοί αναλυτές εκτιμούσαν πως 40% των επιχειρήσεων της τέως ΓΛΔ δεν ήταν ανταγωνιστικές στις δυτικές αγορές” ενώ άλλο ένα 30% διέτρεχε “υπαρξιακό κίνδυνο”. Οι πρώτες απολύσεις στα ορυχεία της περιοχής δε θορύβησαν ιδιαίτερα τους κατοίκους της περιοχής, που είχε υποδεχτεί με ιδιαίτερη ευφορία τη γερμανική ενοποίηση, δεδομένου και του καθολικού θρησκεύματος του καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ, καθώς η ευρύτερη περιοχή ήταν η μοναδική με συμπαγή καθολικό πληθυσμό στην Ανατολική Γερμανία. Πίστευαν ακόμα ότι η επιχείρησή τους, παραδοσιακά προσανατολισμένη στις εξαγωγές, θα επιβίωνε της προσαρμογής σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς. Σύντομα η απόφαση για την τύχη των ορυχείων βρέθηκε σε μια εταιρεία κολοσσό του κλάδου, την BASF, που προχώρησε σε ενοποίηση ορυχείων στη δυτική και την ανατολική Γερμανία, με πρακτικό αποτέλεσμα στη δεύτερη να μην παραμείνει ανοιχτό σχεδόν κανένα. Έτσι θα εξαλειφόταν ο ενοχλητικός ανταγωνισμός και θα άνοιγαν νέες αγορές για τα δυτικά ορυχεία.

Τότε οι εργαζόμενοι αποφάσισαν να δράσουν: “Δε θα πάμε σαν πρόβατα επί σφαγή και να πούμε κι ευχαριστώ για μερικά μάρκα”. Η πρώτη μεγάλη διαδήλωση έγινε παραμονή Χριστουγέννων του 1992. Για να τραβήξουν την προσοχή σε όλο το κρατίδιο της Θουριγγίας αλλά στη Γερμανάι συνολικά, προχώρησαν σε κινητοποιήσεις στην τοπική Βουλή, την ομοσπονδιακή Βουλή που βρισκόταν τότε ακόμα στη Βόννη και στα κεντρικά της Treuhand στο Βερολίνο. Ένα από τα μέλη του επιχειρησιακού συμβουλίου κατάφερε να εισβάλει στη συνέλευση των μετόχων της BASF στο Λούντβιξχάφεν, ενώ αντιπροσωπεία καθολικών της ευρύτερης περιοχής έφτασε μέχρι τον πάπα.

Η τότε πρόεδρος της Treuhand Μπίργκιτ Μπρόιελ αναγκάστηκε να συνομιλήσει με τους εργαζόμενους, που την υποδέχτηκαν με αυγά, σκηνή που έκανε το γύρο των γερμανικών μέσων.  Αποκορύφωμα των κινητοποιήσεων τους ήταν η απεργία πείνας δώδεκα αρχικά και 41 στην πορεία εργαζομένων, προκαλώντας ένα κύμα αλληλεγγύης, μεταξύ άλλων από μεγάλα συνδικάτα όπως εκείνα του μετάλλου και των ΜΜΕ. Κυρίως όμως εξέφρασαν τη συμπαράστασή τους Ανατολικογερμανοί εργαζόμενοι επιχειρήσεων που φοβούνταν την ίδια τύχη με εκείνη του ορυχείου της Μπισοφερόντε. Ήδη ο αριθμός των ανέργων στην τέως ΓΛΔ ανερχόταν σε πάνω από ένα εκατομμύριο. Το σύνθημα “Η Μπισοφερόντε είναι παντού” σηματοδοτούσε αυτή ακριβώς την ανασφάλεια, αλλά και την απόφαση να αμυνθούν οι εργαζόμενοι σε μια κατάσταση που ως τότε αποδέχονταν ως αναπόφευκτη. Αλλά και από δυτικογερμανούς εργαζόμενους αυξάνονταν οι ενδείξεις συμπαράστασης.

Η BASF ήταν ανυποχώρητη, ενώ η τοπική κυβέρνηση του κρατιδίου προσπαθούσε να πείσει πως θα δημιουργούσε 700 θέσεις εργασίας, αν σταματούσε η απεργία πείνας και η εξόρυξη των αλάτων καλίου.

Μετά από 8 βδομάδες, την 1η Σεπτέμβρη το επιχειρησιακό συμβούλιο αποφάσισε την αναστολή της απεργίας πείνας για λόγους υγείας των εμπλεκομένων, συνέχισε όμως τον αγώνα για τη διατήρηση του ορυχείου τους επόμενους τέσσερις μήνες, κατά του οποίους η εξόρυξη συνεχιζόταν κανονικά. Στα τέλη του 1993 επήλθε ο συμβιβασμός με την εταιρεία, που εγγυήθηκε για δυο χρόνια τη διατήρηση των θέσεων εργασίας και τη χορήγηση αποζημίωσης ύψους 7000 μάρκων. Το επιχειρησιακό συμβούλιο ενέκρινε τη συμφωνία, παρότι κάποιοι τότε έκαναν λόγο για “τριάντα αργύρια”. Σε κάθε περίπτωση, ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν συντριπτικά εναντίον των εργαζομένων. Η BASF είχε πολύ στενές σχέσεις τόσο με τον ίδιο τον καγκελάριο Κολ, όσο και με τον τον τοπικό πρωθυπουργό και προσωπικό φίλο του καγκλεαρίου Μπέρνχαρντ Φόγκελ. Ο βασικότερος λόγος της ανυποχώρητης στάσης ήταν ο φόβος πως μια επιτυχία του αγώνα της Μπισοφερόντε θα λειτουργούσε ως παράδειγμα για πολλές ακόμα ανατολικογερμανικές επιχειρήσεις υπό εκκαθάριση ή ιδιωτικοποίηση, απειλώντας να τινάξει στον αέρα τα επιχειρηματικά σχέδια που έβλεπαν την επικράτεια της τέως ΓΛΔ ως ένα πραγματικό επενδυτικό Ελ Ντοράντο.

Παρά την αποτυχία του αγώνα να κρατήσει ανοιχτό το ορυχείο, η Μπισοφερόντε μετατράπηκε σε σύμβολο αντίστασης και πληρωμένη απάντηση σε όσους υποστηρίζουν πως οι Ανατολικογερμανοί παραδόθηκαν συλλήβδην αμαχητί και εξαγοράστηκαν μέσω της παροχής δυτικογερμανικών μάρκων σε αναλογία 1:1 με το παλιό τους νόμισμα. Κυρίως όμως απαντά στο φιλελεύθερο μύθο ότι την κάτω βόλτα πήραν μόνο όσες κρατικές επιχειρήσεις είχαν παραμεριστεί από την πολιτική ηγεσία της ΓΛΔ πριν το 1990. Όταν το “αόρατο χέρι” της αγοράς δεν αρκούσε για να παραμερίσει έναν ανεπιθύμητο για τα επιχειρηματικά σχέδια οργανισμό, επιστρατεύονταν άλλα μέσα και κυρίως το δίκιο του ισχυρότερου. Το 2011 κυκλοφόρησε διήγημα του Φόλκερ Μπράουν, με τίτλο “Ανοιχτόχρωμοι Σωροί” όπου ο αγώνες της Μπισοφερόντε βρίσκει μαζί με άλλες στιγμές του κινήματος τη λογοτεχνική τιμή που του αξίζει.

Με πληροφορίες από: jungewelt.de

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: