4 Αυγούστου 1936… Ο Κώστας Γαβριηλίδης έζησε και θυμάται

«Η ζωή κυλούσε ήσυχα και αμέριμνα…Ο «Ριζοσπάστης» κατάγγειλε βέβαια συγκεκριμένα από πολλές μέρες τα δικτατορικά σχέδια της κυβέρνησης, αλλά κανείς, και ιδίως ο πολιτικός κόσμος, δεν ήθελαν να πιστέψουν στις καταγγελίες αυτές, τις οποίες θεωρούσαν μάλλον υπερβολικές…»

Ο Κώστας Γαβριηλίδης (1897-1952)  ηγετική μορφή του αγροτικού – λαϊκού κινήματος κατά τον 20ο αιώνα, έζησε μια ζωή γεμάτη διωγμούς, φυλακίσεις και εξορίες, και άφησε την τελευταία του πνοή εξόριστος στον Αη Στράτη. Επικεφαλής του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ), Γραμματέας (υπουργός) Γεωργίας στην ΠΕΕΑ («Κυβέρνηση του βουνού»), βουλευτής αργότερα της ΕΔΑ, ο Κώστας Γαβριηλίδης γεννήθηκε στον Καύκασο, έφτασε πρόσφυγας στην Ελλάδα, διώχτηκε, βασανίστηκε, φυλακίστηκε  και εξορίστηκε από τη δικτατορία του Μεταξά, και από το μεταβαρκιζιανό καθεστώς (Μακρόνησος, Ικαρία, Αη Στράτης). Σε όλη του τη ζωή στάθηκε ένας μεγάλος κήρυκας για την εργατοαγροτική συμμαχία, κι αν και δεν ήταν ο ίδιος κομμουνιστής, πίστευε βαθιά ότι μόνο με την εργατική τάξη και το Κόμμα της, το ΚΚΕ, θα μπορέσει να επέλθει η πολιτική και κοινωνική απελευθέρωση των καταπιεσμένων.

Τρίτη, 4 Αυγούστου 1936… Ο Κώστας Γαβριηλίδης έζησε και θυμάται

Κώστας Γαβριηλίδης, δήμαρχος Κιλκίς, Ιούλης 1936.

Στις 26 του Ιούλη 1936 ο λαός του Κιλκίς σπάζοντας την τρομοκρατία εκλέγει θριαμβευτικά τον Κώστα Γαβριηλίδη δήμαρχο με το Παλλαϊκό Μέτωπο (συμμαχία ΚΚΕ – ΑΚΕ). Σε λίγες μέρες θα ακολουθήσει η δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Στο ημερολόγιό του ο Κώστας Γαβριηλίδης θα καταγράψει το κλίμα και τα γεγονότα της συγκεκριμένης περιόδου, τους διωγμούς και τις φυλακίσεις, αποκαλύπτοντας τα πολλά πρόσωπα του τεταρτοαυγουστιανού καθεστώτος και των λειτουργών του και εκθέτοντας τις σκέψεις και την πεποίθησή του ότι το σύστημα της εκμετάλλευσης θα γκρεμιστεί μόνο από την ανειρήνευτη πάλη του κόσμου της δουλειάς ενάντια στην τάξη των παράσιτων που απομυζούν τον ιδρώτα και το αίμα του.

Το «Ημερολόγιο της Ανάφης στη δικτατορία του Μεταξά» του Κώστα Γαβριηλίδη κυκλοφόρησε το 1997 από τις εκδόσεις ΕΝΤΟΣ. Η παράθεση των γεγονότων στο βιβλίο γίνεται με γραφή ρεαλιστική και συνάμα λογοτεχνική, από έναν αγωνιστή που ξεχώρισε εκτός από την κατάρτιση, την αταλάντευτη πίστη και την ακατάβλητη αντοχή στην υπεράσπιση των ιδανικών του, για την καλλιέργεια, την ανθρωπιά και την ευαισθησία που τον διέκριναν. Από το βιβλίο αυτό μεταφέρουμε το απόσπασμα που ακολουθεί.

***

Στην πόλη του Κιλκίς τίποτα δεν πρόδιδε την επερχόμενη θύελλα. Η ζωή κυλούσε ήσυχα και αμέριμνα και μόνο από μερικές εφημερίδες μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι προμηνύονταν σοβαρά γεγονότα. Ο «Ριζοσπάστης» κατάγγειλε βέβαια συγκεκριμένα από πολλές μέρες τα δικτατορικά σχέδια της κυβέρνησης, αλλά κανείς, και ιδίως ο πολιτικός κόσμος, δεν ήθελαν να πιστέψουν στις καταγγελίες αυτές, τις οποίες θεωρούσαν μάλλον υπερβολικές. Πόσο ανίκανος και μύωπας φάνηκε ο πολιτικός κόσμος της χώρας! Πόσο ωραία τους περιτύλιξε στα πανούργα του σχέδια ο Μεταξάς, για να ξυπνήσουν μια μέρα που ήταν πλέον αργά!

Τρίτη, 4 Αυγούστου 1936

Μέσα στο γραφείο του γραμματέα της Δημαρχίας η ζέστη ήταν αφόρητη. Από πουθενά δεν ερχόταν λίγος αέρας να μας δροσίσει. Ο ήλιος είχε ήδη κατηφορίσει προς τη δύση του, αλλά γύρω μας κουφόβραζε η ζέστη. Καθισμένος απέναντι από το γραμματέα, ανέπνεα με δυσκολία. Από το μέτωπο του συνομιλητή μου ο ιδρώτας έπεφτε σταγόνες. Το παγωμένο νερό που μας κουβαλούσε ο κλητήρας, ο Αλέκος, μόνο στιγμιαία μάς δρόσιζε, για να μας ρίξει και πάλι στη φοβερή δοκιμασία της ζέστης. «Μα είναι ανυπόφορο», είπα, «ας βγούμε λίγο έξω ν’ αναπνεύσουμε». Διακόψαμε τη συζήτηση και βγήκαμε στο δρόμο. Πήραμε την κατεύθυνση του σταθμού και, περπατώντας σιγά-σιγά, συνεχίζαμε τη συζήτηση που είχαμε αρχίσει στο γραφείο και που αφορούσε την ύδρευση της πόλης. Ήταν το σοβαρότερο ζήτημα και έπρεπε να αποτελέσει το αντικείμενο των πρώτων μας ενεργειών. Είχα πάρει την απόφαση να φύγω την επομένη για τη Λάρισα, που είχε τα καλύτερα υδραγωγεία, για να μελετήσω το ζήτημα επιτόπου.

Η συζήτηση περιστράφηκε και γύρω από άλλες ανάγκες του Δήμου, που έπρεπε να αντιμετωπιστούν αμέσως. Συζητώντας δεν καταλάβαμε ότι αφήσαμε πολύ πίσω μας την πόλη. Ο δρόμος στην επιστροφή μας ήταν γεμάτος από περιπατητές, που ύστερα από την επίμονη και κουραστική δουλειά της ημέρας βγήκαν ν’ αναπνεύσουν λίγο καθαρό αέρα. Προχωρούσαμε σιγά-σιγά, σταματώντας πότε-πότε για ν’ ανταλλάξουμε καμιά κουβέντα με διάφορους γνωστούς και τέλος, φτάσαμε στη στάση των αυτοκινήτων και ακριβώς μπροστά στο καφενείο του Σιδηρόπουλου.

Δυο χωροφύλακες, που έρχονταν προς το μέρος μας, μάς πλησίασαν. Στην αρχή δεν πρόσεξα ότι έρχονταν για μας, ξαφνικά όμως είδα να σταματούν μπροστά μας και αφού χαιρέτισαν με τον πιο ευγενή τρόπο μού είπε ο ένας απ’ αυτούς: «Κύριε Γαβριηλίδη, σας θέλει για μια στιγμή στο γραφείο του ο κ. Διοικητής. Σας περιμένει στο γραφείο του».«Καλά», τους απάντησα, «πηγαίνετε και έφτασα». «Όχι», μου είπε, με τον ίδιο πάντα ευγενικό τρόπο, «πρέπει να πάμε μαζί». Κατάλαβα ότι με συλλαμβάνουν και, χωρίς να διακόψω τη συζήτηση που είχα με το γραμματέα, προχωρούσαμε τώρα και οι τέσσερις μαζί. Ο κόσμος, τον οποίο διασχίζαμε περνώντας, βλέποντας τους χωροφύλακες μαζί μας, κοίταζε με περιέργεια χωρίς να μπορεί να καταλάβει περί τίνος πρόκειται.

«Μου φαίνεται», είπα σε μια στιγμή στον Σπορίδη, «ότι πρόκειται περί εκτοπίσεως. Εάν σε δέκα λεπτά δεν επιστρέφω, ειδοποίησε το δικηγόρο και βουλευτή Σωτηριάδη».

Μέσα στο γραφείο του Διοικητή του τμήματος καθόταν μόνος του ο Μοίραρχος Αναστασάκος. Έξω στην πόρτα στεκόταν ένα αυτοκίνητο και καμιά τριανταριά στρατιώτες είχαν περιζώσει ολόκληρο το αστυνομικό τμήμα. Ο διάδρομος του τμήματοςήταν γεμάτος από χωροφύλακες με τα τουφέκια στα χέρια. «Κάτι πολύ μεγάλες προετοιμασίες βλέπω», σκέφτηκα, «για να δούμε τι συμβαίνει…».

«Με ζητήσατε, κύριε Αναστασάκο», είπα μπαίνοντας μέσα στο γραφείο του Διοικητή. «Μπορώ να μάθω περί τίνος πρόκειται;».

Χωρίς να απαντήσει, σηκώθηκε από τη θέση του και μου έτεινε μια κόλλα χαρτί, πάνω στην οποία γρήγορα-γρήγορα διάβασα την απόφαση της Επιτροπής Ασφαλείας Κιλκίς που μ’ εκτόπιζε για ένα χρόνο στην Ανάφη. Η ίδια απόφαση περιλάμβανε και την εκτόπιση του Β. Παπαδόπουλου για έξι μήνες στη Σίφνο. Η Επιτροπή Ασφαλείας αποτελούνταν από το Νομάρχη Δρέλια Χρ., το Διοικητή της Αστυνομίας Καλογερόπουλο και τον Αντιεισαγγελέα Χατζίσκο.

Άρχισα να διαμαρτύρομαι με το πιο έντονο ύφος, να αποδεικνύω ότι η απόφαση είναι παράνομη, ότι πρόκειται περί καθαρού στραγγαλισμού των λαϊκών δικαιωμάτων και αμέσως συνέταξα τηλεγράφημα διαμαρτυρίας προς τον Τύπο και προς όλα τα πολιτικά κόμματα της χώρας και το έδωσα στον ανιψιό μου, που μόλις έμαθε τα νέα μου έσπευσε να με συναντήσει, με εντολή να το δώσει στο τηλεγραφείο αμέσως.

Σε λίγο ήρθε ο Σωτηριάδης συνοδευόμενος κι από το φιλελεύθερο βουλευτή Κιλκίς Παπάζογλου. Συζητήσαμε μαζί για την έφεση. Κανείς μας τη στιγμή εκείνη δεν αντιλήφθηκε ότι η σύλληψή μου συνδυαζόταν με την κήρυξη της δικτατορίας και το αποδώσαμε απλώς στην ιδιοτροπία του Νομάρχη και των αστυνομικών αρχών του Κιλκίς. Ήμουνα βέβαιος ότι η αποφυλάκισή μου θα γινόταν αμέσως. Τίποτα δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την τερατώδη αυτή απόφαση της Επιτροπής Ασφαλείας και ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος, σκεπτόμασταν, δεν θα ήταν δυνατόν να ανεχθεί τον απροκάλυπτο στραγγαλισμό των λαϊκών ελευθεριών. Μπορεί βέβαια το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών του Κιλκίς να μην άρεσε στις αρχές, μπορεί ακόμα να τους κατατρόμαζε η απότομη άνοδος του Λαϊκού Μετώπου, αλλά όλα αυτά δεν μπορούσαν να δώσουν το δικαίωμα για μια τέτοια πρωτάκουστη ενέργεια. Ο λαός εξέφρασε τη θέλησή του και όλοι ήταν υποχρεωμένοι να τη σεβαστούν.

Οι σκέψεις αυτές μ’ έκαναν να μην παίρνω στα σοβαρά τα πράγματα και με την πεποίθηση ότι σε πολύ λίγες μέρες θα επέστρεφα ελεύθερος, παράγγειλα στο σπίτι να μου φέρουν τη μικρή βαλίτσα με πρόχειρα τα πιο απαραίτητα πράγματα. Τη στιγμή όμως που έδινα τις παραγγελίες αυτές, άκουσα το Μοίραρχο να μου λέει ότι δεν θα προλάβουν, γιατί θα φύγω αμέσως με το τραίνο των 9 και η ώρα ήταν ήδη εννέα παρά τέταρτο. Μόλις δηλαδή που θα προλάβαινα το τραίνο. Η απόφασή του με αγανάκτησε τόσο, που δήλωσα ότι με κανένα τρόπο δεν θα δεχτώ ν’ αναχωρήσω αμέσως, χωρίς να παραλάβω τα πράγματά μου και ότι μόνον διά της βίας θα μπορούσαν να με βάλουν μέσα στο αυτοκίνητο. Η αποφασιστική στάση μου και η επέμβαση πάνω στο ζήτημα αυτό των παρόντων βουλευτών έφερε σε αμηχανία το Μοίραρχο, ο οποίος δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει.

Τρίτη, 4 Αυγούστου 1936… Ο Κώστας Γαβριηλίδης έζησε και θυμάται

Εξόριστοι με τη δικτατορία του Μεταξά, Αύγουστος 1936. Διακρίνονται από αριστερά οι: Ι. Σοφιανόπουλος, Δ. Γληνός, Αλ. Σβώλος, πίσω απ’ τον Σβώλο ο Τσάτσος, ο Μανωλέας με τον μπερέ και δίπλα του η Μαρία Σβώλου. Δεύτερη σειρά: Γ. Σιάντος, Κώστας Γαβριηλίδης, Μ. Πορφυρογένης. Δεξιά διακρίνεται με γυαλιά π Κ. Θέος. Στην επάνω σειρά, όρθιος, τρίτος από αριστερά ο Θαν. Βαφειάδης (φωτογραφία από το βιβλίο).

«Έχω αυστηρές διαταγές», είπε, «της Διοικήσεως και της Νομαρχίας να σας στείλω αμέσως και σας παρακαλώ να μη με φέρετε σε δύσκολη θέση».

«Αρνούμαι να υπακούσω», απάντησα με αποφασιστικότητα. «Οι προϊστάμενοί σας μπορεί να πήραν την απόφαση της εκτοπίσεώς μου, αλλά δεν έχουν κανένα δικαίωμα να με στείλουν χωρίς να παραλάβω τα απαραίτητα για το ταξίδι αυτό πράγματα. Εάν λοιπόν νομίζετε ότι είστε υποχρεωμένος να εκτελέσετε τη διαταγή που λάβατε, τότε μπορείτε να μεταχειριστείτε βία».

Οι βουλευτές Σωτηριάδης και Παπάζογλου ανέλαβαν να παρουσιαστούν αμέσως στο Διοικητή και ύστερα από λίγο με ειδοποίησε ο Μοίραρχος ότι θα φύγω κατά τις 12 τα μεσάνυχτα με αυτοκίνητο και να φροντίσω να παραλάβω γρήγορα τα πράγματά μου.

Καθόμουν μέσα σ’ ένα από τα γραφεία του τμήματος και περίμενα να μου τα φέρουν, όταν ξαφνικά σβήσαν τα φώτα της πόλης. Νόμισα ότι επρόκειτο για μια βλάβη που θα διορθωνόταν αμέσως, όμως η ώρα περνούσε και το φως δεν ερχόταν.

«Μα τι συμβαίνει;», ρώτησα έναν από τους χωροφύλακες και πήρα την αόριστη απάντηση πως χάλασε η μηχανή και ίσως θα αργήσει να επιδιορθωθεί.

Ένα σπαρματσέτο τοποθετήθηκε πάνω στο τραπέζι. Ύστερα από λίγο φέραν και τα πράγματά μου και φαί να φάω. Πήρα μερικές μπουκιές χωρίς όρεξη. Άφησα τις τελευταίες μου παραγγελίες στον κουμπάρο μου Παυλίδη και στον ανιψιό μου -η οικογένειά μου ολόκληρη ήταν στο χωριό- και η ώρα της αναχώρησης είχε φτάσει. Ένα αυτοκίνητο οχτώ θέσεων στάθμευε μπροστά στο αστυνομικό τμήμα και έξι χωροφύλακες με έναν ενωμοτάρχη επικεφαλής είχαν ετοιμαστεί να με συνοδέψουν. Γέλασα με τον αριθμό της συνοδείας μου, αποχαιρέτησα όσους βρέθηκαν εκεί και μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο. Ξεκινήσαμε.

Η πόλη εξακολουθούσε να είναι βουτηγμένη στο σκοτάδι. Ο κόσμος από τον περίπατό του είχε διαλυθεί προ πολλού, αμέσως μετά το σβήσιμο των φώτων. Παραδόξως όμως παρατήρησα ότι το αυτοκίνητο δεν περνούσε από το συνηθισμένο δρόμο του σταθμού, από τον κεντρικό, αλλά χώθηκε μέσα στις γειτονιές για να βγει στο δημόσιο δρόμο, σχεδόν έξω από την πόλη.

«Γιατί δεν πας από τον κεντρικό δρόμο;», ρώτησα τον σοφέρ.

Σιγά, φοβισμένος μήπως τον ακούσουν, απάντησε: «Δεν επιτρέπεται».

Γέλασα και πάλι με τις ανόητες αυτές προφυλάξεις και ύστερα δόθηκα στις σκέψεις μου. Στο δρόμο δεν ανταλλάξαμε καμιά κουβέντα. Στις 2 μετά τα μεσάνυχτα φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, όπου και παραδόθηκα στο τμήμα μεταγωγών.

Τμήμα μεταγωγών Θεσσαλονίκης. Δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι τα μπουντρούμια του. Με φιλοξένησαν δώδεκα μέρες λίγο καιρό μετά το περιβόητο δημοψήφισμα. Ήταν η πρώτη απόφαση της Επιτροπής Ασφαλείας εναντίον μου. Τότε με στέλνανε ως «επικίνδυνο κομμουνιστή» για εννιά μήνες στη Σίκινο. Στις 7 Νοεμβρίου 1935, ημέρα βροχερή και ψυχρή, στη στάση της λεωφόρου Τσιμισκή, περίμενα να πάρω το τραμ για να κατέβω στην αγορά. Την ίδια μέρα είχα αποφασίσει να φύγω για την Αθήνα. Τακτοποίησα τη βαλίτσα μου και θα πήγαινα να συναντήσω μερικούς φίλους μου, περιμένοντας την ώρα του τραίνου. Το κρύο ήταν τσουχτερό και η υγρασία αρκετά διαπεραστική. Οι διαβάτες ελάχιστοι στο δρόμο και οι λίγοι που περνούσαν το κρύο τούς ανάγκαζε να περπατάν βιαστικά. Εκεί που περίμενα λοιπόν το τραμ, βλέπω έναν καλοντυμένο κύριο να πλησιάζει προς το μέρος μου. Υπέθεσα ότι έρχεται για τη στάση. Ο άγνωστός μου, όμως, μόλις με πλησίασε με χαιρέτησε με το όνομά μου. Ξαφνιάστηκα. Ήταν ολωσδιόλου άγνωστη φυσιογνωμία για μένα. Τον κοίταξα, προσπαθώντας να θυμηθώ εάν τον είχα συναντήσει πουθενά, αλλά ο άγνωστος έσπευσε να με βγάλει από την αμηχανία στην οποία βρέθηκα.

«Είστε ο κ. Κώστας Γαβριηλίδης;», με ρώτησε και όταν του απάντησα μ’ ένα ξερό «ναι», συνέχισε: «Ελάτε, σας παρακαλώ, μια στιγμή μαζί μου στην Ειδική Ασφάλεια, σας θέλει ο κ. Διοικητής».

Προσπάθησα να μάθω τι συμβαίνει, αλλά ο άγνωστός μου μού απάντησε ότι δεν ξέρει. Τον ακολούθησα κι εκεί μου δώσαν να διαβάσω την απόφαση για τη Σίκινο. Ζήτησα τηλεφωνικώς το δικηγόρο I. Μιχαήλ, στον οποίο και ανέθεσα να κάνει έφεση και να προσβάλει την απόφαση της Επιτροπής και έστειλα τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης και στους Υπουργούς Εσωτερικών και Εθνικής Οικονομίας.

Την επομένη το πρωί με μετέφεραν στο τμήμα μεταγωγών και με κλείσανε μέσα στο μπουντρούμι. Στο ίδιο είχαν κλεισμένο κι ένα Βούλγαρο καλόγερο με πυκνά και κατάμαυρα μαλλιά και με μια εμφάνιση ελεεινή. Τα ρούχα του ήταν όλο κουρέλια και στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η απόγνωση. Καθόταν κουλουριασμένος σε μια γωνιά με σταυρωμένα τα χέρια πάνω στο στήθος. Με κοίταζε μ’ ένα φοβισμένο βλέμμα κι όταν τον χαιρέτησα μου είπε με κάτι περίεργα ελληνικά ότι πεινούσε. Τον πλησίασα, αλλά βιάστηκα ν’ αποτραβηχτώ αμέσως τρομαγμένος. Θεέ μου, τι ψείρα ήταν αυτή! Τα κουρέλια του και τα κατάμαυρα μαλλιά του ήταν γεμάτα από τα απαίσια αυτά ζωύφια. Τραβήχτηκα στην αντίθετη γωνιά και κάθησα σ’ ένα κάθισμα που ζήτησα να μου δώσουνε από το γραφείο.

Το μεσημέρι παράγγειλα και για το δυστυχισμένο μου σύντροφο μια μερίδα φαΐ, την οποία καταβρόχθισε με μια αφάνταστη λαιμαργία. Έμεινε μαζί μου και την επομένη τον βγάλανε για να τον στείλουν πίσω στη Βουλγαρία. Τον είχαν πιάσει σαν ύποπτο κομιτατζή.

Δώδεκα μέρες έμεινα μέσα στο μπουντρούμι αυτό. Πόσοι άνθρωποι ήρθαν και φύγανε στο διάστημα αυτό! Τι περίεργη ποικιλία είχε η συντροφιά μου! Κατσικοκλέφτες, χασισοπότες, λαθρέμποροι, εκβιαστές, δολοφόνοι, να η παρέα μου των ημερών αυτών. Τι φοβερό πράγμα, αλλά και τι θλιβερό θέαμα! Βουτηγμένοι μέσα στο βόρβορο, ο άνθρωποι αυτοί ούτε καν αισθάνονταν την ελεεινή τους κατάσταση. Η Πολιτεία όχι μόνο δεν κάνει τίποτα για να σώσει τα θύματα αυτά του αστικού πολιτισμού, αλλά αντίθετα τους σπρώχνει ακόμα πιο βαθιά μέσα στο βούρκο. Κι αυτοί δεν έχουν πλέον συναίσθηση της κατάστασής τους. Διηγούνται τα εγκλήματά τους με κάποια κρυφή χαρά και περηφάνια και δοκιμάζουν κάποια ικανοποίηση διότι η κοινωνία τούς θεωρεί επικίνδυνους.

Δεν θα πίστευα ποτέ ότι υπάρχει τόση εξαθλίωση μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Και να τώρα που βλέπω όλους αυτούς τους άθλιους συντρόφους μου, σκέπτομαι πόση βρώμα και σαπίλα κρύβεται μέσα στα σπλάχνα της αστικής κοινωνίας. Πόσο βαθιές, αλήθεια, είναι οι πληγές αυτές που προέρχονται απ’ αυτή της την οργάνωση και που κατάντησαν αναπόσπαστες από το κύριο σώμα της κοινωνίας αυτής… Πόσες προσπάθειες και τι αιματηρές και σκληρές επεμβάσεις θα χρειαστούν για ν’ απαλλαγεί η κοινωνία από τα καρκινώματα αυτά… Αλλά το μικρόβιο βρίσκεται μέσα στην καρδιά και στο αίμα της ίδιας της κοινωνίας και μόνο μια βαθιά χειρουργική επέμβαση θα μπορέσει ν’ απαλλάξει τους ανθρώπους από τ’ «αγαθά» αυτά του αστικού πολιτισμού. Το σάπιο θέλει ξερίζωμα. Το ετοιμόρροπο σπίτι δεν είναι δυνατόν να στηριχτεί παρά μόνον προσωρινά. Χρειάζεται γκρέμισμα και ξαναχτίσιμο πάνω σε καινούργια θεμέλια.

Και η σημερινή κοινωνία πόσο μοιάζει με το ετοιμόρροπο σπίτι! Την ίδια μέρα που με κλείσανε στο μπουντρούμι, ζήτησα από το Διοικητή του τμήματος, Ταγματάρχη της Χωροφυλακής Φακούνη, να με βγάλει από κει και να με κλείσουν σε κανένα από τα γραφεία, όπως είχαν κάνει και με μερικούς άλλους πολιτευόμενους, που είχαν συλληφθεί προ ημερών.

«Δεν μπορείτε», του είπα, «να μας έχετε στην ίδια μοίρα με τους χασισοπότες και κατσικοκλέφτες».

Αλλά ο κ. Ταγματάρχης, με μια χαιρεκακία που πρόδινε όλο του το σαδισμό, μου είπε ότι αυτό που ζητούσα δεν μπορούσε να γίνει.

«Είστε επικίνδυνος», πρόσθεσε, «και σας φοβόμαστε, γι’ αυτό δεν μπορώ να σας βγάλω από το κρατητήριο και δυστυχώς άλλο καλύτερο απ’ αυτό δεν έχω».

«Είναι τιμή μου το ότι με φοβάστε», του απάντησα, «και για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ να με φοβάστε κι ας μείνω πίσω από τα κάγκελα».

Έτσι έμεινα με τους ίδιους συντρόφους μου. Ευτυχώς το απόγευμα μετέφεραν στο κρατητήριό μου δυο νέους από την Ευκαρπία Σερρών, τον X. Φωτόπουλο και τον I. Γιαννακόπουλο, που κατηγορούνταν για δήθεν εξύβριση του Βασιλιά. Αλλά ας παρουσιάσω τους συντρόφους μου και κυρίως αυτούς που έχουν κάποιο ενδιαφέρον. Να λοιπόν ο πρώτος.

Ένας νέος 28-30 χρόνων με ωραίο παρουσιαστικό, με φαρδείς ώμους, λίγο ξανθός και με μάτια σπινθηροβόλα. Είναι από ένα χωριό της Χαλκιδικής και ονομάζεται Β. Ματαφτσής. Το έγκλημά του; Ένα τιποτένιο πράγμα. Αλλά καλύτερα ας ακούσουμε τον ίδιο. Στα κρατητήρια οι κρατούμενοι το πρώτο που έχουν να κάνουν με τον ερχομό ενός καινούργιου συντρόφου είναι να μάθουν για τι πράγμα κατηγορείται. Τη συνήθεια αυτή απόκτησα κι εγώ σχεδόν αμέσως. Μόλις φέραν το νεαρό, έσπευσα να τον ρωτήσω για το έγκλημα που τον βαραίνει. Οφείλω να ομολογήσω ότι η φυσιογνωμία του ευθύς εξαρχής μου έκανε καλή εντύπωση και τον πήρα μάλλον για πολιτικό. Το τονίζω αυτό, για να φανεί πόση ήταν η κατάπληξή μου όταν, απαντώντας στη σχετική ερώτηση, τον άκουσα να λέει με μια φοβερή απάθεια.

«Για τίποτα σχεδόν, κύριε, για κάποιο φόνο που δεν μπορούσα να τον αποφύγω».

«Για φόνο; Και ποιον σκότωσες;», τον ρώτησα κατάπληκτος και σκεπτόμενος ότι θα διέπραξε έγκλημα βρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας.

«Τον πατέρα μου», απάντησε με την ίδια πάντα απάθεια.

Έμεινα εμβρόντητος. Τον κοιτούσα μες στα μάτια ταραγμένος και η απάθειά του μου έκανε φοβερή εντύπωση. Έβλεπα ότι δεν αισθανόταν την παραμικρή τύψη για το βαρύ του έγκλημα και δεν μπορούσες να διακρίνεις στο βλέμμα του την ελάχιστη μετάνοια.

«Τον πατέρα σου; Σκότωσες τον πατέρα σου και το λες σαν να μη συνέβη τίποτα;».

«Μα ο πατέρας μου, κύριε, ήταν μια εγκληματική φυσιογνωμία και έπρεπε να τον σκοτώσω, γιατί αλλιώς θα με σκότωνε εκείνος. Τι θέλατε να κάνω, αφού ήθελε να μου αφαιρέσει το σπίτι που έφτιαξα με την προίκα της γυναίκας μου και να το δώσει στο γαμπρό του;».

«Σαν να λέμε», του απάντησα με κάποια οργή, «ότι η κοινωνία σου χρωστάει χάρη, διότι την απάλλαξες από έναν εγκληματία…».

Να κι ένας άλλος τύπος αρκετά σπουδαίος. Ένας ψηλός, γερός άντρας με ωραία χαρακτηριστικά, ηλικίας 35-40 χρόνων. Είναι πολύ καλά ντυμένος και στο πέτο του σακακιού του έχει καρφιτσωμένο ένα σήμα με το κεφάλι του Βασιλιά. Αυτό μια φορά σημαίνει ότι δεν είναι πολιτικός. Τι να έκανε άραγε; Μπαίνει μέσα μ’ ένα ύφος περήφανο και γελαστό, ρίχνει ένα γρήγορο βλέμμα γύρω του, για να δει τους καινούργιους του συντρόφους. Φαίνεται ευχαριστημένος από την επιθεώρηση που έκανε και αποτεινόμενος σ’ όλους μαζί αυτοπαρουσιάζεται.

«Χαίρεται, Κωνσταντίνος Κλειδαράς», και χωρίς να περιμένει την απάντησή μας διάλεξε και κάθησε σε μια γωνιά. Πολύ περίεργος ο τύπος αυτός. Για να δούμε τι έχει κάνει. Τον ρωτώ.

«Ω, σχεδόν τίποτα, κύριε», απαντά με εύθυμο πάντα ύφος. «Να, με κατηγορούν για μετάδοση αφροδίσιου νοσήματος».

«Και σας φέραν εδώ για μετάδοση αφροδίσιου νοσήματος;».

«Ναι, γιατί πρόκειται για ανήλικο, έξι χρόνων κοριτσάκι. Δεν βαριέστε, όμως είμαι βέβαιος ότι το κακουργιοδικείο Βέροιας, όπου θα πάω να δικαστώ, θα με απαλλάξει, γιατί όλη η ιστορία στηρίζεται στην κατηγορία μιας γυναίκας, της σπιτονοικοκυράς μου, που δημιούργησε όλη αυτή την υπόθεση εναντίον μου για να με εκδικηθεί για μια χρηματική διαφορά που είχε μαζί μου. Έχω άλλωστε και πιστοποιητικό του θεράποντος γιατρού, από το οποίο φαίνεται ότι την εποχή που αναφέρεται η κατηγορία ήμουν εντελώς καλά.

 

«Και πώς δεν τα έλαβε αυτά υπόψη της η ανακριτική αρχή;», τον ρώτησα. «Είναι δυνατόν να σε παραπέμψουν, χωρίς να υπάρχουν στοιχεία εις βάρος σου και μάλιστα όταν έχεις πιστοποιητικό γιατρού, που, όπως λες, αποδεικνύει ότι την εποχή για την οποία σε κατηγορούν δεν έπασχες από κανένα αφροδίσιο νόσημα; Σαν απίστευτα πράγματα φαίνονται αυτά».

«Ε, να, επειδή βρήκαν κάτι μικρόβια στα ούρα που εξέτασαν».

Δεν ξέρω πού ήθελε να βρουν τα μικρόβια, αν όχι στα ούρα του. Μήπως στον … εγκέφαλό του; Την ίδια μέρα μάς φέραν και δυο άλλους, έναν κοινό λωποδύτη, ο οποίος περηφανευόταν και λίγο για το «έντιμο επάγγελμά του» και έναν κλεπταποδόχο και συνεργάτη του πρώτου. Ο δεύτερος ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, 55-60 χρόνων, ψηλός και με αρκετά φουσκωμένη κοιλιά. Την προηγούμενη μέρα ήρθε και τον ζήτησε η γυναίκα του, μια μικροκαμωμένη γριούλα.

«Πώς λέγεται ο άντρας σου;», τη ρωτά ο ενωμοτάρχης.

«Αντρικός λέγεται, κύριε ενωμοτάρχα, Αντρικός Δεδώνης», απαντά με την κλαψιάρικη φωνή της.

«Και γιατί τον πιάσανε; Θα μοίραζε κομμουνιστικές προκηρύξεις, ε;».

«Όχι, καλέ», έσπευσε να διαμαρτυρηθεί η γυναίκα, «αυτός είναι βασιλικός».

«Τι έκανε τότε;».

«Τίποτα, να, κάτι πράγματα κλέψανε στη Λάρισα από ένα χρυσοχοείο μερικοί γνωστοί του και του δώσαν να τα φυλάξει. Και τώρα τον κατηγορούν ότι τάχα πήρε κι αυτός. Απ’ το Θεό να το βρούνε. Απ’ τα ρουθούνια τους να βγουν τα καλά που τους έκανε ο άντρας μου», πρόσθεσε η γυναίκα και άρχισε τα κλάματα.

«Έλα, μην κλαις», της είπε, «αφού ο άντρας σου δεν είναι κομμουνιστής, το πράγμα δεν είναι και τόσο τρομερό».

«Όχι, καλέ, σας ορκίζομαι, ο άντρας μου είναι βασιλικός και δεν ανακατεύτηκε ποτέ μ’ αυτούς τους αντίχριστους, τους μπολσεβίκους, που θέλουν να μας καταστρέφουν τη θρησκεία μας.»

«Μα δεν υπάρχει κανένας λόγος να ορκίζεσαι. Μια που ο άντρας σου είναι ανακατεμένος σε κλεψιά σημαίνει πως δεν μπορεί να είναι κομμουνιστής».

Η γυναίκα έφυγε και πολλή ώρα σκεπτόμουνα: Πόση αμάθεια και τι σκοτάδι καλύπτει τους ανθρώπους αυτούς, πόσο διεφθαρμένη πρέπει να είναι η ψυχή τους, για να θεωρούν τον κομμουνισμό ως μεγαλύτερο έγκλημα από την κλεψιά; Και γιατί όχι; Μήπως το ίδιο το καθεστώς δεν είναι καθεστώς κλεψιάς και διαφθοράς; Στο κρατητήριό μας είναι κι ένας κατσικοκλέφτης που προορίζεται για την Ανάφη, το νησί των εξόριστων. Είναι ένας μικροκαμωμένος άνθρωπος και φαίνεται πολύ καταβεβλημένος. Ο σκοπός χωροφύλακας τον παρατηρεί από τα κάγκελα.

«Για πού σ’ έχουν;», τον ρωτά.

«Για την Ανάφη», απαντά δύσθυμα, χωρίς να σηκώνει το κεφάλι του.

«Δεν σου έδωσαν ψωμί οι σύντροφοι που ήρθαν τώρα;», τον ξαναρώτησε, εννοώντας την Εργατική Βοήθεια, που έφερε τρόφιμα στους πολιτικούς κρατούμενους.

«Όχι», του απαντά, «εγώ δεν είμαι κομμουνιστής, είμαι για ζωοκλοπή».

«Α, έτσι, τότε εσύ τρώγεσαι», του λέει ο χωροφύλακας.

«Και βέβαια τρώγεται», πρόσθεσα αποτεινόμενος στο χωροφύλακα, «ενώ εάν ήταν κομμουνιστής…».

«Μα σεις τα παρακολουθείτε όλα, κ. Γαβριηλίδη», μου απαντά, «αλλά ξέρετε, για μας οι κομμουνιστές είναι πιο επικίνδυνοι, γιατί εύκολα δραπετεύουν».

«Ω, το ξέρω», του απάντησα, «όχι μόνο για σας, αλλά για ολόκληρο το καθεστώς είναι προτιμότερο να είναι κανείς ζωοκλέφτης παρά κομμουνιστής. Άλλωστε τι έχουν να φοβηθούν από έναν κατσικοκλέφτη; Μήπως τους εμποδίζει στη δουλειά τους, που δεν διαφέρει από τη δική του, παρά μόνο σε έκταση και τέχνη; Ενώ οι κομμουνιστές κατάντησαν ο εφιάλτης τους».

Δεν είμαι κομμουνιστής, αλλά βλέποντας όλα αυτά σκέπτομαι πολλές φορές αν στην πραγματικότητα δεν έχουν δίκιο οι κομμουνιστές, όταν διακηρύσσουν ότι το σημερινό καθεστώς πρέπει σύρριζα ν’ ανατραπεί. Υπάρχουν ακόμα μερικοί τύποι μαζί μας, αλλά ας τους αφήσου με στην ησυχία τους. Κατάντησε άλλωστε λίγο κουραστική η περιγραφή αυτή.

Ήταν η πρώτη φορά που κλείστηκα στα μπουντρούμια του τμήματος μεταγωγών και τις εντυπώσεις που αποκόμισα δεν θα τις ξεχάσω ποτέ. Η ζωή των κρατουμένων, ο ύπνος τους, η τροφή τους, η συμπεριφορά απέναντι τους των οργάνων της τάξης, όλα αυτά θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν θέμα ξεχωριστής έρευνας, εάν βέβαια θα υπήρχε η παραμικρότερη ελπίδα ότι απ’ αυτήν θα έβγαινε κάτι καλό για τους δυστυχισμένους κρατούμενους. Για ποιο σκοπό όμως, αφού τέτοια ελπίδα δεν υπάρχει; Το μάτι της κοινωνίας δεν φτάνει μέχρι τα σκοτεινά και υγρά αυτά κρατητήρια. Δεν είναι άλλωστε και ευχάριστο το θέαμα να βλέπει κανείς κιτρινισμένα πρόσωπα ανθρώπων βασανισμένων από την πείνα και τις κακουχίες. Η κοινωνία αρκείται να διατάξει τη σύλληψη δικαίως ή αδίκως -αυτό είναι αδιάφορο- και για τα περαιτέρω καρφί δεν της καίγεται. Ποια είναι η ζωή τους, τι τρώνε, πώς κοιμούνται, όλα αυτά είναι ζητήματα που δεν τους ενδιαφέρουν. Και η συμπεριφορά των οργάνων; Αυτή είναι που ξεπερνά κάθε όριο ανθρωπισμού. Οι άγραφοι κανονισμοί του τμήματος μεταγωγών, που είναι ανάλογοι με τις διαθέσεις του κάθε χωροφύλακα, ξεπερνάν πολύ στη σκληρότητα κι αυτούς του κανονισμούς των εγκληματικών φυλακών. Θέλεις να διαμαρτυρηθείς, να φωνάξεις του κάκου κάνεις δεν θα σ’ ακούσει. Κανείς δεν θα δεχτεί από το ύψος της θέσης του να κατεβεί εδώ κάτω στο υγρό υπόγειο και ν’ αναπνεύσει τον βρώμικο και μουχλιασμένο αέρα.

Κάποτε, λοιπόν, θέλησα να διαμαρτυρηθώ για την κατάσταση αυτή προς το Διοικητή του τμήματος και το αποτέλεσμα των διαμαρτυριών μου υπήρξε να «στενέψουν» ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Ο Διοικητής απαγόρεψε και τις επισκέψεις, που στο εξής θα γίνονται μόνο με προσωπική του άδεια. Νομίζετε πως το έκανε από κακία; Α, όλα κι όλα. Είναι τόσο φιλάνθρωπος ο κ. Διοικητής. Το μέτρο αυτό τού υπαγορεύτηκε από τη μεγάλη του αγάπη προς τους κρατούμενους. Και μα την αλήθεια δεν σκέφτηκε άσχημα. Τι θέλουν κι αυτοί οι συγγενείς και φίλοι να έρχονται να μας ανησυχούν κάθε μέρα; Μήπως δεν μας φτάνει η κακομοιριά του μπουντρουμιού και θα έχουμε και τις ενοχλήσεις των επισκέψεων; Μα να που η μεγαλοφυΐα του κ. Ταγματάρχη τα πρόβλεψε όλα. Θέλετε λοιπόν να δείτε κανένα συγγενή σας ή φίλο σας κρατούμενο, διότι έτσι σας κάπνισε και διότι δεν έχετε τι να κάνετε; Θα περάσετε πρώτα να πάρετε άδεια από τον κ. Διοικητή. Κι εκείνος θα σας εξετάσει πρώτα με το βλέμμα του και ύστερα θα σας ρωτήσει:

«Τι θέλετε;».

«Να επισκεφτώ τον τάδε συγγενή μου».

«Και γιατί θέλεις να τον επισκεφτείς;».

«Θέλω να του πω κάτι για την υπόθεσή του και να δω και τι κάνει».

«Δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ ανησυχείτε τον άνθρωπο πρωί-πρωί. Την υπόθεσή του αυτός την ξέρει καλύτερα από σας».

«Μα, κύριε Διοικητά…».

«Δεν έχει μα και ξεμά. Φύγετε, γιατί δεν μπορείτε ν’ ανησυχείτε τους κρατούμενους διότι έτσι σας κάπνισε. Και οι κρατούμενοι άνθρωποι είναι και θέλουν την ησυχία τους».

Και ο επισκέπτης φεύγει. Δεν σας φαίνεται υπέροχος ο κ. Ταγματάρχης; Το μικρό και κούφιο κεφάλι του δεν πρόβλεψε για όλα; Αλλά ο κ. Ταγματάρχης μ’ όλες τις σκοτούρες που έχει βρίσκει καιρό ν’ ασχολείται και με την Κοινωνιολογία. Ακούστε τον λοιπόν…

Μια μέρα ζήτησε να μ’ επισκεφτεί ο φίλος μου Κ.Κ. Ο κ. Διοικητής τού συνέστησε, «φιλικά» βέβαια, να μην έχει συχνή επαφή μαζί μου λόγω των κομμουνιστικών μου φρονημάτων.

«Μα ο κ. Γαβριηλίδης δεν είναι κομμουνιστής», διαμαρτυρήθηκε ο φίλος μου. «Εάν ήταν, θα είχε το θάρρος να το πει. Είναι άλλωστε πασίγνωστο ότι είναι αγροτικός».

«Κι εγώ σας λέω ότι είναι κομμουνιστής και δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος. Και ο κομμουνισμός πρέπει να καταπολεμηθεί, γιατί είναι η χειρότερη μορφή της κεφαλαιοκρατίας και της εκμετάλλευσης».

Δεν σας φαίνεται τρομερή η αποκάλυψη αυτή; Τι αίσχος!…

Από τους Υπουργούς προς τους οποίους διαμαρτυρήθηκα τηλεγραφικούς για την άδικη σύλληψή μου, μόνο ο κ. Δαρβέρης, Υπουργός της Εθνικής Οικονομίας, λόγω παλιάς μας φιλίας, έδειξε κάποιο ενδιαφέρον. Αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος του ήταν να με καλέσει μια μέρα ο ανώτερος Διοικητής Χωροφυλακής κ. Γκότσης. Ένας υπενωμοτάρχης με συνόδεψε μέχρι εκεί. Μόλις μπήκα μέσα, με ρώτησε αν έκανα έφεση στη δευτεροβάθμια επιτροπή και όταν του απάντησα καταφατικά, συνέχισε.

«Ξέρετε, έγινε κάποια παρεξήγηση, αλλά εκεί στο Κιλκίς έχει εξαπλωθεί τόσο πολύ ο κομμουνισμός».

«Και τι μου τα λέτε εμένα αυτά τα πράγματα; Γνωρίζετε κι εσείς ότι εγώ δεν είμαι κομμουνιστής αλλά αγροτικός-σοσιαλιστής και η δράση μου είναι γνωστή σε όλους».

«Πρέπει να ξέρετε όμως ότι τα σύνορα του κομμουνισμού και του αγροτισμού απέχουν τόσο λίγο, που είναι δύσκολο να γίνει διάκριση».

«Για έναν αγράμματο, μάλιστα», του απάντησα. «Αλλά για ανθρώπους που κατέχουν ανώτερα αξιώματα, όπως είναι τα μέλη της επιτροπής, δεν επιτρέπεται να κάνουν καμία σύγχυση. Έχουν υποχρέωση και καθήκον να ξέρουν να διακρίνουν τα όρια αυτά, εκτός αν η σύγχυση που παθαίνουν είναι σκόπιμη».

«Πάντως», πρόσθεσε, «πρέπει ν’ αναγνωρίσετε κι εσείς, κ. Γαβριηλίδη, ότι η εξάπλωση του κομμουνισμού στο νομό σας κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλεται στους κομμουνίζοντες δασκάλους και θα έπρεπε κι εσείς…».

«Δεν είμαι Υπουργός της Παιδείας για να ξέρω», τον διέκοψα κάπως απότομα «και σας παρακαλώ να μην τα αναφέρετε σε μένα. Νομίζω όμως ότι η εξάπλωση του κομμουνισμού οφείλεται κατά πρώτο λόγο στη δράση και στα άστοχα μέτρα της Αστυνομίας και γενικότερα στην οικονομική και κοινωνική πολιτική του Κράτους…».

«Τέλος», μου είπε αλλάζοντας θέμα, «τώρα θα περιμένετε την απόφαση της δευτεροβάθμιας επιτροπής. Μου μίλησε κι ο κ. Δαρβέρης, αλλά άλλος τρόπος απαλλαγής δεν υπάρχει. Γι’ αυτό άλλωστε σας κάλεσα. Τώρα θα περιμένετε την απόφαση της Επιτροπής».

Τον χαιρέτησα και έφυγα. Η μικρή αυτή συνομιλία όμως μ’ έκανε να καταλάβω τι μέτρα και τι κόλπα μεταχειρίζονται για να στρατολογούν χαφιέδες. Δοκιμάζουν παντού κι όπου πιάσει…

Ύστερα από μερικές μέρες, συνήλθε η δευτεροβάθμια, η οποία και ακύρωσε την απόφαση για την εκτόπισή μου, στην οποία από μεγάλο ζήλο, ίσως, έβαλαν ως αιτιολογικό το «επικίνδυνος κομμουνιστής». Το λάθος τους αυτό με ωφέλησε τότε, αλλά κι αυτοί έμαθαν να μην το μεταχειρίζονται πλέον εναντίον μου και γι’ αυτό στη σημερινή τους απόφαση με χαρακτήρισαν ως «επικίνδυνον διά την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν». Μέσα στην έννοια αυτή χωρούν όλα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: