Η Βάντα Κουτσοκώστα δεν ζει πια ανάμεσά μας. Η συγγραφέας και στιχουργός έφυγε από τη ζωή μετά από σοβαρότατα προβλήματα υγείας που την ταλαιπώρησαν για μεγάλο διάστημα.
«Κι όταν οι δράκοι θα φύγουν απ’ τον τόπο μας και δε θα ’μαστέ πια σκλάβοι, τότες που δυο ήλιοι θα φωτίζουν την Ελλάδα μας, δε θα πρέπει να ξεχάσουμε τα παλικάρια με τα φωτεινά μάτια, που σκότωναν τους δράκους…»
–Άιντε ψυχούλες μου, άιντε που να σας χαρίσει η παναγιά, μουρμουρίζει κάνοντας το σταυρό της. Άιντε να πάμε κει που θα χορτάσετε ψωμάκι, κει που δε θα αλαφιάζεστε στον ύπνο σας απ’ τις οβίδες. Άιντε ψυχούλες μου, να πάμε κει που δε σφάζουν παιδάκια.
Κάθε κεφαλαιοκράτης που κατάφερε να κάνει εξήντα χιλιάδες λίρες από έξι πένες, συνήθιζε πάντα να εκφράζει την απορία του γιατί οι εξήντα χιλιάδες πιο κοντινοί του εργάτες δεν κατάφεραν να κάνουν καθένας τους εξήντα χιλιάδες λίρες από έξι πένες και, λίγο πολύ, τους κατηγορούσε γιατί δεν πέτυχαν το μικρό αυτό κατόρθωμα. Αυτό που έκανα εγώ, μπορείτε και σεις να το κάνετε. Τι κάθεστε λοιπόν;
Δεν αποζήταγε πια σημεία και τέρατα αγίων. Τι να ’βρίσκε στα χαρτιά; Εδώ ήτανε, σε τούτο τον κόσμο τα μεγάλα σημεία.
Κ’ ύστερα τον μιμήθηκαν όλες οι μεραρχίες κι άρχισαν να φτιάχνουν τέτοια σκιάχτρα. Οι στρατιώτες διασκέδαζαν πολύ μ’ αυτό. Έκανε από κουρέλια το ομοίωμα του Χίτλερ, τόντυσε με μια γερμανικιά χλαίνη, τούβαλε μουστάκι και τσουλούφι από βαμένο στουπί και του κρέμασε μια επιγραφή: «Ρίχτε μου»…
Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσα ότι θα μπορούσα να μάθω γράμματα και να φύγω από τα κούμαρα, τις παγίδες, την πείνα. Και ήταν η πρώτη φορά που συμπάθησα αυτόν το δάσκαλο που ήταν πολύ αυστηρός και μας κοκκίνιζε τις τρυφερές παλάμες με ραβδιές με κράνινη βέργα που εμείς τη φέρναμε γι’ αυτό το σκοπό!
Κόντευα να τελειώσω το δημοτικό και δεν ήξερα πώς έρχονται τα παιδιά στον κόσμο. Στις συζητήσεις που κάναμε με τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας μου, που κι εκείνα ζούσαν στο ίδιο σκοτάδι, είχαμε καταλήξει ότι οι γυναίκες γεννάνε από τον αφαλό. Τη συμμετοχή του άντρα ούτε που την υποψιαζόμαστε.
Να πουλούσε τέσσερα μπαρντάκια (κύπελλα), τουλάχιστον τέσσερα μπαρντάκια. Με τα δέκα γρόσια που θα έπαιρνε θα μπορούσε να πάει στο σπίτι ένα μαύρο ψωμί. Σαν αστραπή περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια του τα δυό μικρά αδελφάκια του που μισοναρκωμένα καρτερούσανε τον ερχομό του και ολοένα διαλαλούσε: – Αγνό αϊράνι…Αγνό…
Εκεί, κάθε βράδυ, όταν όλοι κοιμούνταν, έσκαφτε και έφκιασε μια κρυψώνα. Για να μην υποπτευτούν οι γειτόνοι τίποτα, το χώμα το έριχνε σε ένα ξεροπήγαδο. Σ’ αυτή, λοιπόν, την κρυψώνα τα τοποθετούσε, αφού τα τύλιξε καλά για να μην καταστραφούν από την υγρασία, όλα τα βιβλία. Πολύ συχνά πήγαινε στην κρύπτη να δει σε τι κατάσταση βρίσκουνται και με με την ευκαιρία αυτή έπαιρνε κανένα και διάβαζε.