Πέστε μου ό,τι θέλετε. Εκείνο που ονειρεύομαι πάνω απ’ όλα είναι να δω τον ουρανό γεμάτο επαναστατημένους, κόκκινους χαρταετούς. Και τη γη γεμάτη από παιδιά που δε θα κοιτάζουν τον ουρανό με δακρυσμένα τα μάτια…
“Το αίμα του συντρόφου Μήτσου Παπαρήγα από το ματωμένο κείνο βρόχο προστάζει σε σας: Στ’ άρματα στ’ άρματα εμπρός στον αγώνα για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά…”
Από ένα μαθητικό τετράδιο μού διάβαζε τα βράδια φλογερούς στίχους για τη σπίθα που μια μέρα θα βάλει φωτιά στον παλιό κόσμο, για το αστροπελέκι της δικαιοσύνης που θα κατακεραυνώσει το άδικο. Το μεγάλο πάθος του ήταν οι «καταραμένοι ποιητές» Μποντλαίρ και Ρεμπώ, και οι δύο ιδανικοί αυτόχειρες Καρυωτάκης και Μαγιακόφσκι…
Κι ήθελα τόσο πολύ να σας μιλήσω για όλα εκείνα τα ανεκτίμητα και τα ιδεώδη αντισυμβατικά πρότυπα που σύναξα υπομονετικά -αποδεχόμενος τον πόνο ως αρχή για κάθε λύτρωση- στο νου και στην ψυχή μου.
– Η επανάσταση δεν είναι σπορ. Χρειάζεται προετοιμασία κι οργάνωση. Μη νομίσετε πως φτάνει να ρίξετε εσείς από δω ένα σύνθημα και η υπόθεση έληξε…
Προσπαθείς όμως. Προσπαθείς να σκοτώσεις τον μικρό φασίστα που κρύβεις μέσα σου. Θα σου πάρει καιρό. Αλλά είναι ο μόνος φόνος που επιτρέπεται. Επιβάλλεται μη σου πω. Ναι,ναι! Είσαι ένας μικρός… δολοφόνος τελικά.
Το φορτηγίσιο σκαλοπάτι ψηλό για να προστατεύει από τα κύματα, την έκρυβε από τη μέση και κάτω. Με κοιτούσε κατάματα. Πάνω στη φτενή κι αδύνατη πλάτη, σ’ ένα μαντίλι που οι δύο άκρες του δένονταν κόμπο κάτω απ’ το λαιμό της και οι δύο άλλες στη μέση της, βρισκόταν ένα μικρό κινεζάκι ίσαμε έξι μηνών. Έπαιζε με τη στριφτή πλεξίδα της…
Στη μνήμη του συν. Φώτη Γενατά, θύματος της άγριας εκείνης δολοφονίας
– Τι λέτε, καλέ! Μα εγώ πάντα το ’λεγα πως η κυρία Κανιβαλοπούλου έχει ευγενή αισθήματα!
Σίγουρα, κανένας άνθρωπος δεν είχε αλλάξει ποτέ τόσο πολύ, σε τόσο μικρό διάστημα, όσο ο Ρόντρικ Άσερ! Μόλις και μετά βίας κατάφερνα να πείσω τον εαυτό μου ότι εκείνη η κάτωχρη σκιά που αντίκριζα ήταν ο σύντροφος των παιδικών μου χρόνων.