Σολάριουμ και ρατσισμός του χρώματος του δέρματος
Μισείστε με γιατί παρέμεινα άνθρωπος αλλά Αγαπήστε με γιατί λιμπίζομαι να γίνω θεός!!!
Το πρόσωπό της φωτίστηκε και πάλι… Τα μάτια της έλαμψαν από περηφάνια… Όχι, το εγγονάκι της δεν το λένε Θησέα… Κοριτσάκι είναι κι έχει τ’ όνομά της! Ελπίδα τη λένε, Ε λ π ί δ α!…
Ποίημα που γράφτηκε με αφορμή την κατάσταση στη Βενεζουέλα.
Σας παρακάλεσαν να μην τη λησμονήσετε πως μας ανήκουν τα αετόμορφα βουνά της μα εσείς τα σπίτια τα λευκά λεηλατήσατε αυτά που έχτισε με το αίμα του ο εργάτης.
Η δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή. Είναι αόμματη. Στη θέση των ματιών της, έχει χαρτονομίσματα. Κι αναρωτιέμαι πια, πως ίσως δεν υπάρχει. Ίσως να ‘ναι ένα παραμύθι, για να κοιμόμαστε ανάλαφρα τις νύχτες.
Τώρα όμως έχουν περάσει δυόμιση μήνες από τότε που διοργάνωσε για πρώτη φορά το τραπέζωμα αυτό της γειτονιάς – δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το αποκαλέσει συσσίτιο, γιατί έβρισκε τη λέξη αυτή στεγνή και δεν μπορούσε να την καταπιεί
Την επόμενη μέρα, ξημέρωνε 11- 9-2001. Ένας γέρος, κάποτε, μου είχε πει: «Το γεγονός πως η ζωή δεν μας έχει συντρίψει είναι υπόθεση πιθανοτήτων και μόνο». Ποτέ μου δε χώρεσα την κουβέντα του. Ή ήταν μεγάλη για τα κυβικά μου ή απλά δεν ήταν ακόμη η ώρα μου.
Κάποτε, σ’ ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριουδάκι, ήταν ένας άνθρωπος, λαίμαργος πολύ. Από την πολλή, μάλιστα, τη λιχουδιά του, κατέβαζε τις μπουκιές – πολλές φορές, αμάσητες.
Βλέπω το φίλο να σηκώνει κάτι με τα χέρια του και να το εναποθέτει στα χορτάρια, μακριά από την άσφαλτο. Πλησιάζω. Εντέλει, πρόκειται για τρία κουταβάκια. Το ένα είναι εμφανώς πεθαμένο ή πιο συγκεκριμένα πατημένο. Έμεινε ένα ακόμη να κλαψουρίζει στην άσφαλτο δίπλα του με κλειστά τα ματάκια του.