Ρομάριο – Τα ρω του ποδοσφαίρου

O Ρομάριο ήταν ένας από τους καλύτερους Βραζιλιάνους επιθετικούς όλων των εποχών, ένας κρίκος στην αλυσίδα των μεγάλων “Ρο” της Σελεσάο των τελευταίων δεκαετιών: Ρομάριο, Ρονάλντο, Ριβάλντο, Ροναλντίνιο. Και σίγουρα όχι ο αδύνατος κρίκος της -από άποψη ισχύος, αλλά και… κορμοστασιάς. Eξάλλου δεν ήταν ποτέ φανατικός της προπόνησης.

Ο Ρομάριο ντε Σόουζα Φαρία ή απλά Ρομάριο ήταν ένας από τους καλύτερους Βραζιλιάνους επιθετικούς όλων των εποχών, ένας κρίκος στην αλυσίδα των μεγάλων “Ρο” της Σελεσάο των τελευταίων δεκαετιών: Ρομάριο, Ρονάλντο, Ριβάλντο, Ροναλντίνιο. Και σίγουρα όχι ο αδύνατος κρίκος της -από άποψη ισχύος, αλλά και… κορμοστασιάς.

Ο Ρομάριο εξάλλου δεν ήταν ποτέ φανατικός της προπόνησης. Λένε μάλιστα πως μια φορά είχε βάλει δυο γκολ στο 20λεπτο με την Μπάρτσα, γιατί είχε κίνητρο να γίνει αλλαγή και να φύγει μια ώρα αρχύτερα για το αεροδρόμιο και το Καρναβάλι της πατρίδας του: το Ρίο ντε Τζανέιρο.

Ο Ρομάριο έμαθε μπάλα στις φτωχογειτονιές του Ρίο, θεαματική κι αλανιάρικη. Αναδείχτηκε στη Βάσκο ντε Γκάμα και έκανε το άλμα στην Ευρώπη για την PSV Αϊντχόβεν, όπου έμεινε μια πενταετία προτύ πάρει μεταγραφή για την Μπαρτσελόνα, θυμίζοντας πολύ την κατοπινή πορεία του (πραγματικού) Ρονάλντο -που την έκανε ωστόσο πολύ πιο γρήγορα και σε μικρότερη ηλικία. Εκεί έγινε για δύο χρόνια μέλος της ομάδας-όνειρο του Κρόιφ, ξεχωρίζοντας για τις όμορφες φάσεις που έβγαζε και τα γκολ που έβαζε, όπως σε ένα θρίαμβο επί της Ρεάλ Μαδρίτης, στο clasico.

Την ίδια περίοδο φτάνει στο απόγειο της δόξας του με τη Σελεσάο, στο Μουντιάλ του 94′ που έγινε στα γήπεδα των ΗΠΑ. Συνθέτει ένα τρομερό δίδυμο με τον Μπεμπέτο στην επιθετική γραμμή, ενώ μένει στην ιστορία το χορευτικό του με τον Μπεμπέτο, και η παντομίμα με την κούνια για το νεογέννητο μωρό του τελευταίου.

Η Βραζιλία φτάνει στον τελικό, όπου νικάει στα πέναλτι την Ιταλία του (ωραίου και μοιραίου) Μπάτζιο. Ο Ρομάριο βλέπει το άστρο του να λάμπει, αλλά χάνει τη χρυσή μπάλα εκείνης της χρονιάς από το Βούλγαρο συμπαίκτη του στην Μπάρτσα, Χρίστο Στόιτσκοφ.

Μένει στη Βαρκελώνη μόνο δύο χρονιές, εξαιτίας της αγάπης του για τα πάρτι, όπως παραδέχτηκε αργότερα ο ίδιος, αλλά συνεχίζει σε λιγότερο υψηλό επίπεδο και σε διάφορες ομάδες της πατρίδας του μέχρι και τα 40 του, βάζοντας στόχο ζωής να πιάσει το στόχο των χιλίων τερμάτων στην καριέρα του. Το κατάφερε, έχοντας καβατζάρει τα 40, και έφυγε ευτυχισμένος, ή περίπου, γιατί το ρεκόρ δεν αναγνωρίστηκε ποτέ επίσημα, καθώς συμπεριέλαβε και φιλικούς αγώνες ή αναμετρήσεις για φιλανθρωπικούς σκοπούς, για να πιάσει στη σούμα το στόχο του.

Παράλληλα είχε μερικές στιγμές κορυφαίου ξεκατινιάσματος με τον Πελέ, που θεωρητικά είχε σημειώσει ένα  αντίστοιχο ρεκόρ στη δική του εποχή, που ήταν ακόμα πιο αμφίβολα τα στατιστικά και η πραγματικότητα έμπλεκε δημιουργικά με το μύθο, για να μεγαλώσει αυτόν του βασιλιά Πελέ. Τον οποίο δε γούσταρε όμως ποτέ ο Ρομάριο και έτσι έκανε τη δική του “αντιβασιλική επανάσταση”, θεωρώντας τον εαυτό του καλύτερο ως τον καλύτερο Βραζιλιάνο παίκτη όλων των εποχών και καλύτερο από κάποιους σύγχρονους, όπως ο Μέσι και ο (μη πραγματικός) Ρονάλντο.

Ακόμα κι αν δεν είναι, αυτό μικρή σημασία έχει για το δικό του μύθο, που κρατάει τη λάμψη του μέχρι σήμερα. Κι ας προσπαθεί να τη λερώσει ο ίδιος, στα 52 του (που τα έκλεισε χτες), συμμετέχοντας στον πολιτικό στίβο με το Podemos -όπου αναμένεται να ξανασμίξει ως δίδυμο με τον Μπεμπέτο…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: