Το δεύτερο ξεκρέμασμα του Καραβάτζο

Στον κόσμο των Κονταρέλι, των Σαλβίνι και των Stein Stephan, είμαστε με τους Καραβάτζο και τους Ντον Αντρέα Γκάλλο –ο μακαρίτης ιερέας που τραγούδησε το Bella Ciao στο Σαν Μπενεντέτο αλ Πόρτο στη Τζένοα.

Στις αρχές του 1602 oι εκτελεστές της διαθήκης του καρδινάλιου Ματτέο Κονταρέλι αναθέτουν στον Καραβάτζο να φιλοτεχνήσει τον μεσαίο πίνακα από το αφιερωμένο στον Ευαγγελιστή Ματθαίο τρίπτυχο που είχε ξεκινήσει στο παρεκκλήσι που είχε ταφεί ο καρδινάλιος, στην Βασιλική του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι, στη Ρώμη.

Οι δύο πρώτοι πίνακες που εδώ και δύο χρόνια κρέμονταν στα δεξιά και στα αριστερά του παρεκκλησιού παρουσίαζαν την Κλήση του Ευαγγελιστή Ματθαίου από τον Ιησού για να τον ακολουθήσει ως μαθητής του, και τον μαρτυρικό του θάνατο. Ήταν μια πολύ σημαντική παραγγελία: ο ναός του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι, κοντά στην Πιάτσα Ναβόνα, ήταν ο τρίτος κατά σειρά που επισκέπτονταν οι προσκυνητές που κατέφθαναν στη Ρώμη κατά εκατοντάδες κάθε μέρα από κάθε μεριά της Ιταλικής Χερσονήσου και της καθολικής Ευρώπης, πριν καταλήξουν να ολοκληρώσουν το πρσκύνημά τους στο Βατικανό. Η συντριπτική τους πλειοψηφία κινούνταν οργανωμένοι
σε καραβάνια, ήταν άνθρωποι φτωχοί, χωρικοί, εργάτες, που είχαν κάνει τάμα την επίσκεψη στην Αγία Έδρα κουβαλώντας μαζί τους τις προσευχές των συγχωριανών και των γειτόνων τους.

Το συμβόλαιο που υπογράφει ο Καραβάτζο προβλέπει το θέμα του, η Έμπνευση του Αγίου Ματθαίου, να παρουσιαστεί ως εξής: Ο Ματθαίος να συγγράφει το Ευαγγέλιό του, καθ’υπαγόρευση Άγγελου Κυρίου. Έχοντας αυτή τη δέσμευση στο μυαλό του ο Καραβάτζο, έλαβε υπόψη του και κάποια άλλα πράγματα, κατά τη διαδικασία της δημιουργίας του πίνακα: κατ’αρχάς, το πώς θα ήταν στην πραγματικότητα ο Ματθαίος. Κατά δεύτερον, το πώς θα ήταν αυτοί που θα στέκονταν μπροστά στον πίνακα στην πορεία των χρόνων, οι προσκυνητές: Ταλαιπωρημένοι, κατάκοποι από το μεγάλο ταξίδι, βρώμικοι, ζαλισμένοι μπροστά στο μεγαλείο της πρωτεύουσας της καθολικής χριστιανσύνης, αγράμματοι οι περισσότεροι, που στις εικόνες των εκκλησιών θα «διάβαζαν» όσα ακαταλαβίστικα ψέλνανε οι παππάδες τις Κυριακές.

Στον πίνακά του ο Καραβάτζο παριστάνει έναν απλοϊκά ντυμένο λαϊκό άντρα, «μια προλεταριακή φιγούρα», όπως σημειώνει ο ιστορικός τέχνης Andrew Graham-Dixon, με το βρώμικο πόδι του να εκτείνεται σαν να φτάνει ακριβώς μπροστά στα μάτια όσων θα στέκονταν μπροστά από τον πίνακα. Ο Ματθαίος γρατζουνίζει τις πρώτες λέξεις του Ευαγγελίου του, στη γλώσσα του, στα Αραμαϊκά, με έναν Άγγελο -που πατάει στη γη και στέκεται στο ύψος του ανθρώπου- να του κατευθύνει το χέρι πάνω στο χαρτί. Τα μισάνοιχτα χείλια του τον δείχνουν σαν να διαβάζει αυτά που γράφει, φέρνοντάς μας στο νου την εικόνα ενός μαθητή στα πρώτα του μαθήματα γραφής, με τον άγγελο να μας
θυμίζει έναν στοργικό και πρόθυμο να βοηθήσει δάσκαλο. Τίποτα το ηρωικό, τίποτα το υπερφυσικό, τίποτα το πομπώδες.

Μια εικόνα που θα έκανε τους προσκυνητές να νιώσουν οικεία και ζεστά, να παρηγορηθούν πως άξιζε ο κόπος του ταξιδιού, όχι μόνο για τη μετά θάνατον ζωή, αλλά και για την τωρινή, ότι η Εκκλησία τους μιλούσε στεκόμενη στο ύψος τους, όχι από ψηλά. Άλλωστε, ο Χριστός και οι Μαθητές του σε αυτούς έμοιαζαν, στους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους της γης, όχι στους Καρδιναλίους.

Μόλις έστησε ο Καραβάτζο τον πίνακα στον τοίχο του παρεκκλησιού, οι εκτελεστές της διαθήκης του Κονταρέλι και οι υπεύθυνοι της εκκλησίας τον διέταξαν να τον κατεβάσει αμέσως. Σκανδαλίστηκαν στη θέα αυτού του αγροίκου. Όπως αναφέρει ο σύγχρονός του
βιογράφος του Πιέτρο Μπελόρι: «Τότε συνέβη κάτι που προκάλεσε μεγάλη ταραχή και σχεδόν έφερε σε απόγνωση τον
Καραβάτζο, για τις συνέπειές του στη φήμη του: Όταν ολοκλήρωσε τον μεσαίο πίνακα του Αγίου Ματθαίου και τον τοποθέτησε στο παρεκκλήσι, οι ιερείς τον απομάκρυναν, λέγοντας ότι αυτή η φιγούρα δεν είχε ούτε την όψη ούτε την ευπρέπεια ενός Αγίου, έτσι
όπως καθόταν με τα πόδια σταυρωμένα και με τις πατούσες του εκτεθειμένες στους ανθρώπους.»

Με παρέμβαση ενός πάτρονά του, του έδωσαν την ευκαιρία να ξαναπροσπαθήσει και δεν ανέθεσαν το έργο σε άλλον καλλιτέχνη, όπως θα ήταν πιο λογικό. Η δεύτερη απόπειρα, αυτή που θαυμάζουμε σήμερα, ήταν κοντύτερα στα γούστα τους. Η φιγούρα του Ευαγγελιστή είναι πιο σεβάσμια, τα ρούχα του εκτυφλωτικά, και ο Άγγελος ίπταται πάνω του καθώς του απαριθμεί τις γενεές που αναφέρονται στην αρχή του
Ευαγγελίου του. Το σήμα κατατεθέν του Καραβατζικού έργου όσον αφορά στους προσκυνητές, οι γυμνές πατούσες, επιβίωσαν στον δεύτερο πίνακα, πιο διακριτικά αυτή τη φορά, αλλά εκεί, για να στέλνουν το μήνυμα της ταπεινότητας.

Ο απορριφθείς πρώτος πίνακας, μετά από διάφορους ιδιοκτήτες κατέληξε στο Kaiser-Friedrich Museum, όπου και καταστράφηκε σε πυρκαγιά κατά τον Β  ΠΠ στο Βερολίνο, και στις μέρες μας έχει διασωθεί μονάχα μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του. Τα παραπάνω μου ήρθαν στο νου όταν διάβασα την παρακάτω είδηση: Στα πλαίσια μιας συναυλίας για την ενίσχυση των παιδιών του Μπουρουντί, την Κυριακή 15/12 στον ίδιο αυτό ναό που εκτίθεται το Τρίπτυχο του Αγίου Ματθαίου του Καραβάτζο, στη Βασιλική του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι, η χορωδία τραγούδησε το Bella Ciao, λίγα μέτρα μακριά από τους πίνακες.

Αυτό προκάλεσε την οργή του φασίστα Σαλβίνι, ο οποίος πόσταρε στο φέισμπουκ: «Τρελά πράγματα! Να τραγουδάνε το Bella Ciao στην εκκλησία Κυριακή βράδυ στη Ρώμη. Σας φαίνεται φυσιολογικό;».

Κληθείς να κάνει δηλώσεις για το θέμα, ο εκπρόσωπος της εκκλησίας, Stein Stephan έδωσε δίκιο στον Σαλβίνι και καταδίκασε το άκουσμα του παρτιζάνικου τραγουδιού: «Δεν με είχαν προειδοποιήσει. Όταν άκουσα τη χορωδία να τραγουδάει το Bella ciao, παρόλο που περιορίστηκαν στο ρεφρέν χωρίς να τραγουδήσουν ολόκληρο το τραγούδι, εξεπλάγην. Αν το ήξερα νωρίτερα, θα είχα πει στον διευθυντή της χορωδίας να μην το κάνει. Ο συμβολισμός του τραγουδιού, η απελευθέρωση από τον Ναζι/φασισμό, δεν είναι λόγος για να τραγουδιέται στην εκκλησία, ούτε καν για αστείο. Θα έπρεπε να το είχαν καταλάβει από μόνοι τους… Ο Σαλβίνι δε μου αρέσει σαν άτομο, παρόλο που
συμφωνώ μαζί του σε κάποια πράγματα. Αναφέρομαι στους νόμους για την ασφάλεια, που δεν πρέπει να καταργηθούν, αλλά και στις θέσεις του για τη νόμιμη άμυνα: Αν κάποιος μπει στο σπίτι σου, πρέπει να μπορείς να αμυνθείς. Όσον αφορά το Bella ciao, συνυπογράφω αυτά που είπε.»

Στον κόσμο των Κονταρέλι, των Σαλβίνι και των Stein Stephan, είμαστε με τους Καραβάτζο και τους Ντον Αντρέα Γκάλλο –ο μακαρίτης ιερέας που τραγούδησε το Bella Ciao στο Σαν Μπενεντέτο αλ Πόρτο στη Τζένοα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: