Της εικόνας το πετσί

Να γελάσω ή να κλάψω δεν ξέρω. Μόνο να εξοργιστώ μπορώ, ανήκοντας σ’ ένα επάγγελμα με πολλούς νεκρούς, που όμως δεν μετράνε, και πολύ περισσότερους σε διατεταγμένη υπηρεσία, που όμως μετράνε είτε ακούσια εκβιαζόμενοι, είτε εκούσια επ’ ανταλλάγματι.

Να γελάσω ή να κλάψω δεν ξέρω. Μόνο να εξοργιστώ μπορώ, ανήκοντας σ’ ένα επάγγελμα με πολλούς νεκρούς, που όμως δεν μετράνε, και πολύ περισσότερους σε διατεταγμένη υπηρεσία, που όμως μετράνε είτε ακούσια εκβιαζόμενοι, είτε εκούσια επ’ ανταλλάγματι. Σαράντα έναν νεκρούς δημοσιογράφους μετράμε έως τώρα στη Γάζα. Και στο παιχνίδι της Μέσης Ανατολής, όπου το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ρέουν αναμεμειγμένα με αίμα, η φρίκη η σημερινή, σε ό,τι αφορά την εικόνα της, κανείς δεν θυμάται ότι άρχισε με έναν δημοσιογράφο (Κασόγκι). Πριν από μερικά χρόνια μπήκε στο σαουδαραβικό προξενείο της Ινσταμπουλ, βασανίστηκε, τεμαχίστηκε, περάστηκε από μηχανή και βγήκε ως κιμάς στους υπονόμους της Πόλης…

Η προπαγάνδα, η εικόνα, οι ψεύτικες και «πειραγμένες» ειδήσεις, οι ομαδικές «ενημερώσεις» (pool), απ’ τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας έως σήμερα έχουν αλλάξει επίπεδο. Και σ’ αυτό ακριβώς το επίπεδο οι γενιές οι μετά από μένα, οι μεγαλωμένες με την κουλτούρα του Facebook και του TikTok, αδυνατούν κυριολεκτικά να αντιληφθούν πληροφοριακές ιστορικές διαφθορικές της κρίσης και της σκέψης παγίδες, καθώς συνθλίβονται από ριπές στιγμιαίων ή σύντομων κραυγαλέων εντυπώσεων.

Πού να κάτσεις, αλλά και ποιος θα σ’ ακούσει να εξηγείς, ανάμεσα σε παιδιά με κομμένα πόδια και μανάδες σε σπαραγμό και βομβαρδισμένους πατεράδες, πώς η φρίκη εξωραΐζει έναν δηλωμένο ναζί, εκδηλωμένο υπερογδοντάρη φασιστόγερο, που ποζάρει σε ιστοσελίδες και ταμπλόιντ πρωτοσέλιδα με μια εικοσιπεντάχρονη μοντέλα, και αναλύει τον αμοιβαίο έρωτά τους. Δεν λείπουν και συνθέσεις οπτικού εντυπωσιασμού με χαιρετισμούς «χάιλ Χίτλερ» και ζουμερά οπίσθια και στήθη. Κι αν αυτή η εμετική «προπαγάνδα» περί αθάνατων και ακμαίων ναζί αλά ελληνικά σας κάνει να ξερνάτε, σας έχω πιο εκλεπτυσμένη γαλλική κουζίνα με διεθνείς πρωταγωνίστριες. Τις τελευταίες μέρες παίζει παντού ένας πόλεμος Παλαιστινίων – Ισραηλινών, αμερικάνικων προδιαγραφών και γαλλικής φινέτσας μόδας. Ο οίκος «Dior» λέει αντικατέστησε την πανέμορφη μοντέλα Μπέλα Χαντίντ, Αμερικανοπαλαιστίνια, με την Ισραηλινή, επίσης μοντέλα καλλονή, Μέι Τάγκερ, για την εορταστική του καμπάνια. Και να οι ρουκέτες στο διαδίκτυο, από σχόλια, πικρές φανατικές κουβέντες, ύβρεις και προτάσεις για εμπάργκο στο «Dior» (!)… Ποιος θα φανταζόταν τρεις δεκαετίες μετά τη Συμφωνία του Οσλο ότι ένας πραγματικός άθλιος πόλεμος στη μεγαλύτερη φυλακή του κόσμου, που είναι η κατεχόμενη από τους Ισραηλινούς Γάζα, θα είχε αντανάκλαση και σε πόλεμο μοντέλων της πασαρέλας, μ’ έναν οίκο μόδας στη θέση τουλάχιστον των ηγετών μιας μοδάτης …γαλλικής επανάστασης…

Στη Γαλλία λοιπόν κύκλοι του οίκου μόδας διαδίδουν πως κανείς δεν έδιωξε την Παλαιστίνια. Απλώς έληξε το συμβόλαιό της από πέρυσι. Παρά ταύτα τα ισραηλινά ταμπλόιντ ψυχαγωγούν τους στρατιώτες τους με τη νικήτρια και στην αγορά μόδας, δικιά τους κοπελάρα. Ετσι όλοι ξέχασαν ότι η Χαντίντ τόλμησε και βγήκε με δηλώσεις υπέρ της Παλαιστίνης σε εποχή που αυτή δεν… πουλάει. Οσο για τα δικά μας, κύκλοι βγήκαν κι είπαν πως ο εικοσιδιάχρονος Παλαιστίνιος κατέβασε την ελληνική σημαία για να υψώσει την παλαιστινιακή, και παρά τις εικόνες που διαψεύδουν τους κύκλους, οι …επίσημοι κυβερνητικοί τετραγωνιστές του κύκλου το μπουζούριασαν το παιδί, και το πάνε προφανώς για απέλαση.

Ούτε να κλάψω μπορώ, ούτε να γελάσω, ούτε να ξεράσω, ούτε όμως και να παραλύσω, μ’ αυτές τις σύγχρονες μοδάτες παράπλευρες της σφαγής ιστορίες. Το μόνο που μπορώ, κι όλοι μαζί ίσως μπορούμε, είναι ν’ αντιστεκόμαστε με το ίδιο σθένος και το ίδιο πάθος, και στα μικρά και στα μεγάλα. Με συναίσθηση και οξυμένα ανακλαστικά στο εγκληματικά ανώδυνο, φαιδρό, αστείο, «για να ξεχνιόμαστε και να περνά η ώρα». Προσοχή μη χοντρύνει το πετσί. Και δεν μπορεί ν’ ανατριχιάζει. Ούτε στο χάδι, ούτε στην παγωμάρα των νεκροτομείων.
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: