Στην εποχή των τσιτάτων

…τι να σου λέω για το χθες, για τις καμένες μας Ιθάκες
εσύ γυρεύεις παρτενέρ για να σου δίνει τις ατάκες…

Ζούμε αδιαμφισβήτητα στην εποχή του τσιτάτου, της ατάκας και βέβαια της βιάσης. Όλοι βιάζονται, από τη στιγμή που θα ξυπνήσουν τρέχουν για να προλάβουν να κάνουν όσο περισσότερα μπορούν ως την ώρα που θα ξαπλώσουν που πάλι βιάζονται να αποκοιμηθούν. Όλα σήμερα γίνονται βιαστικά και επιφανειακά. Αυτό φαίνεται έντονα όταν ρίξει κανείς μια ματιά γύρω. Η ίδια η κοινωνία μας είναι βιαστική. Όλοι τριγύρω κινούνται σε ρυθμό βάδην, πάντοτε μισό-λαχανιασμένοι. Δεν αντέχει πια κανείς την ουρά στον πάγκο με τα τυριά που αυτός θα φάει, την ουρά στο ταμείο του καταστήματος που πήγε να αγοράσει τα ίδια του τα ρούχα, την αναμονή στο τηλέφωνο που ο ίδιος κάλεσε να πει ένα γεια σε ένα φίλο του. Τα αυτοκίνητα τρέχουν μανιωδώς, κορνάρουν, μπαίνουν ανάποδα, περνάνε κόκκινα και στοπ. Τα μηχανάκια κάνουν σφήνες, προσπαθούν να μειώσουν το χρόνο ακινησίας τους ει δυνατόν και στο μηδέν. Όλα γίνονται πιο γρήγορα καθώς αναβαθμίζονται. Τα πλοία, τα τρένα, τα αεροπλάνα, τα αυτοκίνητα, τα κινητά, οι υπολογιστές. Τα πάντα. Πιο γρήγοροι επεξεργαστές, πιο γρήγορες μνήμες, πιο γρήγορες συνδέσεις στο ίντερνετ. VDSL και 5G έρχονται κατά πάνω μας με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Ακόμη και τα πιο απλά αντικείμενα άρχισαν να βιάζονται. Είχαμε θερμοσίφωνο και αποκτήσαμε ταχυθερμωσίφωνο. Είχαμε μπρίκι και γκαζάκι και αποκτήσαμε βραστήρα στιγμής. Είχαμε φούρνο και αποκτήσαμε το φουρνάκι μικροκυμάτων που γρήγορα ψήνει, γρήγορα ζεσταίνει, γρήγορα ξεπαγώνει. Και έτσι μπορείς να ζεστάνεις το σνακ σου γρήγορα στην κουζίνα της δουλειάς και να φας βιαστικά με τρεις μπουκιές ώστε να μην πέσεις κάτω, αλλά και να γυρίσεις γρήγορα στο γραφείο για τις υπόλοιπες δέκα ώρες που σου μένουν. Και επειδή το σνακ δεν έχει όσα χρειάζεσαι ως άνθρωπος για να ζήσεις, κούμπωσε και μια ντόπα-τονωτική πολυβιταμίνη.

Η τεχνολογία εξελίσσεται επιβάλλοντάς μας πάντοτε να βιαζόμαστε. Τι ήταν το τηλεγράφημα; Σύντομο, ασύντακτο που περιείχε μόνο τα απαραίτητα. Θυμάστε πριν το millennium, τότε που δεν υπήρχαν εναλλακτικοί πάροχοι τηλεπικοινωνίας και  ρεύματος, υπήρχε η ΔΕΗ και ο ΟΤΕ. Δύο κρατικές υπηρεσίες που παρέχονταν στο λαό με το ανάλογο κόστος. Δεν υπήρχε ίντερνετ και ψηφιακό τηλέφωνο. Το τηλέφωνο ήταν αναλογικό και συνήθως ακουμπισμένο σε κάποιο έπιπλο του σπιτιού καθώς δεν υπήρχαν ακόμη πολλά ασύρματα. Τότε μάλιστα υπήρχαν και ειδικά έπιπλα που τα έλεγαν τραπέζια τηλεφώνου και είχαν μάλιστα συρτάρι για τηλεφωνικό ευρετήριο και τον βαρύ κίτρινο κατάλογο του χρυσού οδηγού. Η δε χρέωση ήταν μία αστική ή υπεραστική μονάδα αναλόγως με το αν καλούσες τοπικό ή επαρχία. Κατόπιν το τηλέφωνο έγινε ψηφιακό και επήλθε η χρονοχρέωσις! Και άξαφνα άρχισαν όλοι να βιάζονται στο τηλέφωνο. “Κλείσ΄ το γιατί γράφει…”. Μετά εφευρέθηκαν τα κινητά τηλέφωνα, πανάκριβα στη χρήση αλλά έτσι κι αλλιώς ήταν για γρήγορες επικοινωνίες. Και έπειτα για πιο γρήγορα ήρθαν τα SMS (Short Messages), ήτοι σύντομα μηνύματα κειμένου. Πες αυτό που θες αλλά σύντομα. Κόψε περιττές λέξεις, όπως επίθετα, άρθρα, αντωνυμίες και άλλες συντακτικές περιττολογίες. Κόψε χαρακτήρες, το νόημα να βγαίνει. Κόψε και τα ελληνικά γιατί σου μένουν ακόμη λιγότεροι χαρακτήρες. Και να σου τα περίφημα Greeklish. Γενικώς κόψε την επικοινωνία ως άνθρωπος, γίνε ρομπότ.

Πέρασαν τα χρόνια και φτάσαμε στο Twitter. Πες ότι θες αλλά γρήγορα, έχεις ένα μικρό περιθώριο χαρακτήρων για να εκφράσεις τη σκέψη σου. Προσπάθησε να γράψεις τις σωστές λέξεις ώστε να γίνει το τιτίβισμά σου catchy (ελληνιστί πιασάρικο) και έπειτα viral. Δεν πειράζει αν είναι προβοκατόρικο, αν είναι ψέμα, αν είναι λάσπη, αν είναι προσβολή ή δήλωση μίσους. Αρκεί να δημιουργήσει εντυπώσεις και να πάρει το retweet. Κανείς δε θα σε κατηγορήσει, κανείς δε θα σε αναγκάσει να κάνεις δημόσια επανόρθωση. Δεν είναι εφημερίδα, δεν υπάρχει λογοκρισία, μόνο μια κίβδηλη ελευθερία που κρύβει από κάτω άτιμες, άνανδρες, τραμπούκικες, λεκτικές επιθέσεις. Το Twitter έγινε η νέα δημόσια σφαίρα μας, μαζί με το Facebook, το Instagram και ότι άλλο μας έφτιαξαν για να δικτυωθούμε και να κοινωνικοποιηθούμε, όσο αυτοί τα οικονομούνε και μάλιστα γερά. Μέσω του Twitter και πάντοτε γρήγορα, πλέον δίδονται τελεσίγραφα, κηρύσσονται πόλεμοι, βγαίνουν πρωθυπουργικά και προεδρικά διαγγέλματα προς το λαό, γίνονται πολιτικές δηλώσεις και ασκείται αντιπολίτευση. Αγοραπωλησίες επιχειρήσεων, προτάσεις γάμων και αιτήσεις διαζυγίων, αναγγελίες προσλήψεων αλλά και απολύσεις εργαζομένων. Όλη η ζωή σε ψηφιακά τιτιβίσματα. Όλη η ζωή σε επικεφαλίδες, ατάκες και τσιτάτα.

Αν ίσχυε το αρχαιοπρεπές σπαρτιάτικο απόφθεγμα που θέλει το λακωνίζειν να εστί φιλοσοφείν, τότε ολόκληρη η παγκόσμια φιλοσοφία θα χωρούσε σε ένα φυλλάδιο μικρότερης έκτασης από το τηλεμενού ψησταριάς. Κατ’ επέκταση κανείς δεν υπήρξε φιλόσοφος από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα μέχρι το Χέγκελ, το Μαρξ και τον Ένγκελς. Ο Λένιν μόνο χρειάστηκε 57 τόμους για να μιλήσει στις επόμενες γενιές. Ο ίδιος μάλιστα διαπίστωνε για τους ίδιους τους μπολσεβίκους πως «Η μανία μας για τσιτάτα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας». Η ίδια η λαϊκή μας παράδοση έρχεται να ενισχύσει το επιχείρημα της φειδωλής έκφρασης προειδοποιώντας μας πως τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Εγώ ευτυχώς είμαι ήδη φτωχός οπότε δεν έχω τίποτα να φοβηθώ, και λέω ευτυχώς γιατί όπως θα έχετε ήδη καταλάβει δεν μου αρέσει καθόλου το λακωνίζειν. Γι’ αυτό άλλωστε επέλεξα να αρθρογραφώ. Εναλλακτικά θα έφτιαχνα λογαριασμό στο Twitter…

Το πολιτικό ζήτημα της υπόθεσης είναι πως ο λαός εκπαιδεύτηκε στο να διαβάζει επικεφαλίδες και να βγάζει γρήγορα συμπεράσματα από προβοκατόρικα τσιτάτα. Κανείς δεν ανοίγει τις δημοσιεύσεις στο Facebook να διαβάσει. Πόσο μάλλον να αναζητήσει και άλλα άρθρα από άλλες πηγές, να διασταυρώσει αυτό που διαβάζει και να κρίνει την εγκυρότητά του και την αλήθεια πίσω από αυτό. Όλοι αρκούνται στο να δουν μια εικόνα και να διαβάσουν ένα τίτλο. Υπάρχει μάλιστα ολόκληρος κλάδος των επιστημών επικοινωνίας και διαφήμισης που ασχολείται αποκλειστικά με τη δημιουργία σλόγκαν, τσιτάτου, ατάκας. Και έπειτα ένα ολόκληρο οπλοστάσιο από μονταζιέρες που απομονώνουν φράσεις από ολόκληρες δηλώσεις, κόβουν και ράβουν ως άλλοι Φρανκενστάιν και δημιουργούν τέρατα εντυπώσεων, παραπληροφόρησης, λασπολογίας και προβοκάτσιας.

Τα παραδείγματα άπειρα και καθημερινά. Το πλέον πρόσφατο είναι αυτό που είδα σήμερα να αναπαράγεται στα ειδησεογραφικά sites τα οποία εξαπέλυαν μια βρώμικη και προβοκατόρικη επίθεση στο ΚΚΕ και τη Λαϊκή Συσπείρωση (ΛΑ.ΣΥ.) και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο. Οι τίτλοι ήταν βγαλμένοι σαν από κίτρινες φυλλάδες τελευταίας διαλογής και ξεκινούσαν με φράσεις όπως “Το είδαμε κι αυτό!”, “Μεγάλη έκπληξη”, “Μεταγραφική βόμβα”, “Σοκ!”, Από υποψήφιος του ΚΚΕ στις υπηρεσίες του Μαρινάκη” και πολλά άλλα πικάντικα. Όλος αυτός ο χαμός για την απόφαση ενός πρώην υποψηφίου της ΛΑ.ΣΥ. να κατέβει στις ερχόμενες δημοτικές εκλογές με το συνδυασμό του κυρίου Μώραλη στον Πειραιά. Ο ίδιος ο υποψήφιος μάλιστα ανέφερε και το σκεπτικό που τον οδήγησε στη μεταγραφική αυτή κίνηση και μάλιστα δεν έκανε την παραμικρή νύξη για τον τερματισμό της συνεργασίας του με το ΚΚΕ και τη ΛΑ.ΣΥ.. Ωστόσο οι τίτλοι μόνο και μια φωτογραφία των προαναφερθέντων υποψηφίων αρκούσαν για να λειτουργήσουν ως βούτυρο στο ψωμί των απανταχού τρολ και λασπολόγων που με περισσή χαρά και σε χρόνο μικρότερο των αντανακλαστικών τους, έπιασαν τα φτυάρια και ξεκίνησαν τις βολές λάσπης προς το ΚΚΕ και τη ΛΑ.ΣΥ. με ανυπόστατες κατηγορίες, ως συνήθως, και βέβαια με σχόλια που θα ζήλευαν και οπαδικά κατακάθια τύπου Τάκης Τσουκαλάς, για να παραμείνουμε και στο θέμα (και υπάλληλος του Μαρινάκη και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος της ΝΔ στο Κερατσίνι). Σαφώς κανείς από αυτούς που σχολίασαν κάτω από τις δημοσιεύσεις σε sites, Twitter και Facebook (δεν έχω τίποτα από αυτά, αλλά με πληροφόρησαν) δεν έκαναν τον κόπο να διαβάσουν το άρθρο ή να κάνουν κλικ πάνω στον τίτλο της ανάρτησης στο feed τους.

Όλα αυτά μου θυμίζουν τους πάλαι ποτέ βιβλιόφιλους που διάβαζαν το οπισθόφυλλο ενός βιβλίου και καμώνονταν κατόπιν πως το έχουν διαβάσει. Ή τους δήθεν κουλτουριάρηδες που διαβάζοντας την υπόθεση μιας παράστασης ή μιας ταινίας, αυτομάτως αποκτούν άποψη για το έργο, την οποία μάλιστα εξέφραζαν ως κριτικοί με το αντίστοιχο ύφος καρδιναλίου. Το άρθρο αυτό έχει και ένα χαρακτήρα παράκλησης, όπως στο προηγούμενο που σας ζήταγα να διαβάζετε εφημερίδες, να διαβάζετε Ριζοσπάστη, να εξοπλίζεστε θεωρητικά στην καθημερινή ταξική μάχη που θα κληθείτε να δώσετε. Σήμερα η παράκληση είναι άλλη. Μη βιάζεστε. Μην τρέχετε να προλάβετε το αύριο ξεχνώντας πίσω το σήμερα και διαγράφοντας το χθες. Το αύριο είναι αληθινό εάν και εφόσον διαφέρει έστω και λίγο από το σήμερα, ειδάλλως είναι κάλπικο. Μην μένετε στην επιφάνεια, στο φαίνεσθαι, σταθείτε λίγο στην ουσία, διαβάστε, μελετήστε, αναζητήστε, διασταυρώστε, αμφισβητήστε όσα διαβάζετε, όσα πιστεύετε, όσα ξέρετε, τους εαυτούς σας τους ίδιους.

Κάποιοι από σας έχετε ζήσει και θυμάστε αυτά που σας περιέγραψα στην αρχή, κάποιοι πιο νέοι -οι millennials- τα ακούτε όπως άκουγα εγώ για το πικάπ και τα τηλεγραφήματα. Κάποιοι άλλοι σαν εμένα, αρνούνται να συμβιβαστούν με την ψηφιακή πραγματικότητα και μένουν πίσω δικτυακά ακοινώνητοι, αγοράζουν ακόμη εφημερίδες και ακούν ραδιόφωνο από το τρανζίστορ. Αγοράζουν βιβλία και γράφουν σημειώσεις στην ατζέντα με  στυλό και τα βάζουν στην τσέπη τους, σημειώνουν τηλέφωνα στην κασετίνα του Καρέλια και το αυτοκίνητό τους είναι ανεγκέφαλο, η τηλεόρασή τους χαζή, μα η ψυχή τους γεμάτη. Ελπίζω το μακροσκελές μου άρθρο να μη σπατάλησε τον πολύτιμο χρόνο σας. Σας χαιρετώ με ένα ποίημα του μεγάλου Άλκη Αλκαίου και σας το αφιερώνω σε τραγούδι του Μήτσου…

…τι να σου λέω για το χθες, για τις καμένες μας Ιθάκες
εσύ γυρεύεις παρτενέρ για να σου δίνει τις ατάκες…

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: